Ή στραβός είναι ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε
29.03.2024
  • Allgemein
  • Diktatur/Δικτατορία
  • Brain Drain
  • Balkan/Βαλκάνια
  • Bücher/Βιβλια
  • Medien/Μαζικά Μέσα
  • Minderheiten, Migranten/Μειονότητες, Μετανάστες
  • Kriege, Flüchtlinge/Πόλεμοι, Φυγάδες
  • Sprache/Γλώσσα
  • Gesellschaft, Meinung/Κοινωνία, Γνώμη
  • Nationalismus/Εθνικισμοί
  • Thema/Θέμα
  • Termine/Εκδηλώσεις
  • Geopolitik/Γεωπολιτική
  • Politik/Πολιτική
  • Terrorismus/Τρομοκρατία
  • FalseFlagOps/Επιχ. με ψευδή σημαία
  • Hellas-EU/Ελλάδα-Ε.Ε.
  • Wirtschaft-Finanzen/Οικονομία-Οικονομικά
  • Religion/Θρησκεία
  • Geschichte/Ιστορία
  • Umwelt/Περιβάλλον
  • Korruption/Διαφθορά
  • Reisen/Ταξιδιωτικά
  • Musik/Μουσική
  • Kunst/Τέχνη, Λογοτεχνία
  • Küche/Κουζίνα
  • kachelmannwetter.com
    Εδω διαβαζετε τις καινουργιες  ελληνικες και γερμανικες εφημεριδες
    Hier lesen Sie  griechische  und deutsche Zeitungen 

    Η ιδεολογική ηγεμονία και οι συνέπειές της στην πολιτική πραγματικότητα

    Δαμιανός Βασιλειάδης

    Αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις. Αντισθένης

    Πολλοί πιστεύουν ότι η ενασχόλησή μας με θεωρητικά θέματα, τι στιγμή που βιώνουμε τόσο τραγικές στιγμές στην καθημερινή μας ζωή, είναι μια εργασία που βασικά δεν έχει νόημα και αποτελεί ως εκ τούτου περιττή πολυτέλεια. Παραγνωρίζουν ή αγνοούν όλοι αυτοί ότι η πολιτική πρακτική ακολουθεί συγκεκριμένες θεωρίες που δοκιμάζονται στην πράξη, όπως είναι ο σοσιαλισμός και ο νεοφιλελευθερισμός. Σήμερα επικρατεί σ’ όλην την υφήλιο ο νεοφιλελευθερισμός με την μορφή του ανάλγητου παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Αν δεν γνωρίζουμε τους μηχανισμούς λειτουργίας του, δεν μπορούμε να δράσουμε δημιουργικά και αποτελεσματικά.

    Για την επικράτησή του ωστόσο εφαρμόζεται στην πράξη όχι μόνο βία, αλλά κυρίως η ονομαζόμενη από τον Γκράμσι ιδεολογική ηγεμονία, της οποίας τα χαρακτηριστικά θα επιδιώξουμε να αναλύσουμε, για να έχουμε σαφή εικόνα των εννοιών και της πρακτικής τους εφαρμογής.

    Συνεπώς η κατανόηση των ιδεολογικών μηχανισμών που καθορίζουν τις εξελίξεις στην υφήλιο, αποτελεί πρωταρχική αναγκαιότητα, για να καταλάβουμε όχι μόνο αυτούς τους μηχανισμούς, αλλά και να μπορούμε να αποτρέψουμε τις αρνητικές τους επιπτώσεις και βάλουμε τα θεμέλια για μια ευοίωνη προοπτική για το μέλλον. Σήμερα ισχύει λόγω σύγχυσης και αποπροσανατολισμού αυτό που λέει ο λαός: Ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται. Ζητάει δηλαδή απεγνωσμένα λύσεις, εκεί που δεν υπάρχουν. Έτσι ο φαύλος κύκλος ανακυκλώνεται χωρίς να υπάρξει διέξοδος από τα αδιέξοδα. Ο ένας, για να δείξω την τραγικότητα της κατάστασης, πιστεύει ότι θα μας σώσει η Ρωσία, ως από μηχανής θεός, ο άλλος πιστεύει ότι θα μας σώσουν οι προφητείες του Αγίου Παϊσίου, ο άλλος ρίχνει τις ευθύνες στους ξένους , ως άλλοθι  για τις δικές του ευθύνες, ό άλλος τα ευχολόγια, μέσα στην απελπισία του, τα βλέπει ως λύσεις. Και λοιπά και λοιπά. Που βρίσκεται η αλήθεια, αλήθεια;

    Ο Γκράμσι πολύ σωστά επεσήμανε ότι η αστική τάξη, με την λεγόμενη ιδεολογική ηγεμονία, εκτός απ’ τον καταναγκασμό, χρησιμοποιεί και την συναίνεση, που είναι αποτέλεσμα της ηγεμονίας που ασκεί στις καταπιεζόμενες τάξεις, για ν’ αποδεχτούν (συναινέσουν) στην εξουσία της.[1]

    Ο ρόλος των οργανικών διανοουμένων ενός ριζοσπαστικού, προοδευτικού ή σε τελευταία ανάλυση επαναστατικού κινήματος, έγκειται κατά συνέπεια στο καθήκον τους, ν’ αντιπαλέψουν αυτήν την πολιτιστική -ιδεολογική ηγεμονία της αστικής τάξης, την οποία υπηρετούν όλα τα κόμματα της μεταπολίτευσης, που ανέλαβαν κυβερνητικά καθήκοντα, και στη θέση της να εδραιώσουν την πολιτιστική ηγεμονία του λαϊκού κινήματος, δηλαδή των φτωχών λαϊκών τάξεων και στρωμάτων, αυτών των λαϊκών τάξεων και στρωμάτων που υφίστανται την καταπίεση και εκμετάλλευση.[2]

    Θα πρέπει λοιπόν οι πολίτες να μεταπειστούν. Θα πρέπει με μια λέξη ν’ αλλάξει η συνείδηση των ανθρώπων, η παρασιτική συνείδηση του Έλληνα, με προσανατολισμό και στρατηγική προς μια κοινωνία της ελευθερίας και ισότητας, που προϋπόθεσή της είναι η εθνική ανεξαρτησία και λαϊκή κυριαρχία. Είναι αναγκαίο συγχρόνως να γίνει κατανοητό ότι η αλλαγή συνείδησης δεν μπορεί να γίνει με την υιοθέτηση του καπιταλιστικού καταναλωτικού μοντέλου,  που είναι ο στόχος της ηγεμονίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου και του σύγχρονου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, που εκπροσωπεί η ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού και που οδηγεί συνήθως στην καταναλωτική αποκτήνωση. Η  προσέγγιση προς μια εξισωτική κοινωνία σημαίνει αλλαγή αυτού του προτύπου, που στην Ελλάδα καθιέρωσε κυρίως ο Ανδρέας Παπανδρέου και ακολούθησαν οι επίγονοι πρωθυπουργοί.[3] Έλεγε ο Ανδρέας Παπανδρέου χαρακτηριστικά: «η εργατική τάξη ενδιαφέρεται μόνο για την κατανάλωση και όχι για επενδύσεις στον εκσυγχρονισμό της οικονομίας» Εξ ου και ο υπερδανεισμός, που μας οδήγησε, μέσω της παρασιτικής νοοτροπίας, στην κρίση, η οποία δεν είναι πρωταρχικά οικονομική.[4]

    Πώς θα επέλθει αυτή η αλλαγή; Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα. Στην περίπτωση αυτή το πρόβλημα της ιδεολογικής ηγεμονίας, για την οποία μίλησε ο Γκράμσι, είναι αποφασιστικής σημασίας για τις τάξεις που γίνονται αντικείμενο καταπίεσης και εκμετάλλευσης. Για να έχει προοπτική ανατροπής της αστικής τάξης και οικοδόμησης μιας εξισωτικής κοινωνίας, είναι ανάγκη να περάσει στις λαϊκές τάξεις τη δική της αντίληψη για τον κόσμο, που αποτελεί ανώτερη ποιότητα αξιακά απ’ την ιδεολογία του κεφαλαίου, με μια φράση: Να δημιουργήσει, μέσω της ιδεολογικής – πολιτισμικής ηγεμονίας, μια νέα ριζοσπαστική, αν όχι, επαναστατική συνείδηση.

    Το πώς αντιλαμβάνεται ο Γκράμσι την ηγεμονία, μας το εκφράζει παραστατικά ο

    Λουτσιάνο Γκρούππι: «Ο συλλογισμός του Γκράμσι πάνω στην ηγεμονία μπορεί να συνοψιστεί μ’ αυτόν τον τρόπο: Η κυρίαρχη τάξη εφαρμόζει την  η γ ε μ ο ν ί α  της στο βαθμό που μπορεί να πραγματοποιεί και να διατηρεί έναν  ιστορικό   σ υ ν α σ π ι σ μ ό  αντιφατικών κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων, τόσο στην οικονομική βάση, όσο και στο πολιτικό και κρατικό εποικοδόμημα, που έχουν για συνδετικό κρίκο την ιδεολογία. Η ηγεμονία λοιπόν είναι η στιγμή της πολιτικής ηγεσίας και ταυτόχρονα και γι’ αυτόν το λόγο, η ηγεσία στο χώρο των ιδεών, δηλαδή η πνευματική ηγεσία.

    Η τάξη που κυριαρχεί μπορεί να κυριαρχεί μόνο στο βαθμό που μπορεί ν’ ακτινοβολήσει την ιδεολογία της προς όλα τα κοινωνικά στρώματα, ακόμη και προς την τάξη, που είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης και που έχει για το λόγο αυτό αντίθετα μ’ αυτήν συμφέροντα. Αυτή ακριβώς η δυνατότητα επιρροής και ιδεολογικής αγωγής, απ’ τη μεριά της άρχουσας τάξης, είναι που έφερε σε υποδεέστερη θέση την κυριαρχημένη τάξη. Η τάξη αυτή, υποταγμένη σε μια ιδεολογία που δεν είναι δική της, δεν κατορθώνει να εκφράσει τα δικά της ταξικά συμφέροντα με συνεκτικό τρόπο, στο επίπεδο της πολιτικής και της κουλτούρας, ούτε κατορθώνει να συνειδητοποιήσει τον ιστορικό της ρόλο».[5] Αυτό φυσικά επιτυγχάνεται με την εφαρμογή της ψυχολογίας του όχλου, της πλύσης εγκεφάλου και της προπαγάνδας, που ασκούν τόσο οι κυβερνήσεις και τα κόμματα, όσο και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης που πρόσκεινται στα μέσα αυτά και διαμορφώνουν την κοινή γνώμη, την οποία χειραγωγούν ιδεολογικά.

