Ένας «διάλογος» πάνω στο θέμα ευρώ η δραχμή, με δύο κείμενα, του Δημήτρη Μάρτου και του Γιώργου Ρακκά
Δημήτρη Μάρτου
Δημοψήφισμα 5ης Ιουλίου: το στοίχειωμα του νόθου ευρωπαϊσμού
Το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου θα στοιχειώνει για πολλά χρόνια το πολιτικό προσωπικό της χώρας. Και αυτό γιατί δημιούργησε μια σαρακοφόρα υπόνοια: μήπως ο λαός υπέδειξε την επιστροφή στη Δραχμή;
Η έννοια του εθνικού νομίσματος στην Ελλάδα είναι σχεδόν υπό διωγμό. Και όχι μόνον. όλα τα εθνικά σημαινόμενα δεν μπορούν να αυτοπροσδιορίζονται, μπορούν να υπάρχουν μόνο μέσω του ευρωμονόδρομου. Η αθηναϊκή τηλεοπτική Ασφάλεια μεριμνεί γι’ αυτό, αν και όχι πάντοτε με επιτυχία, όπως απέδειξε το δημοψήφισμα.
Ανεξάρτητα αν το δίλημμα του δημοψηφίσματος ήταν ψευδεπίγραφο, επειδή εμπεριείχε το αυτονόητο και γιατί τίθετο από πολιτικές σκοπιμότητες, όπως, να διαμορφωθεί ατμόσφαιρα σύγχυσης για να απορροφηθεί η εν δυνάμει κολοτούμπα / ατιμία του πρωθυπουργού και των παρατρεχάμενών του και, ανεξάρτητα αν η αντιπολίτευση προσπάθησε να συγκαλύψει τις δικές της ευθύνες στο δρόμο προς τη χρεωκοπία, ενισχύοντας περαιτέρω τη σαθρότητα του, η εντυπωσιακή συμμετοχή του λαού και η ετυμηγορία του υπέρ του ΟΧΙ επανέφερε στον δημόσιο διάλογο, σχεδόν καθιέρωσε, τη Δραχμούλα, ως στρατηγική εξόδου από την κρίση. Όσοι το παραβλέπουν αυτό εθελοτυφλούν.
Πέρα από κομματικές και προπαγανδιστικές αξιολογήσεις το δημοψήφισμα εισήγαγε καίρια ζητήματα στον πολιτικό διάλογο.
Για την φύση του ελληνικού ευρωπαϊσμού
Το ΟΧΙ έδωσε τη δυνατότητα στις δυνάμεις του ευρωσκεπτικισμού, του αντιιμπεριαλισμού και του εθνικού κεκτημένου να διεμβολίσουν σ’ ένα δημόσιο λόγο που κυριαρχείται, μετά την ένταξη στην ευρωζώνη, από έναν επαρχιώτικο, αγοραίο και αυταρχικό ευρωπαϊσμό. Ο ευρωπαϊσμός αυτός είχε θέσει, μέσω των τηλεοπτικών ασφαλιτών του, εκτός ορθού λόγου τη στρατηγική για επιστροφή σε εθνικό νόμισμα. Τώρα που απειλείται από την επιστροφή του η αμηχανία είναι εμφανής: “τέλεια καταστροφή”, “Αρμαγεδδών” και άλλα φαιδρά.
Το δημοψήφισμα ανέδειξε τις αντιφάσεις-αντιθέσεις που υπάρχουν στις δυνάμεις του νόθου ευρωπαϊσμού μας. Νόθος, γιατί διαμορφώθηκε στη βάση δύο πολιτικοϊδεολογικών προταγμάτων: του καραμανλικού επαρχιωτισμού και του παπανδρεϊκού καιροσκοπισμού, οσμωμένους με τους δύο διαχρονικούς πυλώνες της εθνικής χρεωκοπίας: το πελατειακό σύστημα και το συγκεντρωτισμό της Αθήνας. Ανάμεσα στα προτάγματα και τους πυλώνες της χρεωκοπίας διακονεύουν διάφορες εκδοχές τους, όπως, ο λαμογιακός ευρωπαϊσμός, ο ληστοκρατικός, ζημενσικός, σημιτικός, αυτός των κυνηγών επιδοτήσεων, μέχρι και ο εκκεντρικός, λαϊκιστικός και αντιφατικός ευρωπαϊσμός της Αριστεράς.
Το ΟΧΙ απέτρεψε την ικανοποίηση ενός κρυφού καημού των δυνάμεων του νόθου ευρωπαϊσμού. Από τους Μητσοτάκη και Σημίτη μέχρι Καραμανλή και Σαμαρά ο καημός ήταν το έλλειμμα δημοκρατικής νομιμοποίησης των στρατηγικών επιλογών, της ένταξης στην ΕΟΚ (1981), στην Ευρωπαϊκή Ένωση (1993), στην Ευρωζώνη (2000) και στα “Μνημόνια” (2010). Θεώρησαν ότι το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου ήταν μια ευκαιρία ετεροχρονισμένης νομιμοποίησής της ευρωπαϊκής στρατηγικής. Γι’ αυτό προσπάθησαν να το αναγάγουν σε ΝΑΙ ή ΟΧΙ στην ΕΕ και την Ευρωζώνη Το ΟΧΙ τους άφησε με τον καημό τους και τους εκδικήθηκε για την αντιδημοκρατικότητα του ευρωπαϊσμού τους.
Μας συμφέρει να είμαστε στην Ευρωζώνη;
Το δημοψήφισμα νομιμοποίησε την ασάφεια στο γεωστρατηγικό ερώτημα που το ίδιο υπονόησε: μας συμφέρει να είμαστε στην Νομισματική Ένωση; Αν και μακροπρόθεσμα αυτή η ασάφεια ενισχύει την ευελιξία της εθνικής μας στρατηγικής, εντούτοις, το πολιτικό προσωπικό, επειδή είναι εκπαιδευμένο στον ευρωμονόδρομο, οδηγείται στην παράβλεψη ή στη δαιμονοποίησή της.
