Εκτός από τα οθωμανικά φιρμάνια και άλλα επίσημα έγγραφα, την Θεσσαλονίκη έχουν περιγράψει από τον 16ο έως τον 20ο αιώνα και σημαίνοντες Ευρωπαίοι. Τις μαρτυρίες αυτών δημοσίευσαν οι μελετητές Αλέξανδρος Γρηγορίου και Δρ Ευάγγελος Χεκίμογλου.[1] Ευρωπαίοι γράφουν τον 16ο και τον 17ο αιώνα ως εξής:
* 1547, Pierre Belon, Γάλλος γιατρός, φυσιοδίφης και από το 1560 καθηγητής στο Πανεπιστήμιο των Παρισίων: Όταν αναχωρήσαμε από το όρος Άθως για να μεταβούµε στη Θεσσαλονίκη φθάσαμε εύκολα εκεί, σε δύο ημέρες. Η Θεσσαλονίκη είναι μεγάλη πόλη, πολύ φημισμένη και πλούσια, την οποία αναφέρει ο Απόστολος Παύλος. Εκεί η πανώλη προσέβαλε τόσο τους κατοίκους, που εγκατέλειψαν την πόλη και τα υπάρχοντά τους. Οι Τούρκοι, ανάμεσα σε όλες τις άλλες εθνότητες, είναι αυτοί που δείχνουν τη μικρότερη επιθυμία να απομακρύνουν όσους προσβλήθηκαν από την πανώλη, γεγονός που παρατηρήσαμε.
* 1551, Nicolas de Nicolay, Γάλλος γεωγράφος και περιηγητής, θαλαμηπόλος και γεωγράφος των Βασιλικών Ανακτόρων. Η κυριότερη πόλη της Μακεδονίας είναι η Θεσσαλονίκη, η οποία εκλαϊκευμένα αποκαλείται Σαλονίκη. Ακόμη και σήμερα είναι πολύ ξακουστή και πλούσια. Κατοικείται από τρεις ισχυρές εθνότητες, διαφορετικού θρησκεύματος: τους Χριστιανούς Έλληνες, τους Εβραίους και τους Τούρκους. Αλλά οι Εβραίοι είναι περισσότεροι και όλοι τους πολύ πλούσιοι έμποροι. Διατηρούν στην πόλη ογδόντα συναγωγές.
* 1591, Gabriele Cavazza, Γραμματέας σε ειδική αποστολή της Γερουσίας της Βενετίας. Το χρονικό του μετέφρασε και δημοσίευσε το 1947 ο Κωνσταντίνος Δ. Μέρτζιος σε πολυτονικό σύστημα που τηρούμε εις μνήμην του.[2]
28 Μαΐου Τρίτη. Τὴν µίαν ὥραν τῆς ἡµέρας ἀνεχωρήσαµεν ἀπό τὸ Γένιτζε καὶ ἱππεύοντες πάντοτε ἀνάμεσα ἀπὸ μίαν πεδιάδα, ἡ ὁποία ἔχει µερικὰς ἀνωµαλίας, ὡς καὶ χαριτωμένους λόφους, ἐφθάσαµεν τὴν 19ην ὥραν εἰς Θεσσαλονίκην. Ἔξω τῆς πόλεως συνηντήσαµεν πολλά κάρρα, φορτωμένα µὲ ῥοῦχα, τὰ ὁποῖα µετέφερον ἔξω πρὸς καθαρισµὸν. Τὰ ῥοῦχα ταῦτα τὰ κάµνουν εἰς Θεσσαλονίκην διὰ λογαριασµὸν τοῦ Μεγάλου Αὐθέντου.
