Η ελληνική κοινωνία, το κοπάδι αυτό των άπληστων μικροσυμφεροντολόγων, που φωνάζουν μόνο όταν μια κυβέρνηση προσπαθήσει να βάλει φρένο στην καταπάτηση της δημόσιας περιουσίας και την καταστροφή του περιβάλλοντος, θα πρέπει να μάθει επιτέλους να σέβεται το περιβάλλον και να υπακούει στούς νόμους του κράτους
Το Friedenau είναι μια απο τις λίγες αστικές συνοικίες του Βερολίνου, που επέζησαν απο τους βομβαρδισμούς των «Συμμάχων» στο τέλος του πολέμου. Η Rheinstraße, όπου μένω απο το 1971, όπως άλλωστε και ολόκληρο το Βερολίνο, είναι γεμάτη δέντρα, φλαμουριές, βελανιδιές, κόκκινες βελανιδιές, πλατάνια, φουντουκιές, αγριοκαστανιές, διακοσμητικές (γιαπωνέζικες) κερασιές, και τι δεν έχει.
H συμπάθειά μου όμως ανήκει σε δύο δέντρα που βλέπω κάθε μέρα. Το ένα είνα μια τεράστια βελανιδιά, η Kaisereiche (η βελανιδιά του Αυτοκράτορα), που φυτεύθηκε το 1879 προς τιμήν του Kaiser Wilhelm I. Η Kaisereiche βρίσκεται στην διασταύρωση της εμπορικής Rheinstraße με την Saarstraße και την προέκτασή της, την Schmiljanstraße, που συνδέει το πρώην κέντρο του δυτικού Βερολίνου με τις ανατολικοδυτικές συνοικίες της πόλης. Και το άλλο είναι ένα γιαπωνέζικο Ginkgo, που φύτεψε η Senatsverwaltung für Stadtentwicklung und Umwelt, το Υπουργείο για την Ανάπτυξη της Πόλεως και του Περιβάλλοντος του Ομόσπονδου Κρατιδίου του Βερολίνο πρίν περίπου είκοσι χρόνια στην Rheinstraße, ακριβώς μπροστα στο σπίτι μου και που μέσα σε περίπου 20 χρόνια έφτασε μέχρι το διαμέρισμά μου στο τρίτο πάτωμα – και συνεχίζει ακόμα να ψηλώνει (απο το μπαλκόνι μου, στην αριστερή φωτογραφία, στα αριστερά).
Η φουκαριάρα η δρύς στην διασταύρωση που λέγεται κι’ αυτή Kaisereiche, είναι, παρα το αυτοκρατορικό της όνομα, ένα αρκετά μεγάλο, αλλά καθόλου εντυπωσιακό δέντρο, σκούρο και «μπαρουτοκαπνισμένο», γιατί στη θέση που βρίσκεται υποφέρει απο την κυκλοφορία των αυτοκινήτων: Μέχρι να γίνει ο αυτοκινητόδρομος η διασταύρωση ήταν η κυκλοφοριακά πιό βεβαρύμενη διασταύρωση της Ευρώπης. Εντελώς αλλιώς είναι το φρέσκο, εύκαμπρο και ευλίγιστο Ginkgo, που τον χειμώνα είναι γυμνό, τώρα όμως που η άνοιξη έφτασε και σε μάς, άρχισε να γεμίζει μπουμπούκια και προχθές έβγαλε και φύλλα, πράσινα, ώμορφα, «γιαπωνέζικα», ένα ώμορφο δέντρο, που το έχω μπροστά στο μπαλκόνι μου.
Το Βερολίνο είναι μια πολύ πράσινη πόλη, με μικρά και μεγύτερα παρκα, που δεν είναι κατειλημμένα απο τραπεζάκια για χασομέρηδες, αλλά προορίζονται αποκλειστικά και μόνο για τον περίπατο και την αναψυχή των κατοίκων του (το πάρκο Tiergarten στην καρδιά του Βερολίνου). Καμμιά άλλη πόλη στον κόσμο δεν έχει τοσο πράσινο όσο το Βερολίνο: Πάρκα, ζώνες πρασίνου, δάση διαφόρων μεγεθών, λίμνες και ποτάμια μέσα στην πόλη, συνολικά υπάρχουν 2.500 δημόσια πάρκα και χώροι πρασίνου με μια έκταση 6.400 εκταρίων.
