Η ελληνική περιφέρεια στην μέγκενη ενός μοντέλου άγριας συσσώρευσης διά της αρπαγής
Η Χαλκιδική βάλλεται ταυτόχρονα από δύο απειλές, που συνιστούν την επιτομή της ελληνικής καθίζησης. Το ορεινό της κομμάτι παραμένει δέσμιο της εξορυκτικής δραστηριότητας, η οποία βρίσκεται σε φάση βιομηχανικής εντατικοποίησης και θα αποτελέσει κατά πάσα πιθανότητα και το τελευταίο επεισόδιο μιας μακραίωνης μεταλλευτικής δραστηριότητας στην ευρύτερη περιοχή, καθώς, με την ολοκλήρωσή της, οι πόροι της περιοχής θα έχουν εξαντληθεί, σ’ ένα περιβάλλον ιδιαίτερα υποβαθμισμένο μάλιστα, που θα καταστήσει δύσκολη τη στροφή της οικονομικής δραστηριότητας σε άλλες κατευθύνσεις: Μιλάμε για μια γιγάντια εξόρυξη, που έχει θέσει όμηρο το 1/3 του νομού στα χέρια του μαφιόζικου πολυεθνικού εξορυκτικού κεφαλαίου, γνωστού για τα ακραία επεισόδια λεηλασίας στα οποία επιδίδεται, συνήθως σε χώρες φτωχές, περιορισμένης οικονομικής αυτοδυναμίας και κρατικής κυριαρχίας – κατ’ εξοχήν στην Αφρική ή τη Λατινική Αμερική.
Την ίδια στιγμή, οι παραθαλάσσιες περιοχές προσεγγίζουν σταδιακά το σημείο κορεσμού μιας ισοπεδωτικής τουριστικής δραστηριότητας, η οποία καταστρέφει αλόγιστα τα ίδια τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα, το περιβάλλον, την αισθητική φυσιογνωμία του τοπίου, καθώς και την ιστορία του τόπου για να χτίσει μπιτσόμπαρα, ταβέρνες, ξενοδοχεία, δωμάτια και σπίτια προς ενοικίαση και πώληση για πελάτες που προέρχονται πλέον κυρίως από τη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Πρόκειται για δυο σενάρια οικονομικής επέκτασης που τρέχουν σε όλη την Ελλάδα, κι αν σε αυτά προσθέσουμε την άλλη μεγάλη απειλή των ορεινών περιοχών, με τα σχέδια κατασκευής βιομηχανικών πάρκων ανεμογεννητριών αιολικής ενέργειας, έχουμε τον πλήρη χάρτη αυτού που ο πολιτικός κόσμος της χώρας αποκαλεί παραπλανητικά «ανάπτυξη» και το οποίο αποτελεί στην πραγματικότητα υποβάθμιση της οικονομίας σε δραστηριότητες που δημιουργούν τεράστια περιβαλλοντικά κόστη και κοινωνικές ανισορροπίες.
Εξορύξεις, μαζικός τουρισμός και βιομηχανικά πάρκα ΑΠΕ μοιράζονται ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά: Δεν προσφέρουν αποτελέσματα «αμοιβαίας ωφέλειας», αντίθετα, κατανέμουν εξαιρετικά άνισα τους καρπούς της δραστηριότητάς τους, δημιουργώντας πολύ χαμένους και πολύ κερδισμένους, την ίδια στιγμή που εξαρτούν την οικονομία σε φαύλους κύκλους. Η εξόρυξη στη Β/Α Χαλκιδική αποτρέπει ολοκληρωτικά την ταυτόχρονη ανάπτυξη άλλων μορφών οικονομίας, πιο υγειών, λογουχάρη την πρωτογενή και τη δευτερογενή παραγωγή, όπως και αποτρέπει ένα μοντέλο πολιτιστικής ανάπτυξης βασισμένο στην ιστορία του τόπου. Το ίδιο και ο βιομηχανικός τουρισμός, που επιπροσθέτως αυξάνει τα ελλείμματα της χώρας, καθώς δεν ενδιαφέρεται να συνδεθεί με την εγχώρια παραγωγή για τα προϊόντα που απορροφάει στην παροχή υπηρεσιών.
