Η χειραγώγηση και η διαστροφή των εννοιών και της γλώσσας υπήρξε πάντα το προνομιακό πεδίο κάθε εξουσίας γιατί χωρίς το έλεγχο των εννοιών και της γλώσσας καμιά εξουσία δεν μπορεί να σταθεί. Γι αυτό οι κυρίαρχες τάξεις κρατούν την ουσιαστική μόρφωση για τον εαυτό τους και αφήνουν τους εξουσιαζόμενους να κατανοούν την πραγματικότητα με έναν τρόπο διαφορετικό και γλωσσικά φτωχό που χάνεται στους στρεβλωτικούς και τοξικούς λαβύρινθους των σκοταδιστικών μύθων και των κομματικών ιδεολογιών.
Σε όλες σχεδόν τις χώρες και σε όλες τις εποχές με αποτύπωμα εξουσίας οι εξουσιαστές μιλούσαν διαφορετική γλώσσα από τους εξουσιαζόμενους. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα, στον αιώνα της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, όπου οι εξουσιαστές μιλάνε στους εξουσιαζόμενους μια γλώσσα που δεν την γνωρίζουν και συνεπώς δεν μπορούν, στην μεγάλη πλειονότητά τους, να καταλάβουν τις παγίδες που κρύβει η γλώσσα της εξουσίας με αποτέλεσμα να την νομιμοποιούν με τις πράξεις και τις παραλείψεις τους.
Η οικονομία είναι το κατ’ εξοχήν προνομιακό πεδίου του καπιταλισμού. Έχοντας καταφέρει το Κεφάλαιο να ελέγχει το μυαλό των εργαζόμενων μπορεί να ελέγχει και τον παραγωγικό εξοπλισμό και την Εργασία και συνεπώς και τον παραγόμενο πλούτο. Κατάφερε, δηλαδή, να έχει την εξουσία πάνω στους υλικούς όρους ύπαρξης της κοινωνίας, που σημαίνει ότι κατάφερε να ελέγχει και να εκμεταλλεύεται την εργαζόμενη κοινωνία, οδηγώντας την στην εξαθλίωση και στον αποδεκατισμό της μέσω της πείνας, των επιδημιών και των αχόρταγων ιμπεριαλιστικών πολέμων. Οι συνέπειες αυτής της βαρβαρότητας αναγκάζουν .όλο και μεγαλύτερα στρώματα των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού να αξιολογούν τις εμπειρίες τους και να συνειδητοποιούν τον δικό τους ξεχωριστό ρόλο στην κίνηση και στην ιστορία της κοινωνίας-ανθρωπότητας διεκδικώντας αποφασιστικότερα και μαζικότερα έναν καλύτερο κόσμο, τον κόσμο της κοινωνικής ισότητας, γιατί ακριβώς συνειδητοποιούν ότι το σύνολο των κακοδαιμονιών τους πηγάζει από την οικονομικοκοινωνική ανισότητα που επιβάλλει το κεφάλαιο πάνω στην οικονομία και στην κοινωνία.
Έτσι η χαώδης, σπάταλη, καταστροφική και απάνθρωπη καπιταλιστική οικονομία προκαλεί, όπως άλλωστε είναι φυσικό, έντονες διαμαρτυρίες, κοινωνικές εξεγέρσεις και επαναστάσεις στον οικονομικά καχεκτικό και φτωχό Νότο και έντονες συζητήσεις στον ακόμα ‘αναπτυγμένο και πλούσιο’ Βορρά με αντικείμενο την τιθάσευση, ακόμα και την αντικατάσταση, της καπιταλιστικής οικονομίας. Ο καπιταλισμός είναι η κατ’ εξοχήν οικονομία της διαρκούς και αυξανόμενης μεγέθυνσης, της διαρκούς και αυξανόμενης σπατάλης των φυσικών πόρων και των κοινωνικών δυνάμεων, γιατί μέσω αυτής της διαδικασίας μεγιστοποιούνται τα κέρδη. Όταν αυτή η διαδικασία της μεγέθυνσης, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, διακόπτεται ή σταματάει, τότε υπάρχει κρίση και τα κέρδη γίνονται ζημίες τις οποίες η κυρίαρχη τάξη μετακυλύει στην κοινωνία μέσω της μείωσης των μισθών και ημερομισθίων, του περιορισμού της όποιας κοινωνικής πρόνοιας, της αύξησης της άμεσης φορολογίας και τελικά με τον πόλεμο. Κάποιες φορές, μάλιστα, συμβαίνει ο καπιταλισμός να μπει σε κρίση στασιμότητας και ο κόσμος να πεινάει επειδή έχουν παραχθεί περισσότερα προϊόντα από όσα μπορούν να αγοραστούν ή έχουν συσσωρευτεί περισσότερα χρηματικά κεφάλαια από όσα μπορούν να επενδυθούν. Το αποτέλεσμα αυτών των κρίσεων είναι συνήθως κάποιοι καταστροφικοί πόλεμοι με τους οποίους ο καπιταλισμός ξεπερνάει τις κρίσεις του με προγράμματα ‘ανασυγκρότησης’ των χωρών που κατέστρεψε.
