Όλες οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης, ουδεμιάς εξαιρουμένης, ούτε του πρεσβύτερου Κωνσταντίνου Καραμανλή, ούτε του Ανδρέα Παπανδρέου, έως και την σημερινή, αναδείχτηκαν από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους
Του Δαμιανού Βασιλειάδη, δημοδιδασκάλου, συγγραφέα
Αθήνα, 19.5.2016
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Εισαγωγή
Τα κριτήρια εκτίμησης της αντικειμενικής πραγματικότητας
Ι. Αφορμές και αιτίες της κρίσης
ΙΙ. «Οι αποχρώσες ενδείξεις» για την παρακμιακή πορεία της Ελλάδας
ΙΙΙ. Οι θεωρητικές βάσεις της παγκοσμιοποίησης της Αριστεράς
ΙV. Οι απόψεις και κρίσεις για το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας
- V. Προλεγόμενα στο θέμα της παγκοσμιοποίησης και της Νέας Τάξης
VΙ. Τα ιστορικά υποκείμενα ως φορείς ιδεολογίας και η διαφοροποίησή τους
VIΙ. Η θεωρία του Μαρξ και των μαρξιστών σχετικά με τον παγκοσμιοποιημένο
Διεθνισμό
VΙIΙ. Ο παγκοσμιοποιημένος εθνομηδενιστικός διεθνισμός της Ελληνικής
Αριστεράς
ΙΧ. Τα σενάρια της παγκοσμιοποίησης και της Νέας Τάξης για την Ελλάδα
Επίλογος
Εισαγωγή
Τα κίνητρα και τα κριτήρια εκτίμησης της αντικειμενικής πραγματικότητας
Η δυσκολία δεν έγκειται στις νέες ιδέες, αλλά στο να ξεφύγει κάποιος από τις παλιές
Τζον Μέιναρντ Κέινς
Αρκετοί ισχυρίζονται υποκριτικά, όσον αφορά τα κίνητρα του συγγραφέα, ότι αυτές οι επισημάνσεις που καταθέτει από τις αρχές της μεταπολίτευσης με τα κριτήρια ανάλυσης, που επαληθεύονται στην πράξη, αποτελούν προσπάθεια ματαιόδοξης αυτοδικαίωσής του, που μεταφράζεται σε ανομολόγητο εγωϊσμό. Μ’ έναν λόγο, η καταγραφή της σκληρής αλήθειας, που στις περισσότερες των περιπτώσεων είναι βιωματική και επιβεβαιώνεται από την πραγματικότητα, υπηρετεί εγωιστικούς σκοπούς. Μια προσπάθεια ωστόσο που στόχο έχει να ακυρώσει την αλήθεια των πραγμάτων, που κατατίθενται, μέσω ακύρωσης της αξιοπιστίας του συγγραφέα, του οποίου τα κίνητρα, κατά την άποψή τους, δεν έχουν σκοπό να προβάλουν την αλήθεια, αλλά παραπλανητικά τον εγωισμό του. Συμπέρασμα: Μην πιστεύετε στις αναλύσεις του, γιατί υπηρετούν όλα αυτά μια προσωπική στρατηγική εγωπαθούς προβολής, μέσω του ψεύδους και της απάτης, και συνεπώς δεν μπορεί «αντικειμενικά» να είναι αληθή. Καλό είναι λοιπόν να μείνει κανείς στα γεγονότα.
Πολλοί δεν ανέχονται την διαφορετικότητα, δεν ανέχονται τον «δίκαιο Αριστείδη», δεν ανέχονται την άλλη άποψη, όποια κι αν είναι αυτή, που πρέπει να είναι σεβαστή. Θέλουν όλοι να είναι συμβιβασμένοι, όπως οι ίδιοι. Γι’ αυτό μηχανεύονται κάθε μέσο και τρόπο, πώς θα ενοχοποιήσουν και πώς θα ακυρώσουν οποιαδήποτε προσπάθεια που δεν εντάσσεται στα δικά τους ιδιοτελή σχέδια. Άμα χάσεις ο ηθικό πλεονέκτημα, δηλαδή του ήθους και της ανιδιοτέλειας, τα έχεις χάσει όλα, γιατί είσαι ευάλωτος σε κάθε κακόβουλη πολεμική. Ας το έχουμε αυτό υπόψη μας εισαγωγικά για λόγους που είναι αυτονόητοι, γιατί η κριτική που θα ακολουθήσει θα είναι αδυσώπητη προς τους αποδέκτες αυτής της κριτικής.
Βασικά η όλη πολεμική εναντίον μου βασίζεται στην βαθιά μου πεποίθηση, που αποδεικνύω με ντοκουμέντα ότι όλες οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης, ουδεμιάς εξαιρουμένης, ούτε του πρεσβύτερου Κωνσταντίνου Καραμανλή, ούτε του Ανδρέα Παπανδρέου, έως και την σημερινή, αναδείχτηκαν από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους. Αρκετοί θέλουν να αναστήσουν τα παλιά είδωλα, όπως του Καραμανλή του πρεσβύτερου και του Ανδρέα Παπανδρέου, παραπλανώντας τους αφελείς ή τους αθεράπευτα αιθεροβάμονες. Άλλοι ανατρέχουν για την σωτηρία της Ελλάδας στους Αγίους (βλ. Άγιος Παϊσιος, φυσικά τίποτε εναντίον του αγίου), άλλοι στους Ρώσους, άλλοι στις χαρτορίχτρες και τις καφετζούδες κ.λπ. Η γενική απογοήτευση, κατάθλιψη, παραλυσία και μοιρολατρία ζητά απεγνωσμένα κάπου να κρατηθεί. Μάταιος κόπος, γιατί η σωτηρία δεν βρίσκεται εκεί που την αναζητούν. Προσωπικά ασκώντας αυτοκριτική στον εαυτό μου παραδέχομαι ανοιχτά και δημόσια ότι με εκμεταλλεύτηκε ο Ανδρέας Παπανδρέου, όπως εκμεταλλεύτηκε και όλον τον ελληνικό λαό, τον οποίο χρησιμοποίησε ως ταχυδακτυλουργός, για να ικανοποιήσει την εξουσιομανία του. Το μόνο μου ελαφρυντικό στην περίπτωσή μου είναι ότι προσωπικά ασκούσα από την πρώτη στιγμή αυστηρότατα κριτική στις μεθοδεύσεις του και στην αυταρχική και αντιδημοκρατική του συμπεριφορά και στο παρασιτικό καταναλωτικό μοντέλο που εφάρμοσε και ισοπέδωσε όλα προς τα κάτω, συντελώντας τα μέγιστα στην σημερινή κρίση. Επιπλέον σε μια καινούργια ποιότητα που προσπαθήσαμε και με την δική μου συμβολή να δημιουργήσουμε. Βέβαια θα μπορούσα να ισχυριστώ αυτό που λέγεται ότι όποιος δρα κάνει και λάθη. Αλλά αυτό το αφήνω στην κρίση του καθενός. Κι αυτό από την πρώτη στιγμή που εντάχθηκα στις γραμμές του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ, έως την παραίτησή μου το 1977, όπου το δίλημμα ήταν ή συμβιβάζεσαι με το σύστημα ή διαχωρίζεις την θέση σου, αναζητώντας ένα υγιές μετερίζι αγώνων. Αυτό έγινε όταν έκλυσε ερμητικά κάθε δυνατότητα δημοκρατικής παρέμβασης. Δυστυχώς οι Έλληνες περιμένουν πάντοτε σωτήρες.
Δεν καταλαβαίνουν όλοι αυτοί και άλλοι πολλοί ότι, αν δεν δράσουμε εμείς με τις δικές μας δυνάμεις, δεν πρόκειται στον αιώνα τον άπαντα να δούμε προκοπή. Γι’ αυτό ισχύουν εν είδη νομοτέλειας αυτά που είπε ο εθνεγέρτης Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο οποίος στις 8 Οκτωβρίου 1820 απευθύνεται στους Αρχιερείς, Άρχοντες και Προεστούς, προύχοντες του Γένους, απανταχού εις τα νήσους του Αρχιπελάγους διατριβόντες με τα εξής λόγια:
«…Ναι αδέλφια ομογενείς,
Έχετε πάντοτε προ οφθαλμών ότι ποτέ ξένος δεν βοηθεί ξένον, χωρίς μεγαλύτερα κέρδη. Το αίμα το οποίον θέλουν χύσει οι ξένοι δι’ ημάς, θέλομεν το πληρώσει ακριβότερα και ουαί εις την Ελλάδα, όταν συστηματική δεσποτεία ενθρονιστεί εις τα σπλάχνα της. Όταν όμως μόνοι μας αποσείσωμεν τον ζυγόν της τυραννίας, τότε της Ευρώπης η πολιτική θέλει βιάσει όλας τα ισχυράς δυνάμεις να κλείσωσι με ημάς συμμαχίας και επιμαχίας αδιαλύτους.
Χαίρετε[1]
Τα ανωτέρω εισαγωγικά αφορούν την αξιοπιστία του συγγραφέα. Υπάρχει όμως και ένα δεύτερο πρόβλημα. Αφορά βασικά την ενασχόληση με θεωρητικά θέματα, με μια αντιπαράθεση που αντιπαλεύει και προσπαθεί να καταρρίψει όλες τις θεωρητικές και ιδεολογικές επιχειρηματολογίες που προβάλλονται από κύκλους της εθνομηδενιστικής (ανανεωτικής) Αριστεράς και της «εκσυγχρονιστικής» δεξιάς, σημιτικής κοπής. Στους κύκλους αυτούς, που ασπάζονται και εκφράζουν την θεωρία ότι το έθνος είναι παράγωγο του κράτους μετά την γαλλική επανάσταση, δεν μπορείς να απαντάς με συνθήματα ή απαξίωση, γιατί τέτοιες θεωρίες περί ασυνέχειας του ελληνισμού κ.λπ. μολύνουν κυρίως την νεολαία, αλλά καθορίζουν και την γενικότερη εκπαιδευτική πολιτική, που εφαρμόζεται στην παιδεία μας, η οποία στόχο έχει να απαλείψει από τους κόλπους της την ιστορική μνήμη. Σ’ όλους αυτούς θα πρέπει να απαντήσεις με επιστημονικούς όρους και ανασκευάσεις τις λανθασμένες ιδεοληψίες τους με επιστημονικά επιχειρήματα.
Πρόκειται βασικά για την πάλη της ιδεολογικής ή, όπως συνηθίζεται να λέγεται, πολιτισμικής ηγεμονίας, όπως την ανέλυσε πολύ σωστά ο Αντόνιο Γκράμσι, γιατί μια τέτοια ιδεολογική ηγεμονία (βασικά κυριαρχία των ιδεών) καθορίζει και την πολιτική που ασκεί μία κυβέρνηση. Πρωταρχικά πρόκειται για έναν αγώνα επικράτησης στον ιδεολογικό τομέα, ο οποίος χρησιμοποιεί την επιστήμη με ιδεολογικούς όρους. Με μια λέξη η αντιπαράθεση είναι η αντιπαράθεση ανάμεσα στον πατριωτισμό και τον εθνομηδενισμό: Πατριωτισμός που υπερασπίζεται το έθνος κράτος και την εθνική μνήμη, εναντίον εθνομηδενισμού, που εντάσσεται σ’ έναν παγκοσμιοποιημένο διεθνισμό, που στόχο έχει να μετατρέψει τους ανθρώπους σε καταναλωτικά χειραγωγούμενα υποκείμενα της αγοράς του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.
Η σημερινή κυβέρνηση, «πρώτη και δεύτερη κυβέρνηση της αριστεράς», όπως διατείνεται, ταυτίζεται απόλυτα με τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της Δύσης, όσον αφορά τόσο τα εθνικά θέματα, όσο και τα κοινωνικά – οικονομικά. Μια τέτοια διαπίστωση, που διατείνεται ούτε λίγο ούτε πολύ ότι ο ιμπεριαλισμός του κεφαλαίου ταυτίζεται με τον παγκοσμιοποιημένο διεθνισμό της αριστεράς απαιτεί αποδείξεις και μάλιστα με επιστημονικά επιχειρήματα. Αλλιώς εντάσσεται στα πλαίσια της ιδεολογικής ερμηνείας της επιστήμης και της προπαγάνδας. Θα πρέπει να επισημανθούν και αποδειχτούν με επιχειρήματα αδιάσειστα οι αντιφάσεις και τα λάθη της θεωρίας, μέσα από τα ίδια τα έργα των πρωταγωνιστών της θεωρίας.