Το ΟΧΙ επανέφερε δριμύτερες τις δυνάμεις του ευρωσκεπτικισμού, που λιμνάζανε από το 1981. Να θυμηθούμε ότι η ένταξη στην ΕΟΚ, το Μάιο του 1981 από τον Κ. Καραμανλή, πραγματοποιήθηκε σε αντίθεση με τη λαϊκή θέληση. Ο λαός εκφραζόταν από το σύνθημα «ΟΧΙ στην ΕΟΚ των μονοπωλίων- ειδική συμφωνία τύπου Νορβηγίας». Το ποσοστό στις εκλογές του 1981, που περιλάμβανε και το ερώτημα ΝΑΙ ή ΟΧΙ στην ΕΟΚ, ήταν πάλι 40-60. Αν και ο Α. Παπανδρέου υποσχέθηκε ότι θα επανεξέταζε τη Συμφωνία ένταξης, όταν πήρε την κυβέρνηση, επειδή απέσπασε ευρωπαϊκούς πόρους, είπε: «τώρα δεν μας συμφέρει να φύγουμε», καθιερώνοντας έτσι τον καιροσκοπισμό ως σχέση με τους Εταίρους.
Στη συζήτηση στη Βουλή το 1993, για την επικύρωση της Συνθήκη του Μάαστριχτ, (Συνθήκη δημιουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ΟΝΕ) που υπέγραψε το 1992 η κυβέρνηση Μητσοτάκη δια των Σαμαρά-Χριστοδούλου, ο Α. Παπανδρέου απείλησε να μην την επικυρώσει, γιατί διέκρινε σχέσεις επαρχιωτισμού και αδύναμου εταίρου. Το βασικό επιχείρημα του ήταν ότι η Συνθήκη οικοδομούσε την Ευρώπη των δύο ταχυτήτων και ότι η Ελλάδα δεν είχε μέλλον σε μια τοκογλυφική συμμαχία πλούσιου Βορρά και του φτωχού Νότου. Άφησε όμως ένα παραθυράκι: αν γινόταν μεταφορά πόρων από το βορρά προς νότο, θα υπέγραφε τη Συνθήκη. Από αυτούς τους “πόρους” μπήκαν και “οι οχτροί”. Ακόμη μια φορά ο καιροσκοπισμός εκφύλιζε την “πολυδιάστατη εθνική στρατηγική”, ενώ τα “πακέτα στήριξης” συγκάλυπταν την καταστροφή που συντελούνταν στην πραγματική οικονομία.
Η ένταξη στη Νομισματική Ένωση, το 2000, μετέτρεψε τις ευρωπαϊκές σχέσεις καθαρά σε τραπεζικές/τοκογλυφικές. Επιδείνωσε τη σαθρότητα του ελληνικού ευρωπαϊσμού, με τις σκοτεινές διασυνδέσεις του με διεθνή κερδοσκοπικά λόμπυ, με εταιρείες σκανδάλων, όπως, π.χ., τη Ζήμενς, με αλλοιώσεις στατιστικών δεδομένων και άλλες μαφιόζικου τύπου δράσεις. Επρόκειτο για την μετεξέλιξη του καιροσκοπικού ευρωπαϊσμού, σε λαμογιακό. Το υψηλό κόστος εξαγοράς της ένταξής μας στην ΟΝΕ, καθώς και της συντήρησής μας σ’ αυτήν με δόλιους τρόπους, κατέστρεψαν την πραγματική οικονομία και οδήγησαν στην κρίση χρέους και στην αθλιότητα των “μνημονίων”. Αντίθετα χώρες που ακολούθησαν δημοψηφισματικές διαδικασίες και επέδειξαν έναν εθνοκεντρικό και συγκρατημένο ευρωπαϊσμό, όπως η Σουηδία και η Δανία, διέσωσαν την εθνική τους οικονομία και αξιοπρέπεια.
Ανήκομεν εις την Δύσιν;
Το δημοψήφισμα επανέφερε στο δημόσιο διάλογο μια άλλη εθνική μας ασάφεια: Ανήκομεν εις την Δύσιν ή πρόκειται για ιστορική εθελοτυφλία; Η αθηναϊκή πολιτικομιντιακή διανόηση είτε από σκοπιμότητα είτε από άγνοια συγχέει τις έννοιες “Ευρωπαίοι” και “Δυτικοί”. Αν και οι δύο είναι σύγχρονες και αναθεωρούν την κατηγορία “Χριστιανοί”, που υπήρχε ιστορικά στη θέση τους, η έννοια “Ευρωπαίοι” είναι πιο σύνθετη και περιλαμβάνει διάφορες πολιτιστικές δομές, όπως την Καθολική Λατινική Δυτική Ευρώπη, την Ορθόδοξη Ελληνική Ανατολική Ευρώπη κλπ. Πολλοί ταυτίζουν την Ευρώπη και το ευρωπαϊκό όραμα με το δυτικισμό, επειδή, συγκυριακά, η Δύση είναι κυρίαρχη στην ευρωπαϊκή Ήπειρο και επιβάλλει τους δικούς της θεσμούς και τρόπους. Ξεχνάνε επίσης ότι η Ευρωζώνη αναφέρεται στα 19 από τα 50 κράτη, στο 15% της έκτασης και στο 43% του πληθυσμού της Ευρώπης.
Για τους Δυτικούς, ο κόσμος τους, ο Δυτικός πολιτισμός, δεν συμπεριλαμβάνει την Ελλάδα, συμπεριλαμβάνει μόνο την ελληνική αρχαιότητα. Έτσι, Δύση συνιστούν οι δεκαπέντε χώρες της ΕΟΚ, χωρίς την Ελλάδα, με Ελβετία, Νορβηγία και Ισλανδία, οι ΗΠΑ και ο Καναδάς, καθώς και οι αποικιακές χώρες όπως: Αντίλλες, Γουιάνα, Ρεϋνιόν, Κανάριοι Νήσοι, Αζόρες, Γροιλανδία, Χαβάη, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία, δηλαδή, οι καθολικές και προτεσταντικές χώρες. Αυτό που τις δένει είναι «τα κοινά πολιτισμικά χαρακτηριστικά», τα οποία «υπερισχύουν σε σπουδαιότητα των τοπικών διαφοροποιήσεων» (Φιλίπ Νεμό, Τι είναι Δύση, Εστία, 2008, σ.139). Η Ελλάδα δεν συμπεριλαμβάνεται λόγω διαφορών πολιτισμικού τύπου και όχι τοπικού και σ’ αυτό μάλλον υπάρχει δίκαιο. Γιατί ο ελληνισμός έχει 1000 χρόνια Βυζάντιο και 400-500 τουρκική σκλαβιά, που τον «μόλυναν ιδεολογικά». Στη δυτική εκδοχή του ευρωπαϊκού πολιτισμού ο ελληνικός λαός, η πολιτική και εθνική του συγκρότηση γίνεται ανεκτή μόνον ως δομή εκδυτικισμού. Οι Δυτικές ελίτ επιμένουν να μην κατανοούν τον ελληνικό λαό ως υποκείμενο της ιστορίας, να μη τον δέχονται ως έκφραση μιας πολιτισμικής ταυτότητας. τον δέχονται μόνον ως αντικείμενο επιδιόρθωσης. Ούτε όμως και το αθηνοκεντρικό κράτος, ως οργανωτής της εκδυτικοποίησης, κατάφερε να εντάξει την Ελλάδα στη Δύση, αφού δεν μπόρεσε να εξαλείψει την αυτόχθονη παραγωγή πολιτισμού.