Εἰς τὴν Θεσσαλονίκην κατελύσαµεν εἰς ἕναν τεκέν πλησίον τῆς πύλης. Ἡ πόλις κεῖται μέρος μὲν ἐπὶ λόφου καὶ μέρος ἐπὶ πεδιάδος. Τὸ ἐπὶ τοῦ λόφου τµῆµα εἶναι ὀλίγον κατῳκηµένον. Ἐπ’ αὐτοῦ ὑπάρχει φρούριον, ὅπου διαµένει εἷς «δισδάρης» µε 300 «ἀζάπηδες». Ἡ πόλις ἔχει περίµετρον ἑπτὰ µιλίων. Ἔχει ὡραίους καὶ πλατεῖς δρόµους καὶ εἰς καθένα ἀπ’ αύτοὺς ὑπάρχει καὶ µία βρύσις. Τὸ νερὸ ἔρχεται µὲ ὑδραγωγοὺς ἀπὸ ἕνα χωριό, ὀνοµαζόµενον Cortacchi (Χορτιάτην). Εἰς τοὺς δρόµους ὑπάρχουν πολλαὶ κολῶναι, µερικαὶ ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι ἀκέραιαι, ἄλλαι δὲ σπασµέναι, ὡς έπίσης καὶ ἀρκετοὶ τάφοι καὶ ἄλλοι πολύτιµοι λίθοι καὶ μάρμαρα πάρια. Ἀρκετὰς δὲ κολώνας βλέπει τις ἀπὸ πορφυρίτην λίθον ὡς καὶ ἀπὸ μάρμαρον μελανοπράσινον.
Ἡ πόλις ἔχει τριῶν εἰδῶν κατοίκους, ἤτοι Τούρκους, Ἑβραίους καὶ Χριστιανούς, ἀλλ’ οἱ περισσότεροι εἶναι Ἑβραῖοι. Εἴδοµεν κατὰ πρῶτον τὴν ἑκκλησίαν τῶν Ἀγγέλων[3] ἡ ὁποία εἶναι καµωµένη εἰς στρογγυλὸν σχῆµα, ὡς τὸ Πάνθεον τῆς Ρώµης, καίτοι πολὺ µικροτέρα τούτου. Τὴν ἐκκλησίαν ταύτην ἥρπασαν πρὸ ἑπτὰ µηνῶν ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας καὶ τὴν µετέτρεψαν εἰς τζαµί. Κατόπιν ἐπεσκέφθηµεν τὴν ἐκκλησίαν τῆς ἁγίας Σοφίας, τὴν ἄλλοτε Μητρόπολιν, τὴν ὁποίαν πρὸ πολλῶν ἐτῶν ἔκαµαν τζαµί. Εἰς τὸ ἐσωτερικὸν ταύτης ὑπάρχουν ὀκτὼ κολῶναι ἀπὸ µάρµαρον µελανοπράσινον, ἤτοι ἀνὰ τέσσαρες ἑκατέρωθεν, αἱ ὁποῖαι εἶναι ἀρκετὰ ὑψηλαὶ καὶ µεγάλης ἀξίας, ὁλόκληρος δὲ ἡ ἐκκλησία εἶναι ἐστρωµένη µὲ πάριον µάρµαρον. Εἰς τὸ ἄνω µέρος φαίνεται ὅτι ὑπῆρχον ἁπανταχοῦ ψηφιδωτά, διότι οἱ Τοῦρκοι ἀφῆκαν πρὸς τὸ µέρος τοῦ θόλου ἕναν Θεὸν Πατέρα ἀνέπαφον, ὡς καὶ ἄλλας ἁγιογραφίας καἰ τινα ἑλληνικὰ γράµµατα. Ἡ ἐκκλησία αὕτη περιστοιχίζεται ἀπὸ µίαν στοὰν, στηριζοµένην ἐπὶ κολωνῶν.
Εἴδοµεν κατόπιν τὸ τόξον, τὸ άνεγερθὲν πρὸς τιµὴν τοῦ Τίτου Βεσπασιανοῦ[4] τοῦ καταλαβόντος τὴν Ἱερουσαλήµ. Ἡ συνοικία αὕτη ὀνοµάζεται Καµάρα. Ὀλίγον ἄνωθεν τῆς συνοικίας ταύτης εἴδοµεν εἰς τὸ σπίτι ἑνὸς Τούρκου ἰδιώτου ὀρθίαν µίαν ἀκεραίαν κολώναν, σηµαντικοῦ µεγέθους, ἐκ λίθου πορφυρίτου, ἐπὶ τῆς κορυφῆς τῆς ὁποίας λέγεται ὅτι εἰς παλαιὰν ἐποχὴν ἦτο ἕνας ὄφις, λατρευόµενος ἀπὸ τοὺς κατοίκους ὡς θεός. Μετέβηµεν κατόπιν εἰς τὴν ἑβραϊκὴν συνοικίαν, εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς ὁποίας ὑπάρχει ἓν µοναστήριον µὲ Ἑλληνορθοδόξους καλογραίας. Ὁ δρόµος οὗτος εἶναι ἀρκετὰ ἀκάθαρτος, τόσον διότι κατοικεῖται ἀπὸ αὐτὸν τὸν λαόν, ὅσον καὶ διότι εἶναι εἰς τὸ κατωφερὲς μέρος τῆς πόλεως, ὁπόθεν διέρχονται αἱ άκαθαρσίαι.