Υπάρχει και ένα άλλο σημείο, που εκ προοιμίου θα πρέπει να τονίσουμε. Είναι η ψυχολογική τρομοκρατία που ασκείται από τους εθνοαποδομητικούς κύκλους της εθνοκάπηλης δεξιάς και της εθνομηδενιστικής Αριστεράς, για να μιλήσουμε με συμβατικούς όρους, εναντίον κάθε πατριωτικής άποψης και κίνησης, η οποία χαρακτηρίζεται εθνικιστική, σοβινιστική και λοιπά και λοιπά, με στόχο την αποδυνάμωση, ενοχοποίηση και ακύρωση κάθε πατριωτικού λόγου και πράξης. Είναι αυτό που αποκαλούμε ιδεολογική τρομοκρατία, της οποίας θύματα πέφτουν άνθρωποι χωρίς υψηλό φρόνημα και σταθερή ιδεολογία. Με την έννοια αυτή θα πρέπει να αντιστρέψουμε αυτήν την ιδεολογική τρομοκρατία ψυχολογικού πολέμου και να προβάλουμε την θέση: Τρομοκρατείστε του (ιδεολογικούς) τρομοκράτες, που απεργάζονται την καταστροφή της πατρίδας μας.
Υπάρχει και μια τέταρτη περίπτωση που αφορά την γενικότερη στάση ενός συγγραφέα, που πρέπει να προσέξει ιδιαίτερα. Είναι τα φαινόμενα της αλαζονείας και της έπαρσης, που οδηγούν στο ψέμα και την απάτη. Το φαινόμενο αυτό εντάσσεται στην ψυχοσύνθεση του Έλληνα, ο οποίος πολλές φορές δεν είχε αυτό που έλεγαν οι πρόγονοί μας πολύ σωστά «γνώθι σαυτόν» και «μηδέν άγαν». Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι αυτές οι δύο σοφίες είχαν περίοπτη θέση στο μεγαλύτερο ιερό της αρχαίας Ελλάδας, δηλαδή στο ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Αν δεν είχαν οι Έλληνες την έλλειψή τους, τότε δεν υπήρχε ασφαλώς λόγος να επικαλεστούν και αναδείξουν αυτές τις δύο σοφίες. Βέβαια υπήρχε και υπάρχει και ο φθόνος.
Αυτά εισαγωγικά.
Κατά καιρούς επισήμανα στις αναλύσεις μου επί μέρους φαινόμενα της ελληνικής κρίσης, την οποία δεν κατονομάζω αποκλειστικά ως οικονομική, όπως οι περισσότεροι «επαΐοντες και μη επαΐοντες» ισχυρίζονται, με βάση την μαρξιστική μέθοδο ανάλυσης, που δεν συλλαμβάνει την σημερινή πραγματικότητα, τελείως διαφορετική από το παρελθόν. Η συνολική αποτίμηση ξεπερνά τα όρια της μαρξιστικής ανάλυσης, βασικά οικονομοκεντρικής και εντάσσει στην ανάλυση την πρωτοφανή παρακμιακή πορεία της πατρίδας μας από την αρχή της μεταπολίτευσης έως σήμερα, σε όλα τα επίπεδα. Η κρίση δηλαδή είναι: Ηθική, πνευματική, κοινωνική, πολιτική, οικονομική και κυρίως πολιτισμική, όχι όμως πρωταρχικά οικονομική, όπως ισχυρίζονται οι μαρξιστές. Είναι με άλλα λόγια μια κρίση αξιών, δημοκρατίας, οικονομίας, περιβάλλοντος και πάνω απ‘ όλα πολιτική κρίση χωρίς προηγούμενο. Όλες οι αξίες καταρρέουν. Η γενίκευση ότι κι αλλού συμβαίνουν αυτά τα φαινόμενα δεν ευσταθεί, γιατί εδώ τα φαινόμενα αυτά έχουν ξεπεράσει προ πολλού τα ανεκτά και υπαρξιακά όρια. Στο κάτω κάτω της γραφής, αν θέλουμε να σώσουμε την Ευρώπη και την υφήλιο ολόκληρη, πρέπει να σώσουμε πρώτ’ απ’ όλα εμάς τους ίδιους, που κινδυνεύουμε, χωρίς να κινδυνολογούμε, από εκτός των άλλων, από εδαφική και πληθυσμιακή συρρίκνωση και τελικά βιολογική εξαφάνιση. Η θλιβερή και αδυσώπητη πραγματικότητα έχει ξεπεράσει πια τις «αποχρώσες ενδείξεις».
Πολλοί δεν ανέχονται την κριτική. Ασφαλώς στην περίπτωση αυτή ισχύει «τα εν οίκω μη εν δήμω». Όμως τα εν δήμω πρέπει να λέγονται.
Η αντιπαράθεση των υπαρχόντων θεωριών που καθορίζουν και την προοδευτική ή συντηρητική πολιτική, είναι εκ των ων ουκ άνευ προϋποθέσεων. Με εξορκισμούς και συνθήματα δεν γίνεται καμία αντιπαράθεση που να έχει θετικό πρόσημο και εγγύηση αντικειμενικότητας.
Πολύ χρήσιμη για όσα θα ακολουθήσουν είναι η άποψη του μεγάλου Έλληνα στοχαστή Παναγιώτη Κονδύλη, που έχει ασχοληθεί διεξοδικά με το πρόβλημα αυτό. Πάντοτε είναι χρήσιμο να συμβουλεύεται κανείς ανθρώπους «υπεράνω υποψίας», που διαθέτουν επιστημονικό κύρος και ανεξάρτητη κριτική σκέψη. Σ’ αυτούς συγκαταλέγω και τον Παναγιώτη Κονδύλη, εν είδη συμβούλου, του οποίου τα κριτήρια ανάλυσης με εκφράζουν. Η άποψή του είναι πολύ διαφωτιστική, όσον αφορά την σχέση οικονομίας και πολιτικής: «Ο ουσιώδης κοινός παρονομαστής του αρχικού μαρξισμού και του καπιταλιστικού φιλελευθερισμού έγκειται στη βεβαιότητα κατάργησης των πολέμων μέσω της απορρόφησης του πολιτικού στοιχείου από το οικονομικό. Γι’ αυτό ακριβώς η μελέτη του τρόπου, με τον οποίο τα δύο αυτά στοιχεία συμβαδίζουν και συγκρούονται στη σκέψη των Μαρξ και Ένγκελς και προ παντός του τρόπου, με τον οποίο το πολιτικό στοιχείο συχνότατα επιβάλλεται παρά την οικονομική δογματική, είναι εξαιρετικά διδακτική, αν θέλουμε να κατανοήσουμε σε ευρύτερη θεωρητική και ιστορική προοπτική τα νευραλγικά προβλήματα της σημερινής παγκόσμιας συγκυρίας».[1]
Και πιο κάτω συμπληρώνει: « η υλιστική αντίληψη της ιστορίας, στην αυστηρά οικονομιστική της εκδοχή, θέλει ν’ αποτελέσει εδώ τη μεθοδολογική βάση μιας ριζοσπαστικής θεμελίωσης του πρωτείου της αντικειμενικής πολιτικής».[2] Λίγο έως πολύ μας εξηγεί ο Κονδύλης τα ιδεολογικά αίτια της προτεραιότητας της οικονομίας απέναντι στην πολιτική, η οποία, ενώ στην θεωρία παραμένει δευτερεύουσα, στην πράξη αναδεικνύεται ως πρωταρχική δύναμη, με τη μορφή της Νέας Τάξης, ως παγκόσμιας, πλανητικής εξουσίας. Η επιλογή αυτής της προτεραιότητας, δηλαδή της οικονομικής, την οποία ο ίδιος απορρίπτει ως αποκλειστική, καθορίζει έως σήμερα την πολιτική όλων των κομμάτων και διανοητών στην πλειονότητά τους και όχι μόνο των αριστερών, όσο παράξενο κι αν φαίνεται αυτό, σχετικά με την παγκοσμιοποίηση. Με απλά λόγια. Η παγκοσμιοποίηση αποτελεί στρατηγικό στόχο τόσο των δεξιών όσο και των αριστερών κομμάτων.
Εκείνο που στην εποχή της βιομηχανικής επανάστασης, που έζησε ο Μαρξ και ο Ένγκελς, ήταν αδιανόητο και δεν μπορούσαν να το συλλάβουν, είναι ότι στα θέματα εξουσίας δεν ισχύει η αναγωγή σε οικονομικά αίτια ή, για να ακριβολογούμε, σε οικονομικά αίτια μονάχα. Το του Ευαγγελίου: «Ουκ επ άρτω μόνω ζήσεται ο άνθρωπος» (κατά Λουκάν, 3.30-4.12) δεν είχε θέση στο αναλυτικό σχήμα του Μαρξ και Ένγκελς. Η ψυχολογία δεν έπαιζε κανέναν ρόλο. Κι’ όμως τα θέματα εξουσίας και υστεροφημίας δεν μπορούν να ερμηνευτούν με την αναγωγή τους στις παραγωγικές σχέσεις μονάχα.
Ποιο ξεκάθαρος είναι στο θέμα αυτό ο Κώστας Παπαϊωάννου, ένας άλλος μεγάλος Έλληνας στοχαστής με ανεξάρτητη κριτική σκέψη. ο Κώστας Παπαϊωάννου διατυπώνει την καινοτόμο και ριζοσπαστική άποψη, που ταυτίζεται βασικά με την άποψη του Παναγιώτη Κονδύλη: «Δεν είναι βέβαια οι οικονομικές σχέσεις αυτές που προσδιορίζουν τις πολιτικές σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής, αλλά αντίθετα, οι πολιτικές σχέσεις διαμορφώνουν τις ταξικές και μεταφράζονται, επί του οικονομικού πεδίου, μέσα στις παραγωγικές σχέσεις».[3]
Κατά την άποψή μου, για να έρθουμε στα καθ’ ημάς, η Αριστερά στην Ελλάδα και κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ, και ως αξιωματική αντιπολίτευση πριν και ως κυβέρνηση τώρα, εφαρμόζει την πολιτική της αστικής τάξης, που οδηγεί στην συγκεκριμένη παγκοσμοιοποίηση, την οποία θεωρητικά καταπολεμεί, η οποία ωστόσο εντάσσεται στην ιμπεριαλιστική πολιτική των μεγάλων δυνάμεων.
Μια τέτοια πολιτική «νομοτελειακά» οδηγεί σε αδιέξοδα.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ και όχι μόνο, ισχύει αυτό, που τονίζει ο Πορτογάλος νομπελίστας κομμουνιστής Ζοζέ Σαραμάγκου, για την αριστερά, ότι δηλαδή «θα κερδίσει τη μάχη στο παρόν με τα όπλα του παρελθόντος. Καθώς η θεωρία δεν ανανεώθηκε, η πρακτική έγινε ένα μπερδεμένο κουβάρι. Τα υπόλοιπα τα ανέλαβε ο ρεαλισμός και η ουτοπία αποτελειώθηκε από τον οπορτουνισμό».[4]
Παρ’ όλα αυτά έως σήμερα είτε ομολογείται είτε όχι επικρατεί σε όλες τις αναλύσεις και από όλες τις πλευρές η πρωτομαρξιστική θεωρία ότι τα πάντα εξαρτώνται από την οικονομία και ότι αυτή είναι η αιτία της κρίσης. Ουδέν ψευδέστερον τούτου, εξ ου και η αδυναμία διεξόδου από την κρίση. Η αλήθεια είναι ότι, όταν θέτεις ένα πρόβλημα λάθος, και η απάντηση θα είναι λάθος. Αυτό διδάσκει η επιστήμη, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη. Έως τώρα οι ερμηνείες αναλίσκονται σ’ αυτό το αδιέξοδο πλέγμα και με την έννοια αυτή δεν μπορεί να υπάρξει διέξοδος, αλλά ανακύκλωση των φαινομένων.