Η ύβρης του νόθου ευρωπαισμού
Στο δημοψήφισμα, η σκληρότητα και η αδιαλλαξία των Εταίρων θεωρήθηκε ένα εχθρικό σημαινόμενο και ενεργοποίησε περαιτέρω πατριωτικές και αντιιμπεριαλιστικές μνήμες. Οι Εταίροι προκάλεσαν και το αίσθημα δικαίου, με το να αποποιηθούν τις δικές τους ευθύνες στη χρεωκοπία της ελληνικής οικονομίας, παρουσιάζοντας τις ντόπιες πολιτικές ηγεσίες ως τις μόνες υπεύθυνες, επειδή δεν διαθέτουν ευρωπαϊκή κουλτούρα, ήθος, αξιοπρέπεια και υψηλά ιδανικά και ότι μόνον οι ίδιοι αποκαθιστούν αυτό το έλλειμμα. Ο ελληνικός λαός είπε ΟΧΙ στην αναίδεια τους να τεθεί ο ίδιος σε θέση αξιολόγησης στην κλίμακα κατανόησης ή μη αυτής της ευγενικής προσφοράς.
Το δημοψήφισμα ενεργοποίησε ενοχές και συγνώμες για την περίοδο της ύβρεως, αυτήν του νόθου ευρωπαϊσμού: Ο ελληνικός λαός διαισθάνθηκε ότι εκποιούνταν η εθνική του κυριαρχία / αξιοπρέπεια, ότι συνθλιβόταν ανάμεσα στον ηγεμονισμό των Εταίρων και την ανημποριά του ελληνικού πολιτικού προσωπικού. Διέκρινε ότι την απεριόριστη εξουσία να «αποφασίζει κατ’ εξαίρεση», σύμφωνα με τον ορισμό για την κυριαρχία του Καρλ Σμίτ, δηλαδή, ν’ αποφασίζει σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, την έχουν τα δυτικά διευθυντήρια. Από τη βαυαροκρατία μέχρι την αμερικανοκρατία, και σήμερα την ευρωκρατία, το επιχείρημα μεταβίβασης εθνικής κυριαρχίας έχει γίνει το δημόσιο χρέος. Η φετιχοποίηση της εξυπηρέτησής του διαμορφώνει ανορθολογικά την παραγωγική και οικιστική οργάνωση της χώρας και, επόμενα, τη νόθα ιδεολογία της: τον εκδυτικισμό – εξευρωπαϊσμό.
Η στενοχωρία της ευρωζώνης
Μετά το ΟΧΙ της 5ης Ιουλίου μια αντικειμενική και όχι προπαγανδιστική ή εκφυλιστική προσέγγιση του θα προσπαθούσε ν’ απαντήσει στα εξής ερωτήματα: Μήπως η οικονομική χρεωκοπία δεν οφείλεται μόνον στις ανεπάρκειας του πολιτικού προσωπικού αλλά και στην ίδια την ένταξή μας στη ευρωζώνη; Μήπως μια οικονομία με διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο, με διαφορετικές τις γεωοικονομικές και γεωπολιτισμικές πιέσεις και με έντονες τις τάσεις παγκοσμιοποίησης και ανατολικοποίησης, εμποδίζεται από τον μονοδιάστατο ευρωζωνικό προσανατολισμό της και, μήπως το ευρώ, οσμωμένο με το πελατειακό σύστημα και τον αθηναϊκό συγκεντρωτισμό, είναι αυτό που οδηγεί σταθερά προς τη χρεωκοπία;
Μήπως η δυτικοκρατούμενη Νομισματική Ένωση είναι πλέον στενός χώρος για την ελληνική οικονομία και τις αντικειμενικές τάσεις της; Μήπως το μέλλον της Ελλάδας δεν είναι στους 19; Μήπως το βλέμμα της πρέπει να είναι οικουμενικό, δικέφαλο και όχι μονοδιάστατο δυτικοευρωπαϊκό; Γιατί, τί δυτικοευρωπαϊκό προοπτικά έχει η Ελλάδα εκτός από το χρέος της; Έχει μήπως τη ναυτιλία, τον τουρισμό, τα αγροτικά προϊόντα; Μήπως οι Έλληνες πρέπει να κάνουν τις επιλογές τους με βάση τα γεωπολιτισμικά σημαινόμενα της πολυηπειροτικότητας, της πολυκεντρικότητας, της πολυμορφίας και της πολυμηχανίας και όχι των μονοδρόμων; Μήπως η εναπόθεση του μέλλοντος της χώρας στα χέρια του γερμανικού και βρυξελικού διευθυντηρίου είναι πλέον επικίνδυνη; Μήπως η Ελλάδα πρέπει να διαμορφώσει την προστασία της με πλέγματα διηπειρωτικών αναφορών και ισορροπιών; Μήπως ο λαός από ένστικτο άνοιξε το δρόμο για την υπέρβαση του ευρωμονόδρομου; Και μήπως αναζητεί μια νέα πολιτική ηγεσία και προσωπικό που θα δουλέψει πάνω στην οικουμενικότητα;
Υπό το πρίσμα αυτών των ερωτημάτων ίσως ερμηνεύονται και οι αγωνιώδεις προσπάθειες των θυλάκων του νόθου ευρωπαϊσμού να χειραγωγήσουν το μήνυμα του δημοψηφίσματος, με στατιστικολογίες και εκφοβισμούς. Αντί να ψάξουν να βρουν τα ιστορικά, πολιτισμικά και οικονομικά αίτια του «αντιδυτικισμού» του ελληνικού λαού του προσάπτουν ανωριμότητα. Οι ανόητοι! δεν θεώρησαν ποτέ τον ελληνικό λαό υποκείμενο της ιστορίας αλλά αντικείμενο επιδιόρθωσης.