Υπάρχει μια κοινή συνισταμένη: Τα περισσότερα κέρδη συγκεντρώνονται στα χέρια μιας μειοψηφίας ντόπιων ολιγαρχών ή ξένων πολυεθνικών, απομένουν μερικές δεκάδες ή εκατοντάδες ανειδίκευτες θέσεις εργασίας, που προσφέρονται ως χάνδρες στους ιθαγενείς. Οι οικονομικοί δείκτες μεγεθύνονται, ο αρνητικός κοινωνικός και περιβαλλοντικός αντίκτυπος κρύβεται κάτω από το χαλί.
Οι αντιδράσεις μέχρι σήμερα υπήρξαν σποραδικές και στις ελάχιστες περιπτώσεις, όπως στη Βορειοανατολική Χαλκιδική, δεν κατάφεραν να θέσουν το πρόβλημα σε όλες του τις διαστάσεις, ότι ακριβώς οδηγούμαστε σε ένα μοντέλο που περικυκλώνει τους τόπους της Ελλάδας δημιουργώντας καταστάσεις «χαμένων-χαμένων» [«lose-lose» που λένε οι Αγγλοσάξωνες]: Το δίλημμα που τίθεται αυτήν τη στιγμή με τα μεταλλεία της Χαλκιδικής είναι «ποιος θα την πληρώσει», αν η επιβίωση των ορεινών περιοχών θα γίνει εις βάρος εκείνης των παραθαλάσσιων ή το αντίστροφο –καθώς το μεγάλο τουριστικό κεφάλαιο περιμένει στη σειρά, στο ενδεχόμενο που η εξόρυξη σταματήσει λόγω της κοινωνικής κατακραυγής. Διόλου τυχαίο, δηλαδή, που η αντιπαράθεση γύρω από τα μεταλλεία έχει πάρει τα χαρακτηριστικά ενός εμφυλίου μεταξύ χωριών που ευτύχησαν να έχουν τουριστική βιτρίνα και εκείνων που ζουν από τη μεταλλευτική μονοκαλλιέργεια.
Λόγος υπέρβασης, δυστυχώς, δεν έχει παραχθεί από το κίνημα διαμαρτυρίας – και σ’ αυτό φταίνε όλοι εκείνοι οι πολιτικοί χώροι που αναπτύσσουν μια αλληλεγγύη και μάλλον ιδιοτελώς όλα τα προηγούμενα χρόνια επικεντρώθηκαν στην απόσπαση πολιτικής υπεραξίας από το «κίνημα»: Ο ΣΥΡΙΖΑ αρχικά υποσχέθηκε διακοπή των εξορύξεων και πλειοδότησε στη «στρατηγική της έντασης», γιατί έτσι εξέθετε την υπέρμετρη καταστολή στην οποία επιδόθηκε η κυβέρνηση της ΝΔ. Τώρα, ως κυβέρνηση, παλινωδεί «παίζοντας καθυστέρηση» με τις διαδικασίες της αδειοδότησης των εργασιών, ενίοτε γυρεύοντας προσωρινά επικοινωνιακά άλλοθι με αντιεξορυκτικές δηλώσεις, που ανακαλούνται αστραπιαία. Κάπως έτσι προσπαθούν να περιορίσουν το πολιτικό κόστος για τους τοπικούς βουλευτές της Βόρειας Ελλάδας, που έκαναν καριέρα πάνω σε ψεύτικες υποσχέσεις.
Για τη λοιπή αριστερά και τους αντιεξουσιαστές κυριαρχεί η μικροπολιτική και ένας άρρητος αλλά σκληρός ανταγωνισμός προς απόσπαση πολιτικής υπεραξίας: Οι συγκρούσεις με την αστυνομία δημιουργούν ένα θεαματικό κεφάλαιο που μπορεί να συμβάλει στο πολιτικό μάρκετινγκ, ιδίως εκείνο που απευθύνεται στη μεσοστρωματική νεολαία των πόλεων, η οποία διψάει για προσομοιώσεις εξεγερτικότητας. Το ίδιο εύπεπτος είναι και ένας λόγος που γυρεύει να πολλαπλασιάσει την αντιπαλότητα μέσα στις τοπικές κοινωνίες, καλώντας για τη στοχοποίηση όσων κατοίκων εργάζονται για λογαριασμό των πολυεθνικών, καθώς λειτουργεί ως ψευδοτεκμήριο πούρας επαναστατικότητας.