Κατά βάση θα ισχυριζόμουν ότι η κρίση οφείλεται στην πολιτιστική παρακμή της πολιτικής εξουσίας της πατρίδας μας (των πολιτικών και της πολιτικής), δηλαδή στα πολιτικά υποκείμενα και στους θεσμούς, που έχουν παρακμάσει και σαπίσει και στην κοινωνία ολόκληρη κατά το του Ισοκράτους: «Το της πόλεως όλης ήθος, ομοιούται τοις άρχουσιν».
Αυτά ως εισαγωγικές παρατηρήσεις για την αξιοπιστία ή μη των όσων αναλύονται κατωτέρω.
Ι. Αφορμές και αιτίες της κρίσης
Είναι πράγματι πολύ δύσκολο έως ακατόρθωτο να μπορεί κάποιος, μέσα στη δίνη των ποικίλων προβλημάτων, να διατηρεί ως όαση, την ελευθερία της κριτικής του σκέψης, ώστε να έχει το θάρρος και την δυνατότητα να κρίνει πρόσωπα και πράγματα.
Ο γνωστός Έλληνας παιδαγωγός Αλέξανδρος Δελμούζος, από τους πρωτεργάτες του Εκπαιδευτικού Δημοτικισμού μαζί με τον Δημήτριο Γληνό και τον Μανώλη Τριανταφυλλίδη, είχε πει κάποτε ένα βασικό κριτήριο των ανθρωπίνων πράξεων, που το χρησιμοποιώ πάντοτε ως αδιάψευστο κριτήριο και το τονίζω με κάθε ευκαιρία, ότι «για να κρίνεις πρόσωπα και έργα δεν χρειάζεται μονάχα μυαλό, παρά και χαρακτήρας». Δεν είναι δηλαδή απαραίτητη μόνο η γνώση (ως επιστήμη ή μη), αλλά και η ανεξαρτησία του πνεύματος από κάθε αρνητικό επηρεασμό, που θολώνει και διαστρεβλώνει τη σκέψη, είτε αυτό οφείλεται σε εμπάθειες, είτε προκαταλήψεις, είτε δογματισμούς και στερεότυπα ποικίλης μορφής, είτε μίση, πάθη και ούτω καθεξής και συνάμα ηθικές αρετές. Γνωστή είναι η ρήση του Ηρακλείτου: «Ήθος ανθρώπω δαίμων». Ο όρος «δαίμων» πιθανόν, όπως τον εννοούσε ο Σωκράτης. Ο Πλάτων στην συνέχεια είχε πει την σοφή φράση: «Πάσα τε επιστήμη, χωριζομένη δικαιοσύνης και της άλλης αρετής, πανουργία και ου σοφία φαίνεται».[5] Αυτό σημαίνει ότι δεν επαρκούν οι γνώσεις για να είναι κανείς χρήσιμος για τον εαυτό του και την κοινωνία, αλλά να αποδίδει δικαιοσύνη και να είναι ενάρετος. Συμπληρώνει για τον λόγο αυτό ο Αριστοτέλης: «Διττής δη της αρετής ούσης, της μεν διανοητικής, της δε ηθικής, η μεν διανοητική το πλείστον εκ διδασκαλίας έχει και την γένεσιν και την αύξησιν, διόπερ εμπειρίας δείται και χρόνον, η δε ηθική εξ έθους περιγίνεται, όθεν και τούνομα έσχηκαι, μικρόν παρεκλίνον από του έθους».[6] Πράγματι. Μόνο ο ελεύθερος άνθρωπος, που ως ελεύθερος είναι και δίκαιος και ενάρετος αλλά και πνευματικά ικανός, είναι σε θέση να είναι υπεράνω πάσης (αστικής ή μικροαστικής) μικρότητας και μιζέριας, που χαρακτηρίζει έναν ανελεύθερο άνθρωπο και επειδή είναι «υπεράνω» είναι και ελεύθερος. Γι’ αυτό η απελευθέρωση του ανθρώπου και η κατάκτηση της ελευθερίας είναι ο ανώτατος στόχος της ύπαρξης του, αλλά και της ύπαρξης και προκοπής (ευδαιμονίας με την αρχαιοελληνική σημασία) μιας κοινωνίας. Ωστόσο ελευθερία σημαίνει, όπως λέει ο Τζωρτζ Όργουελ, και «το δικαίωμα να λες στους ανθρώπους αυτό που δεν θέλουν να ακούσουν». Αυτής της ελευθερίας προτίθεμαι να κάνω χρήση. Με τα ανωτέρω κριτήρια μπορούμε να κατατάξουμε τους ανθρώπους και την δράση τους σε τρεις κατηγορίες: Πρώτον, υπάρχουν άνθρωποι που ακολουθούν προσωπική στρατηγική. Δεύτερον, υπάρχουν άνθρωποι που ακολουθούν κομματική στρατηγική και τέλος τρίτον, υπάρχουν άνθρωποι που ακολουθούν εθνική στρατηγική. Στην Τρίτη κατηγορία ανήκουν αυτοί που έχουν ήθος και είναι ανιδιοτελείς, που έχουν δηλαδή χαρακτήρα και εφαρμόζουν σε όλες τους τις πράξεις την αξιοκρατία, μια έννοια που έχει εξαφανιστεί στο πολιτικό και κοινωνικό στερέωμα. Πολλοί συγχέουν τις έννοιες ανάμεσα στην κομματική και την πολιτική δράση. Καμία σχέση δεν έχει η μία με την άλλη. Όλοι οι πολίτες πρέπει να μετέχουν στα κοινά, ως πολιτικά όντα, όπως τους χαρακτηρίζει ο Αριστοτέλης και όπως περιγράφει την έννοια του πολίτη ο Περικλής στον επιτάφιο, διαχωρίζοντας τους πολίτες από τους ιδιώτες.
Αξίζει με αυτή την έννοια να επενδύεις όλες σου τις δυνάμεις, για να κατακτήσεις, ή μάλλον πιο σωστά, να προσεγγίσεις μια τέτοια ελευθερία, που εντάσσεται στην εθνική στρατηγική!
ΙΙ. «Οι αποχρώσες ενδείξεις» για την παρακμιακή πορεία της Ελλάδας
Σε μια συνεδρίαση, λίγο πριν τις εκλογές της 7 Μαΐου 2011, φίλοι και σύντροφοι μου της πατριωτικής Αριστεράς, αποφάσισαν με βάση μια διακήρυξη, την προσχώρηση τους στο ΣΥΡΙΖΑ ως πατριωτική συνιστώσα.
Διαχώρισα από όλους τους συντρόφους τη θέση μου με τη βασική αιτιολογία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ως ιδεολογία και πολιτική πρακτική, στο βαθμό που μπορεί να την επισημάνει κανείς ως κομματική του ταυτότητα, δεν έχει καμία σχέση με τον πατριωτισμό, τον οποίο μάλιστα η πλειοψηφούσα μερίδα του και η κυρίαρχη ιδεολογική ομάδα (το συγκρότημα της ιδεολογικής ηγεμονίας του) ταυτίζει με τον εθνικισμό. Το ίδιο ισχύει αναλογικά και για την Λαϊκή Ενότητα, που αποσχίστηκε.
Κάτι ανάλογο, όχι για τον ίδιο λόγο, συνέβη με την παραίτησή μου από το ΠΑΣΟΚ το 1977, όταν κατήγγειλα τον Ανδρέα Παπανδρέου ότι πρόδωσε τις γνωστές αρχές της 3ης του Σεπτέμβρη (εθνική ανεξαρτησία, λαϊκή κυριαρχία, κοινωνική απελευθέρωση, δημοκρατικές διαδικασίες, κ.λπ).
Θα πρέπει από τους οργανωμένους στο ΠΑΣΟΚ να ήμουν ο μόνος από τα ηγετικά στελέχη[1] που παραιτήθηκε, πριν το ΠΑΣΟΚ αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας, προβλέποντας τι θα επακολουθούσε. Την παραίτησή μου ακολούθησε αμέσως ένα ολόκληρο βιβλίο,[2] όπου κατέγραφα, σε ανύποπτο χρόνο, την πορεία της καταστροφικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ για την Ελλάδα, από τότε έως σήμερα. Για την Νέα Δημοκρατία δεν χρειάζεται καν να γίνεται λόγος. Στόχος ήταν να συμβάλω στην αναχαίτιση και ανάσχεση της πορείας προς το γκρεμό, που προέβλεπα, πριν ακόμη πάρει την εξουσία το ΠΑΣΟΚ. Φυσικά μάταιος κόπος. Όλοι ανεξαιρέτως ήταν με τη «μεγάλη σοσιαλιστική αλλαγή». Εκτός από μένα που όχι μόνο διαισθανόμουν, αλλά έβλεπα με διορατικότητα καθαρά από την αρχή της μεταπολίτευσης να έρχεται ακάθεκτη η καταστροφή. Έκτοτε επαληθεύτηκαν όλες μου οι προβλέψεις έως σήμερα και μάλιστα γραπτές.
Η σημερινή κρίση συνεπώς έχει βαθιά τις ρίζες της στο παρελθόν. Δεν προέκυψε ως κεραυνός εν αιθρία, είτα κατά τύχη. Από το 2009 ζούμε απλώς τα αποτελέσματα αυτής της κρίσης, ως την κορυφή του παγόβουνου. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, κατάφερε κατά τα πρώτα στάδια της δικής του κυβέρνησης να εντάξει και την Αριστερά στην πλειονότητά της στο αστικό, καπιταλιστικό σύστημα. Η Αριστερά πούλησε τρόπον τινά την ψυχή της στον μαμωνά. Έγινε αυτό που λέμε μια φαουστική συναλλαγή. Το τίμημα με αυτήν την έννοια ήταν μεγάλο. Βασικά η αριστερά δεν έχασε τώρα το ηθικό της πλεονέκτημα, που ισχυρίζεται ότι έχει, αλλά ήδη από την δεκαετία του 80, όταν αφομοιώθηκε πλήρως στο αστικό δικομματικό κοινοβουλευτικό σύστημα. Δεν πρέπει να παραξενεύει κανέναν η σημερινή της πολιτική. Το ΠΑΣΟΚ ήταν ήδη ενταγμένο στο αστικό σύστημα και ως τέτοιο ενέταξε όλη την λεγόμενη προοδευτική παράταξη στο σύστημα, τις περισσότερες φορές, χωρίς η ίδια να το συνειδητοποιήσει. Η βασική αιτία αυτού του φαινομένου είναι ο εμφύλιος. Ανάλογα φαινόμενα προηγήθηκαν και στην Ευρώπη.
Ας μην ανατρέξουμε στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που προσαρμόστηκαν στην καπιταλιστική λογική σε μια μακρά πορεία. Θα αναφέρουμε μόνο τους πρωτεργάτες του αντιεξουσιαστικού χώρου, όπως ο Κον Μπεντ Ντιτ, ο μετέπειτα καγκελάριος της Γερμανίας Γκέρχαρτ Σρέντερ, ο Γιόσκα Φίσερ και πολλοί άλλοι, που, ενώ ξεκίνησαν ως φανατικοί πολέμιοι του καπιταλιστικού συστήματος, έγιναν οι πιο πιστοί του υπηρέτες. Το φαινόμενο και στην Ελλάδα δεν διαφέρει. Έχει σχέση κυρίως με την ψυχολογία που η αριστερά μια ζωή αγνοούσε ή καταπολεμούσε. Δηλαδή εκείνοι που ήταν διαπρύσιοι αντιεξουσιαστές, στην πράξη διψούσαν αφόρητα για εξουσία. Όταν το σύστημα τους έδωσε την ευκαιρία για εξουσία την ασπάστηκαν ασθμαίνως. Για τον λόγο αυτό δεν εμπιστεύομαι κυρίως όσους διακηρύττουν την αμεσοδημοκρατία. Υποπτεύομαι ότι κρύβει η περίπτωσή τους μεγάλη υποκρισία. Τους διακατέχει μάλλον ένας ακατάσχετος αυταρχισμός. Όλα αυτά τα φαινόμενα τα γνωρίζει το πανούργο καπιταλιστικό σύστημα και αξιοποιεί δεόντως όλα αυτά τα κόμματα και κινήματα.