και το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ
Το Δημοψήφισμα τελικά αποκάλυψε και το ποιόν του πολιτικού φαινομένου ΣΥΡΙΖΑ. Γιγαντώθηκε ακριβώς ως πολιτικό πρόγραμμα που θα “έσκιζε τα μνημόνια”. Η σημερινή οβιδιακή μεταμόρφωση της ηγεσίας του, απέδειξε ότι δεν ξεπέρασε τα εθνομηδενιστικά σύνδρομα ότι δεν έχει λαϊκή όσμωση, ότι νιώθει καλύτερα περιφερόμενη στους διαδρόμους και τους θύλακες του νόθου ευρωπαϊσμού. Η κυβέρνηση της “πρώτη φορά” Αριστεράς απλώς δεν “τόχει”, δεν κυοφορεί την υπέρβαση, είναι μέρος του νόθου ευρωπαϊσμού.
Πως ερμηνεύεται η επινόηση του δημοψηφίσματος και η αμέσως μετά επιχείρηση εκφυλισμού της ετυμηγορίας του λαού; Το ένστικτο της πολιτικής επιβίωσης της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, μετά την αποτυχία της διαπραγμάτευσης, την οδήγησε στην αξιοποίηση των αντιιμπεριαλιστικών – εθνικών αντανακλαστικών του ελληνικού λαού, που, βέβαια, πολλά μέλη της απεχθάνονται. Έτσι, αφού απέσπασε την συναίνεση του λαού με σύνθημα “εθνική αξιοπρέπεια”, αμέσως μετά την ξέσκισε με δόλιες παρερμηνείες και συναντήσεις με τους μεγάλους αρχηγούς του “πάση θυσία ευρώ” και, μάλιστα, υπό τον πρόεδρο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν συγκίνησε το λαό ούτε και φόβισε τους Εταίρους για το αριστερό του πρόγραμμα αλλά για τις πατριωτικές μεταμορφώσεις του. Εξάλλου, τα αριστερά προγράμματα είναι πακέτα ιδεών δυτικής προέλευσης που έχουν τη δυνατότητα να τα εξουδετερώνουν ή να τα απορροφούν οι Εταίροι. Αυτό που φοβούνται είναι τα αντιιμπεριαλιστικά προγράμματα, δηλαδή, τα εθνικά, τα αυτόνομα, τα έξω από αυτούς. Εξάλλου, ιστορικά, αυτό που κυνηγήθηκε στην Ελλάδα δεν ήταν τόσο η Αριστερά όσο ο πατριωτισμός. Αλλά πάλι ο πατριωτισμός, από τα χρόνια της γερμανικής κατοχής και της αμερικανοκρατίας, μέχρι αυτά της ευρωκρατίας, αναδείχτηκε κυρίως από παρέες Αριστερών. Όχι βέβαια από Αριστερούς της… Πλάκας, των λεονταρισμών και της ανημποριάς. Αυτών που επιλέγονται από την τηλεοπτική Ασφάλεια για να μαγαρίζουν τους προβληματισμούς του λαού, τάχα ως ειδικοί, με πορίσματα του τύπου: «δεν είμαστε έτοιμοι για επιστροφή σε εθνικό νόμισμα», πλειοδοτώντας κουτοπόνηρα υπέρ της υπογραφής του 3ου Μνημονίου.
Ούτε βέβαια από επαγγελματίες Αριστερούς που ισοπεδώνουν συστηματικά τις διαφορές με αφορισμούς τύπου: τι ευρώ-τι δραχμή, με το επιχείρημα ότι και τα δύο είναι καπιταλιστικά νομίσματα. Αυτοί φαίνεται να μην κατανοούν ότι η Δραχμούλα σ’ αυτή την φάση είναι σύμβολο εθνικού αυτοπροσδιορισμού και, επόμενα, αντιμπεριαλισμού και ότι η ελληνική οικονομία είναι πρωτίστως θύμα του ιμπεριαλισμού και μετά του καπιταλισμού.
Γιώργου Ρακκά
Ευρώπη, Ευρώ, Δραχμή και η …εθνική μας δύση
Η συζήτηση περί εθνικού νομίσματος, έτσι όπως ξεκίνησε πριν από πέντε χρόνια και συνεχίζεται με ένταση ακόμα και σήμερα –ορθώς ο Δημήτρης Μάρτος συσχετίζει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος με αναζωπύρωση του αιτήματος για έξοδο της χώρας από την Ευρωζώνη– καταγράφει μια τεράστια έλλειψη στην συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας.
Αντανακλά το γεγονός ότι ως κοινωνία, από το 1989 κι έπειτα, αδιαφορήσαμε παντελώς για τα γεω-οικονομικά δεδομένα της χώρας μας –εγκαταλείψαμε την πορεία της ελληνικής οικονομίας στην τύχη της, παρασυρόμενοι από την πλειοψηφία των πολιτικών και οικονομικών ελίτ σ’ ένα κρεσέντο ευρωλιγουρισμού-παρασιτισμού.
Και θυμηθήκαμε ως κοινωνία ξαφνικά, ότι «μπορεί εν τέλει να μην είμαστε Δυτική Ευρώπη», όταν αυτή μας είχε βάλει ήδη στον… πάγκο του χασάπη και αξίωνε να κόψει «σάρκα αντίστοιχου βάρους με το χρυσό που χρωστάμε» –για να θυμηθούμε και τον Σάιλοκ.