Χαρακτηριστική για το ενδιαφέρον των Γερμανών για το πράσινο είναι η ιστορία του μεγάλου πάρκου Tiergarten, στην ομώνυμη συνοικία Tiergarten του Δήμου Mitte. Στο τέλος του πολέμου το πάρκο αυτό είχε βομβαρδιστεί, οι γέφυρες, τα μνημεία και τα αγάλματά του είχαν καταστραφεί και απο τα 200.000 δέντρα του είχαν μείνει μονο 700, τα άλλα είχαν καεί απο τις βόμβες. Και αυτά που είχαν απομείνει, άρχισαν, λόγω παντελούς ελλείψεως ρεύματος, να κόβονται, σώθηκαν δε απο μια εθελοντική φρουρά πολιτών, που οργανώθηκε για την προστασία τους. Χρησιμοποιήθηκε δε σαν χωράφι για πατάτες και λαχανικά που έσπερναν οι πεινώντες Βερολινέζοι (βλέπε φωτογραφία). Αναδασωθηκε μεταξύ 1949 και 1959 και σήμερα είναι όπως στην πιο πάνω φωτογραφία.
Αυτά όλα τα θυμήθηκα, όταν βλέποντας το πανέμορφο Ginkgo μπροστά στο μπαλκόνι μου και θέλοντας να γράψω κάτι πασχαλιάτικο, έπεσα, ψάχνοντας στο Youtube, πάνω στο βίντεο «Νeo Petritsi. Πασχα στο χωριο». Που δείχνει δυό συμπατριώτες μας που ψήνουν ένα αρνί και τον ένα, ίσως λογω ελλείψεως κάρβουνων, να πέρνει τον μπαλτά και να κόβει την διπλανή ελιά. Τέτοια βαρβαρότητα δεν την περίμενα.
Όμως και οι ειδήσεις των ΜΜΕ πριν μερικούς μήνες για το βάρβαρο κόψιμο δέντρων αναφέρανε τα ίδια και χειρότερα. Για Έλληνες, που επειδή ακρίβηνε το πετρέλαιο κόβανε δέντρα και τα κάνανε καυσόξυλα, και άλλους που, ευκαιρίας δοθείσης, που γεμιζαν ολόκληρα φορτηγά και τα πηγαίναν για πούλημα. Είχα διαβάσει και τις ανακοινώσεις του Υπουργείου Περιβάλλοντος, που έλεγε, ότι λόγω της υψηλής τιμής του πετρελαίου το υπουργείο επιχειρεί να θέσει κανόνες για τα είδη ξυλείας, τις ποσότητες και τις περιοχές όπου γίνεται υλοτόμηση στα δάση. «Η απόληψη καυσοξύλων θα πρέπει να διενεργείται υπό τον έλεγχο και την επίβλεψη της δασικής υπηρεσίας», έλεγε το Υπουργείο. Και, «αναγνωρίζοντας τις αντίξοες συνθήκες διαβίωσης των ορεινών πληθυσμών, να γίνεται κάθε προσπάθεια διευκόλυνσής τους, επισημαίνει». Και ένα φιλμάκι που είδα στην ΝΕΤ, νομίζω για τα δάση της Πίνδου, έδειχνε „υλοτόμους“, μια λέξη που κρύβει την καταστροφή του δάσους, να κόβους ολόκληρες πλαγιες βουνών, „για να διευκολυνθεί „η ανάπτυξη των δασών“, όπως έλεγε ο ομιλητής απ‘ το off.
Αυτά συμβαίνουν στην Ελλάδα των Ελλήνων, που περηφανεύονται ότι είναι φορείς του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Ενα Υπουργείο Περιβάλλοντος να διευκολύνει την υλοτόμηση των δασών, «χωρίς να θίγεται η προστασία και αειφορία των δασικών οικοσυστημάτων», σκέτη μπαρούφα και λαϊκισμός, διότι το Υπουργείο και το προσωπικό του αφαλώς και θα γνωρίζουν, ότι στην Ελλάδα αυτό είναι ένα απλό ευχολόγιο χωρίς αντίκρυσμα. Ποσώς ενδιαφέρει αυτούς τους βαρβάρους, αν ένα δέντρο για να μεγαλώσει χρειάζεται 30 με 40 χρόνια.