Η ελληνική πολιτική ποτέ δεν ήταν – και αυτή είναι η αλήθεια – ελληνοκεντρική. Υπηρετούσε πάντοτε είτε τα συμφέροντας της Δύσης (οι συντηρητικές δυνάμεις), είτε της Ανατολής (οι αριστερές δυνάμεις). Πολιτική των κυβερνήσεων και των κομμάτων που να αποβλέπει τουλάχιστον πρωταρχικά και με γνώμονα στην εξυπηρέτηση των ελληνικών συμφερόντων, δεν υπήρξε μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό ποτέ ή εν πάση περιπτώσει ελάχιστες φορές, που κι αυτές τελικά λόγω δικών μας τραγικών λαθών, ήταν ατελέσφορες. Η πολιτική των ελληνικών κομμάτων ήταν πάντοτε ετεροπροσδιοριζόμενη και ετερόφωτη σε όλα τα επίπεδα, εκτός από κάποιες τυχόν μικρές αναλαμπές, ελευθερίας κινήσεων[7]. Μια απλή ανασκόπηση της ελληνικής ιστορίας το αποδεικνύει. Οι αιτίες γι’ αυτό το φαινόμενο είναι πολλές, μερικές από τις οποίες θα αναφέρουμε κατωτέρω.
Αυτή η πολιτική ακολουθείται έως σήμερα απαράγραπτα τόσο από τις κυβερνήσεις, όσο και από τα κόμματα της Ελλάδας και της Κύπρου. Η εξάρτηση από τα εξωθεσμικά κέντρα εντός και εκτός Ελλάδας και από παρωχημένες ιδεολογίες είναι ο καθοριστικός παράγοντας της πολιτικής τους. Η σημερινή ιδιότυπη δικτατορία των δανειστών μας, με την αφαίρεση κάθε κυριαρχικού δικαιώματος επί της εθνικής οικονομίας και της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας και όχι μόνο, επιβεβαιώνει το λόγου το αληθές. Οι αιτίες της κακοδαιμονίας βρίσκονται εντός των τειχών και η αναγωγή τους οδηγεί στο παρελθόν. Δεν μας φταίνε οι ξένοι για την δική μας ανεπάρκεια, ανικανότητα και ανωριμότητα και μοιρολατρία, να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα.Λες και θα μας σώσει κάποιος από μηχανής θεός.
Ας ξεκινήσουμε όμως ήδη από τα πρώτα βήματα της μεταπολίτευσης για να καταγράψουμε την πορεία.
Για του λόγου το αληθές θα αναφέρω ένα μόνο μικρό απόσπασμα: «Όσον αφορά το ΠΑΣΟΚ, τα πρώτα αχνάρια, τις πρώτες αμυδρές ενδείξεις ότι ακολουθούμε λαθεμένη τακτική, άρχισα ν’ αποκτώ με το κυνήγι των παλαιοκομματικών και τη μέθοδο που ακολουθούσε το Κίνημα τότε. Οι ενδείξεις έγιναν πια βεβαιότητα, πριν από το συνέδριο στις 16 Μαρτίου 1975 και ύστερα ό,τι ακολούθησε μετά απ’ αυτό. Από κει και πέρα μου ήταν τελείως ξεκάθαρο ότι ακολουθούμε καθοδική πορεία… Και δεν υπάρχει καμιά, μα καμιά απολύτως ένδειξη ότι ο κατήφορος αυτός θα σταματήσει...».[3]
Ήταν το συνέδριο εκείνο, όπου ακούστηκε το βάρβαρο και κυνικό για τον Σάκη Καράγιωργα «κάτσε κάτω κουλοχέρη!» από τους υποτακτικούς του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος εδραίωσε, αρχής γενομένης από το συνέδριο αυτό, ένα προσωποπαγές αρχηγικό κόμμα, που κατέληξε εδώ που κατέληξε και το γνωρίζει πια ο καθένας, αν το γνωρίζει!
Θα μου πει κάποιος, γιατί το αναφέρω. Υπάρχει κάποια ταύτιση του ΠΑΣΟΚ με τον ΣΥΡΙΖΑ, παρ’ όλο που πολλοί μιλούν για ένα Β΄ ΠΑΣΟΚ και μια εξελικτική πορεία που θα παίρνει σταδιακά τα χαρακτηριστικά του ΠΑΣΟΚ; Μήπως διαβλέπεις μια στροφή προς «κάποιον ρεαλισμό» πασοκικής μορφής;
Θα έλεγα ως απάντηση: Και ναι και όχι! Υπάρχουν πολλές διαφορές, αλλά και πολλές ομοιότητες. Δεν θα αναλύσω όλα αυτά τα θέματα, γιατί τα έχω εκθέσει κατά κόρον και στα βιβλία μου και σε πάρα πολλά άρθρα, που ορισμένα είναι αναρτημένα στην ιστοσελίδα μου, αλλά θα περιοριστώ σε ένα βασικό. Η καθοριστική για τη φυσιογνωμία του ομοιότητα είναι η ταύτισή του με την πολιτική της παγκοσμιοποίησης, που εφάρμοσε το ΠΑΣΟΚ σταδιακά στην εξελικτική του πορεία και η Νέα Δημοκρατία και η υπαγωγή του στην Νέα Τάξη, η οποία μας οδήγησε στην απ’ όλες τις απόψεις καταστρεπτική κρίση, που κυοφορούσε ωστόσο από την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, ως κακοήθης όγκος. Γιατί φυσικά δεν συνέβησαν όλα ξαφνικά ως κεραυνός εν αιθρία, όπως τόνισα! Ήδη επωάζονταν όλα από την αρχή της μεταπολίτευσης.
Η ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης (αν μπορούμε να μιλούμε για ιδεολογία) την οποία εφάρμοσε το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία κατά την μεταπολίτευση, ταυτίζεται με την ιδεολογία του ΣΥΡΙΖΑ. Ο λόγος είναι απλός. Τόσο τα κόμματα της διακυβέρνησης της χώρας, όσο και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, δηλαδή ολόκληρο το πολιτικό σύστημα εντάχθηκαν κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης «ψυχή τε και σώματι» στο παρασιτικό (με δανεικά) καταναλωτικό μοντέλο που αποτελεί την στρατηγική της παγκοσμιοποίησης και της Νέας Τάξης.[4]
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, γνώριζε από πρώτο χέρι τις εξελίξεις, τις οποίες γνώριζε και κατέγραφε, αλλά έπραττε διαφορετικά απ’ όσα προέβλεπε (κατά το δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις). Πολύ σημαντική είναι μια δήλωσή του στην Βουλή των Ελλήνων στις 2.2.1983: «Είναι μια πολιτική που κατοχυρώνει την ανεξαρτησία μας. Εκείνο που μας χρειάζεται σαν προϋπόθεση είναι να είμαστε εμείς αφέντες στο σπίτι μας, για να μπορέσουμε να βγάλουμε πέρα αυτήν την δουλειά…[Ειδάλλως] πράγματι θα ερχόταν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να αναλάβει αυτό τη διακυβέρνηση της χώρας. Εμείς θα είμαστε απλώς εκπρόσωποι του στην κυβέρνηση». Δεν έπραξε όμως τίποτε για να εμποδίσει μια τέτοια πορεία, παρ’ όλη την προπαγάνδα περί του αντιθέτου, απ’ όσους ευνοήθηκαν από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου και έχουν λόγους να το υποστηρίζουν.
Τελικά το σχέδιο υλοποιήθηκε από τον γιο του Γιώργο Παπανδρέου, όταν από το Καστελόριζο μας έβαλε στο ΔΝΤ. Όλα ήταν προγραμματισμένα, όπως δείχνουν τα γεγονότα και οι μετέπειτα προκαθορισμένες εξελίξεις. Φυσικά όσοι ευνοήθηκαν ασύστολα από το καθεστώς του ΠΑΣΟΚ αρνούνται αυτές τις αλήθειες.
Τι σημαίνει αυτό, που από πρώτη άποψη φαίνεται ως «ύβρις», θα προσπαθήσω να το αναλύσω στα ακόλουθα, απευχόμενος τη συνέχιση μιας τέτοιας εξέλιξης.
Αυτή ήταν εκ προοιμίου βασική διαφωνία μου με τους φίλους και συντρόφους, με τους οποίους είχαμε δημιουργήσει συμβολικά τον Σύνδεσμο «Ρήγας», αλλά και με όλους τους παλιούς και νέους συντρόφους του ΠΑΣΟΚ. Την εξέφρασα λεπτομερώς σε γραπτά μου κείμενα, προσθέτοντας ότι αυτή η διαφωνία μου, ήταν κατά βάση και η άρνησή μου να συνταχθώ μαζί τους ως συνιστώσα στον ΣΥΡΙΖΑ.
Η διαφωνία μας δεν είχε το χαρακτήρα ιδεολογικής διαφοροποίησης μεταξύ μας, γιατί όλοι μας ταυτιζόμαστε με ό,τι μπορεί να σημαίνει πατριωτική αριστερά, αν και δεν χρησιμοποιώ τον όρο «αριστερά – δεξιά» παρά για συμβατικούς λόγους, αλλά στην επιλογή του μετώπου πάλης, υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά, που βασίζεται σε διαφορετική εκτίμηση της πραγματικότητας. Και σ’ αυτήν την ορολογία χρησιμοποιώ μια πολύ σωστή τοποθέτηση του Παναγιώτη Κονδύλη, που ασπάζομαι δεόντως και αφορά την εθνική στρατηγική, που πρέπει να ακολουθούν οι Έλληνες: «Η εθνική στρατηγική δεν είναι ούτε “δεξιά” ούτε αριστερή”, ούτε “εθνικιστική”, ούτε “διεθνιστική”. Είναι τα πάντα, ανάλογα με τις επιταγές της συγκεκριμένης περίστασης. Αλίμονο στη χώρα και την πολιτική της ηγεσία, αν ερμηνεύει την συγκεκριμένη κατάσταση με “δεξιές” ή “αριστερές” προτιμήσεις».
Η δική μου εκτίμηση, χωρίς να είμαι βέβαιος, για να μη θεωρηθεί ότι είμαι ο αποκλειστικός κάτοχος της αλήθειας, αλλά βασιζόμενος στη θεωρητική και πρακτική εμπειρία μιας ζωής και μάλιστα βιωματικής, η οποία πολλές φορές επαληθεύτηκε στην πράξη, είναι ότι οι φίλοι μου και οι ομοϊδεάτες τους, θα παίξουν τον ρόλο του πατριωτικού άλλοθι σε ένα κόμμα που έχει γίνει ήδη πολυσυλλεκτικό, αλλά και συγκεντρωτικό, αυταρχικό και αρχηγικό, με μια ιδεολογία η οποία δεν διατυπώνεται, αλλά στην πράξη ταυτίζεται με την εθνομηδενιστική νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και την Νέα Τάξη.
Ένα είναι βέβαιο, μέσα στην αβεβαιότητα: Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καμιά, μα καμιά σχέση και ούτε μπορεί να μετεξελιχτεί στην πορεία σε μια «πατριωτική αριστερά», αν μιλάμε πάλι με συμβατικούς όρους «δεξιά, αριστερά». Δεν υπάρχουν ούτε καν οι λεγόμενες «αποχρώσεις ενδείξεις» προς τούτο. Ο λόγος είναι ότι ήδη, όπως τόνισα η Αριστερά είχε αφομοιωθεί από το σύστημα, που επικρατεί.
Έτσι η λεγόμενη «πατριωτική Αριστερά» θα έχει δύο δυνατότητες μέσα στο κόμμα αυτό. Είτε να προσαρμοστεί στην παγκοσμιοποιημένη πορεία του, οπότε μιλούμε για καιροσκοπισμό (οπορτουνισμό), είτε να διαχωρίσει τη θέση της, όταν τα πράγματα φτάσουν σε ένα οριακό σημείο, από το οποίο πια δεν υπάρχει επιστροφή ή κι αν υπάρχει μόνο με την απώλεια της αξιοπιστίας της.