Για τη μελέτη και τη ‘θεραπεία’ αυτής της παθογένειας του καπιταλισμού ιδρύθηκε το 1968 ένας αμφιλεγόμενος διεθνής οργανισμός, η Λέσχη της Ρώμης (Club of Rome), η οποία προέβλεπε στην έκθεσή της, που δημοσιεύτηκε το 1972, παγκόσμια οικονομική καταστροφή για το 2000 και πρότεινε, για τη ‘σωτηρία της ανθρωπότητας’, τη στρατηγική της «μηδενικής οικονομικής μεγέθυνσης»[1] στον Βορρά και στον Νότο, χωρίς φυσικά να αμφισβητήσει το καπιταλιστικό σύστημα, πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού οι δημιουργοί του ήταν βιομήχανοι, αμερικανικά πανεπιστημιακά ιδρύματα και αχυράνθρωποι του μεγάλου διεθνούς κεφαλαίου; Ο Βορράς δεν πήρε στα σοβαρά αυτή τη στρατηγική γιατί ήθελε κι άλλη μεγέθυνση για να μη χρεοκοπήσει νωρίτερα από το 2000, και ο Νότος διαμαρτυρήθηκε γιατί είχε αρνητική οικονομική μεγέθυνση ενώ χρειαζόταν μεγάλη και θετική οικονομική ανάπτυξη[2].
Η συζήτηση συνεχίστηκε κάτω από τη δυναμική της ογκούμενης καπιταλιστικής κρίσης, την οποία το κεφάλαιο προσπαθεί να την ξεπεράσει μέσω της στρατηγικής της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, πράγμα που καθιστά αναγκαία την προσαρμογή της γλώσσας. Τα τελευταία χρόνια έκανε την εμφάνισή της η «θεωρία της απο-ανάπτυξης», όπως λανθασμένα αποδόθηκε στα ελληνικά ο όρος decroissance ή degrowth, που σημαίνει απομεγέθυνση, αφού όπως είναι γνωστό η μεγέθυνση αναφέρεται στην ποσοτική πλευρά της οικονομίας, η οποία ενδιαφέρει κύρια τους επιχειρηματίες, ενώ η ανάπτυξη αναφέρεται στην οικονομία ως ποιοτικό σύνολο και ως δίκαιη κατανομή του πλούτου που ενδιαφέρει την κοινωνία.
Κύριος εκφραστής αυτής της θεωρίας είναι ο Γάλλος θεωρητικός Σερζ Λατούς και αφετηρία του είναι η παραδοχή σύμφωνα με την οποία «η εξάλειψη των καπιταλιστών, η απαγόρευση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των αγαθών παραγωγής, η κατάργηση της μισθολογικής σχέσης ή του νομίσματος θα βύθιζαν την κοινωνία στο χάος και δεν θα ήταν δυνατές παρά με το αντίτιμο μιας μαζικής τρομοκρατίας. Κάτι τέτοιο δεν θα αρκούσε για να καταργήσει το καπιταλιστικό φαντασιακό και επιπλέον θα είχε το αντίθετο αποτέλεσμα»[3] .Η σοσιαλδημοκρατική οπτική του Λατούς είναι προφανής και για τον λόγο ότι αποσιωπά το γεγονός ότι η άρνηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής προϋποθέτει ότι οι δυνάμεις της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού ως το υποκείμενο της πέρα από τον όποιο ιδιωτικό ή κρατικό καπιταλισμό εξέλιξης της ανθρωπότητας, συνοδεύεται από την στρατηγική επιλογή της κοινωνικής ισότητας, η οποία βρίσκει την απόλυτη εφαρμογή της ως άμεση-αταξική-κοινωνική δημοκρατία που καταργεί την ατομική ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής, την άνιση ανταλλαγή και συνεπώς την οικονομική και κοινωνική ανισότητα, καθώς και την μισθωτή εργασία, την εμπορευματοποίηση των ανθρώπινων και κοινωνικών σχέσεων και φυσικά την αγορά και το νόμισμα.