Ξεκίνησε τότε, μια συζήτηση περί εθνικού νομίσματος εν πολλοίς πανζουρλισμένη, συνοδευόμενη από ένα melting pot επιχειρημάτων –τα οποία επικαλούνται παραδείγματα και περιπτώσεις που καταργούν τον.. χωροχρόνο! Τι έκανε η Ελλάδα το 1897, και τι έκανε το 1934, πως αντέδρασε η Αργεντινή το 2001, η μεγάλη δημοκρατική επανάσταση της… Ισλανδίας, εξιστορήσεις διανθισμένες από επισημάνσεις για την χαμένη πολυκεντρικότητα της εξωτερικής μας πολιτικής, για τις δυνατότητες της παραγωγικής ανασυγκρότησης στο πλαίσιο ενός νέου νομίσματος, και εκτιμήσεις για τον τεράστιο ορυκτό πλούτο της χώρας που θα μπορούσε εν δυνάμει να την μεταβάλει σε «Βενεζουέλα της Μεσογείου».
Δυστυχώς, αυτή η φιλολογία της δραχμής δεν σημαίνει τίποτα πλέον, γιατί ακριβώς έχει αγνοήσει εντελώς ό,τι μεσολάβησε αυτά τα τριάντα «χαμένα» για την εθνική οξυδέρκειά μας χρόνια, στον τόπο μας και την διεθνή σκηνή.
Κατ’ αρχάς είναι εύκολο να προσπεράσουμε την επίκληση των ιστορικών παραδειγμάτων, καθώς και τις αναφορές στα ξένα παραδείγματα.
Σε ό,τι αφορά στην Αργεντινή, ή την… Ισλανδία, αρκεί να πούμε ότι προφανώς, αν η Ελλάδα δεν είναι μία φορά Δυτική Ευρώπη, δεν είναι δέκα φορές στον Ατλαντικό ή την Λατινική Αμερική. Δεν γειτονεύει με τους… βακαλάους, όπως κάνει η συμπαθής και τυχερή Ισλανδία, ούτε ανήκει σε μια ήπειρο που διανύει στιγμές ιστορικής δημιουργικότητας και προχωράει μέσα από τεθλασμένες γραμμές –για πρώτη φορά στην νεώτερη ιστορία της– σε διαδικασίες περιφερειακής χειραφέτησης από την Βορειο-Αμερικάνικη/Δυτικοευρωπαϊκή ηγεμονία.
Μακάρι να ήταν τα Βαλκάνια, στην ίδια θέση – αλλά για την αποτροπή αυτήν της εξέλιξης φρόντισαν οι δυτικοί αποικιοκράτες σε μια παράδοξη συνέργεια, έστω και… συγκρουσιακή στην περίπτωση του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, με τις βαλκανικές άρχουσες τάξεις (και τις δικές μας) που έδωσαν ρεσιτάλ ιστορικής ηλιθιότητας κατά την δεκαετία του 1990.
Δεύτερον. Σε σχέση με την Ελλάδα του 1897 ή… του 1934. Αρκεί να πούμε ότι το κοινωνικό/οικονομικό κόστος του χρεοστασίου, μπορεί να ήταν υπαρκτό και να μας ταλαιπώρησε για δεκαετίες, ωστόσο απορροφήθηκε από την ελληνική κοινωνία, γιατί αυτή ήταν ριζικά διαφορετική από την σημερινή.
Μόνο αυτό να πούμε, αρκεί: Η πλειοψηφία του ελληνικού λαού ζούσε στην περιφέρεια, τότε, και αποτελούνταν από αγροτικά/κτηνοτροφικά νοικοκυριά με πλείστες όσες δυνατότητες αυτοκατανάλωσης, άρα διευρυμένο βαθμό αυτονομίας έναντι της εθνικής οικονομίας. Ούτε τα πολυπλόκαμα δίκτυα εξάρτησης που συνεπάγονται από την παρούσα μορφή οργάνωσης της κοινωνίας, τον βαθμό της αστικοποίησης, της εκμηχάνισης, ακόμα και της διεθνοποίησης της Ελλάδας.
Ας πάμε, όμως, τώρα στις σοβαρότερες αιτιάσεις της συζήτησης περί δραχμής. Την οικονομική και την γεωπολιτική.
Στην πρώτη έχει επικρατήσει, εντελώς αστόχαστα, η εξίσωση δραχμή = παραγωγική ανασυγκρότηση. Μια παραδοχή η οποία αγνοεί εντελώς (η μαύρη τρύπα που λέγαμε) την πορεία της ελληνικής βιομηχανίας κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες της δραχμής. Κυρίως, το γεγονός ότι η αποβιομηχάνισή της δεν άρχισε το 2001, αλλά είχε σχεδόν ολοκληρωθεί ήδη.
Η αποβιομηχάνιση στην Ελλάδα, ξεκινάει κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1970, και η βασική αιτία της –έτσι όπως έχει εξηγηθεί πολλάκις από τους οικονομολόγους της εποχής, και έχει αναλυθεί εξαντλητικά από τον Γιώργο Καραμπελιά στο Κράτος και Κοινωνία στην Μεταπολίτευση[1]– έχει να κάνει με τον σπεκουλαδόρικο και ευκαιριατζίδικο χαρακτήρα των βιομηχανικών επενδύσεων του ελληνικού κεφαλαίου.
Το οποίο προσανατολίστηκε προς την βιομηχανία μόλις στις αρχές του 1960, όταν η έκρηξη της οικοδομής είχε ήδη δημιουργήσει έναν τεράστιο κύκλο ζήτησης οικοδομικών/οικοδομήσιμων υλικών, και οι πολιτικές συνθήκες της εποχής είχαν δημιουργήσει ένα τεράστιο απόθεμα πάμφθηνης εργατικής δύναμης: Η ελληνική βιομηχανία στηρίχθηκε εν πολλοίς σε δύο αρετές του ελληνικού προλεταριάτου. Πρώτον, στην εργατικότητα ανθρώπων εν πολλοίς καταδιωγμένων από το μετεμφυλιακό κράτος. Δεύτερον, στην επινοητικότητα των εξειδικευμένων εργατών/μαστόρων, την «γενική τους νόηση» την οποία το ελληνικό κεφάλαιο χρησιμοποιούσε συστηματικά για να ‘καλύψει’ το τεράστιο κενό της τεχνολογικής υστέρησης που δημιουργούσε η ανυπαρξία επενδύσεων σε μηχανές[2].