Ποια είναι όμως τα επιχειρήματα εκείνα που κατοχυρώνουν την άποψη, τη στάση και την κριτική μου απέναντι στο κόμμα αυτό;
Θα ήθελα να καταθέσω για την ιστορία την απάντησή μου και μακάρι να με διαψεύσουν τα γεγονότα, που είναι ο διακαής μου πόθος, με την έννοια ότι με τίποτε δεν επιθυμώ να δικαιωθώ προσωπικά κι ας καταστραφεί η πατρίδα μου.
Τα επιχειρήματά μου βασίζονται στην ουσιαστική ανάλυση σης θεωρίας και ιδεολογίας, που ως κεντρικός καθοριστικός πυρήνας κατευθύνει την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί η πολιτική του κόμματος αυτού έχει την αναφορά της σε συγκεκριμένη ιδεολογία, ή κάποιο μείγμα ιδεολογιών, που θεμελιακή του συνιστώσα, που εκφράζεται παντοιοτρόπως, είναι η κατάργηση του έθνους -κράτους, βασική στρατηγική της παγκοσμιοποίησης και της Νέας Τάξης.
Είναι ένα σύνθετο φαινόμενο, του οποίου τον κεντρικό ιδεολογικό πυρήνα θα προσπαθήσω να ερευνήσω, αποκαλύψω και φέρω στην επιφάνεια, ώστε να μπορεί ο καθένας να είναι σε θέση να κρίνει και κάνει τις αντίστοιχες επιλογές του συνειδητά.
Τίποτε δε γίνεται τυχαία και στο κενό. Τα πάντα έχουν την ερμηνεία τους, αρκεί να είναι κανείς σε θέση να τα ανακαλύψει, χρησιμοποιώντας κάποιες έννοιες – κριτήρια που απορρέουν από συγκεκριμένες κοσμοθεωρίες.
Θα το κατορθώσω; Το θέμα είναι ανοιχτό και αποτελεί και για μένα τον ίδιο τρομερή πρόκληση. Έχω την πεποίθηση ότι διαθέτω, χωρίς υποκριτική ταπεινοφροσύνη, εκείνα τα θεωρητικά εργαλεία ανάλυσης που θα δικαιώσουν το εγχείρημα.
ΙΙΙ. Οι θεωρητικές βάσεις της παγκοσμιοποίησης της Αριστεράς
Στη μελέτη μου Ο Μαρξ, ο Λένιν, ο Γκράμσι και η πολιτισμική ηγεμονία της Αριστεράς, καθώς και στο έργο μου Παγκοσμιοποίηση, Νέα Τάξη και Ελληνισμός, αλλά και σε ένα προγενέστερο, με τίτλο: Δημοκρατικός Σοσιαλισμός ή το όραμα του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και η εφαρμογή του στην πράξη, καταθέτω ως γενικό καταληκτικό συμπέρασμα μια άποψη που αφορά την ιδεολογικοπολιτική θέση της Αριστεράς στην Ελλάδα, που εκφράζει τον παγκοσμιοποιημένο εθνομηδενιστικό διεθνισμό της: Τόσο η “εκσυγχρονιστική” και “ανανεωτική” Αριστερά, όσο και η «εκσυγχρονιστική» και σοσιαλφιλελεύθερη και συντηρητική Κεντροαριστερά, καθώς και μεγάλο τμήμα της Δεξιάς, που ασκούν ηγεμονική ιδεολογική εξουσία, από διαφορετικές αφετηρίες, αλλά σε συγκλίνουσα πορεία, αποτελούν την εμπροσθοφυλακή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Αυτής της παγκοσμιοποίησης, που θέλει να διαλύσει το έθνος – κράτος, που λέγεται Ελλάδα και ελληνικός πολιτισμός και όλο το αξιακό σύστημα που το εκφράζει».[5]
Κατά κάποιο τρόπο, κυριολεκτώντας ή μη, μπορούμε να μιλήσουμε για συγκοινωνούντα δοχεία ή για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Τι εστί όμως εθνομηδενισμός, του οποίου γίνεται χρήση; Για να μην υπάρχει σύγχυση είναι επιβεβλημένος πάντοτε ο ορισμός των εννοιών.
Ο εθνομηδενισμός είναι καινοφανής όρος στην ελληνική γλώσσα που καθιερώθηκε ως ο ορισμός που δηλώνει τον ιστορικό αναθεωρητισμό, την αρνησιπατρία, την αποδόμηση της εθνικής συνείδησης και ταυτότητας στο πλαίσιο της κυρίαρχης παγκόσμιας νέας τάξης πραγμάτων. Εδώ συναντώνται παραδόξως(;) παραποιημένες παλαιομαρξιστικές αντιλήψεις περί ιστορικού υλισμού και επιδιώξεις υπερεθνικών καπιταλιστικών κέντρων, στο όνομα «της συμφιλίωσης των λαών σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον χωρίς διακρίσεις» και άλλα ηχηρά πομπώδη.
Όμως, ανομολόγητος σκοπός είναι η δημιουργία μιας ομογενοποιημένης κοινωνίας ανιστορικών και μετέωρων ατόμων, μια εύκολη δηλαδή λεία προς χειραγώγηση.
Ένας τέτοιος αφοριστικός ισχυρισμός και μάλιστα τόσο κατηγορηματικός δημιουργεί δικαιολογημένα ερωτηματικά για την πρόθεση του συγγραφέα. Θέλει ο συγγραφέας να κατηγορήσει την Αριστερά για τη συγκεκριμένη στάση της; Να της καταλογίσει κάτι που στην πραγματικότητα δεν την εκφράζει, ώστε να την συκοφαντήσει, χωρίς λόγο και χωρίς αιτία;
Αποτελεί μια εσκεμμένη ενέργεια απαξίωσής της, με επιχειρήματα που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, επειδή είναι έωλα, υποβολιμαία και χωρίς καμία τεκμηρίωση;
Θέλει να την εκθέσει στην ελληνική κοινωνία, ως μια πολιτική δύναμη που ταυτίζεται με την δεξιά σ’ έναν σημαντικό τομέα που λέγεται παγκοσμιοποίηση και Νέα Τάξη ή με άλλα λόγια νεοφιλελεύθερη ιδεολογία και πολιτική;
Έχει προκαταλήψεις απέναντί της για κάποιους συγκεκριμένους λόγους;
Μήπως προσχώρησε συνειδητά ή υποσυνείδητα στο στρατόπεδο της αντίδρασης, οπότε εξηγούνται τα πάντα; Μήπως προσποιείται και υποκρίνεται τον πατριώτη, ενώ στην ουσία είναι «βέρος» εθνικιστής; Είναι εξάλλου γνωστή η μέθοδος της ιδεολογικής τρομοκρατίας: Σε τοποθετώ εκεί που με βολεύει και σε συκοφαντώ, σε τρομοκρατώ και σε ακυρώνω ή παραλύω, λόγω τρομοκράτησης!
Σε όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με τις μεθόδους του ψυχολογικού πολέμου και δεν είναι σε θέση να αντισταθούν, λόγω φοβίας κ.λπ. ο ψυχολογικός αυτός πόλεμος είναι πολύ αποδοτικός, γιατί διαστρέφει σκόπιμα το επίπεδο της κατά τα άλλα ορθολογικής ιδεολογικοπολιτικής αντιπαράθεσης. Όλοι διαπιστώνουμε ότι αυτός ο ψυχολογικός πόλεμους του εκφοβισμού της ελληνικής κοινωνίας εφαρμόζεται στις μέρες μας με μεγάλη επιτυχία.
Θα μπορούσε κάποιος με τη φαντασία του να αναφέρει και άλλα επιχειρήματα. Επιχειρήματα καλοπροαίρετα ή κακοπροαίρετα. Δεν έχει σημασία. Τα περισσότερα εξέθεσα στο εισαγωγικό σημείωμα και δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσω περεταίρω.
Αρκετοί, αδυνατώντας με επιχειρήματα, σε μια ειλικρινή ιδεολογικοπολιτική αντιπαράθεση να τον αντιμετωπίσουν, θα χρησιμοποιήσουν πιθανόν πλαγίους τρόπους για να τα ακυρώσουν.
Απλώς, ο άνθρωπος (ο αναλυτής στην περίπτωση αυτή), προσπαθεί να διαπιστώσει και κατανοήσει ο ίδιος με βάση μια εμπεριστατωμένη επιστημονική ανάλυση και στο βαθμό που έχει τις απαραίτητες ικανότητες, την επιστημονική κατά τα άλλα επάρκεια, τι πραγματικά πρεσβεύει η Αριστερά στο θέμα της Παγκοσμιοποίησης και της Νέας Τάξης και συγκεκριμένα ο ΣΥΡΙΖΑ και ποιές μπορεί να είναι οι συνέπειες μιας πολιτικής που απορρέει από μια τέτοια ιδεολογία! Ποια λοιπόν κατά βάση είναι η συγκεκριμένη ιδεολογία της, που καθορίζει την πολιτική της και, αν η πολιτική πρακτική της, επιβεβαιώνει την ιδεολογία της και δικαιώνει τον τίτλο της. Και η Δημοκρατική Αριστερά ισχυρίζεται, για να αναφέρουμε ένα οφθαλμοφανές παράδειγμα, ότι είναι η γνήσια Αριστερά, αλλά στην πράξη είναι σκέτη αντίδραση. Προέρχεται όμως από τα σπλάχνα του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι λοιπόν καθόλου απίθανο, άλλο να πρεσβεύει και διακηρύττει θεωρητικά ένα πολιτικός φορέας και άλλο να εφαρμόζει στην πράξη. Να υπάρχει εν τοις πράγμασι αναντιστοιχία θεωρίας – πράξης. Ή να υπάρχει ταύτιση ιδεολογίας και πράξης, χωρίς να ομολογείται ξεκάθαρα ποια είναι αυτή η ιδεολογία. Το τελευταίο είναι και το πιο πιθανό.
Στο θέατρο του παραλόγου που ζούμε όλα είναι πιθανά, καθώς φαίνεται και τίποτε δεν πρέπει εκ προοιμίου να αποκλείεται!
Ποια είναι τελικά η αλήθεια και ποιος ο μύθος;
Επαναλαμβάνουμε: Ταυτίζεται η Αριστερά με την παγκοσμιοποίηση και την Νέα Τάξη; Και αν ναι, που στηρίζεται μια τέτοια άποψη; Κι αν όχι, πώς δικαιολογείται η συγκεκριμένη της πολιτική, που επιβεβαιώνει την ταύτισή της με την παγκοσμιοποίηση; Άραγε ταυτίζεται και με την Νέα Τάξη ή μόνο με την παγκοσμιοποίηση; Είναι κι αυτό ένα σημαντικό ερώτημα, που συνήθως δεν του δίνεται η πρέπουσα σημασία.
Υπάρχει μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στην παγκοσμιοποίηση και την Νέα Τάξη ή δεν συνδέονται μεταξύ τους και συνεπώς διαχωρίζεται η παγκοσμιοποίηση από τη Νέα Τάξη, που είναι και αποτελεί θέμα υπό εξέταση; Καλό είναι στην οποιαδήποτε έρευνα να μην αποκλείει κανείς κανένα ενδεχόμενο, τουλάχιστον για μεθοδολογικούς λόγους, σύμφωνα με το αριστοτελικό «ορθώς απορείν».[6]
Συνήθως αναλώνεται κάποιος σε ανερμάτιστη πολεμική (η πιο εύκολη λύση), χωρίς να κάνει τον κόπο να φέρει τα αποδεικτικά εκείνα στοιχεία, που κατοχυρώνουν την μία ή την άλλη εκδοχή.
ΙV. Οι απόψεις και κρίσεις για το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας
Πάντοτε ισχύει η αρχή ότι για να διαμορφώσεις το μέλλον πρέπει να γνωρίζεις το παρελθόν και να διδάσκεσαι απ’ αυτό. Το βασικό ερώτημα: Τι κοινωνία θέλουμε, εξαρτάται από το όραμα για την κοινωνία αυτή, αλλά και από τις σωστές ή λανθασμένες αναλύσεις του παρελθόντος. Από κει και πέρα ισχύει συμπληρωματικά η αρχή ότι όποιος προβλέπει το μέλλον μπορεί και να το διαμορφώσει σε αναφορά προς το όραμα. Αυτό βασικά επεδίωξε και πέτυχε ο Λένιν για να αναφέρουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Αξίζει να παραθέσουμε δύο τοποθετήσεις ανθρώπων, οι οποίοι έχουν εκφράσει με συντομία και αυθεντικά, για να μην επεκταθούμε περεταίρω, ποια είναι η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, μετά την κατοχή και τον εμφύλιο και πώς λειτουργεί και θα λειτουργήσει στον τόπο μας το πολιτικό σύστημα μέσα στα πλαίσια του αστικού, κοινοβουλευτικού δικομματικού συστήματος, αυτού του ιδιόμορφου καπιταλιστικού ελληνικού συστήματος, με τα ιδιαίτερά του χαρακτηριστικά, πέρα από τα γενικά που αφορούν όλα τα αντιπροσωπευτικά νεοφιλελεύθερα «δημοκρατικά» καθεστώτα της Δύσης.