Οπότε το πρόβλημα της σύγχρονης κοινωνίας δεν ορίζεται από τη σχέση μεταξύ ‘καπιταλιστικής μεγέθυνσης’ και ‘καπιταλιστικής ανάπτυξης’ και η λύση του δεν βρίσκεται στην κάποια ‘απομεγέθυνση’ ή ‘αποανάπτυξη’ του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά στην φύση και στην ποιότητα της ανάπτυξης. Μιας ήπιας και κοινωνικά ελεγχόμενης ανάπτυξης που θα καταργεί την κοινωνική ανισότητα και την εχθρότητα της παραγωγής απέναντι στην Φύση και στον άνθρωπο, που θα καταργεί τον καπιταλισμό. Το ζητούμενο, λοιπόν, για το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη και για το μεγαλύτερο μέρος του ανθρώπινου πληθυσμού ήταν και παραμένει μια άλλη, μια διαφορετική ανάπτυξη με κοινωνικά χαρακτηριστικά και μέτρο τον άνθρωπο.
Ο Σερζ Λατούς, φαίνεται να θεωρεί τον καπιταλισμό ως μοίρα της ανθρωπότητας και γι αυτό προσπαθεί να βρει λύσεις ‘εκ των ενόντων’. Αναζητά διαφορετικούς ρόλους για το χρήμα και για την αγορά[4] από αυτούς που έχουν μέχρι σήμερα, και μετεωριζόμενος σε ένα καπιταλιστικό ‘αντικαπιταλισμό[5]’, καταλήγει στην αντίληψη πως «η σοσιαλιστική κοινωνία θα είναι η πρώτη κοινωνία όπου θα υπάρχει αληθινή αγορά…, σε μια αυτόνομη κοινωνία θα έχετε μια αυθεντική αγορά με την έννοια ότι σ’ αυτήν θα υπάρχει τόσο κατάργηση όλων των θέσεων μονοπωλίου και ολιγοπωλίου, όσο και αντίστοιχα ανάμεσα στις τιμές των αγαθών και στα πραγματικά κοινωνικά κόστη»[6] Τώρα, πώς μπορεί να υπάρξει σοσιαλιστική κοινωνία με ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και πώς είναι ευκολότερο να καταργήσει κανείς τα μονοπώλια από το να καταργήσει τον καπιταλισμό τον ίδιο, μόνο ένα σοσιαλδημοκρατικό ‘φαντασιακό’ μπορεί να μας το εξηγήσει, ερμηνεία άλλωστε στην οποία μας παραπέμπει και η απειλή προς τις κοινωνίες να μην επιχειρήσουν κατάργηση του καπιταλισμού γιατί τέτοιες ενέργειες «θα τις βύθιζαν στο χάος και δεν θα ήταν δυνατές παρά με το αντίτιμο μιας μαζικής τρομοκρατίας». Ότι ο καπιταλισμός αντιμετωπίζει με ατομική και μαζική τρομοκρατία τις δυνάμεις που αγωνίζονται για την κοινωνική ισότητα είναι γνωστό, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι άνθρωποι και κοινωνίες, θα περιοριστούν στη σοσιαλδημοκρατική πρόταση και στην συστημική ‘οικολογία’ με αίτημα έναν καλύτερο καπιταλισμό χωρίς μονοπώλια και με επιχειρηματίες που θα σέβονται το περιβάλλον, γιατί αυτή η πρόταση όπως αποδείχνεται βρίσκεται εκτός ιστορικού πεδίου και καπιταλιστικής πραγματικόττητας.