Ήταν απολύτως φυσιολογικό, επομένως, μόλις η πολιτική πίεση του εργατικού κινήματος ανέβασε τους μισθούς, και με δοσμένη την έκρηξη του ανταγωνισμού που προκάλεσε η ανάδυση των Νέων Βιομηχανικών Χωρών από τα τέλη του 1970 και ύστερα, οι βιομήχανοι να φορτώσουν τις επιχειρήσεις τους στην τελευταία κυβέρνηση της ΝΔ, και στην πρώτη του ΠΑΣΟΚ ως «προβληματικές». Από τότε ξεκινάει το ξήλωμα της ελληνικής βιομηχανίας, που έπεσε θύμα της αρχόμενης διεθνοποίησης της παραγωγής, αλλά και του δικού της ευκαιριατζίδικου χαρακτήρα.
Το ευρώ εδραίωσε απλώς αυτές τις διαδικασίες. Δεν τις πραγματοποίησε. Και θα συνεχίζουν να ισχύουν, ανεξαρτήτως νομίσματος, εάν δεν υπάρξει δραστική μεταβολή στον τρόπο οργάνωσης των μεταποιητικών επιχειρήσεων. Εκτός αν, βέβαια, υποστηρίζουμε μια άμεση μετάβαση στο εθνικό νόμισμα ως μέσο μιας αστραπιαίας υποτίμησης της ανθρώπινης εργασίας στην χώρα μας, κατά 50%-60%, ώστε να καταστεί ειδική οικονομική ζώνη συναρμολόγησης των ευρωπαϊκών προϊόντων. Γιατί αυτή είναι η μόνη άμεση, εφικτή προοπτική της παραγωγικής ανασυγκρότησης μέσω του περάσματος στη δραχμή. Και δεν νομίζω να είναι αυτό που εννοούν αυτοί που την ευαγγελίζονται.
Δεύτερον. Ποιος είναι ο βαθμός της εξάρτησής μας από τον παρασιτισμό και πως θα επιδράσει πάνω του ένα άμεσο πέρασμα στην δραχμή. Έχουμε μια οικονομία στην οποία η συνολική κατανάλωση (ιδιωτική+δημόσια) αγγίζει το 91% του ΑΕΠ[3], με την ιδιωτική να αντιστοιχεί στο 70%[4]. Επίσης, ακόμα και το 2014 εισάγαμε προϊόντα αξίας 50 δισ.€., και εξάγαμε σχεδόν τα μισά (28 δισ.€). Μπορούμε να δούμε πως θα επιδράσει ένα άμεσο πέρασμα στο εθνικό νόμισμα πάνω σε αυτούς τους δείκτες, οι οποίοι μας επιτρέπουν να αναπνεύσουμε ακόμα έστω και στον βούρκο της διεθνής επιστασίας και του παρασιτισμού: Ραγδαία πτώση της κατανάλωσης, δημόσιας και ιδιωτικής, που θα συρρικνώσει δραστικά το ΑΕΠ. Ραγδαία πτώση των εισαγωγών, λόγω πτώσης της κατανάλωσης, ωστόσο η αξία τους θα πολλαπλασιαστεί λόγω της σταδιακής υποτίμησης του νέου νομίσματος. Σε πρώτο χρόνο, πτώση και στις εξαγωγές, γιατί η ελληνική παραγωγή στηρίζεται αποφασιστικά στην εισαγωγή καυσίμων, πρώτων υλών, λιπασμάτων κ.ο.κ. Με λίγα λόγια… οικονομική σύντηξη. Που θα «σκοτώσει» βέβαια το καρκίνωμα του παρασιτισμού, μέσω της χειρότερης όμως… χημειοθεραπείας η οποία θα απειλήσει τα ζωτικά οικονομικά όργανα της χώρας.
Αξίζει να αναφερθούμε λίγο και στο πεδίο της δημόσιας κατανάλωσης. Γιατί ένα πολύ μεγάλο μέρος των απαραίτητων λειτουργιών που σήμερα εκτελεί το ελληνικό κράτος –από τα… νηπιαγωγεία, την συντήρηση των σχολείων, μέχρι το «βοήθεια στο σπίτι», τα έργα της τοπικής αυτοδιοίκησης, τα δημόσια έργα κ.ο.κ. πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της αξιοποίησης των ευρωπαϊκών προγραμμάτων.
Που θα τα βρούμε αυτά αν συγκρουστούμε με την ευρωζώνη; Θα αυξήσουμε κι άλλο τους… φόρους για να ισοσταθμίσουμε τις απώλειες; Θα περιμένουμε την ελληνική παραγωγή να αναστηθεί από το σοκ της εξόδου, ώστε να αρχίσει να αποδίδει; Ή θα αποδεχθούμε το σχέδιο του Σόιμπλε για να βγούμε εκτός ευρώ δίχως να χάσουμε τις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις –πράγμα που σημαίνει ότι θα καταλήξουμε να έχουμε και μνημόνιο και δραχμή;
Και ποιο θα είναι ακριβώς το πολιτικό καθεστώς που θα αναλάβει να συγκρατήσει την ελληνική κοινωνία εν μέσω αυτής της οικονομικής σύντηξης που θα επιφέρει ραγδαία πτώση του βιοτικού της επιπέδου; Το 2008 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας άγγιζε τα 31.000$. Σήμερα είναι περίπου 21.000$ –και η κοινωνική συνοχή έχει διαρραγεί αποφασιστικά. Τι θα συμβεί όταν αυτό συμπιεστεί περαιτέρω για να φτάσει κοντά στο ΑΕΠ των υπολοίπων χωρών της Βαλκανικής [της Σερβίας είναι σήμερα 6.000$}; Είναι πασιφανές πως μόνο μια δικτατορία μπορεί να συγκρατήσει την γενική κοινωνική διάλυση. Και προφανώς, επειδή θα είναι δικτατορία καταστολής της γενικής κοινωνικής αναταραχής λόγω της δραστικής υποτίμησης των οικονομικών δεικτών, δεν μπορεί να είναι «του προλεταριάτου» όπως ονειρεύονται οι Λαφαζάνης-Λαπαβίτσας-Λεουτσάκος.