Παραθέτουμε τις απόψεις του Ανδρέα Παπανδρέου και του Σάκη Καράγιωργα, που διατηρούν ακόμη και σήμερα στα βασικά τους σημεία την ισχύ και επικαιρότητά τους: «Για να καταλάβει κανείς την ιστορία της Ελλάδας μετά τον εμφύλιο πόλεμο», αναφέρει ο Ανδρέας Παπανδρέου στις 29.9.1973 σ’ ένα σεμινάριο του ΠΑΚ [8] «πρέπει να έχει υπόψη του ότι η πολιτική ζωή της χώρας ελεγχόταν συστηματικά, όταν δεν διευθύνονταν, από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η συνταγή της Ουάσιγκτον για την Ελλάδα ήταν απλή: Άμεση διείσδυση στον ελληνικό κρατικό μηχανισμό, σ’ όλη την έκταση και σ’ όσο το βάθος μέχρι το παλάτι. Πλήρης υποστήριξη ενός προσαρτημένου, εξαρτημένου πολιτικού κόμματος, του κόμματος της δεξιάς, που έπρεπε να κερδίζει σ’ όλες τις εκλογές, ανεξάρτητα από ποια μέσα θα χρησιμοποιούσε για το σκοπό αυτό. Ανάπτυξη ενός αστικού κόμματος αντιπολίτευσης, που σκοπός του θα ήταν να ασκεί “δημιουργική” κριτική της πολιτικής της κυβέρνησης της δεξιάς, ένα ρόλο που προόριζαν για το κόμμα της Ένωσης Κέντρου. Τελικά εξαφάνιση κάθε κόμματος της Αριστεράς».[9]
Από την τότε τοποθέτηση του Ανδρέα Παπανδρέου, για να κάνουμε μόνο μερικά σύντομα σχόλια, το παλάτι πια δεν υπάρχει, αλλά αντικαταστάθηκε από τα λεγόμενα τζάκια. Το προσαρτημένο, εξαρτημένο πολιτικό κόμμα ασφαλώς αφορά την Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ και τις παραφυάδες τους, δηλαδή το κόμμα του γιού του, το Ποτάμι κ.λπ. Για την «εξαφάνιση κάθε κόμματος της Αριστεράς» είναι νωρίς ακόμη να αποφανθούμε. Το μέλλον θα δείξει! Όμως οι πρώτες «αποχρώσες ενδείξεις», όπως λένε οι δικηγόροι, είναι οφθαλμοφανείς, για όσους είναι σε θέση να βλέπουν!
Ο Σάκης Καράγιωργας, ο άνθρωπος, ο δάσκαλος, ο αγωνιστής, ένας πατριώτης με καθαρό από στερεότυπα, ιδεοληψίες και δογματισμούς ανυστερόβουλο και ανιδιοτελές μυαλό και διαμαντένιο χαρακτήρα (αυτό έχει τεράστια σημασία), είναι πιο συγκεκριμένος στα θέματα αυτά, γιατί έχει τις πρώτες δυσάρεστες εμπειρίες από την αρνητική εξέλιξη του ΠΑΣΟΚ. Αποτιμώντας λοιπόν τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα, μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση το 1981 και τον άκρατο ενθουσιασμό για την «αλλαγή», όπως λεγόταν τότε η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, παλεύοντας θαρραλέα ενάντια στο λαϊκιστικό ρεύμα, αποφαίνεται τα ακόλουθα: «Τα κέντρα εξουσίας προετοίμασαν μια πολιτική διάρθρωση του εξής τύπου: Δύο αστικά κόμματα, που να έχουν βασικό στρατηγικό σκοπό τη διαχείριση της καπιταλιστικής ανάπτυξης και κυρίως τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής αστικής κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα. Αυτά τα κόμματα θα εναλλάσσονταν στην εξουσία. Γιατί δύο κόμματα; Γιατί κάθε εκσυγχρονισμός έχει ένα κόστος που πέφτει στις πλάτες κάποιας κοινωνικής ομάδας. Αυτή την κοινωνική δυσαρέσκεια θα την απορροφά μια το ένα μια το άλλο».[10] Ο Σάκης Καράγιωργας, με τον όρο «αστικά κόμματα» είχε παράδειγμα το ΠΑΣΟΚ και την Νέα Δημοκρατία. Στον όρο «εκσυγχρονισμός» έδινε θετικό πρόσημο, όπως και πράγματι είναι. Όμως ο «εκσυγχρονισμός» που εφαρμόστηκε, κυρίως από την κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη, κάθε άλλο παρά εκσυγχρονισμός ήταν. Μάλλον θα τον αποκαλούσαμε «καταστροφικό αναχρονισμό», όπως πάλι το απέδειξε η πράξη. Για τις μετέπειτα κυβερνήσεις, (μετασημιτικές), ας μην κάνουμε καλύτερα λόγο και ξύνουμε πρόσφατες πληγές!
Παρεμπιπτόντως πολλοί μιλούν για το τέλος του δικομματισμού. Αυτοί φυσικά πλανώνται πλάνην οικτράν, γιατί, στα πλαίσια του δικομματικού συστήματος, εκείνο που μπορεί να κάνει κάποιο προοδευτικό κόμμα, για να μη μιλήσουμε για ριζοσπαστικό ή επαναστατικό, είναι το πολύ ο εκσυγχρονισμός των δομών του κράτους, με την έννοια των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων και διαρθρωτικών αλλαγών σ’ όλα τα επίπεδα.[11] Κάτι που δεν έγινε στο παρελθόν, αφήνοντας το πελατειακό κράτος ανέπαφο, οφείλει να επιχειρήσει η σημερινή συγκυβέρνηση, για υπάρξει παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας σ’ όλα τα επίπεδα ηθικά, πνευματικά, πολιτικά και όχι μόνο οικονομικά. Φαίνεται όμως ότι δεν υπάρχει μια τέτοια προοπτική. Όμως χωρίς αλλαγή νοοτροπίας προς μια αναπτυξιακή κατεύθυνση, αλλά παραμονή στο παρασιτικό καταναλωτικό μοντέλο του παρελθόντος που μας οδήγησε στην διαφθορά και την κρίση, δεν μπορεί να υπάρξει προκοπή σ’ αυτόν τον κατά τα άλλα ευλογημένο από την φύση τόπο.
- V. Προλεγόμενα στο θέμα της παγκοσμιοποίησης και της Νέας Τάξης
Θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε το πρόβλημα, με όλη την καλή πρόθεση και με τη μέγιστη δυνατή αντικειμενικότητα, αλλά και με το απαραίτητο θάρρος και παρρησία, ώστε από τη μια να μην παρεκκλίνουμε από την αντικειμενική έρευνα, λόγο κάποιας ιδεολογικής τρομοκρατίας, που μπορεί να ασκηθεί στο πρόσωπό μας και από την άλλη να αποφύγουμε τους σκοπέλους που δημιουργεί μια ανερμάτιστη και κακόβουλη πολεμική, που στόχο έχει να διαβάλει και συκοφαντήσει, παρά να απαντήσει νηφάλια και με επιστημονική επάρκεια στα θέματα αυτά, όσο δύσκολη και «κακοτράχαλη» κι αν είναι η διερεύνησή τους.
Είναι μαρξιστικό ή λενινιστικό ή τροτσκιστικό ή γενικά διεθνιστικό καθήκον μιας αντισυστημικής αριστεράς, όπως διατείνεται το μέλος και υπεύθυνος του τομέα ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ΣΥΡΙΖΑ Νάσος Θεοδωρίδης, να συμβάλει στην κατάργηση του Έθνους – κράτους; Σε άρθρο του στην εφημ. του ΣΥΡΙΖΑ «Αυγή» με τίτλο: «Αιρετικές σκέψεις για την “εθνική ιδεολογία” του σχολείου» αναφέρει τα τετριμμένα και απλοϊκά επιχειρήματα των αποδομητών του έθνους: «Τα “έθνη” (και άρα και το ελληνικό) δεν είναι προαιώνια και αναλλοίωτα.. Άρα η αποδόμηση της εθνικής ιδεολογίας αποτελεί πρότυπο καθήκον μιας αντι-συστημικής αριστεράς». Η άποψη αυτή είναι απόρροια μιας συγκεκριμένης σχολής σκέψης, πολύ διαδεδομένης στη Δύση, που λέει σε απλά ελληνικά ότι τα έθνη είναι θεωρητικές – τεχνητές κατασκευές των κρατών, μετά τη γαλλική επανάσταση και μάλιστα των καπιταλιστικών κρατών. Ούτε καν «φαντασιακές κοινότητες», όπως διατείνονται άλλοι ερευνητές. Για το λόγο αυτό ισχυρίζεται ο κύριος θεωρητικός του ΣΥΡΙΖΑ Γιάννης Μηλιός ότι «Κεφάλαιο-κράτος (αστική πολιτική εξουσία) -έθνος αποτελούν όψεις μιας και της αυτής μορφής ταξικής εξουσίας, του καπιταλισμού. Το ζήτημα δεν είναι, επομένως, να διαπιστώνει κανείς ότι το έθνος μπορεί να εκφράζει την αστική κυριαρχία, αλλά να κατανοήσει ότι το έθνος αποτελεί αναγκαία μορφή της καπιταλιστικής κυριαρχίας».[7] Το λογικό συμπέρασμα που βγαίνει από την άποψη αυτή είναι ότι καταργώντας το έθνος και κατά συνέπεια το έθνος -κράτος, καταργείς ή συμβάλεις εν πάση περιπτώσει στην κατάργηση της αστικής κυριαρχίας. Αυτή είναι η θεωρητική αντίληψη, η οποία κυριαρχεί ως η ηγεμονεύουσα ιδεολογία στις γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία όμως δεν διακηρύσσεται ανοιχτά, αλλά επενεργεί από το παρασκήνιο και καθορίζει την πολιτική του, αν και όχι πάντα. Όμως ο ίδιος ο μέντορας της ελληνικής αριστεράς και του ΣΥΡΙΖΑ ιδιαίτερα, Νίκος Πουλαντζάς διακήρυττε ότι «το έθνος αποτελεί μια ιδιαίτερη ενότητα αναπαραγωγής όλων των κοινωνικών σχέσεων, πολύ πριν από τον καπιταλισμό» και προσέθετε: «ο οικονομισμός θεωρεί ότι όλα τα επίπεδα της κοινωνικής πραγματικότητας, του κράτους συμπεριλαμβανομένου, είναι απλώς επιφαινόμενα, που μπορούν να αναχθούν στην οικονομική βάση. Ως εκ τούτου μια ειδική μελέτη του κράτους καθίσταται περιττή».[12]
Για του λόγου το αληθές θα παραθέσουμε την συγκεκριμένη άποψη της σχολής του Σικάγου, που αναφέρει η ήδη γνωστή στην Ελλάδα συγγραφέας Ναόμι Κλάιν: «Όταν τριάντα χρόνια πριν η αντεπανάσταση της Σχολής του Σικάγου έκανε το πρώτο της άλμα από τα εγχειρίδια στον πραγματικό κόσμο, επεδίωξε επίσης να εξαλείψει έθνη και να δημιουργήσει καινούργια στη θέση τους».[8] Ο Γιάννης Μηλιός ωστόσο είναι κατηγορηματικός. Ούτε καινούργια έθνη θέλει ούτε παλιά. Τόσο τα μεν, όσο και τα δε αντιστρατεύονται την ταξική πάλη. Η κατάργηση του έθνους – κράτους μπαίνει συνεπώς ως στρατηγικός στόχος του ΣΥΡΙΖΑ, στο βαθμό που ο Γιάννης Μηλιός και οι ομοϊδεάτες του (το ίδιο με ελάχιστες παραλλαγές πιστεύουν και οι Τροτσκιστές), μπορούν να περάσουν την ιδεολογική αυτή γραμμή ως κυρίαρχη κοσμοθεωρητική αντίληψη στο κόμμα αυτό.