    Ο ορισμός αυτός της έννοιας της ηγεμονίας του Γκράμσι, που επιχειρεί ο Λουτσιάνο Γκρούππι, έχει καθοριστική σημασία και στην πρακτική της εφαρμογή, κυρίως όσον αφορά τους διανοούμενος που ασκούν και υπηρετούν μια συγκεκριμένη τάξη και ασκούν την ιδεολογική (πολιτισμική) ηγεμονία.

    Αν λοιπόν θέλουμε να δούμε πώς εφαρμόζεται στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα αυτή η ηγεμονία, θα καταλήξουμε σε τραγικές αλήθειες για την λεγόμενη «εκσυγχρονιστική» και «ανανεωτική» Δεξιά και Αριστερά και όχι μόνον. Μιλούμε για μια συγκεκριμένη κατηγορία της Αριστεράς, στην φάση που διανύουμε αυτή η κατηγορία αφορά, κυρίως τον ΣΥΡΙΖΑ και όχι μόνο. Το πρώτη και δεύτερη φορά αριστερά έχει τελειώσει οριστικά. Αυτή όμως η κατηγορία παίζει σημαντικό ρόλο στην διαδικασία της συναίνεσης που εφαρμόζει το αστικό κράτος στην Ελλάδα, στο οποίο εντάσσεται και ο ΣΥΡΙΖΑ και η συγκυβέρνηση, όσο παράξενο και οξύμωρο κι αν φαντάζει εκ πρώτης όψεως. Σαφέστατα δεν είναι χρυσός ότι λάμπει.

    Η αστική τάξη, καθοδηγούμενη για τα δικά της συμφέροντα από εξωθεσμικούς και εξωχώριους παράγοντες της Δύσης, κυρίως πέραν του Ατλαντικού, ανέθεσε αυτόν τον ρόλο άσκησης της ηγεμονίας, έτσι, όπως τον αναλύσαμε, στην «εκσυγχρονιστική» κεντροαριστερή απ’ τη μια και στην «ανανεωτική» αριστερή διανόηση και κομματική Ελίτ απ’ την άλλη, ως συγκλίνουσες ηγεμονικές δυνάμεις, που στα πλαίσια λειτουργίας του ιστορικού συνασπισμού, μπορούν να εκπροσωπήσουν καλύτερα τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης. Και αυτά τα συμφέροντα εξυπηρετούνται όχι μόνο στην οικονομία, αλλά και στον πολιτισμό, με την έννοια της αποδόμησης όποιων πολιτισμικών θεμελίων κρατεί την συνοχή της ελληνικής κοινωνίας. Η επίθεση γίνεται δηλαδή σε πολλαπλά επίπεδα και πολύ περισσότερο σε επίπεδα που τα σκιαγράφησε ο πολύς Χένρυ Κίσινγκερ, με αυτό που είπε ότι ο ελληνισμός πρέπει να χτυπηθεί στις πολιτιστικές του ρίζες… Αν το είπε πράγματι ή δεν το είπε, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι αυτό που είπε ή δεν είπε, εφαρμόζεται από τους «άσπονδους φίλους και συμμάχους μας» και τα εδώ όργανά τους κατά γράμμα.

    Επειδή οι κυρίαρχες μερίδες στο σύγχρονο αστικό κράτος τάσσονται, στις σημερινές συνθήκες, ενάντια στο έθνος –κράτος, που σημαίνει κατάργηση της ιδιαίτερης ταυτότητας της Ελλάδας, που είναι ο ελληνοχριστιανικός πολιτισμός, επανδρώνουν τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του με διανοούμενους που ασπάζονται αυτήν τη θεωρητική άποψη. Αυτό προσφέρει επιπλέον το άλλοθι ή το πρόσημο μιας προοδευτικής ή ριζοσπαστικής, μιας «εκσυγχρονιστικής» ή «αριστερής» ιδεολογίας, που βέβαια στην ουσία της είναι καταστροφική ιδεοληψία, γιατί είναι εθνομηδενιστική.[6]

    Μέσα στα πλαίσια του μονοπωλιακού καπιταλισμού και του κυριάρχου παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, που διασπά την ενότητα του έθνους – κράτους, το διαβρώνει ή το ενσωματώνει στους μηχανισμούς του, η ηγεμονική μερίδα της αστικής τάξης αναθέτει τον ρόλο της συναίνεσης για την αποδοχή της αποεθνοποίησης και αποχριστιανοποίησης στους «εκσυγχρονιστές» και στους «αναθεωρητές» διανοούμενους απ’ όλες τις πολιτικές παρατάξεις, κυρίως όμως από την συγκεκριμένη αριστερά.[7]

    Αυτή η ομολογία προέρχεται απ’ τους ίδιους κύκλους  της «Αριστεράς, που κυριαρχούν στον τομέα αυτόν. Ας παρακολουθήσουμε πώς ερμηνεύουν την αφύσικη αυτή σχέση ορισμένες κατηγορίες διανοουμένων, όπου την ιδεολογική ηγεμονία ασκούν από μέρους της αστικής τάξης οι «εκσυγχρονιστές» (Θάνος Βερέμης, Αντώνης Λιάκος,  Νίκος Μουζέλης, Θάλεια Δραγώνα, Χριστίνα Κουλούρη, Μαρία Ρεπούση,  Άννα Φραγκουδάκη, κ.λπ) και οι «αναθεωρητές» της Αριστεράς (Γιάννης Μηλιός, Άκης Γαβριηλίδης, Ηλίας Ιωακείμογλου, Γιώργος Οικονομάκης, Νίκος Φίλης, Σία Αναγνωστοπούλου κ.λπ, για ν’ αναφέρουμε μερικά απ’ τα χιλιάδες παραδείγματα).

    Θα παραθέσουμε τη δική τους ερμηνεία του φαινομένου, που είναι αποκαλυπτική και συνάμα απίστευτη, αλλά και αληθινή.

    Η Αριστερά, απ’ την Σοσιαλδημοκρατική έως την Άκρα Αριστερά, συναινεί και ταυτίζεται, σε σημαντικό ποσοστό, μ’ αυτήν την πολιτική την παγκοσμιοποιημένη νεοταξική ηγεμονία στην πράξη;  Γιατί, όπως ισχυρίζεται ο Νίκος Πουλαντζάς «Η Ελλάδα σήμερα παρουσιάζει, τόσο από οικονομική, όσο και από πολιτική και ιδεολογική σκοπιά, μιαν  ι δ ι ό τ υ π η  κ α τ ά σ τ α σ η   ε ξ ά ρ τ η σ η ς,  που συνεπάγεται ότι η μορφή του κράτους της παρουσιάζει χαρακτηριστικά τόσο κράτους αναπτυγμένης σχετικά καπιταλιστικής χώρας, όσο και κράτους «υπανάπτυκτης χώρας, αν και αυτά τα τελευταία χαρακτηριστικά έχουν τον κυρίαρχο ρόλο μέσα στις δομές του κυρίαρχου κράτους». Η «Αναθεωρητική» και «Ανανεωτική» Αριστερά φυσικά διακηρυχτικά ή θεωρητικά δεν ταυτίζεται μ’ αυτήν την εξάρτηση.  Στην πράξη όμως είναι τελικά ενταγμένη σ’ αυτήν την λογική.

    Δυστυχώς ένα τμήμα της  Αριστεράς που ασκεί ιδεολογική ηγεμονία και κυρίως η αυταποκαλούμενη μαρξιστική Αριστερά,[8] όπως γράφει και ο Γιάννης Μηλιός υπέστη ιδεολογικό μετασχηματισμό ή μεταμορφισμό, με την έννοια ότι ασπάστηκε και εφάρμοσε  και εφαρμόζει, όπως βιώνουμε το φαινόμενο σήμερα, την αστική ιδεολογική ηγεμονία.

    Γράφει ο ίδιος σχετικά, ως γνώστης του φαινομένου, επιβεβαιώνοντας τις απόψεις μας:

    «Στη διαδικασία ιδεολογικού μετασχηματισμού[9] που περιγράφουμε πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε μια μεγάλη μερίδα διανοουμένων στελεχών της παραδοσιακής Αριστεράς, αρχικά της “ανανεωτικής” και στη συνέχεια και της “ορθόδοξης” πτέρυγάς της. Η πρόσβαση (ή η προσδοκώμενη πρόσβαση) στις ανώτερες θέσεις των κρατικών μηχανισμών (που για πρώτη φορά κατέστη δυνατή για το χώρο αυτό μετά απ’ τη μεταπολίτευση και ιδίως μετά απ’ την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981), αποτέλεσε τον μηχανισμό ενσωμάτωσής τους στους κοινούς τόπους της κυρίαρχης ιδεολογίας».[10] Aυτό που έκανε ο Ανδρέας Παπανδρέου με την Αριστερά και στη συνέχεια σε μεγαλύτερη κλίμακα ο Κώστας Σημίτης, ήταν – για να ερμηνεύσουμε το φαινόμενο και με τη γλώσσα της ποίησης – ένα είδος  φ α ο υ σ τ ι κ ή ς   σ υ ν α λ λ α γ ή ς .[11] Όλοι αυτοί απ’ την Αριστερά οι οποίοι εντάχτηκαν στο σύστημα (ενσωματώθηκαν στο σύστημα η πιο σωστά διατυπωμένο, τους ενσωμάτωσε ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Κώστας Σημίτης στο σύστημα, λέει πιο εμφαντικά ο Γιάννης Μηλιός), στο αστικό σύστημα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού φυσικά, (δεν μιλάμε για εκείνους οι οποίοι ούτως ή άλλως ήταν ενταγμένοι, όπως ο στενός συνεργάτης του Νίκου Φίλη, Αντώνης Λιάκος, κ.α.), κατέληξαν στην πλειοψηφία τους να γίνουν απολογητές και διαπρύσιοι κήρυκές του.[12] Ο λόγος είναι απλός. Γιατί να τους διορίσει στα πνευματικά ιδρύματα και στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, αν δεν το εξυπηρετούσαν; Δεν πιστεύουμε ότι ήθελαν να υπηρετήσουν τη «σοσιαλιστική κυβέρνηση» του Ανδρέα Παπανδρέου και του Κώστα Σημίτη και να καταπολεμήσουν τη συντηρητική του Κώστα Μητσοτάκη, καθώς και του υπαρκτού, αντιλαϊκού και νεοταξικού ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου, που θέλει να δημιουργήσει μια πολυπολιτισμική και πολυεθνική Ελλάδα, σύμφωνα με τα κελεύσματα της Νέας Τάξης. Αυτήν την πολιτική στηρίζει και η Αριστερά στην πλειοψηφία της.