Κατήλθοµεν καὶ εἰς τὴν ἀκροθαλασσιάν, ὅπου δὲν ὑπάρχει λιµήν, ἀλλὰ µία ἀκρογιαλιὰ µὲ καλὸν ὅρµον, ὁ ὁποῖος καίτοι δὲν προφυλάσσεται ἀπὸ τὸν βορρᾶν, έν τούτοις δὲν ὑφίσταται τὴν ἐπήρειαν τῶν ἐξωτερικῶν ἀνέµων. Ὁ ὅρµος φυλάσσεται ἀπὸ δύο φρούρια, ὄχι πολὺ ἰσχυρά.
30 Μαΐου, Πέμπτη. Ἐπήγαµεν καὶ εἴδαµεν ἓν ἄλλο τζαµί, ποὺ ἦτο προτήτερα ἐκκλησία [5] ἐντὸς τοῦ ὁποίου ὑπάρχουν πολλαὶ ὡραῖαι κολῶναι. Λέγουν ὅτι εἶναι ἐν ὅλῳ 366, µεταξὺ τῶν ὁποίων 10 ἀπὸ ποικιλόχρουν πορφυρίτην.
* 1609, William Lithgow, Σκώτος περιηγητής: Η Θεσσαλονίκη βρίσκεται στην ακροθαλασσιά, ανάμεσα σε δύο ποταμούς, τον Χαβρία και τον Εχέδωρο. Είναι µια ευχάριστη, μεγάλη και θαυμάσια πόλη, γεμάτη µε κάθε είδους εμπόρευμα. Δεν υπολείπεται σε τίποτε από τη Νάπολη της Ιταλίας, εκτός από την ευγένεια. Η πόλη της Θεσσαλονίκης έχει τώρα μετατραπεί σε διεθνές κέντρο των Εβραίων, οι οποίοι εδώ είναι απόλυτοι κύριοι υπό τον Σουλτάνο και κατέχουν τη μεγάλη ακατοίκητη έκταση που τους περιβάλλει. Η πόλη βρίσκεται συνεχώς στα χέρια τους από τότε που ο Σουλεϊμάν κατέκτησε τη Βούδα στην Ουγγαρία, στις 20 Αυγούστου του έτους 1516. Σ’ αυτόν οι Εβραίοι δάνεισαν δύο εκατομμύρια νομίσματα και για ενέχυρο τους παραχωρήθηκε αυτή η πόλη και η επαρχία της. Εδώ μιλούνε την εβραϊκή κατά τρόπο δημώδη και ως μητρική τους γλώσσα, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, και όχι οπουδήποτε αλλού στον κόσμο.
* 1686, Vincenzo Maria Coronelli, Ενετός χαρτογράφος και διδάκτορας της Θεολογίας στη Ρώμη: Η κίνηση είναι αξιόλογη για την κατάσταση του τόπου. Υπάρχει αφθονία μεταξιού, μαλλιού, δερμάτων κάθε είδους, δημητριακών, σιταριού, βαμβακιού και σιδήρου. Τις κυριότερες υποθέσεις έχουν στα χέρια τους οι Εβραίοι, ειδικά την κατασκευή του υφάσματος για την ενδυμασία των Γενιτσάρων. Αριθμούνται 48 τεμένη, μεταξύ των οποίων η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου που στηρίζεται σε υπέροχες κολόνες, που θυμίζουν τον ναό του Αγίου Παύλου, και η Αγία Σοφία που κατασκευάσθηκε από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό. Επίσης, υπάρχουν 30 εκκλησίες των Ελλήνων και 36 μεγάλες συναγωγές, χωρίς να υπολογίζονται άλλες μικρές.