Στην πραγματικότητα, τόσο οι συγκρούσεις όσο και η αντιπαλότητα ήταν εξελίξεις αναπόφευκτες, δεδομένων των καταστροφών που η ίδια η επένδυση επιφυλάσσει, αλλά και της επιρροής που απολαμβάνει η εταιρεία, η οποία, όντας παγκόσμιος εξορυκτικός κολοσσός, διατηρεί πρόσβαση και χαίρει αποδοχής στα υψηλότερα κλιμάκια της παγκόσμιας εξουσίας – πόσο μάλιστα εντός Ε.Ε. και στην… ελληνική κυβέρνηση.
Ωστόσο, το κλειδί για τη νίκη του κινήματος δεν βρισκόταν στην κλιμάκωση αυτών των στοιχείων, όπως τόσο τραγικά αποδεικνύεται σήμερα: Αντίθετα, η έμφαση στην επεξεργασία συγκεκριμένης εναλλακτικής πρότασης θα περιόριζε την επιρροή της πολυεθνικής στις τοπικές κοινωνίες και θα διαμόρφωνε όρους καθολικής αποδοχής του αντιεξορυκτικού κινήματος: Έμφαση στην πρωτογενή και τη δευτερογενή παραγωγή, προώθηση μορφών ποιοτικού, πράσινου και ιστορικού τουρισμού –επικεντρωμένη γύρω από τη μεταβολή της πατρίδας του Αριστοτέλη σε παγκόσμιο κέντρο αριστοτελικών σπουδών και, φυσικά, αξιοποίηση της εγγύτητας με το Άγιο Όρος. Συγκεκριμένες προτάσεις για την απασχόληση εκείνων που βρίσκονται σήμερα σε ομηρία από το εξορυκτικό κεφάλαιο, αλλά και λόγος ρεαλιστικός πάνω στην αποτροπή της επένδυσης και της ανάσχεσης όσων το ίδιο το ελληνικό κράτος έχει υπογράψει. Ταυτοχρόνως, υιοθέτηση τακτικών δημιουργικού ακτιβισμού, που θα απέτρεπαν τον διαχωρισμό των δεκάδων χιλιάδων που κινητοποιήθηκαν, σε «πολιτικούς εργολάβους», δηλαδή την άτυπη γραφειοκρατία των «κινημάτων», και στους πολλούς, που περιορίζονται σε ρόλο «συμπαραστεκόμενου πλήθους». Μια στρατηγική, δηλαδή, που θα είχε έμπρακτο αποτέλεσμα στο επίδικο, αλλά πολύ λιγότερα πολιτικά οφέλη για τους «πολιτικούς εργολάβους» που ενεπλάκησαν.
Δυστυχώς, όμως, αν κάτι αποτελεί κοινό, γενικό γνώρισμα, που αναδεικνύεται μέσα από την ίδια τη διαμάχη, είναι η γενική απουσία του μέτρου: Που από τη μια να εκδηλώνεται ως διατύπωση και κατάφαση ενός ισορροπημένου οικολογικά και κοινωνικά μοντέλου οικονομικών δραστηριοτήτων, και από την άλλη να βρίσκει μια μέση οδό-δίοδο, ώστε να αποφύγουμε τις συμπληγάδες της τουριστικής και εξορυκτικής «αξιοποίησης».
Αν μας ενδιαφέρει, δηλαδή, επί της ουσίας η φυσιογνωμία και η κατάσταση της Χαλκιδικής, και μέσα από αυτήν τη «σπουδή στο συγκεκριμένο», το μέλλον όλης της περιφερειακής Ελλάδας, τώρα που η καταστροφή που προκάλεσαν οι ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ από το 2015 κι έπειτα έχει παραδώσει τη χώρα σ’ έναν κύκλο άγριας συσσώρευσης διά της αρπαγής.