    Η κριτική τους στο σύστημα, στο καπιταλιστικό σύστημα, εάν και εφόσον γίνεται, δεν σημαίνει απαραιτήτως και αμφισβήτηση του συστήματος. Τουναντίον. Χρησιμεύει πολλές φορές ως βαλβίδα ασφαλείας του, ως εκτόνωση μιας συγκεκριμένης κοινωνικής πίεσης. Αυτό ισχυριζόταν ο Τρότσκι όταν έλεγε: «Για δεκαετίες η αντιπολιτευόμενη κριτική δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από μια βαλβίδα ασφαλείας για τη μαζική δυσαρέσκεια, μιαν απ’ τις συνθήκες σταθερότητας της κοινωνικής δομής».[13]

    Η εργασιοθεραπεία της επανάστασης, προσθέτουμε εμείς, δεν συνιστά επανάσταση.[14] Όμως η γενίκευση ασφαλώς και είναι λάθος.

    Πιο αποκαλυπτικός ωστόσο είναι ένας άλλος διανοούμενος της Αριστεράς, ο Δημήτρης Μπελαντής,[15] Γράφει σχετικά: «Με την επικράτηση του Κ. Σημίτη στην κυβέρνηση, το κυβερνητικό κόμμα και την ελληνική κοινωνία, παρατηρήθηκε ένα καινοφανές πολιτικό φαινόμενο: η μαζική προσχώρηση της αριστερής διανόησης στο στρατόπεδο του Κ. Σημίτη και του “αριστερού εκσυγχρονισμού”. Τα επιτελεία δεν βομβαρδίστηκαν -κατά την προσφιλή έκφραση του Μάο Τσε Τουγκ – απ’ τους αριστερούς διανοούμενους, αλλά αλώθηκαν μαζικά απ’ αυτούς. Προέκυψε η συστηματική στελέχωση των υπουργείων μ’ αριστερούς ειδικούς συμβούλους, ιδίως εκ της ανανεωτικής Αριστεράς και η δημιουργία ενός αριστερού think tank γύρω απ’ την “εκσυγχρονιστική” κρατική πολιτική.

    Έχουμε έτσι μία μετατόπιση των αριστερών διανοουμένων απ’ την περιφέρεια του κράτους, από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς και από τους θεσμούς οργάνωσης της συναίνεσης και της κοινωνικής αναπαραγωγής, στον σκληρό πυρήνα του κρατικού σχεδιασμού και προγραμματισμού, στην “καρδιά” του κράτους». Και σ’ ένα άλλο σημείο συμπληρώνει αποκαλυπτικά: «Η πλειοψηφική τοποθέτηση των αριστερών διανοουμένων ήταν μια τοποθέτηση αποδοχής του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας ως τεχνικής αναγκαιότητας, της θέσης της νέας μικροαστικής τάξης και των διανοουμένων μέσα σ’ αυτόν και ειδικότερα της ανάληψης από αυτούς διευθυντικών ρόλων στην αναπαραγωγή των σχέσεων εξουσίας (ιδεολογική επιβουλή, “επιστημονική” διεύθυνση  της εργασιακής διαδικασίας, λειτουργίες διεύθυνσης του κεφαλαίου)».[16]

    Πιο παραστατικά δεν μπορεί να περιγραφεί ο ρόλος αυτής της κατηγορίας αριστερών διανοούμενων, οι οποίοι είναι οι κύριοι υπαίτιοι της αναπαραγωγής των σχέσεων εξουσίας, μέσω της ιδεολογικής ηγεμονίας και κατά συνέπεια της συναίνεσης, όπως αποφαίνεται ο Γκράμσι, δηλαδή της αστικής εξουσίας που υποτίθεται ότι, λόγω της  φαινομενικά αριστερής ιδεολογίας τους, θέλουν να καταπολεμήσουν, ενώ στην πράξη συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Αυτή η κατηγορία των αριστερών διανοουμένων αποτελεί «την ιδεολογική καρδιά του κράτους» του αστικού κράτους. Αντιλαμβάνεται κανείς τι σημαίνει αυτό;[17]

    Αναφερόμαστε λοιπόν συγκεκριμένα σ’ αυτούς, που χαρακτηρίζουν τους μεν Έλληνες συλλήβδην «εθνικιστές, ρατσιστές, σοβινιστές, κ.λπ.» και τους θεωρούν ταξικό αντίπαλό τους, τους δε λαθρομετανάστες ταξικό σύμμαχό τους, υιοθετώντας ανερυθρίαστα όλο το ιδεολογικό και πολιτικό οπλοστάσιο του κοσμοπολιτισμού και πολυπολιτισμού  της Νέας Τάξης, για τη δημιουργία μιας πολυπολιτισμικής και πολυεθνικής Ελλάδας.

    Είναι αυτοί που προωθούν την δ ο ρ υ φ ο ρ ι ο π ο ί η σ η  της Ελλάδας κάτω απ’ τον Νέο – Οθωμανισμό.

    Είναι αυτοί που, για να χαρακτηρίζονται και να φέρουν το φωτοστέφανο του αριστερού, θέλουν να ταυτίσουν τον ελληνικό λαό με το κόμμα του ΛΑΟΣ και της Χρυσής Αυτής, γιατί αλλιώς δεν έχουν λόγο ύπαρξης, ως «αριστεροί». Χωρίς αντίπαλο, είναι αυτονόητο, δεν έχουν λόγω ύπαρξης. Και αν ακόμη δεν υπάρχει ο αντίπαλος πρέπει να κατασκευαστεί, ως συνήθως.

    Είναι αυτοί οι υποκριτές, που ασκούν από θέση ισχύος και παροχών, μέσα απ’ τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του αστικού κράτους την ιδεολογική τρομοκρατία εναντίον κάθε Έλληνα πολίτη, που αντιτίθεται στο αποεθνοποιητικό έργο τους και δηλώνει  π α τ ρ ι ώ τ η ς  .

    Είναι αυτοί που υπηρετούν το ελληνικό και  το ξένο κεφάλαιο εναντίον του συμφέροντος των λαϊκών τάξεων. Είναι όλοι αυτοί που ασπάζονται τον παγκοσμιοποιημένο ιμπεριαλισμό. Γιατί παγκοσμιοποίηση σημαίνει ουσιαστικά ιμπεριαλισμό, όπως τον χαρακτηρίζει ο Τζέιμς Πέτρας: «Η ρητορική της “παγκοσμοιοποίησης” αποτελεί την κάλυψη για ένα  υποκατάστατο του “διεθνισμού” απογυμνωμένου από ιμπεριαλιστικές θέσεις». Και σε ένα άλλο σημείο: «Λέγεται ότι η παγκοσμοιοποίηση –ή όπως την αποκαλούμε εμείς, ο ιμπεριαλισμός…».[18]

    Είναι όλοι αυτοί που αποδυναμώνουν την κοινωνική συνοχή και εθνική ομοψυχία, για να γίνουμε ευάλωτοι στη βουλιμία του ελληνικού και του διεθνούς ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου. Για να αλωθεί η Ελλάδα, όχι μόνο από έξω, αλλά και από μέσα, με τη δημιουργία μειονοτήτων, έως ότου γίνουν αυτές πλειοψηφία και οι Έλληνες μειοψηφία στην πατρίδα τους.[19]

    Είναι όλοι αυτοί που, αμειβόμενοι πλουσιοπάροχα απ’ τα ευρωπαϊκά πακέτα και απ’ τις χορηγίες των ΜΚΟ του Σώρρος και άλλων ύποπτων οργανώσεων, έχουν αποδυθεί στο έργο της αποεθνοποίησης της συνείδησης της ελληνικής νεολαίας και μάλιστα στην πιο τρυφερή ηλικία (βλ. Γιώργος Παπανδρέου, Άννα Διαμαντοπούλου, Θάλεια Δραγώνα, Μαρία Φραγκουδάκη, Μαρία Ρεπούση κ.λπ).

    Είναι αυτοί που στο όνομα της δήθεν ταξικής πάλης, συγχέουν σκόπιμα, από άγνοια ή από ιδεολογική σύγχυση, τον διεθνισμό με τον ιμπεριαλισμό και υπηρετούν την μαύρη αντίδραση. Καμιά φορά οι θιασώτες του Μαρξισμού ανάγουν τον μαρξισμό σε παπισμό ή σε καινούργια θρησκεία και στην πράξη τον μεταβάλλουν σε ανορθολογισμό, με την έννοια ότι τον κάνουν εχθρικό σε κάθε ανεξάρτητη κριτική σκέψη, που αμφισβητεί την ηγεμονία τους, κυρίως σε θέματα φιλοσοφικά.

    Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί στην κατεύθυνση αυτή άρθρο του μέλους του τμήματος δικαιωμάτων του ΣΥΝ, Νάσου Θεοδωρίδη, ο οποίος – πέρα απ’ τ’ άλλα «αντιεθνικιστικά» που γράφει – θέτει «ως πρώτιστο καθήκον» της Αντι – Συστημικής Αριστεράς, όπως την αποκαλεί, την «αποδόμηση της εθνικής ιδεολογίας», στην οποία περιλαμβάνει ακόμη και την εαμική Εθνική Αντίσταση, την οποία χαρακτηρίζει  εθνικιστική.[20]

    Όσο για το έθνος ασπάζεται την άποψη του Αντώνη Λιάκου, στενού πρώην συνεργάτη του Κώστα Σημίτη και νυν του Νίκου Φίλη στα ευαίσθητα θέματα παιδείας και των άλλων «εθνομηδενιστών» φυσικά, που ισχυρίζονται ότι το «έθνος» είναι όχι μια φαντασιακή, αλλά μια φανταστική, τεχνητή κατασκευή, δημιούργημα του αστικού κράτους κ.λπ:  Η άποψή τους είναι ότι «σε αντίθεση με τα όσα λέει η χονδροκομμένη σχολική προπαγάνδα, τα “έθνη” (και άρα και το ελληνικό) δεν είναι προαιώνια και αναλλοίωτα, αλλά δημιουργήθηκαν απ’ τα κράτη για λόγους πρακτικούς, διοικητικούς και οικονομικούς, όπως π.χ. η διευκόλυνση στην εξάπλωση του εμπορίου και η δυνατότητα άσκησης στρατολογικής πολιτικής εκ μέρους του κράτους».[21]

    Προς επίρρωση των ανωτέρω γνωστή είναι η τη στρατηγική της πολιτικής του Κώστα Σημίτη, ως εκφραστή της «εκσυγχρονιστικής αστικής ιδεολογίας», δηλαδή του νεοφιλελευθερισμού (της Παγκοσμιοποίησης και της Νέας Τάξης), με την οποία ταυτίστηκε και υπηρέτησε η ηγεμονική ομάδα της «Ανανεωτικής» Αριστεράς.
    Κι’ όμως, όπως τονίσαμε ανωτέρω, δεν πρόκειται για θέατρο του παραλόγου, αλλά για μια σκληρή και αδυσώπητη πραγματικότητα. Κατόπιν αυτού αναφύεται το ερώτημα: Πώς είναι δυνατό να πείσει μια τέτοια Αριστερά για τον σοσιαλιστικό παράδεισο που επαγγέλλεται; Και γιατί δεν καταφέρνει ν’ ανακόψει την παρακμιακή πορεία του τόπου; Δεν είναι εύλογο το ερώτημα και δεν χρήζει απαντήσεως;

    Η ιδεολογική ηγεμονία προσθέτει και ο Νίκος Πουλαντζάς «υποδηλώνει το ρόλο μιας κυρίαρχης τάξης, η οποία, δια μέσου των διανοουμένων της), κατορθώνει να κάνει αποδεκτή απ’ το σύνολο μιας κοινωνίας την ιδιαίτερη κοσμοαντίληψή της και έτσι να διοικεί δια μέσου μιας εξαρτημένης συναίνεσης μάλλον, παρά να κυριαρχεί με τη στενή έννοια του όρου».[22]

    Εν κατακλείδι: Τόσο η «εκσυγχρονιστική» και Ανανεωτική Αριστερά όσο και η εκσυγχρονιστική σοσιαλφιλελεύθερη και συντηρητική Δεξιά, από διαφορετική αφετηρία, αλλά σε συγκλίνουσα πορεία, αποτελούν την εμπροσθοφυλακή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Το αστικό κράτος θα κατέρρεε  (ή θ’ αποδυναμωνόταν αποφασιστικά), αν δεν είχε τα ιδεολογικά στηρίγματα, απ’ όλους εκείνους που αναφέρουν ο Μηλιός και ο Μπελαντής. Οι εκσυγχρονιστές και οι ανανεωτές απ’ τ’ αριστερά και απ’ τα δεξιά, ασκούν την ιδεολογική – πολιτισμική ηγεμονία της αστικής τάξης στην Ελλάδα, για να δημιουργήσουν την περίφημη ενεργητική συναίνεση που χρειάζεται το αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα για να καταπιέζει και να εκμεταλλεύεται τα λαϊκά στρώματα. Αυτό επιδιώκει η παγκοσμιοποίημένη Νέα Τάξη.[23]

    Αλλιώς πώς να εκτιμήσει κανείς την παρακμιακή πορεία αυτού του τόπου, αν δεν συνέβαλαν όλοι αυτοί οι διανοούμενοι στην αναπαραγωγή του, κατέχοντας θέσεις κλειδιά στους ιδεολογικούς μηχανισμούς αυτού του κράτους, όπου την πραγματική εξουσία ασκούν οι διαπλεκόμενοι απ’ το παρασκήνιο της πολιτικής; Δηλαδή τα εξωθεσμικά κέντρα εντός και εκτός της Ελλάδας, ήτοι τα κέντρα του εθνικού και του διεθνούς κεφαλαίου; Πώς αλλιώς να εξηγήσουμε ότι σχεδόν καμία αντίσταση δεν προβάλλεται σ’ αυτήν την παντελή διαφθορά και την σήψη της ελληνικής κοινωνίας; Τι έπραξαν όλοι αυτοί υπέρ του χειμαζόμενου λαού, όταν λειτουργώντας στο πλαίσιο των ιδεολογικών μηχανισμών της άρχουσας τάξης (του κεφαλαίου), την διευκολύνουν να πετύχει την (ενεργητική) συναίνεση των λαϊκών στρωμάτων, εναντίον των ίδιων των συμφερόντων τους;

    Για ποιον λόγο δεν κατάφεραν ν’ αναστρέψουν αυτήν την παρακμιακή πορεία;[24] Διότι απλούστατα αποτελούν τους κύριους ιδεολογικούς εκφραστές αυτής της πορείας.  Αυτό πρέπει να είναι ξεκάθαρο, για να μην υπάρχει σύγχυση, ηθελημένη ή μη.

    Δεν είναι συνεπώς ούτε οι προσωπικές στρατηγικές, ούτε άλλες περιπτώσεις οι αιτίες της κρίσης της Αριστεράς. Αυτά είναι επιφαινόμενα. Η βασική αιτία έγκειται στην κρίση ιδεολογίας και στις συνέπειές της.

    Ας εκφράσουμε τώρα τη σημερινή πραγματικότητα μ’ ένα επίκαιρο θέμα. Η πανούργα, ικανότατη, και πανέξυπνη (μεταπρατική) αστική τάξη της Ελλάδας, και όχι μόνον φυσικά, βάζει όλους τους δήθεν προοδευτικούς κι’ αριστερούς διανοουμένους, να κάνουν την βρώμικη δουλειά. Το γιατί είναι εύκολο ν’ απαντηθεί: Όλοι αυτοί μπορούν να γίνουν πιο πειστικοί είτε ως «προοδευτικοί αριστεροί» είτε ως «εκσυγχρονιστές», για να εκμαιεύσουν την απαραίτητη συναίνεση των χειραγωγούμενων τάξεων, σύμφωνα και με την θέση του Μαξ Βέμπερ: «Ένα ορισμένο μίνιμουμ συναίνεσης – τουλάχιστον των κοινωνικά σημαντικών στρωμάτων – των κυριαρχούμενων τάξεων είναι προϋπόθεση της διάρκειας κάθε εξουσίας, ακόμη και της άριστα οργανωμένης».[25]

    Πώς αλλιώς θα διαιωνιστεί η κυριαρχία της άρχουσας τάξης στην Ελλάδα, χωρίς ουσιαστική συναίνεση, που συνδυάζεται φυσικά και με κατασταλτικά μέτρα, όπου και όταν χρειάζονται;

    Τελικά οι μηχανισμοί της οικονομίας της αγοράς, στους οποίους ενσωματώθηκε η συγκεκριμένη αριστερή διανόηση, μέσα στο πλαίσιο του μοντέλου της νεοφιλελεύθερης καταναλωτικής κοινωνίας, ασκούν την ιδεολογική ηγεμονία και κυριαρχία.

    Προς όσους ενδεχομένως διατηρούν αμφιβολία ή αμφισβητούν αυτήν την σκληρή πραγματικότητα, θα θέσουμε ένα απλό ερώτημα. Εάν όλοι αυτοί που αποτελούν την πλειοψηφία των διανοουμένων στην Ελλάδα δεν υπηρετούσαν το σύστημα, πώς δικαιολογείται αυτή η απαράδεκτη κατάσταση και τα χάλια που βρίσκεται η πατρίδα μας; Ποιοι άλλοι εκτός από τους ίδιους, που προλειαίνουν το έδαφος πνευματικά και ηθικά με τον θεσμικό ιδεολογικό ρόλο που τους έχει ανατεθεί απ’ το σύστημα, εξαπατούν και παραπλανούν τον ελληνικό λαό, ώστε να γίνεται εύκολα λεία τους; Αυτό εξασφαλίζει τη λαϊκή συναίνεση, που επιδιώκει η άρχουσα τάξη, χρησιμοποιώντας τους.  Επειδή η ίδια είτε είναι ανίκανη να παίξει αυτόν τον ρόλο, είτε δεν θέλει να λερώσει τα χέρια της. Οπότε βρίσκει πρόθυμους εκτελεστές για τ’ αντιλαϊκά σχέδιά της. Τους «χρήσιμους ηλίθιους, όπως του αποκαλούσε ο Λένιν ή  του υπάλληλους της αστικής τάξης, όπως τους αποκαλούσε ο Νίκος Πουλαντζάς. Ποιοι ακινητοποιούν τις αντιδράσεις του λαού και ποιοι τον αδρανοποιούν,  ποιοι παραλύουν τ’ αντανακλαστικά του, ώστε να παραμένει υποζύγιο και υποτελής τους; Είναι όλοι όσοι έχουν αναλάβει εργολαβικά τον εκμαυλισμό του, μ’ αριστερό ή με προοδευτικό πρόσημο: Όσοι έχουν αναγάγει τον ατομισμό (διάλυση του κοινωνικού ιστού), την κερδοσκοπία (ανάδειξη του χρήματος ως την μεγαλύτερη κοινωνική αξία) και τον καταναλωτισμό ( ως κοινωνικό πρότυπο). Διαπλοκή, διαφθορά, σήψη. Η μαύρη αντίδραση εμφανίζεται με αριστερό ή με σοσιαλιστικό μανδύα. Είναι φυσικό. Αλλιώς δεν μπορούν να παίξουν τον αντιδραστικό τους ρόλο.