Και βέβαια θα είναι εθνικά και κοινωνικά αυτοκτονική. Ας υποδείξει κάποιος ΜΙΑ (1) χώρα με τα δικά μας αντικειμενικά δεδομένα, που επιλέγει το δρόμο της διεθνούς απομόνωσης ως λύση αντίστασης απέναντι στην Παγκοσμιοποίηση. Ίσως, η… Σομαλία.
Η Σερβία και το Ιράκ αποκλείονται όχι μόνο εκ του αποτελέσματος. Η πρώτη είχε κατά 80% οικονομική αυτάρκεια όταν επέλεξε αυτό το δρόμο, μη καταφέρνοντας παρ’ όλα αυτά να αποφύγει τον εθνικό της ακρωτηριασμό. Και το δεύτερο είχε ένα σκασμό πετρέλαια, που πάλι δεν απέτρεψαν την διάλυση της χώρας. Κοινώς, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, η επιλογή του απομονωτισμού δεν διαφυλάσσει την βιωσιμότητα ενός έθνους –ούτε εγγυάται την ευημερία της κοινωνίας του. Μάλλον, το αντίθετο.
Εδώ ακριβώς, υπεισέρχεται η επίκληση του γεωπολιτικού παράγοντα: Όλα τούτα «δεν θα γίνουν», γιατί η χώρα έχει να πουλήσει «γεωπολιτικό οικόπεδο» στις μη-δυτικές χώρες, ώστε αυτές να χρηματοδοτήσουν την ανασυγκρότηση της χώρας στην δραχμή. Κατ’ αρχάς, οι Ρωσία και Κίνα μας θέλουν ως γέφυρα προς την Δύση. Δίχως τον δίαυλο με αυτήν, η γεωπολιτική μας αξία εκμηδενίζεται για την Ρωσία και την Κίνα. Οι δε Αμερικάνοι και Γερμανοί, έχουν επιλέξει ποιος θα είναι τοποτηρητής και κύριος συνεργάτης τους στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων: Την Τουρκία. Αν, επομένως, περάσουμε από την Ευρωζώνη στο σύστημα των Βαλκανίων ξέρουμε πολύ καλά σε ποιανού την αγκαλιά θα πέσουμε: Της Τουρκίας. Οι κυβερνώντες της οποίας, εξ άλλου, έχουν ήδη δηλώσει ότι δέχονται να αναλάβουν μέρος του ελληνικού κόστους υπό τον όρο να μεταβάλουν το Αιγαίο σε ελληνοτουρκική λίμνη (και την Βόρειο Ελλάδα σε παρακολούθημα της Κωνσταντινούπολης –όπως ήδη συμβαίνει μέσω της πολιτικής Μπουτάρη στην Θεσσαλονίκη κ.ο.κ.
Θέλει κανείς να μπούμε στο δίλημμα Σόιμπλε ή… Νταβούτογλου; Γιατί η προοπτική της δραχμής, που οδηγεί μαθηματικά στις αγκάλες των Νεο-οθωμανών, να παίζει σήμερα ρόλο «συμβόλου» του αντι-ιμπεριαλιστικού μας αγώνα; Του αγώνα κάποιων ‘ανθενωτικών’ που ετοιμάζονται να επιλέξουν ξανά το «τουρκικό σαρίκι από την λατινική τιάρα», ίσως. Θα πρέπει, όμως, να αναλογιστούμε τι αντιπροσώπευε ο ελληνισμός πριν περάσει υπό Οθωμανική Κυριαρχία και το πώς βγήκε από τον αγώνα ενάντιά της, το 1922 για να εντάξουμε αυτήν την επιλογή στον άξονα «καλύτερο-χειρότερο».
Με μια πολύ σημαντική διαφορά: Τότε, οι Οθωμανοί κατακτητές δεν διατηρούσαν το συντριπτικό δημογραφικό και οικονομικό πλεονέκτημα έναντι του ελληνισμού. Γι’ αυτό και καταφέραμε να αναγεννηθούμε στα «κενά» της οθωμανικής ισχύος, κενά του χώρου (απομακρυσμένες κοινότητες) ή κενά στην οικονομική δραστηριότητα (για παράδειγμα το εμπόριο, όπου διαγκωνιζόμασταν με το εβραϊκό και το αρμένικο στοιχείο ή η μανιφακτούρα).
Τώρα, που η σχέση των πληθυσμών Τουρκίας-Ελλάδας είναι 7:1 (το 1453 ήταν περίπου 0,7:1). Τώρα που η Τουρκία παίζει ρόλο περιφερειακού ηγεμόνα του σουνίτικου Ισλάμ, και ο ορίζοντας της δραστηριότητας του τουρκικού κεφαλαίου υπερβαίνει κατά πολύ εκείνον του ελληνικού τι θα κάνουμε; Υπάρχει χώρος για τον Ορθόδοξο Βαλκάνιο Κατακτητή Έμπορο του Στογιάνοβιτς στον 21ο αιώνα; Ή μήπως θα ζήσουμε ως απόμαχοι Έλληνες συνταξιούχοι της νέας τουρκικής ηγεμονίας; Ή θα καταστούμε ένα «μετα-έθνος» κατακερματισμένης διασποράς, όπου θα έχουμε τόση σχέση με την ιστορική μας πραγματικότητα, όση έχει η διεθνοποιημένη Ολυμπιακή Ιδέα με τους Αρχαίους Ολυμπιακούς Αγώνες;
Υπάρχει σήμερα ο γεωπολιτικός χώρος στον οποίο κινήθηκαν οι Έλληνες τον 19ο ή ακόμα και τον 20ο αιώνα; Υπάρχουν άραγε και οι Έλληνες εκείνης της εποχής;
Ας σοβαρευτούμε: Έτσι όπως το δίλημμα που αντιμετώπισε το 1941 ο ελληνικός λαός δεν ήταν το «Χίτλερ ή Κεμάλ», αλλά εκείνο της υποταγής ή του ανταρτοπολέμου. Έτσι και τώρα το δίλημμα της αντίστασης ενάντια στους δυτικούς αποικιοκράτες δεν μπορεί να είναι το «δραχμή ή ευρώ».