* 1688, Olfert Dapper, Φλαµανδός γεωγράφος και συγγραφέας: Ο κόλπος της Σαλονίκης, ονομαζόταν κατά την αρχαιότητα Κόλπος της Θεσσαλονίκης, Μακεδονικός, Θερµαϊκός και Θερµαίος. Στο βάθος αυτού του κόλπου και στα ανατολικά του ποταμού Βαρδάρη, που ονομαζόταν Αξιός ή Βαρδάριος, είναι κτισμένη η μεγάλη και ξακουστή πόλη της Σαλονίκης. Έτσι αποκαλείται σήμερα, ενώ παλαιότερα ήταν γνωστή µε το όνομα Θεσσαλονίκη. Ένα τμήμα της βρίσκεται στον λόφο και ένα άλλο στην πεδιάδα. Είναι από τις σπουδαιότερες πόλεις της Μακεδονίας και βρίσκεται από καιρό στην κατοχή των Τούρκων. Τα τείχη της είναι οχυρωμένα από την αρχαιότητα και προστατεύονται από σαράντα πύργους.
Έχει ένα πολύ όμορφο λιμάνι που προστατεύεται από τρία φρούρια. Η πόλη αριθμεί 48 τεμένη μεταξύ των οποίων και την παλιά εκκλησία του Αγίου Δημητρίου με τρία κλίτη, υποβασταζόμενα από όμορφες κολόνες. Υπάρχει επίσης ο ναός της Αγίας Σοφίας, που κτίστηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό και είναι επίσης τέμενος. Οι Έλληνες έχουν 30 εκκλησίες. Οι Εβραίοι 36 μεγάλες συναγωγές και πολλές μικρές.
Ο Συναξαριστής
Ν. Ι. Μέρτζος
[1]. Αλέξανδρος Γρηγορίου-Ευάγγελος Χεκίμογλου, Η Θεσσαλονίκη των περιηγητών 1430-1930, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, εκδόσεις Μίλητος, 2008
[2]. Κωνσταντίνος Δ. Μέρτζιος, Μνημεία Μακεδονικής Ιστορίας, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, α΄έκδοση 1947, β΄έκδοση 2007
[3]. Η Ροτόντα. Αρχικά ονομάζονταν Εκκλησία των Αγγέλων και μετά του Αγίου Γεωργίου. Οι Τούρκοι την έκαναν τζαμί.
[4]. Ο Καίσαρ Γαλέριος ανήγειρε την Αψίδα του Θριάμβου του, την Καμάρα.
[5]. Η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου. Ως τέμενος ονομάζονταν Καχριέ Τζαμί.
Η Rotunda (στα ελληνικά Ροτόντα) χτίσθηκε κατά την ρωμαϊκή εποχή το 306 μ.Χ. προς τιμην του Γαλερίου, χρησιμοποιήθηκλε όμως από το 326 σαν χριστιανική εκκλησία, η οποία κατά την διάρκεια της Αυτοκρατορίας του Οσμαν ονομαζόταν Εσκί Μετροπόλ (Παλαιά Μητρόπολις).
Να αναφέρω εδώ, ότι το όνομα της Αυτοκρατορίας των Οσμανλήδων, που αναφέρεται και ως Οθωμανική Αυτοκρατορία, κατά την İslâm Ansiklopedisi είναι Devlet-i ʿAlīye, „το μεγαλοπρεπές κράτος“ και από το 1876 επίσημα دولت عثمانيه Devlet-i ʿOs̲mānīye „Κράτος του Οσμάν“, στα τουρκικά Osmanlı İmparatorluğu, Αυτοκρατορία ή Δυναστεία των Οσμανλήδων (1299-1922).
Η Αυτοκρατορία του Οσμαν ονομάσθηκε στην δυτική Ευρώπη μετά τον 12. αιώνα λόγω άγνοιας και βλακείας των ευρωπαίων περιηγητών και αργότερα και των πολιτικών για τους δικούς τους λόγους ως Τουρκική Αυτοκρατορία. Και αυτό το όνομα χρησιμοποιήθηκε πρίν και μετά την σύσταση του ελληνικού κράτους και από τους Έλληνες ιστορικούς και πολιτικούς, Τουρκική Αυτοκρατορία, ή Τουρκία. Και για πολιτικούς και άλλους εθνικούς κ.λπ. λόγους ως Τουρκοκρατία.
ΕΣ