    Εκπληρώνουν την αποστολή της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας για την κατάργηση του έθνους – κράτους και κατ’ επέκταση για την αποδόμηση της εθνικής συνείδησης και της ιστορικής μνήμης, ώστε να καταλήξουν οι Έλληνες μια άμορφη καταναλωτική «μάζα», έρμαιο στα νύχια της παγκοσμιοποιημένης αγοράς, όπως την ορίζει επακριβώς ο καθηγητής Μπουντουρίδης: «Ο στόχος της παγκοσμιοποιήσης είναι η διάλυση των δομών της εθνικής συνοχής και κοινωνικής αλληλεγγύης, η διάβρωση του κοινωνικού συνεκτικού ιστού, που θα μπορούσε να αντισταθεί πολιτικά στα επεκτατικά σχέδια της.[26]

    Η ένταξη των «εκσυγχρονιστών» αριστερών διανοουμένων στον σκληρό πυρήνα των μηχανισμών της αστικής ιδεολογίας, όπου πρωταγωνιστούν, όπως ισχυρίζεται ο Μπελαντής (Υπουργεία, Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, Εκκλησία (γιατί όχι;), Πανεπιστήμια, εκπαίδευση, τέχνη, ΜΜΕ, κ.λπ) έχει δύο ερμηνείες. Ο ένας είναι καθαρά ιδεολογικός. Πιστεύουν πιθανόν ότι πρέπει να ενισχύσουν το κεφάλαιο (διεθνές και ντόπιο) να καταργήσει το έθνος – κράτος και ό,τι αυτό συνεπάγεται, για να επικρατήσει χωρίς περιορισμούς η παγκοσμιοποίηση. Μ’ αυτόν τον τρόπο νομίζουν ότι, τους προσφέρεται μέσω του αστικού κράτους η ευκαιρία και δυνατότητα, να υπηρετήσουν την «μαρξιστική» ιδεολογία τους, δηλαδή την ταξική πάλη, ενώ αντικειμενικά υπηρετούν την ιδεολογική ηγεμονία της νεοφιλελεύθερης  τάξης πραγμάτων, μιας πολυπολιτισμικής  και πολυεθνικής κοινωνίας της κατανάλωσης, με κύριο εκφραστή τις ΗΠΑ.

    Ό άλλος είναι καθαρά καιροσκοπικός. Απλώς τους βολεύει και τους παρέχει προνόμια στην υπηρεσία της προώθησης της αστικής ιδεολογίας, λόγω θεωρητικών προσόντων, τα οποία διαθέτουν. [27]

    Η ιδεολογία, εξηγεί το φαινόμενο ο Πουλαντζάς, «υποδηλώνει τον ρόλο μιας κυρίαρχης τάξης, η οποία, μέσω των διανοουμένων της (των υπαλλήλων της ιδεολογίας), κατορθώνει να κάνει αποδεκτή απ’ το σύνολο μιας κοινωνίας την ιδιαίτερη κοσμοαντίληψή της και έτσι να διοικεί μέσω μιας εξαρτημένης συναίνεσης μάλλον, παρά να κυριαρχεί με τη στενή έννοια του όρου».[28]

    Στο πλέγμα αυτού του προβληματισμού και της σχέσης της Ανανεωτικής και της Αναθεωρητικής Αριστεράς με την παγκοσμιοποίηση, θα πρέπει να τονίσουμε  «τη σύνδεση της ανάλυσης των διαδικασιών παγκοσμιοποίησης με την πολιτική στρατηγική. Και ταυτόχρονα, η σχεδόν αυτονόητη, για όσους έχουν επαφή με το γκραμσιανό έργο, συνθήκη: τα εναλλακτικά ηγεμονικά σχέδια, για να είναι άξια του ονόματός τους, διαμορφώνονται ως απάντηση στις πιο προωθημένες και δυναμικές εκδηλώσεις της ηγεμονίας των κυρίαρχων τάξεων. Αποδέχονται δηλαδή το πεδίο, αντιπροτείνοντας την εναλλακτική ηγεμονία. Ο αμερικανισμός και όχι η ΕΣΣΔ υπήρξε για τον Γκράμσι η πραγματική ηγεμονική πρόκληση»[29]. Αυτήν την ηγεμονική πρόκληση φαίνεται ν’ αγνοεί η ιδεολογικά ηγεμονική αναθεωρητική Αριστερά στην Ελλάδα.

    Δυστυχώς στον τόπο μας, όπου οι αποδομητές του έθνους μιλούν γι’ ανοιχτά σύνορα και θεωρούν την πατρίδα μας χώρο κι’ όχι χώρα (αυτά επιβάλλει η λογική της αγοράς), όχι μόνο δεν υπάρχει αυτή η εναλλακτική ηγεμονία, αλλά αντίθετα, όπως τονίσαμε, αποτελεί ο τόπος μας το αποτελεσματικό ιδεολογικό όργανο της Νέας Τάξης και της παγκοσμιοποίησης.

    Σ’ αυτήν την παρακμιακή πορεία δεν είναι, όπως επανειλημμένα τονίσαμε, αμέτοχα τα κόμματα της Αριστεράς, κομμουνιστικά ή μη, που θέλουν να κατέχουν το φωτοστέφανο της προόδου, συγχέοντας τον διεθνισμό με τον ιμπεριαλισμό. Απεναντίας, όπως είπε ο παλαίμαχος αγωνιστής του Ελληνισμού Βάσος Λυσσαρίδης: «πατριωτισμός και διεθνισμός είναι δίδυμες έννοιες».

    Ο Γκράμσι, σ’ αντίθεση με όλους αυτούς, είναι «ένας αυθεντικός διεθνιστής με βαθιές εθνικές ρίζες» τονίζει ο Λουκάς Αξελός.[30] Την άποψη αυτή επικροτεί και ο Μάκης Τρικούκης που τονίζει εμφαντικά: «Στη σκέψη του Γκράμσι οι δυο αυτές διαστάσεις δεν μπορούν ν’ αποσπαστούν η μία απ’ την άλλη, χωρίς τον κίνδυνο μιας παραμορφωτικής αντίληψης του προβλήματος, γιατί στην ουσία οι δυο πλευρές συνδέονται μεταξύ τους διαλεκτικά».[31]

    Για του λόγου το αληθές παραθέτουμε τη βασική άποψη του ίδιου του Γκράμσι: «Η διεθνής κατάσταση πρέπει να εξετάζεται στην εθνική πλευρά της. Πραγματικά η

    “εθνική σχέση” είναι το αποτέλεσμα ενός “ιδιόρρυθμου” συνδυασμού μοναδικού (με μιαν ορισμένη έννοια) που πρέπει σ’ αυτήν την ιδιορρυθμία και μοναδικότητα να τον καταλάβουμε και να τον συλλάβουμε, αν θέλουμε να τον κρατήσουμε προς τον διεθνισμό, το σημείο όμως αφετηρίας είναι “εθνικό” και απ’ αυτό το σημείο αφετηρίας πρέπει ακριβώς να ξεκινήσουμε. Αλλά η προοπτική είναι διεθνής και δεν μπορεί παρά τέτοια να είναι. Χρειάζεται γι’ αυτό να μελετήσουμε μ’ ακρίβεια το συνδυασμό των εθνικών δυνάμεων που η διεθνής τάξη θα πρέπει να διευθύνει και ν’ αναπτύξει, σύμφωνα με τη διεθνή προοπτική και με τις διεθνείς κατευθύνσεις».[32]

    Η θεωρητική αντίληψη της ηγεμονίας έχει και αυτήν την όψη. «Ο Γκράμσι απέκρουε τις “μη εθνικές” αντιλήψεις, ως ανίκανες να συλλάβουν το πραγματικό κοινωνικό και πολιτιστικό περιεχόμενο μέσα στο οποίο έπρεπε να κινηθεί το προλεταριάτο.

    Η θεωρία της “ηγεμονίας”, στενά δεμένη με την εθνική αντίληψη, ήταν έκφραση του γεγονότος ότι στην Ιταλία, όπως και στη Ρωσία, το προλεταριάτο ήταν μια μειοψηφική ομάδα, που δεν μπορούσε να κάνει την επανάσταση χωρίς να βρει συμμάχους ανάμεσα στις άλλες καταπιεζόμενες ομάδες, ιδιαίτερα ανάμεσα στους χωρικούς. Μέσα σ’ αυτήν την κατάσταση, τ’ αποκλειστικά διεθνή χαρακτηριστικά του προλεταριάτου, ήταν μικρού πρακτικού κέρδους, διότι οι εσωτερικοί σύμμαχοί του δεν μπορούσαν να τα συμμεριστούν».[33] Η πολιτιστική πολιτική του ευθυγραμμίζεται με την εθνική λαϊκή πολιτιστική πολιτική.[34]

    Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Alessandro Natta τονίζει με έμφαση τα εξής σχετικά με το δίπολο εθνικό – διεθνές, που είναι και θέμα της επικαιρότητας: «Η προοπτική λοιπόν είναι διεθνής, αλλά το σημείο εκκίνησης εθνικό. Οι μπολσεβίκοι νίκησαν – μοναδική περίπτωση στην ιστορία του ευρωπαϊκού προλεταριάτου – γιατί κατάφεραν να κάνουν την ρωσική εργατική τάξη κυρίαρχη τάξη ενός συνδυασμού  εθνικών δυνάμεων και γιατί έδειξαν ότι η σοσιαλιστική λύση είναι η ανατροπή, απ’ τη μια, όλου του βάρους του παρελθόντος και απ’ την άλλη η αναγκαία διέξοδος της εθνικής ιστορίας, της γενικής επανάστασης του ρωσικού λαού.