ΚΥΡΙΩΣ για γεωπολιτικούς λόγους: Οι οικονομικές συντήξεις, η ανθρώπινη εξαθλίωση, η άμεση βαλκανοποίηση της Ελλάδας είναι εξελίξεις κατάμαυρες αλλά σε τελευταία ανάλυση αναστρέψιμες. Με δάκρυα και αίμα, με αγώνα και θυσίες, αλλά είναι αναστρέψιμες. Η δημογραφική και εδαφική σάρωσή μας από τον τεράστιο, επιθετικό όγκο που μας πιέζει εξ Ανατολών ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΣΤΡΕΨΙΜΗ. Εκτός αν θέλουμε η Νέα Πέραμος της Καβάλας να έχει την τύχη της Μικρασιατικής Περάμου. Και οι φίλοι Κύπριοι «Ενωτικοί», να κάνουν το όνειρό τους πράξη στην «Νέα Λευκωσία» Σπάτων.
Αποτελούν όλα τούτα επιχειρήματα μιας έστω και αναγκαστικής συνηγορίας και σύμπραξης με τον Ευρωλιγουρισμό; Σαφέστατα και όχι. Ο ευρωλιγουρισμός εξάντλησε όλη την ιστορική του ζωτικότητα στα τέλη του 2000. Μαζί με αυτόν, και ο παρασιτισμός. Η γεωπολιτική πραγματικότητα της χώρας μας, επιτάσσει να παραμείνουμε «παρά, υπό τη Δύση», για τακτικούς λόγους. Την ίδια στιγμή, λόγοι στρατηγικής μας επιτάσσουν να μεταβάλουμε ριζικά την εικόνα που είχαμε για την Δυτική Ευρώπη και την Ε.Ε. Προφανώς και είναι αποικιοκράτες, από το… 1204.
Και είναι πολύ «διδακτικά» τα βασανιστήρια του Σόιμπλε, καθώς η ελληνική κοινωνία χάνει κάθε αυταπάτη για το ποιόν των Τευτόνων –όπως πρέπει να χάσει κάθε αυταπάτη για το ποιόν των Αγλλοσαξώνων συνεργών στην δολοφονία της Κύπρου, ή των Ρώσων που πάντοτε μας πουλάνε για μια διευθέτηση στην Κεντρική Ευρώπη ή την Μαύρη Θάλασσα. Από Γιάλτες, άλλο τίποτα το «ξανθό γένος». Πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε την σχέση μας με όλους αυτούς. Άμεσα: Να μποϋκοτάρουμε τα προϊόντα τους, να βρούμε «τρύπες» ανασυγκρότησης στο σχέδιό τους και να τις αξιοποιήσουμε, να εγκαθιδρύσουμε μια «δυαδική εξουσία» των κοινωνικών δυνάμεων ενάντια στο σκότος του μνημονίου. Να κάνουμε, δηλαδή, αντάρτικο. Διαφορετικά ένα ΟΧΙ που εκφέρεται ως όχημα των κυριάρχων που την επόμενη μέρα το εξαργυρώνουν για να συνομολογήσουν το ΝΑΙ είναι η καλύτερη ευκαιρία για να θαφτούν για δεκαετίες τα μεγάλα ΟΧΙ που πρέπει να πει ο ελληνικός λαός τα επόμενα χρόνια. Όπως έγινε με τα ΟΧΙ των Σέρβων επί Μιλόσεβιτς, που οδήγησαν όχι μόνο στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας αλλά και στην μεταβολή των Σέρβων επί δεκαετίες σε πειθήνιους υπηκόους της νέας τάξης. Και ήδη το ΟΧΙ του δημοψηφίσματος εξαργυρώθηκε ως ΝΑΙ στο νέο μνημόνιο και ΝΑΙ στο νέο σχέδιο Ανάν στην Κύπρο, με τη αγωνίστρια Σία.
Διότι, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πως τον πόλεμο των μνημονίων τον έχουμε χάσει και δεν μπορούμε να επιστρέψουμε σε αυτόν, όπως το 1922 χάσαμε οριστικά τη Σμύρνη
Όχι, λοιπόν, για να αποφύγουμε την Δύση, να συγκατανεύσουμε σ’ έναν αιώνα τλεσίδικης εθνικής δύσης. Το δίλημμα έχει τεθεί.
[1] Και επί της ευκαιρίας: Διάφοροι επίδοξοι ψευδοφιλόσοφοι της Βικιπεδίας, που αναλώνονται σε επίδειξη της κομπορρημοσύνης τους στο Facebook (το αγώγι κάνει τον αγωγιάτη), ξεχνούν ή δεν ξέρουν ότι ο χώρος του Άρδην και της Ρήξης, πέρασε όλη την διάρκεια της δεκαετίας του 1970, και ιδιαίτερα μέχρι το 1977 στα εργοστάσια παλεύοντας μαζί με την εργατική τάξη για τον εκδημοκρατισμό και την αναβάθμιση της ανθρώπινης εργασίας, αλλά και την μεταβολή των εργατών σε κεντρικό υποκείμενο της ευρύτερης διαδικασίας εκδημοκρατισμού της ελληνικής κοινωνίας. Η άποψη, επομένως για την πορεία, την εξέλιξη και τις θανάσιμες αντιφάσεις της ελληνικής βιομηχανίας, διαμορφώθηκε μέσα στην διαδικασία της παραγωγής, και όχι βέβαια από κάποιον ανύπαρκτο τότε προσωπικό υπολογιστή. Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μη λες…
[2] Θυμάμαι τις εξιστορήσεις του παππού μου, υπομηχανικού σε διάφορες βιομηχανίες της Θεσσαλονίκης, ο οποίος μου έλεγε ότι οι βιομηχανίες της Θεσσαλονίκης κατά την δεκαετία του 1960 λειτουργούσαν με ξεπατωμένες… ατμομηχανές 50ετίας, αγορασμένες από δεύτερο ή τρίτο χέρι, ή ακόμα και από σκράπ. Πολλές από αυτές, επιβίωσαν μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1970, όταν, την ίδια περίπου εποχή, τα Ιαπωνικά εργοστάσια εγκαινίαζαν μια κολοσσιαία αναδιάρθρωση του μοντέλου βιομηχανικής εργασίας –το γνωστό πέρασμα στον τογιοτισμό-μεταφορντισμό.
[3] Πηγή: http://data.worldbank.org/indicator/NE.CON.TETC.ZS.
[4] Κώστας Μελάς, «Οι προοπτικές για το ΑΕΠ το 2015», Αυγή, 13/03/2015.