Πώς συντελείται στην πράξη μια τέτοια διαδικασία αποδόμησης του έθνους-κράτους μας το εξηγεί με απλό και κατανοητό τρόπο ένας άλλος συγγραφές με τα εξής λόγια: «Το πρώτο βήμα για να εξοντώσεις ένα έθνος είναι να διαγράψεις τη μνήμη του. Να καταστρέψεις τα βιβλία του, την κουλτούρα του, την ιστορία του. Μετά να βάλεις κάποιον να γράψει νέα βιβλία, να κατασκευάσει μια νέα παιδεία, να επινοήσει μια νέα ιστορία…Δεν θα χρειαστεί πολύς καιρός για να αρχίσει αυτό το έθνος να ξεχνά ποιο είναι και ποιο ήταν. Ο υπόλοιπος κόσμος γύρω του θα το ξεχάσει ακόμη πιο γρήγορα».[9] Στόχος λοιπόν κάθε «αντισυστημικής» ιδεολογίας με συνέπεια και συνέχεια, όπως την αντιλαμβάνονται οι αποδομητές του έθνους κράτους, και συνεπώς και του ΣΥΡΙΖΑ, είναι να καταργήσει το έθνος – κράτος και φυσικά ότι αυτό εκφράζει. Ήδη στην παιδεία και όχι μόνο η διαδικασία αποδόμησης με την σύμπραξη Νίκου Φίλη και Αντώνη Λιάκου και των εθνομηδενιστικών τους επιτελείων, έχει αρχίσει.
Τέτοιες και παρόμοιες δηλώσεις και απόψεις δεν είναι οι μοναδικές στο χώρο του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και της Λαϊκής Ενότητας, όπως δεν είναι γενικά μοναδικές και δεν ανήκουν μόνο στην Αριστερά, γιατί το ίδιο πρεσβεύει σε μεγαλύτερο βαθμό και με μεγαλύτερη συνέπεια και η δεξιά, όπως διαφαίνεται αυτό μάλιστα από δηλώσεις δύο πρώην πρωθυπουργών και συγκεκριμένα του Κωνσταντίνου Σημίτη και του Γιώργου Παπανδρέου και όχι κάποιων θεωρητικών διανοητών. Υπάρχει δηλαδή απόλυτη ταύτιση απόψεων.
Ο εθνομηδενιστικός λόγος της «εκσυγχρονιστικής δεξιάς», κυρίως στην μετά Ανδρέα Παπανδρέου εποχή, και της αναθεωρητικής Αριστεράς ταυτίζονται απόλυτα. Απλώς διαφέρουν ποιοτικά και αναλογικά και όσον αφορά την αφετηρία.
Ας δούμε τι λέει π.χ. ο Κώστας Σημίτης για την συγκεκριμένη περίπτωση: «Η πολιτική μας είναι να ενισχύσουμε με κάθε τρόπο και με κάθε μέσο την αδιαφορία απέναντι σ’ εξελίξεις με ιδεολογικό προσανατολισμό, μια χωρίς απήχηση ελληνική χριστιανική παράδοση. Να εμποδίσουμε και ν’ αποτρέψουμε με κάθε κόστος την προσήλωση στην ιδέα του έθνους και στη χριστιανική παράδοση, που αποδυναμώνει και εγκυμονεί κινδύνους σε μία σύγχρονη παρουσία, που πρέπει να έχει η Ελλάδα». Ο «εθνικός προσανατολισμός» του Κώστα Σημίτη και «η εθνική ιδεολογία» του Νάσου Θεοδωρίδη και της Νέας Τάξης είναι ένα και το αυτό πράγμα. Γι’ αυτό ο Κώστας Σημίτης μιλάει πολλές φορές για «εθνικιστικό λαϊκισμό». Σ’ όλα αυτά προστίθεται ο κοσμοπολίτικος «πολυπολιτισμός», τον οποίο επικαλείται ο διάδοχος του με το «δαχτυλίδι» Γιώργος Παπανδρέου, που ο «πολυπολιτισμός», τον οποίο ήθελε «δια της βίας» να προωθήσει στην Ελλάδα στην απολυτότητά του, είναι ανώτερος σε ένταση και περιεχόμενο απ’ αυτόν που προωθεί η Αριστερά.[10] Στο πνεύμα αυτό φυσικά δεν παίζει απολύτως κανένα ρόλο, αν τη δημόσια και ιδιωτική περιουσία της Ελλάδας την αγοράσει η Τουρκία ή οποιαδήποτε άλλη χώρα, έστω κι αν επιβουλεύεται την εθνική και εδαφική της κυριαρχία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η δήλωση του παγκοσμιοποιημένου υπουργού Οικονομίας της πρώην τρικομματικής κυβέρνησης, στην οποία μετέχει και η «Δημοκρατική Αριστερά», σαρξ εκ της σαρκός του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος σε συνέντευξή του στο γνωστό αμερικανικό δίκτυο CNN και σε ερώτηση δημοσιογράφου, αν η Ελλάδα θα είχε πρόβλημα να πουλήσει τομείς της χώρας του στην Τουρκία, απάντησε ότι κατά την άποψή του δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα.[11]
Αν συγκρίνουμε τις τοποθετήσεις αυτές θα διαπιστώσουμε ότι τόσο ο Κώστας Σημίτης, όσο και ο Γιώργος Παπανδρέου του μεταλλαγμένου ΠΑΣΟΚ, όσο και η ελληνική τρόικα του Αντώνη Σαμαρά, Ευάγγελου Βενιζέλου και Φώτη Κουβέλη, στο θέμα της «αποδόμησης της εθνικής ιδεολογίας», είναι πολύ πιο σκληροί και αποτελεσματικοί. Μάλιστα ο πρώτος είναι απόλυτος, όταν λέει «με κάθε κόστος». Αυτό ούτε η Αριστερά, όπου σταθεί και όπου βρεθεί, τολμά να το ισχυριστεί, πάρ’ όλο τον εθνοαποδομητικό της λόγο και ρόλο.
Ο Γιώργος Παπανδρέου ήθελε κατ’ εντολή των Αμερικανών, όπως γράφει και στο βιβλίο της η Δήμητρα Λιάνη – Παπανδρέου, Η οργή του Ανδρέα, – κι αυτό ας το βάλουμε καλά στο μυαλό μας -να φτιάξει όχι μόνο μια πολυπολιτισμική Ελλάδα, όπως του καταμαρτυρεί και ο Κώστας Σκανδαλίδης και άλλοι, αλλά μια προγραμματισμένα πολυφυλετική, πολυεθνική, πολυθρησκευτική χώρα με ανοιχτά σύνορα.[12]ώστε να την διαλύσει, όπως διατείνεται με μια πρόσφατη ομολογία του ο Δημήτρης Παξινός, καταξιωμένος πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου. Σε μια επίσκεψή αντιπροσωπείας του ΣΔΑ στην πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβία, άκουσε από το στόμα του ομολόγου του Γιουγκοσλάβου το εξής αποκαλυπτικό: «Οι συμφωνίες διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας υπήρχαν και περίμεναν την ώρα. Υπάρχουν όμως και για εσάς!!». Σήμερα οι εξελίξεις στην Ελλάδα και την ευρύτερη περιοχή, μόνο ως σενάριο επιστημονικής φαντασίας δεν το κάνουν να ακούγεται. Οι γείτονές μας συνεχώς, παίρνοντας αφορμή από την υποχωρητική στάση των ελληνικών κυβερνήσεων, εντείνουν άνετα τις εδαφικές τους διεκδικήσεις.
Άραγε η Αριστερά είναι παγερά αδιάφορη για όλα αυτά; Μόνο η «ταξική πάλη» έχει σημασία; Και ποια ταξική πάλη κάτω από τις σημερινές συνθήκες της ιδιόμορφης κατοχής της πατρίδας μας από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα της Δύσης; Πώς θα κάνει ταξική πάλη, όταν θα έχει κατακρεουργηθεί εδαφικά η χώρα, κι όταν αποδυναμωθεί παντελώς σε όλα τα επίπεδα: Πώς θα κάνει ταξική πάλη, όταν θα έχει διαλυθεί ο συνεκτικός ιστός της κοινωνίας; Όταν δεν θα υφίσταται πια Ελλάδα, αλλά ένας παγκοσμιοποιημένος πολυπολιτισμικός αχταρμάς; Με ποιους εν πάση περιπτώσει θα κάνει ταξικό αγώνα; Με ποια εργατική τάξη θα κάνει την ταξική πάλη; Με τους βολεμένους του δημόσιου τομέα, τους οποίους εκπροσωπεί; Τι θα απογίνουν τα φτωχά λαϊκά στρώματα, κυρίως του ιδιωτικού τομέα, που γίνονται έρμαιο εκμετάλλευσης από τη Χρυσή Αυγή;
H αποδόμηση του εθνικού κράτους, κυρίαρχη σήμερα ιδεολογία της άρχουσας τάξης, προκειμένου να εντάξει σε έναν παγκοσμιοποιημένο πολτό, ως παγκόσμια διακυβέρνηση, όλες τις κοινωνίες και να χρησιμοποιήσει τα μέλη τους όχι ως πολίτες αλλά ως πληθυσμός, μια καινούργια έννοια της πολυπολιτισμικής Αριστεροδεξιάς, είναι ο κοινός παρανομαστής της δεξιάς και της αριστεράς στην Ελλάδα. Καθένας μόνος του, παγκόσμιος καταναλωτής με την ιδιότητα του «πολίτη του κόσμου».[13]
Έτσι η Αριστερά κατά βάση ταυτίστηκε με την παγκοσμιοποίηση και την Νέα Τάξη.
Όλα αυτά δημιουργούν δικαιολογημένα σύγχυση, έτσι ώστε να αναρωτιέται κανείς, για το ποια είναι η πραγματική ιδεολογία του ΣΥΡΙΖΑ και αν υπάρχει κάποια επίσημη ιδεολογία που τον τοποθετεί σε έναν ιδεολογικό χώρο ή είναι ένας «αχταρμάς» ιδεολογιών και ο καθένας και η κάθε συνιστώσα διαλέγει εκείνο που της συμφέρει.
Διατηρεί ή έχει αποβάλει ο ΣΥΡΙΖΑ τον εαμικό πατριωτισμό, τον οποίο πια ταυτίζει σκόπιμα ή από πεποίθηση με τον εθνικισμό, θεωρώντας ότι αποτελούσε μια σταλινική παρέκκλιση από την μαρξιστική ιδεολογία η οποία, κατά την επικρατούσα άποψη στις γραμμές του και στον σκληρό πυρήνα του, είναι ενάντια στην πατρίδα και τον πατριωτισμό, σύμφωνα με την γνωστή ρήση του Μαρξ ότι «οι προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα» και συνεπώς «δεν μπορείς να τους πάρεις αυτό που δεν έχουν»;[14]
Είναι κόμμα μαρξιστικό, λενινιστικό, μαρξιστικό -λενινιστικό, τροτσκιστικό, μαοϊκό, νεοφιλελεύθερο αναρχοαυτόνομο, αμεσοδημοκρατικό; Τι απ’ όλα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ; Είναι όλα μαζί και τίποτε ιδιαιτέρως; Αν ισχύουν όλα αυτά και τα θεωρεί κατηγορίες, γιατί δεν αποσαφηνίζει την ιδεολογία του μέσα από ένα δεσμευτικό συνέδριο, για να μη δημιουργούνται παρεξηγήσεις και παρερμηνείες; Ή κι αν δημιουργούνται προβλήματα στο θέμα αυτό από κάποιους καλοθελητές, να υπάρχει τουλάχιστον ως κριτήριο ή ιδεολογική αρχή, που δεσμεύει τα μέλη του;
Υπάρχουν πολλές ενδείξεις από στελέχη της Αριστεράς που είναι αναφανδόν κατά του έθνους κράτους μάλιστα με ακραίες θέσεις, που φτάνουν τα όρια της διανοητικής παράκρουσης. Μπορεί ορισμένοι να με κατηγορήσουν, αν όχι για αναλήθειες, αλλά σίγουρα για υπερβολές. Η πραγματικότητα όμως θα τους διαψεύσει.