Λογικό είναι, στο πλαίσιο αυτού του συγκεχυμένου σκεπτικού, η θεωρία για ‘απο-μεγέθυνση’ να είναι ασαφής, ατελής και να περιορίζεται σε προτάσεις όπως «να μετατρέψουμε τα εργοστάσια αυτοκινήτων σε εργοστάσια μηχανισμών ενεργειακής (θερμοηλεκτρικής) συμπαραγωγής»[7] ή να «αφαιρέσουμε από το νόμισμα μια από τις λειτουργίες του στην καπιταλιστική και προκαπιταλιστική οικονομία: εκείνη του οργάνου ατομικής συσσώρευσης πλούτου και απόκτησης μέσων παραγωγής, αυτό είναι άλλο πράγμα. Αλλά ως μονάδα αξίας και μέσο ανταλλαγής το νόμισμα είναι μεγάλη εφεύρεση, μεγάλη δημιουργία της ανθρωπότητας…»[8]. Η αντίληψη ότι για την ανισοκατανομή του πλούτου φταίνε κάποιες ιδιότητες του νομίσματος ή ακόμα και το νόμισμα το ίδιο αποτελεί στην καλύτερη περίπτωση μια πλάνη και στη χειρότερη μια συνειδητή απάτη, που προσφέρει άλλοθι στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής και διανομής του πλούτου, δηλαδή στην κοινωνική σχέση που κάποιοι λίγοι εξουσιάζουν τα μέσα παραγωγής και συνεπώς ολόκληρη την κοινωνία.
Παρά τη σύγχυση και τις πολλές αντιφάσεις της[9], όμως, είναι αναμφισβήτητο πως η θεωρία της ‘απο–ανάπτυξης’ παρουσιάζει ιδιαίτερο θεωρητικό ενδιαφέρον και θίγει μια σειρά από πρακτικά ζητήματα, που μας βοηθούν να εμβαθύνουμε στην κατανόηση κάποιων θεμάτων και να διευρύνουμε τους ορίζοντες των αναζητήσεών μας για την υπέρβαση του καπιταλισμού και την οικοδόμηση ενός καινούργιου και καλύτερου κόσμου. Ενός κόσμου απαλλαγμένου από απειλές του τύπου ‘μετά τον καπιταλισμό το χάος’, γιατί ο καπιταλισμός είναι το χάος και η αταξία, στο οποίο μπορούμε και πρέπει να βάλουμε τέρμα για να μπει μια τάξη αρμονίας μεταξύ της Ανθρωπότητας και της Φύσης, καθώς επίσης και μεταξύ ανθρώπων, Λαών, φυλών, χωρών και πολιτισμών πέρα κι έξω από την πολιτισμική πολτοποίηση της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και την απειλή της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.
Στην ίδια περίπου λογική, με τον Σερζ Λατούς, κινείται και η άποψη του Tim Jackson, όπως αυτή διατυπώνεται στο πρόσφατο βιβλίο του[10], ως ‚στοχευμένη οικονομική απομεγέθυνση‚ στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος με μια κάποια ‚προσαρμογή του οικονομικού μοντέλου‘ προς ‚καθαρές δραστηριότητες εντάσεως εργασίας‘ και με ‚αλλαγή της κοινωνικής λογικής (του καπιταλισμού), για την καταπολέμηση των κοινωνικών ανισοτήτων μέσω της φορολογίας᾿. Οι „καθαρές‘ ή ‚πράσινες δραστηριότητες‘ παραπέμπουν στον Clean Development Mechanism (μηχανισμό καθαρής ανάπτυξης) του ΟΗΕ, που επιτρέπει στις χώρες του Βορρά να αγοράζουν και να εμφανίζουν ως δικές τους τις μειώσεις εκπομπών στον Νότο, πράγμα που ερμηνεύει και το φαινόμενο της αποβιομηχάνισης του Νότου ως μια συνειδητή πολιτική του Βορρά. Όλες αυτές οι προσπάθειες που κατατείνουν στο να δώσουν στον καπιταλισμό κάτι που είναι αντίθετο προς τη φύση του, δηλαδή ένα „ανθρώπινο πρόσωπο“, δεν είναι καθόλου αθώες, γιατί προσπαθούν να κρύψουν τον χαοτικό και καταστροφικό χαρακτήρα του, και με αυτό τον τρόπο να τον εμφανίσουν ως ένα αιώνιο, διαχρονικό-υπεριστορικό σύστημα, κάτι σαν „μοίρα“ της ανθρωπότητας, που δεν μπορούμε να την αλλάξουμε και συνεπώς δεν έχουμε άλλη επιλογή από τον συμβιβασμό και την υποταγή. Όμως και ο καπιταλισμός δεν είναι παρά μια παρένθεση, έστω μια, κατά Πριγκοζίν, διακλάδωση, στην ιστορία της ανθρωπότητας, η οποία μπορεί και πρέπει να κλείσει, γιατί η ανθρωπότητα υπήρξε και πριν και σίγουρα θα συνεχίσει να υπάρχει και μετά τον καπιταλισμό.