    Σε κάθε χώρα τίθεται το θέμα της αναζήτησης ενός εναλλακτικού συνδυασμού εθνικών δυνάμεων έναντι εκείνου του οποίου ηγείται η αστική τάξη. Η διαδικασία παρουσιάζεται λοιπόν σαν διαμόρφωση ενός “ιστορικού μπλοκ”, το οποίο απ’ την ανάπτυξη του καπιταλισμού θα μπορέσει να οδηγήσει σ’ επαναστατικές λύσεις. Είναι ένα σημείο ουσίας, μια και σκιαγραφεί την αναγκαιότητα, για την εργατική τάξη, να εθνικοποιηθεί και μέσα σ’ αυτήν την προοπτική διαγράφει έναν δικό της εθνικό ρόλο οδηγού όλων των εθνικών δυνάμεων που μπορούν να συγκροτήσουν ένα μπλοκ προς μια λύση μεγάλης έκτασης για τα προβλήματα της χώρας».[35]

    Αυτό που τονίζεται ανωτέρω ενσαρκώθηκε στην πράξη, σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, μ’ απαράμιλλο τρόπο κατά την Εαμική Eθνική Aντίσταση.[36]

    Με την έννοια αυτή θα μπορούσαμε, με βάση την ιστορική εμπειρία, να ισχυριστούμε ότι η πορεία της ταξικής πάλης, που στόχο έχει την χειραφέτηση των εργαζομένων, ξεκινά αναγκαστικά απ’ την διαφύλαξη και την υπεράσπιση της φυσιογνωμίας του έθνους – κράτους απέναντι στα φαινόμενα της παγκοσμιοποίησης. Σ’ απλά ελληνικά: Η ταξική πάλη περνάει μέσα απ’ το έθνος – κράτος. Σ’ αυτό συνίσταται η επικαιρότητα του έργου και της προσφοράς του Γκράμσι, την οποία αρνείται ή αγνοεί η ντόπια ιδεοληπτική αριστερά.

    Στην εποχή της «αποθέωσης» του κομμουνιστικού κόμματος, μετά απ’ την κατάληψη της εξουσίας στη Ρωσία απ’ τους μπολσεβίκους το 1917, ο Γκράμσι εξιδανικεύει  τον ρόλο του ως απελευθερωτικού μοχλού της κοινωνίας (κάτι που κρίνουμε λογικό για την τότε συγκυρία): «Το Κομμουνιστικό κόμμα είναι το εργαλείο και η ιστορική μορφή του προτσές εσωτερικής απελευθέρωσης, χάρη στο οποίο ο εργάτης από  ε κ τ ε λ ε σ τ ι κ ό  ό ρ γ α ν ο  μετατρέπεται σ’ άνθρωπο με πρωτοβουλία, από μάζα γίνεται ηγέτης και οδηγός και από μπράτσα γίνεται μυαλό και θέληση. Στο σχηματισμό του Κομμουνιστικού Κόμματος βρίσκεται συγκεντρωμένο το σπέρμα ελευθερίας, που θα λάβει την πλήρη ανάπτυξή του και θα επεκταθεί, όταν το εργατικό κράτος θα οργανώσει τις αναγκαίες υλικές προϋποθέσεις».[37]

    Οι ελπίδες και οι προσδοκίες του Γκράμσι απ’ το κοσμοϊστορικό γεγονός της επανάστασης στη Ρωσία, έμελε να έχουν διαφορετική εξέλιξη, απ’ ό,τι ο ίδιος προέβλεπε ή και ποθούσε. Η συνειδητοποίηση αυτή έλαβε χώρα σταδιακά, ιδίως στην περίοδο της φυλακής. Όμως τη διάψευσή τους δεν πρόλαβε να την βιώσει. Οι θέσεις αυτές για τον ιστορικό ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν δικές του θέσεις και πεποιθήσεις, που φυσικά δεν βρήκαν την επαλήθευσή τους στην αντικειμενική πραγματικότητα.[38]

    Η κρίση της Αριστεράς βαδίζει παράλληλα με την παρακμιακή πορεία της χώρας, για την οποία δεν είναι καθόλου και η ίδια αμέτοχη, όσο αντιφατικό κι’ αν φαίνεται αυτό.

     

     

     

    [1] Η θεωρία για μας έχει αξία, όταν έχει εφαρμογή στην πράξη και υπηρετεί το λαϊκό κίνημα. Μόνον η θεωρητική ενασχόληση, έχει βέβαια τη σημασία της, αλλά η αξία της πολιτικής πράξης,, ακόμη και με τη μαρξιστική έννοια και κυρίως μ’ αυτήν, έχει τεράστια σημασία και αυτή μας ενδιαφέρει πρωταρχικά. Όπως τονίσαμε κι αλλού: Ο άνθρωπος είναι ό,τι πράττει! Για τον λόγο αυτό η αναφορά μας στον Αντόνιο Γκράμσι, έχει καθοριστική πρακτική πολιτική αξία, που είναι και επίκαιρη. Ο Γκράμσι αναφερόμενος στη μαρξιστική θεωρία, την αποκαλεί, λόγω λογοκρισίας στη φυλακή, «φιλοσοφία της πράξης». Ορισμένοι υποθέτουν ότι απλώς δεν ήθελε να αναγράψει «υλιστική θεωρία».

    [2] Βέβαια δεν είναι δεδομένο ποια είναι αυτή η πολιτισμική ηγεμονία της εργατικής τάξης ή του λαϊκού κινήματος και σε τι συνίσταται. Αποτελεί βασικό πρόβλημα προσδιορισμού του περιεχομένου της. Στη μελέτη μας προσπαθούμε να ανταποκριθούμε και θεωρητικά κα πρακτικά σ’ αυτό το καθήκον.

    [3] Η Αριστερά στην πλειονότητά της, ενώ θεωρητικά καταπολεμά αυτό το πρότυπο, στην πράξη το εφαρμόζει, επειδή έχει ενσωματωθεί στη λογική του νεοφιλελεύθερου καταναλωτικού προτύπου. Εξ’ ου και η αναξιοπιστία της.

    [4] Βλ. συνέντευξη του καθηγητή Τζέιμς Πέτρας  στην εφημ. «Αντιφωνητής», 5 Απριλίου 2010.

    [5] Απ’ την εισαγωγή του Λουτσιάνο Γκρούππι στο βιβλίο: Αντόνιο Γκράμσι, Οι διανοούμενοι, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1972ό, σ. 41. Ας θυμηθούμε και την σχετική άποψη του Λένιν σε σχέση με τα ανωτέρω: «Μια αυθόρμητη εξέλιξη του εργατικού κινήματος δεν οδηγεί παρά στην καθυπόταξή του στην αστική ιδεολογία».

    [6] Επειδή πολλοί δεν είναι εξοικειωμένοι με διάφορες έννοιες που κυκλοφορούν, όπως η έννοια του όρους «εθνομηδενισμός» θα δώσουμε έναν ορισμό που πιστεύουμε ότι εκφράζει αυτό το φαινόμενο: εθνομηδενισμός δηλώνει βασικά τον ιστορικό αναθεωρητισμό, την αρνησιπατρία, την αποδόμηση της εθνικής συνείδησης και ταυτότητας στο πλαίσιο της κυρίαρχης παγκόσμιας νέας τάξης πραγμάτων. Εδώ συναντώνται παραποιημένες παλαιομαρξιστικές αντιλήψεις περί ιστορικού υλισμού και επιδιώξεις υπερεθνικών καπιταλιστικών κέντρων, στο όνομα της συμφιλίωσης των λαών σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον χωρίς διακρίσεις, υποτίθεται. Είναι μια αντίληψη και πολιτική που ιδεοληπτικά εφαρμόζει η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛ. Παραδείγματα πολλά. Το τελευταίο επεισόδιο αφορά την προσπάθεια της κυβέρνησης, μέσω Νίκου Φίλη, αποχριαστιανοποίησης της ελληνικής κοινωνίας.

    [7] Έτσι εξηγείται γιατί οι διανοούμενοι αυτοί διορίστηκαν στα πανεπιστήμια και στα πνευματικά και άλλα ιδρύματα του κράτους., του αστικού κράτους,  δηλαδή στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του, για να αποδομήσουν την αντίσταση των υποστηρικτών του έθνους –κράτους και να τ’ αφήσουν ευάλωτο στην εθνο-αποδομητική επίθεση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

    [8] Εμείς δεν θεωρούμε τον εαυτό μας «μαρξιστή», ούτε αποτελεί για μας τίτλο τιμής ο όρος αυτός. Έχει μεγάλη διαφορά το ένα απ’ το άλλο, επειδή οι πρώτοι «ρέπουν» (και διατρέχουν τον κίνδυνο) προς την ιδεολογική θεώρηση της επιστήμης, ενώ οι δεύτεροι προτάσσουν της ιδεολογίας την επιστημονική δεοντολογία. Βέβαια όλα αυτά χρειάζονται, για να είμαστε «απόλυτα» ειλικρινείς και αντικειμενικοί, αλλά και κατοχυρωμένοι από αυθαιρεσίες το: Όπερ έδει δείξε!

    [9] Ο Μηλιός αναφέρεται στον μαζικό διορισμό σε θέσεις και αξιώματα του κρατικού μηχανισμού «αριστερών» διανοουμένων απ’ τον Ανδρέα Παπανδρέου, για να πετύχει τον συμβιβασμό και τον προσεταιρισμό τους στον αστικό «εκσυγχρονισμό». Μια τέχνη που ο Ανδρέας Παπανδρέου κατείχε άριστα και την εφάρμοσε με επιτυχία και ο διάδοχός του, ο Κώστας Σημίτης.

    Όλοι αυτοί από την Αριστερά και το κέντρο, αλλά και από όλες τις πολιτικές παρατάξεις, που ευνοήθηκαν από τον Ανδρέα Παπανδρέου ποικιλοτρόπως, είτε με διορισμούς σε θέσεις είτε σε οργανισμούς, είτε κάπου αλλού, άσχετα αν το άξιζαν ή όχι,  είναι δύσκολο να ασκήσουν κριτική στον ίδιο.

    Πρέπει να κάνει κανείς μεγάλη υπέρβαση και αυτοκριτική για να μπορέσει να ασκήσει στη συνέχεια κριτική στον Ανδρέα Παπανδρέου, που τους χρησιμοποίησε, απλώς για να λεηλατεί με την μεγαλύτερη δυνατή ευκολία τις ψήφους τους, για να τον εκλέγουν, αυτοί και το περιβάλλον τους.

    Αυτός είναι ο λόγος που πολλοί έντιμοι κατά τα άλλα αγωνιστές, δεν τολμούν να μιλήσουν και να κάνουν κριτική στον Ανδρέα Παπανδρέου και περιορίζονται μόνο στην μετά Σημίτη εποχή. Όσο θα συνβαίνει αυτό η Ελλάδα δεν πρόκειται να βγει από την κρίση, γιατί η κρίση είναι πρωταρχικά ηθική και πολιτική.

    [10] Βλ,, Γιάννης Μηλιός, Ο μαρξισμός ως σύγκρουση τάσεων, εκδ. «Εναλλακτικές εκδόσεις», Αθήνα 1999, σ. 154. Βλ. σχετικά για το ίδιο θέμα και τη μελέτη μας: «Διεθνισμός και Παγκοσμιοποίηση» αναρτημένο στο ιστολόγιο: www.damonpontos.gr.