Δεν υπήρχε άραγε η δυνατότητα χορήγησης ενός επιδόματος θέρμανσης στους φτωχους, αλλά μάλλον πονηρούς και κακομαθημένους καταστροφείς του περιβάλλοντος; Μόνο τα κλεμμένα λεφτα του Ακη, του Παπαντωνίου, του Geoffrey Παπανδρέου και των άλλων απατεώνων θα αρκούσαν για να θερμανθεί όλη η Ελλάδα για μερικά, χρόνια. Δυστυχώς όμως η Ελλάδα κατοικείται πλειοψηφικά είτε απο βλάκες και διεφθαρμένους πολιτικούς, είτε απο ανάγωγους, αστοιχέιωτους και τζαναμπέτηδες πολίτες, που ποτέ δεν έμαθαν να σέβονται το περιβάλλον, μέσα στο οποίο οι ίδιοι ζούν. Σαν πολιτικός δεν βοηθάς ούτε τον φτωχό, ούτε το κράτος, παροτρύνοντας τους πολίτες να αποψιλώσουν τα λίγα δάση που απόμειναν, αδιαφορώντας για την οικοπεδοποίηση της δημόσιας γής ή την μετατροπή της σε χωράφια, για την αποξήρανση των λιμνών και την πτώση του υδροφόρου ορίζοντα, ιδιαίτερα στις μεγάλες πεδιάδες της Θεσσαλίας και της Θράκης. Και μετα πληρώνεις μαλλιοκέφαλα για φάρμακα και νοσοκομεία αυτών που λόγω της καταστροφής του περιβάλλοντος και του βιολογικού κύκλου ζώων, πτηνών και εντόμων αρρωσταίνουν απο καρδιές και καρκίνους, γιατί ζούνε σε πολεοδομικά και περιβαλλοντικά κατεστραμμένες πόλεις και χωριά ή τρώνε τα δηλητηριασμένα απο φυτοφάρμακα προϊόντα που παράγουν οι άπληστοι χωρικοί.
Με το πράσινο και τα δέντρα έχω μια ιδιαίτερη ευαισθησία και όταν διαβάζω στον τύπο ή βλέπω στην τηλεόραση δάση να καίγονται, θλίβομαι απερίγραπτα. Στην Σταυρούπολη της Ξάνθης που γεννήθηκα, ήμουν στην κατοχή όλη μέρα στον μικρό μπαχτσέ που είχαμε κοντα στον Νέστο. Γύριζα το νερό απ’ το αυλάκι χωρίς να ρωτήσω τους γείτονες για να ποτίσω τα λίγα ζαρζαβατικά που σπέρναμε και που μαζί με τα διακόσια γραμμάρια μπομπότα που μας δίναν ήταν αυτά που έτρωγε η οκταμελής οικογένεια, η ορεινή Σταυρούπολη δεν έβγαζε τίποτε άλλο εκτός απο τα καπνά, που δεν τρώγονται. Και κεί περίμενα να ωριμάζουν και τα βύσινα, που δεν ήταν τόσο γλυκά, για μένα και το σπίτι όμως ότι καλύτερο υπήρχε. Και που και πού έκλεβα και κανένα μήλο απ’ τον μπαχτσέ του γείτονα.
Μετα πήγαμε στην Ξάνθη όπου τελείωσα το Γυμνάσιο. Και αυτό που μούμεινε, εκτός απο το απολυτήριο, ήταν η εκστρατεία που οργάνωσε το 1952 ο Γυμνασιάρχης Παπανικολάου για να φυτέψουμε με πεύκα την τότε γυμνή πλαγιά κάτω απο το μοναστήρι των Τριών Ιεραρχών, που σήμερα σαν πάρκο το χαίρονται οι Ξανθιώτες, χωρίς να γνωρίζουν ποιοί φυτέψανε το φυτέψανε. Τέτοιες εκστρατείες δυστυχώς δεν βλέπω σήμερα, όλοι περιμένουν την αναδάσωση απο το κράτος, την στιγμή που το Intergovernmental Panel on Climate Change (IPCC) προβλέπει για την Ελλάδα άνοδο της θερμοκρασίας, αφυδάτωση των εδαφών και μεγαλύτερη ανομβρία, που θα μπορούσαν να έχουν αρνητικές επιπτώσεις και για την «βαρια μας βιομηχανία», τον τουρισμό. Σε πολλες περιοχές της χώρας μας, αυτές που κάποιοι διανοούμενοι εξυμνούν …για τα γυμνά βουνά και βράχια τους, ο αέρας λαμπυρίζει απο τις αφόρητα υψηλες θερμοκρασίες και αυτό που βλέπεις και ακούς, είναι μόνο σαύρες, σκορπιοί, αέρας και τζιτζίκια.