Βέβαια, στο πλαίσιο της αμεσοδημοκρατικής επιλογής της κοινωνίας για μια κοινωνία ισότητας και ελευθερίας, είναι προφανές πως αλλάζει ριζικά τόσο η οικονομική φιλοσοφία όσο, κατά συνέπεια, και η δομή της οικονομίας, αφού στο επίκεντρό της δεν θα βρίσκονται τα κέρδη των επιχειρηματιών, που δεν θα υπάρχουν, αλλά ο άνθρωπος και το κοινωνικό συμφέρον και η ευημερία των πολιτών, που και τα δυο μαζί αποτελούν το εθνικό συμφέρον. Έτσι, στο μεταβατικό στάδιο καθίσταται απόλυτα αναγκαία η στρατηγική των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού για τη ριζική ουμανιστική αποκαπιταλιστικοποίηση της οικονομίας, στα πλαίσια της οποίας κάποιοι κλάδοι της θα πρέπει να καταργηθούν, κάποιοι θα αναπροσανατολιστούν παραγωγικά, κάποιοι άλλοι θα ενισχυθούν και κάποιοι νέοι θα δημιουργηθούν, προκειμένου να επιτευχθεί ο μεγαλύτερος δυνατός βαθμός αυτάρκειας και ευημερίας του πληθυσμού της κάθε χώρας, αλλά και της ισότιμης συνεργασίας μεταξύ των Λαών. Αποκαπιταλιστικοποίηση της οικονομίας, συνεπώς, δεν μπορεί να σημαίνει απλά «ο άνθρωπος πάνω από τα καπιταλιστικά κέρδη», αλλά μια οικονομία χωρίς ατομική ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής και χωρίς καπιταλιστές και καπιταλιστικά κέρδη, γιατί όσο θα υπάρχουν καπιταλιστές και κέρδη ο άνθρωπος θα είναι πάντα κάτω από αυτά.
Αποκαπιταλιστικοποίηση της οικονομίας, συνεπώς, σημαίνει απόσπαση του παραγωγικού εξοπλισμού από τον έλεγχο των επιχειρηματιών και της καπιταλιστικής τάξης και το πέρασμά του, με την κοινωνική αυτοδιαχείριση, στον απόλυτο έλεγχο της κοινωνίας, χωρίς τον οποίο είναι αδύνατη η αποκατάσταση της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και οικονομίας, την οποία ανέτρεψε ο καπιταλισμός σε βάρος της κοινωνίας. Σε αυτή την περίπτωση είναι η κοινωνία που, αποκαπιταλιστικοποιώντας την οικονομία της, θα επιλέξει τις προτεραιότητες, τη φύση, τη δομή και τη μορφή του παραγωγικού και καταναλωτικού μοντέλου, ώστε να βελτιστοποιείται η λειτουργία της και να μεγιστοποιείται η κοινωνική ευημερία, η κοινωνική ισότητα, η ελευθερία και η οικουμενική ειρήνη.
Και για να επανέρθουμε στο σημείο από το οποίο ξεκινήσαμε αυτή τη μικρή ανάλυση αναφορικά με το ρόλο της γλώσσας στο κοινωνικό γίγνεσθαι, αξίζει να παρατηρήσουμε ότι η ‘θεωρία της αποανάπτυξης’ στην χώρα μας υιοθετήθηκε κυρίως για προπαγανδιστικούς λόγους από το ιδεολογικό κέντρο και την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά άκριτα και από κάποιους ανεξάρτητους καλοπροαίρετους και σοβαρούς ντόπιους και ξένους ερευνητές που αγωνιούν πράγματι για την πορεία της κοινωνίας μας και της ανθρωπότητας, με αποτέλεσμα να χρεοκοπήσει και το θετικό κομμάτι αυτής της θεωρίας μαζί με τη χρεοκοπία της εφαρμοσμένης πολιτικής του υπαρκτού ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ η οποία, ως εξουσιαστική γλώσσα τόσο πολύ απέχει από τις διακηρύξεις στο δρόμο προς την πολιτική εξουσία οι οποίες επί της ουσίας δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα πρόγραμμα διαχείρισης του βαλτωμένου ελληνικού πλιατσικοκαπιταλισμού που μπορούσε να την προσφέρει μόνο μια κάλπικη, συστημική και εξουσιαστική ‘αριστερά’, βέβαια, για όσο διάστημα θα μπορεί να στοιχίζει την πλειοψηφία πίσω από τις επιλογές του καπιταλιστικού συστήματος.