    [11] Μας έκανε αλγεινή εντύπωση και μας δημιούργησε τραυματική εμπειρία η διαπίστωση, ότι ακόμη και καπετάνιοι του Ε.Λ.Α.Σ εκλιπαρούσαν παράγοντες του ΠΑΣΟΚ, που κατείχαν κάποια κατώτερα πόστα, για να διοριστούν σε μια θέση προέδρου κάποιου οργανισμού ή να τακτοποιήσουν τα παιδιά τους ή ν’ αξιοποιηθούν οι ίδιοι κάπου στον κρατικό μηχανισμό, για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στη «σοσιαλιστική αλλαγή», τη στιγμή κατά την οποία ο Ανδρέας Παπανδρέου διέγραφε κατά χιλιάδες τους άξιους αγωνιστές του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ, διορίζοντας τυχοδιώκτες και καιροσκόπους, που τους διέκρινε μόνον η ιδιοτέλεια. (Αυτό εξηγείται φυσικά κι’ απ’ την έλλειψη δημοκρατικής παράδοσης στα αριστερά κόμματα. Για την πολιτική κουλτούρα με την οποία είχαν διαμορφωθεί στα πλαίσια του Σταλινισμού, η προσωποπαγής και αυταρχική δομή του ΠΑΣΟΚ, κάτω από ένα αρχηγό – αφέντη, δεν έπαιζε κανένα ρόλο). Επί Σημίτη μάλιστα (χωρίς να είναι άμοιρος κι’ ο Γιώργος Παπανδρέου) διορίστηκαν κατά εκατοντάδες στα πανεπιστήμια (κυρίως ιστορικοί), ενάντιοι στο έθνος –κράτος, δηλαδή ορκισμένοι κοσμοπολίτες, αποδομητές της εθνικής συνείδησης, της ιστορικής μνήμης και της εθνικής κληρονομιάς.

    Πολλοί μας κατηγορούν, όταν αναφερόμαστε σε συγκεκριμένα άτομα και στις ιδέες τους. Η άποψή μας είναι ότι τα ιστορικά υποκείμενα αποτελούν πάντοτε φορείς μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας, την οποία εκφράζουν. Η κριτική λοιπόν γίνεται στην ιδεολογία και στην θεωρία, την οποία διακηρύττουν και για την οποία οι ίδιοι είναι πολλές φορές υπερήφανοι. Η ανωνυμία δεν έχει κανένα νόημα και είναι επικίνδυνη, γιατί εύκολα μπορούν τα άτομα αυτά να μεταμφιεστούν από αντιδραστικά σε προοδευτικά, ανάλογα με τις περιστάσεις. Πολλές φορές εξάλλου ο όρος π.χ. «αποδομητές του έθνους –κράτους» αποτελεί γι’ αυτούς τίτλο τιμής. Η λέξη «πατριωτισμός» και όχι εθνοκεντρισμός, είναι απεναντίας τίτλος τιμής για μας.  Πρόκειται γι’ αντιλήψεις που βρίσκονται σε μια συγκρουσιακή σχέση.

    Για μας ισχύει αυτό που διακηρύττει με σθένος ο Βάσος Λυσσαρίδης: «Αν εθνικισμός είναι να σέβεσαι την εθνότητα όλων και διαφυλάττεις τη δική σου, τότε δηλώνω αδιόρθωτος εθνικιστής».

    [12] Ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου μιλάει σ’ ένα άρθρο του για την κατηγορία των ανθρώπων αυτών, χαρακτηρίζοντάς τους συμβιβασμένους και προσεταιρισμένους, παρ’ όλο που κι’ ο ίδιος συνετέλεσε τα μέγιστα στην προώθησή τους, για να τους χρησιμοποιεί κατά το δοκούν. Ως συμβιβασμένους, νόμιζε (είχε την αυταπάτη, όπως και με τον Σημίτη και άλλους), ότι μπορεί να τους χρησιμοποιεί σαν μαριονέτες, για τις δικές του αρχηγικές κι’ εξουσιαστικές σκοπιμότητες, ως ταχυδακτυλουργός. Τελικά στο σημείο αυτό αποδείχτηκε, όσον αφορά τον Κ. Σημίτη, αφελής, ενώ ο διάδοχός του πανούργος.

    [13] Το απόσπασμα αναφέρεται στο έργο του Κρις Χάρμαν, Μαρξισμός και ιστορία. Βάση και εποικοδόμημα, εκδ. «Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο», Αθήνα 2009, σ. 63.

    [14] Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της χούντας 1967 -74 κυκλοφορούσαν πλήθος βιβλίων μαρξιστικής προέλευσης.

    [15] Ένας  από τους συνεργάτες του Μηλιού στο περιοδικό «Θέσεις», του κατ’ εξοχήν περιοδικού της μαρξιστικής σκέψης και της θεωρητικής σχολής ενάντια στο έθνος –κράτος. Από κει και πέρα υπάρχει και το περιβόητο ΕΛΙΑΜΕΠ, ορισμένες ΜΚΟ και οι εθνομηδενιστές πανεπιστημιακοί διανοούμενοι.

    [16] Δημήτρης Μπελαντής, «Η “στροφή” των διανοουμένων: Για την αδιάκριτη γοητεία του “εκσυγχρονισμού”  στους αριστερούς διανοούμενους», περιοδικό «Θέσεις» τεύχος 59, Απρίλιος – Ιούνιος 1997. Υπάρχουν πάμπολλα παραδείγματα γνωστών και μη εξαιρετέων πρώην «αριστερών» και νυν ακραιφνών νεοφιλελεύθερων, που κατέχουν διευθυντικό ρόλο στο σύστημα εξουσίας της αστικής τάξης. Θα αναφέρω παραδείγματα, όπως της Δαμανάκη, του Ανδρουλάκη, του Κοτζιά, του Μπίστη, του Πάγκαλου, του Μόσιαλου και άλλων πολλών ακραιφνών «αριστερών», που υπηρετούν στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του συστήματος, όπως στα Πανεπιστήμια, στα Πνευματικά Ιδρύματα, στα Συνδικάτα, στη Βουλή, αλλά και στους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους κ.λπ. Τόσο ο Γιαννης Μηλιός όσο και ο Δημήτρης Μπελαντής αναφέρονται σε αριστερούς διανοούμενους. Τίθεται ωστόσο το ερώτημα: Γιατί να είναι σώνει και καλά «αριστεροί διανοούμενοι», αυτοί που αναφέρουν ο Μηλιός και ο Μπελαντής; Με αυτήν την έννοια αριστεροί διανοούμενοι υπήρξαν κι’ ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Κώστας Σημίτης και πολλοί άλλοι, ων ουκ έστιν αριθμός.

    Όποιος έχει την ταμπέλα ή αυτοαποκαλείται «αριστερός», για να το γενικεύσουμε, δεν σημαίνει αυτομάτως ότι είναι και αριστερός! Ούτε επειδή κάποιος είναι στο ΚΚΕ. είναι αυτομάτως κομμουνιστής, ούτε επειδή είναι στο ΠΑΣΟΚ είναι αυτομάτως σοσιαλιστής. Ούτε προοδευτικός, όποιος χαρακτηρίζει συλλήβδην τους Έλληνες ως ρατσιστές.

    Είναι πασίγνωστο το: Στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις! Αυτός ο παραλογισμός έχει γίνει καθεστώς.

    Αυτή η σύγχυση πρέπει κάποτε να εκλείψει, για να διαχωριστεί η ήρα απ’ το στάρι.

    Η διαστροφή και η μετάλλαξη των εννοιών, είναι απ’ τις γενεσιουργές αιτίες της απόλυτης σύγχυσης, του ποιος είναι αριστερός, δεξιός, προοδευτικός, συντηρητικός, αντιδραστικός κ.λπ. Τίποτε δεν είναι πια αυτονόητο! Και για να γίνουμε απόλυτα σαφείς: Είναι π.χ. αριστεροί οι ανωτέρω αναφερόμενοι, επειδή πήγαν στο μεταλλαγμένο «αριστερό», αντιλαϊκό,  ΠΑΣΟΚ της Νέας Τάξης και της παγκοσμιοποίησης; Όλοι αυτοί θα πρέπει να ξεσκεπαστούν, για να τους αφαιρεθεί το «αριστερό» φωτοστέφανο, που εξαπατά τον κόσμο. Η παρακμιακή πορεία της ελληνικής κοινωνίας που οδηγεί στην υποτέλεια και την εξάρτηση, έχει αλλοιώσει και οδηγήσει στην παρακμιακή πορεία και κακοποίηση και τη γλώσσα και τις έννοιες, που εκφράζει.

    Βέβαια όλους αυτούς τους προστατεύει το σύστημα, γιατί τους χρειάζεται και τους δίνει την πλήρη δημοσιότητα και ασυδοσία, ενώ όλους όσοι ασκούν κριτική σ’ αυτό το σύστημα, προσπαθεί να τους θέσει στο περιθώριο μέσω του κοινωνικού αποκλεισμού.

    Όσοι φύγαμε απ’ το ΠΑΣΟΚ και ήμασταν απ’ τα ιδρυτικά στελέχη του, ήμασταν αντιδραστικοί; Γι’ αυτό το εγκαταλείψαμε; Γιατί προσχωρήσαμε στην αντίδραση; Ή συνέβη το αντίθετο; Η απάντηση: Ασφαλώς το αντίθετο.

    Με όλα αυτά τα κρίσιμα θέματα ασχοληθήκαμε στις μελέτες μας: «Δημοκρατικός Σοσιαλισμός ή το όραμα του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και η εφαρμογή του στην πράξη» και στο: «Ο μύθος του Ανδρέα ή οι θεωρητικές βάσεις  της Ένωσης Κέντρου, του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και η πρακτική τους κατάληξη», καθώς και σε σωρεία αναλύσεών μας που αναφέρονται στο ιστολόγιο: www.damonpontos.gr. Θα αναφέρουμε απλώς μία απ’ τις τελευταίες: «Απαρχές και εξέλιξη της κακοδαιμονίας στην Ελλάδα», όπου εξιστορούμε τα αίτια της παρακμιακής πορείας του τόπου έως σήμερα.