Γύρισα την Τουρκία και θαύμασα τους Τούρκους, που κοντεύουν να πρασινίσουν ολόκληρη τη χώρα τους. Ενώ η αναδάσωση στην Ελλάδα γίνεται κατα το πρότυπο της δασκάλας ενός σχολείου της Ξάνθης που είδα πρίν μερικά χρόνια όταν ήμουν εκεί για διακοπές, μια αφίσα στην πλατεία με δέντρα ζωγραφισμένα απ‘ τα παιδιά. Ναι, τα παιδιά μαθαίνουν σήμερα να αγαπάν τη φύση, αλλά μονο ζωγραφιστή. Που και που κάποια οργάνωση κάνει μια εκστρατεί, όπου φυτεύονται κάνα-δυο δεντράκια, αλλοι κάνουν μελέτες για την λίμνη Κορώνεια κοντα στην Θεσσαλονίκη, που πρίν μερικά χρόνια καταλαμβανε μια έκταση 42 τετραγωνικών χλιομέτρων και σήμερα είναι ξερή, δεν έχει ούτε μια σταγόνα νερό. Γιατί; Διότι οι περίοικοι την έκαναν χωράφια, μετά πήραν το νερό της για πότισμα και στο τέλος την κάναν χαβούζα για τα σκατά και τα κόπρια τους. Πάνω απο 600 μελέτες κάναν κάποιοι από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης που κόστισαν πολλά εκατομμύρια ευρώ, απ’ αυτές πργματοποιήθηκαν μηδεν.
Θυμάμαι μια επίσκεψή μου με το τραίνο στην Αθήνα, θα ήταν την δεκαετία του 60 ή 70. Που περνούσε ολόκληρα χιλιόμετρα με δάση πευκου πριν μπεί στην Αθήνα. Τα οποία σήμερα έχουν εξαφανιστεί.
Ένα σχολικό βιβλίο που διαβαζα σαν παιδί είχε το ποίημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου «Η κατάρα του πεύκου».
«Γιάννη, γιατί έκοψες τον πεύκο; Γιατί; Γιατί;»
Αγέρας θα ’ναι, λέει ο Γιάννης και περπατεί.
Ανάβει η πέτρα, το λιβάδι βγάνει φωτιά.
Να ’βρισκε ο Γιάννης μια βρυσούλα, μια ρεματιά!
Μες το λιοπύρι, μες στον κάμπο να ένα δεντρί…
Ξαπλώθη ο Γιάννης αποκάτου, δροσιά να βρει.
Το δέντρο παίρνει τα κλαριά του και περπατεί!
Δεν θ΄ ανασάνω, λέει ο Γιάννης, γιατί, γιατί;
Σήμερα το ποιηματάκι αυτό έχει εξαφανιστεί. Τα παιδιά διδασκονται στα σχολεία, μαζί με ένα σωρό άλλα άχρηστα πράγματα, πώς να γίνονται επαναστάτες τύπου Τσίπρα, είναι απασχολημένα με τα κινητά και το Facebook ή το πολύ-πολύ ζωγραφίζουν ένα δέντρο, στο χαρτί. Aντι να φυτεύουν με τους δασκάλους τους κάνα δεντράκι στην απο δέντρα αποψιλωθείσα Ελλάδα. Το δημόσιο σχολείο, αυτό το βλέπουμε απο την κατάντια της κοινωνίας και και την ασυδοσία της νεολαίας, προετοιμάζει στρατιές ολόκληρες „λαϊκών αγωνιστών“, που επανδρώνουν τους λαοπλάνους με τα κινήματα και τις φασαρίες τους και οχι καταρτισμενους και συνειδητούς πολιτες. Και ο Στρατός όμως απασχολεί φαντάρους, που συνήθως ταλανίζουν τζάμπα το μεγάλο η μικρό παπάρι τους αντί να παίρνουν μια φορα τον χρονο στο χέρι τους ενα τσαπί και να φυτεύουν ενα δεντράκι, προσφέροντας κάτι στην κοινωνία.
Η ελληνική κοινωνία μοιάζει μ‘ ένα κοπάδι άπληστων μικροσυμφεροντολόγων, που φωνάζουν μόνο όταν μια κυβέρνηση προσπαθήσει να βάλει φρένο στην καταπάτηση της δημόσιας γης, την καταστροφή του περιβάλλοντος και την ανομία. Η κοινωνία αυτή θα πρέπει να μάθει επιτέλους να σέβεται και να υπακούει στούς νόμους του κράτους. Και όποιος τζαναμπέτης δεν συμμορφώνεται, να ξέρει ότι θα πέφτει βαρύς ο πέλεκυς στο κεφάλι του.