Μετά και από αυτή την εμπειρία οι δυνάμεις της Εργασίας της Επιστήμης και του Πολιτισμού οφείλουν να συνειδητοποιήσουν τον δικό τους ιστορικό ρόλο για την πολιτικά αυτόνομη και αλληλέγγυα πορεία τους προς έναν αντικαπιταλιστικό, αμεσοδημοκρατικό ουμανιστικό κόσμο[11]., σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό και οικουμενικό επίπεδο, γιατί η παγκοσμιοποίηση του φασισμού προελαύνει και η μόνη απάντηση σ’ αυτή την απειλή μπορεί να είναι μόνο η αμεσοδημοκρατική τοπικοποίηση-επανατοπικοποίηση[12] της οικονομίας, της κοινωνίας και των αποφάσεων. Επανατοπικοποίηση που θα δένει αλληλέγγυα όλες τις οικονομίες και κοινωνίες σε περιφερειακό, εθνικό και οικουμενικό επίπεδο. Καιρός για άλλες ψευδαισθήσεις δεν υπάρχει.
[1] Βλ. Meadows D. u. a., Die Grenzen des Wachstums. Bericht des Clubs of Rome zur Lange der Menschheit, Stuttgart 1972.
[2] Βλ. σχετικά Λάμπος Κώστας, Εξάρτηση, προχωρημένη υπανάπτυξη και αγροτική οικονομία της Ελλάδας. Μια συμβολή στη μελέτη του (ελληνικού) περιφερειακού καπιταλισμού και των εναλλακτικών στρατηγικών ανάπτυξης, ΑΙΧΜΗ, Αθήνα 1983, σ. 56 κ.ε.
[3] Λατούς Σερζ, Το στοίχημα της αποανάπτυξης, ΒΑΝΙΑΣ, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 231-232.
[4] «Στο πλαίσιο μιας οικονομίας, όσο λίγο αναπτυγμένης και αν είναι, η (αναγκαία) διαμεσολάβηση (ανταλλαγή) ονομάζεται αγορά. Εάν δημιουργήσουμε ορισμένες προϋποθέσεις (…) η αγορά μπορεί να γίνει ένα είδος μόνιμου δημοψηφίσματος, το οποίο θα επικυρώνει ή θα ακυρώνει τις αποφάσεις σχετικά με την παραγωγή. Είναι αυτό που ο φιλελεύθερος λόγος διατείνεται ότι κάνει η αγορά σήμερα, αλλά είναι αυτό το οποίο στην πραγματικότητα δεν γίνεται», ό.π., σ. 233.
[5] Όπως «η απο-ανάπτυξη είναι ανοιχτά ενάντια στον καπιταλισμό…και… μια κοινωνία απο-ανάπτυξης δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή δίχως έξοδο από τον καπιταλισμό. Πάντως η βολική φόρμουλα ‘έξοδος από τον καπιταλισμό’ δεν είναι καθόλου απλή», ό. π., σ. 230 και 231.
[9] «Ασφαλώς… μιλάμε για μια ‘α-μεγέθυνση’ (a-croissance), όπως μιλάει κανείς για α-θεϊσμό και όχι για α-ποανάπτυξη. Μολαταύτα σε κάθε περίπτωση, το θέμα είναι να βγούμε από τη μεγέθυνση και συνεπώς και από την ανάπτυξη», ό.π., σ. 296.
[10] Jackson Tim, Ευημερία χωρίς ανάπτυξη. Ένα εναλλακτικό μοντέλο διεξόδου από την κρίση, Κέδρος, Αθήνα 2011.
[11] Για μια εκτενέστερη ανάλυση βλέπε, Λάμπος Κώστας, Άμεση δημοκρατία και αταξική κοινωνία. Η μεγάλη πορεία της ανθρωπότητας προς την κοινωνική ισότητα και τον ουμανισμό, ΝΗΣΙΔΕΣ, Θεσσαλονίκη 2012, σελ. 418 και επόμενες.
[12] Για μια διεξοδική ανάλυση βλέπε: Κολέμπας Γιώργος, Τοπικοποίηση: Από το παγκόσμιο… στο τοπικό. Ένας οικολογικός κόσμος είναι δυνατός, ΑΝΤΙΓΟΝΗ, Θεσσαλονίκη 2009.
Κώστας Λάμπος
claslessdemocracy@gmail.com