    [17]Ανακύπτει πραγματικά το ερώτημα. Κατατάσσονται όλοι οι Αριστεροί σ’ αυτήν την κατηγορία των αποδομητών του Έθνους – Κράτους;  Η απάντησή μας είναι: ασφαλώς όχι! Μιλάμε για μιαν ηγετική ομάδα στην κορυφή της πυραμίδας και όχι για τη βάση, που κατά βάση είναι πατριωτική. Ούτε για την εαμογενή Αριστερά, που αποτελεί τη συντριπτική πλειοψηφία της Αριστεράς και του ΠΑΣΟΚ, για να μην πάμε και πάρα πέρα. Γιατί υπάρχει ο κίνδυνος να κατηγορηθούμε για γενίκευση, που ποτέ δεν πρέπει να εφαρμόζεται και φυσικά δεν μας εκφράζει. Βέβαια η διαφθορά, που εφάρμοσε το αστικό κράτος, για να ελέγχει την κοινωνία, έχει καταρρακώσει ακόμη και αυτόν τον εαμογενή χώρο.

    Είναι αυτοί που διασπούν την ενότητα του εθνικού με το κοινωνικό.

    [18] Τζέιμς, Πέτρας, Η παγκοσμιοποίηση χωρίς μάσκα, ό.π., σ. 185. και σ. 211.

    [19] Οι άσπονδοι «φίλοι και σύμμαχοί» μας εργάζονται συστηματικά προς αυτή την κατεύθυνση. Τα πρώτα σημάδια φαίνονται στον ορίζοντα. Ο εχθρός ωστόσο είναι εντός των τειχών.

    [20] Εναντίον όλων αυτών, πρέπει να σχηματιστεί μέτωπο  πάλης, με σύνθημα, αυτό που διακήρυξε κάποτε  ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Γέρος: «Τρομοκρατήστε τους τρομοκράτες!»

    [21] Βλ. το άρθρο του στην Αυγή, 27.3.2009).

    [22] Νίκος Πουλαντζάς, Για τον Γκράμσι…, ό.π., σ. 36. Γι’ αυτό και ο Κώστας Σημίτης κυρίως διόρισε κατά εκατοντάδες σε θέσεις κλειδιά του ιδεολογικού μηχανισμού του κράτους, όπως πανεπιστήμια, πνευματικά ιδρύματα, συνδικάτα, κ.λπ, εκατοντάδες ή και χιλιάδες εθνομηδενιστές.

    [23] Όποιος είναι υπέρ της παγκοσμιοποίησης εναντιώνεται στον πατριωτισμό (εθνισμό) και όποιος εναντιώνεται στον πατριωτισμό είναι υπέρ της παγκοσμιοποίησης.

    [24] Είναι γνωστό ότι η οικονομική κρίση δεν μετατρέπεται αυτομάτως και υποχρεωτικά σε πολιτική κρίση και σε κρίση του κράτους. Είναι επίσης γνωστό, όπως λέει ο Νίκος Πουλαντζάς, ότι «οι κρίσεις, ιδιαίτερα οι οικονομικές, παίζουν οργανικό ρόλο στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου». Βλ., Νίκος Πουλαντζάς, Για τον Γκράμσι…,ό.π., σ. 112.

    Κατά την άποψή μας δεν πρόκειται μόνο για αναπαραγωγή , αλλά και για ανασυγκρότηση. Σ’ αυτήν την αναπαραγωγή και ανασυγκρότηση συντελούν και συμβάλλουν κι’ οι διανοούμενοι, τους οποίους περιγράψαμε, ως χτυπητά παραδείγματα, γιατί μακρύς είναι ο κατάλογός τους και αποτελούν στην ουσία τους «οργανικούς διανοούμενους» της ελληνικής αστικής τάξης και γενικότερα. Ας ανατρέξει κανείς στη λίστα των διανοουμένων που ήταν υπέρ του σχεδίου Ανάν.

    [25] Μαξ, Βέμπερ, Κοινωνιολογία του κράτους, εκδ. «Κένταυρος», Αθήνα 1996, σ. 128.

    [26] Ας αναλογιστούμε το ρόλο της αριστερής διανόησης κατά την περίοδο δράσης του ΕΑΜ και της ΕΔΑ, που αγωνίζονταν για να διατηρήσουν την εθνική και την κοινωνική συνοχή της ελληνικής κοινωνίας και ας τον συγκρίνουμε με τον σημερινό ρόλο της. Καμία σύγκριση! Διαφορετικά τα ιδανικά εκείνης και διαφορετικά τα «ιδανικά» της σημερινής.

    Βλ. Μωϋσής Μπουντουρίδης, άρθρο του στο ένθετο της εφημ. Αυγή, «Εντός εποχής», με τίτλο: «Εθνικισμός και παγκοσμιοποίηση».

    [27] Η τοποθέτησή μας αυτή έχει δύο σκέλη. Οι καιροσκόποι καριερίστες, χωρίς αμφιβολία είναι κατακριτέοι. Όμως υπάρχει και κάποια κατανόηση, γιατί απ’ αυτούς απουσιάζει η ηθική αντίσταση!  Για τους άλλους, τους καθαρούς ιδεολόγους, το θέμα είναι ιδεολογικό και αντιμετωπίζεται με θεωρητική αντιπαράθεση, δηλαδή με αντιπαράθεση επιχειρημάτων, με την έννοια ότι πρέπει να κερδηθεί στο επίπεδο των ιδεών η ιδεολογική (πολιτισμική ηγεμονία) απέναντί τους, έτσι όπως την εννοεί ο Γκράμσι, δηλαδή ως πνευματική, αλλά συγχρόνως και ως ηθική ηγεμονία. Το αρνητικό στην περίπτωση αυτή είναι ότι, οι περισσότεροι κατέχουν θεσμικό ρόλο στο αστικό κράτος που υπηρετούν, και ο αγώνας είναι απόλυτα άνισος, γιατί διαθέτουν πλουσιοπάροχα όλα τα μέσα από το κράτος και τις ΜΚΟ.

    [28] Νίκος Πουλαντζάς, Για τον Γκράμσι…, ό.π., σ 36.

    [29] Γιάννης Βούλγαρης, «Αναγνώσεις» του Γκράμσι. Μια αναδρομή απ’ την οπτική της παγκοσμιοποίησης, περιοδικό «Ο Πολίτης», Νοέμβριος 2007, τεύχος 160.

    [30] Λουκάς, Αξελός, «Ξαναδιαβάζοντας τον Γκράμσι, περιοδικό «Τετράδια», τεύχος 54, άνοιξη 2008, σ. 69.  Στο ίδιο πνεύμα και μια υπόμνηση του Θουκυδίδη (ιστορίας  Ζ΄ (13-15): «Καλός άρχοντας είναι εκείνος που εξυπηρετεί όσο μπορεί την πατρίδα του ή τουλάχιστον εκείνος που δεν την βλάπτει εκούσια».

    [31] Βλ. Μάκης Τρικούκης, Πολιτική και φιλοσοφία στον Γκράμσι, εκδ. «Εξάντας», Αθήνα 1985, σ. 49.

    [32] Αντόνιο Γκράμσι, Για τον Μακιαβέλι…», ό.π., σ 177.

    [33] Arturo Peregalli, Γκράμσι: «Ιδεαλισμός, παραγωγικότητα και έθνος», αφιέρωμα στα «Τετράδια», ό.π., σ. 60.

    [34] Ο Στάλιν κήρυξε την αντίσταση εναντίον της χιτλερικής Γερμανίας με σύνθημα τον «μεγάλο πατριωτικό πόλεμο». Ήξερε ότι χωρίς τον πατριωτισμό η Ρωσία πιθανόν να είχε υποστεί συντριπτική ήττα. Δε χρησιμοποίησε κανένα διεθνιστικό σύνθημα. Είναι τυχαίο το γεγονός; Κάθε άλλο!

    [35] Alessandro Natta, «Σκέψεις του Νάττα για μια ιστορική κληρονομιά». Αφιέρωμα στα Τετράδια, ό.π., σ. 13.

    [36] Το  ε α μ ι κ ό  κ ί ν η μ α  έχασε, κατά την άποψή μας,  τη δυναμική του όταν επικράτησε στους κόλπους του η κομματική γραφειοκρατία του ΚΚΕ, που ακύρωσε την ηγεμονική επιρροή του, έτσι όπως την εννοούσε ο Γκράμσι. Αυτό παρεμφερώς λέει ο Κώστας Φιλίνης σε μια συνέντευξη που παραχώρησε στον Λουκά Αξελό: Η ηγεμονία «δεν κατανοείται πλέον (όπως στο Λενινισμό) σαν μια μορφή πολιτικής ηγεσίας πάνω σε προκαθορισμένα υποκείμενα, αλλά σαν μια ‘πολιτική –διανοητική και ηθική ηγεσία’ μέσω της οποίας δημιουργούνται νέα υποκείμενα, τα οποία τείνουν να εκφράσουν μιαν εθνική – λαϊκή συλλογική θέληση, που θα συγκροτείται απ’ τη σύνθεση δημοκρατικών λαϊκών αιτημάτων (όχι κατ’ ανάγκη ταξικών) και την οποία θα πραγματοποιήσει η εργατική τάξη». Βλ. «Η νέα αντίληψη της ηγεμονίας», Συνέντευξη –Συζήτηση του Κώστα Φιλίνη με τον Λουκά Αξελό, περιοδικό «Τετράδια», αφιέρωμα στα πενήντα χρόνια απ’ τον θάνατό του, τεύχος 17-18, Χειμώνας 1987, σ. 19.

    [37] Αντόνιο Γκράμσι, Τα εργοστασιακά συμβούλια και το κράτος της εργατικής τάξης, εκδ. «Στοχαστής», τόμ. Δ΄, Αθήνα 1975, σ. 962.

    [38] Βλ. Δαμιανός Βασιλειάδης, Ο Μαρξ, ο Λένιν, ο Γκράμσι και η πολιτισμική ηγεμονία της Αριστεράς, εκδ. «ΚΨΜ», Αθήνα 2011.

    Einen Kommentar schreiben / Γράψτε ένα σχόλιο

    Kommentar

    kachelmannwetter.com