Μια τέτοια περίπτωση είναι αυτή του Ηλία Ιωακείμογλου, μέλους της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού «Θέσεις», του οποίου διευθυντής είναι ο Γιάννης Μηλιός, βουλευτής και εξέχων στέλεχος του ιδεολογικού μηχανισμού του ΣΥΡΙΖΑ, όταν ακόμη ήταν ενωμένο.
Οι απόψεις του Ιωακείμογλου, καθώς φαίνεται, δεν είναι μειοψηφικές στις γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ. Λέει ο ανωτέρω σ’ ένα άρθρο του τα εξής εξωφρενικά, αυτονόητα ωστόσο για τον ίδιο και τους ομοϊδεάτες του, τονίζοντας ότι χρειάζεται τριάντα για την επανάσταση των οποίων τις ιδιότητες κατονομάζει: «Όσοι ασφυκτιούν από το πάρτι του εθνικισμού στην πολιτική σκηνή, στις οθόνες της τηλεόρασης και στην καθημερινή ζωή, όσοι δεν πανηγυρίζουν με την νίκη της εθνικής Ελλάδος, όσοι δεν συγκινούνται με την έπαρση της σημαίας και τις νίκες των Ελλήνων αθλητών, όσοι νιώθουν άβολα ή αδιάφορα, όταν ακούν τις διηγήσεις πατριωτισμού, των αγωνιστών του ΕΑΜ, τα νεκρόφιλα τραγούδια του Θεοδωράκη και την ποίηση του Ελύτη, όσοι είναι έτοιμοι να επανεξετάσουν την πατριωτική ιστορία του ΕΑΜ σε βάρος του, όσοι δεν υποκλίνονται στον σημερινό πατριωτισμό των υποτελών κοινωνικών τάξεων, όσοι καίνε τις ελληνικές σημαίες και όσοι δεν τις καίνε, αλλά χαίρονται γι’ αυτό, όσοι δεν πιστεύουν ότι η Ελλάδα “είναι η ομορφότερη χώρα του κόσμου”, όσοι γελούν με το μύθο της ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού, όσοι δεν λυπήθηκαν για τον βανδαλισμό του μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη, όσοι σιχαίνονται τις παρελάσεις και τις εθνικές εορτές…».[15]
Είμαστε υποχρεωμένοι να αναρωτηθούμε σε τι βαθμό και μέγεθος λειτουργούν στα πλαίσια του ΣΥΡΙΖΑ τέτοιες ή παρόμοιες «ρηξικέλευθες, υπερεπαναστατικές» ιδέες!
Μόνο ένας Κίσινγκερ θα μπορούσε «ασθμαίνων» να εκφράσει τέτοιες θέσεις.
Πρόκειται για το κομμάτι εκείνο των Αριστερών και της Αριστεράς που το μόνο που το απασχολεί είναι η αποδόμηση του εθνικού κράτους, κυρίαρχη ιδεολογία, όπως στα προηγούμενα τονίσαμε, της πλανητικής άρχουσας τάξης.
Είναι αυτή η επίσημη ιδεολογία του ΣΥΡΙΖΑ; Σ’ ένα άρθρο του στην εφημερίδα «Ο δρόμος της Αριστεράς», λέει ο Γιώργος Τσίπρας, στέλεχος της ΚΟΕ, ανάμεσα στα άλλα, προσπαθώντας να ξεκαθαρίσει την σύγχυση. Η σύμπλεξη ταξικού και εθνικού ζητήματος, δηλαδή κοινωνικού ζητήματος και εθνικής ανεξαρτησίας «εκδηλώνεται ισχυρότερη στην περίπτωση της σύγχρονης Ελλάδας λόγω του ότι η τελευταία δεν είναι η ίδια μια ιμπεριαλιστική χώρα αλλά είναι, αντίθετα, μια χώρα οργανικά και υποτακτικά προσδεμένη σε ξένα ιμπεριαλιστικά κέντρα… Το αποτέλεσμα είναι πως αφήνεται, με αυτό τον τρόπο, αδικαιολόγητα ανοιχτό πεδίο στην ακροδεξιά και στους φασίστες να το καπηλεύονται δίχως αντίπαλο.
Ένα σημαντικό μέρος αυτής της τάσης μπορούσε να έχει κερδηθεί από μια πατριωτική Αριστερά ή μια Αριστερά που, εκτός από τον εθνικισμό, ξεκαθαρίζει τους λογαριασμούς της με τον κοσμοπολιτισμό από τη μια και τον εθνικό μηδενισμό από την άλλη».[16]
Πρέπει ωστόσο να παρατηρήσουμε στα γραφόμενα του Γιώργου Τσίπρα, ότι οι απόψεις μιας συντριπτικής ηγετικής, ιδεολογικής ομάδας μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, όπως είναι η κυρίαρχη ομάδα του Μηλιού, του Νταβανέλου και άλλων, δεν συνηγορεί με την άποψη ότι το ελληνικό κεφάλαιο είναι εξαρτημένο, αλλά ότι είναι κι αυτό ιμπεριαλιστικό μέσα στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, έστω ως αδύναμος κρίκος.[17]
Είναι αυτή η ιδεολογία του ΣΥΡΙΖΑ; Η απάντηση είναι ασφαλώς όχι. Υπάρχουν και απόψεις που θέτουν σοβαρούς προβληματισμούς απέναντι στoν πλήρη εθνομηδενισμό. Θα αναφέρουμε μια άποψη, που αντιστρατεύεται τις μηδενιστικές και κοσμοπολίτικες αυτές απόψεις. Τις εκφράζει με θάρρος, προσπαθώντας να πείσει με επιχειρήματα ο Λαοκράτης Βάσσης:
Βέβαια μια «σύγχρονη Αριστερά», τονίζει ο Λαοκράτης Βάσσης, που ανήκει στην πατριωτική Αριστερά, «θα πρέπει να επανακαθορίσει τη σχέση της μ’ αυτήν την κληρονομιά, αναπροσανατολίζοντας με σύγχρονους όρους τον πατριωτικό της χαρακτήρα, αλλά και τη σχέση της με την ελληνική πολιτιστική ιθαγένεια, διευκρινίζοντας μεταξύ άλλων πως άλλο αντιεθνικισμός, που είναι σύμφυτο γνώρισμα της Αριστεράς και άλλο αποεθνοποίηση (ή εθνομηδενισμός), άλλο πατριωτισμός, εαμικού μάλιστα χαρακτήρα και άλλο εθνικισμός, (σοβινισμός). Πως παν το εθνικό δεν είναι αυτόχρημα εθνοκεντρικό ή ελληνοκεντρικό. Πως εν τέλει η εθνική διάσταση της Αριστεράς δεν είναι αφ’ εαυτής αμαρτωλή και ασύμβατη με το διεθνιστικό της χαρακτήρα διάσταση». Και συνεχίζει σε άλλο σημείο για να τονίσει: «Αλίμονο αν η Αριστερά αποχρωματίζει εθνο/πολιτιστικά την κοινωνική της διάσταση, αν δεν εκφράζει καθολικά την “ψυχή” της ελληνικής μας συλλογικότητας…» Κάνοντας μάλιστα αναφορά στην συγκεκριμένη αποδομητική διανόηση της Αριστεράς, προσθέτει: «Η θορυβώδης αυτή διανόηση στοχεύει με επιστημοφανή , προοδευτικοφανή, και αριστεροφανή ταχυδακτυλουργία όχι στην κριτική αναδιατύπωση της “εθνικής ιδεολογίας” μας, αλλά στην περιφρονητική αποδόμηση των συντεταγμένων της».[18] Φωνή βοώντος εν τη ερήμω; Η ιστορία θα δείξει. Για μένα η ιστορία έχει δείξει. Για άλλους πρέπει να γίνει η απόδειξη επί των «τύπων των ήλων».[19] Και φυσικά ο τύπος των ήλων είναι καταφανής.
Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως τα σημεία δείχνουν, δεν έχει ενιαία ιδεολογική γραμμή και αυτό επιβεβαιώνεται με κάθε αφορμή και κάθε ευκαιρία. Αλλά δεν την συζητεί για να την ξεκαθαρίσει.[20] Η θέση, που κατά τα άλλα πρεσβεύει, είναι γενικά και αόριστα ο ακαθόριστος και νεφελώδης «Δημοκρατικός Σοσιαλισμός», τον οποίο χρησιμοποιεί ως σύνθημα, κενό περιεχομένου.
Μια τέτοια θέση δεν λέει στην ουσία τίποτε. Ποια «δημοκρατία» και ποιος «σοσιαλισμός» και με ποια συγκεκριμένα και οριοθετημένα και προσδιορισμένα χαρακτηριστικά; Αντιθέτως διαπιστώνουμε ότι οργανώνεται ο αποδομητικός μηχανισμός κατάργησης του έθνους – κράτους. Η αγαστή σύμπλευση στο κρίσιμο θέμα της παιδείας Νίκου Φίλη, εκπροσώπου της ποιο ακραίας μορφής εθνομηδενισμού με τον Αντώνη Λιάκο, μέντορα του καταστροφέα Κώστα Σημίτη, και την Σία Αναγνωστοπούλου και όλων των ομοϊδεατών τους, προμηνύει ανείπωτους κινδύνους για την πατρίδα μας.
Πάντως βέβαιο είναι ότι με δημοκρατία εννοεί τον δυτικό κοινοβουλευτικό πλουραλισμό και όχι κάποιο μονοκομματικό σύστημα. Έτσι τουλάχιστον διαφαίνεται από τα συμφραζόμενα.
Αλλά τι εννοεί με σοσιαλισμό; Είναι ένα τεράστιο θέμα στο οποίο δεν δίδεται σαφής απάντηση. Είναι σοσιαλισμός με κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία και κρατική ή κοινωνική ιδιοκτησία; Είναι σοσιαλισμός που έχει και στοιχεία καπιταλισμού, δηλαδή στοιχεία ανταγωνιστικότητας και αγοράς; Είναι μικτή οικονομία ή κάτι τελείως διαφορετικό; Είναι σοσιαλισμός που διακηρύττει τον πολυπολιτισμό, τα ανοικτά σύνορα και την παγκοσμιοποίηση; Και αν ναι, ποιο είναι και σε τι συνίσταται αυτό το διαφορετικό και ποια είναι τα χαρακτηριστικά του;
Πολλά ερωτήματα που αιωρούνται αναπάντητα ή ίσως θεωρούνται αυτονόητα για τους μεμυημένους μυστικοσυμβούλους, αλλά δημιουργούν προς τα έξω πλήρη σύγχυση, ώστε να δίνεται στο κάθε στέλεχος και κάθε μέλος, αλλά γενικά και στον Έλληνα πολίτη η δυνατότητα για τη δική του ερμηνεία, όπως πρόσφατα έπραξαν η κ. Γαϊτάνι και ο κύριος Διαμαντόπουλος, και οι δυο βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι φυσικά οι μοναδικοί, που εξηγούν την ιδεολογία και την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ κατά πώς τους βολεύει η προσωπική τους αντίληψη. Εφόσον δεν υπάρχει αναφορά σε κάποιες δεσμευτικές ιδεολογικές έννοιες – κριτήρια, ο καθένας λέει εκείνο που του «κατεβαίνει», για να το εκφράσουμε λαϊκά και η στάση τους είναι αντεθνική.
Τέλος, ταυτίζεται η Αριστερά εν μέρει ή εν όλω με τη δεξιά στην Ελλάδα στα θέματα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και την Νέας Τάξης; Ήταν τυχαία η σύμπραξη της ΔΗΜΑΡ του Κουβέλη με τις συντηρητικές δυνάμεις στην Ελλάδα ή είναι λογικό αποτέλεσμα της πραγματικής της ιδεολογίας, πέρα από τα φληναφήματα περί «Δημοκρατικής Αριστεράς»; Έχει ο καθένας το δικαίωμα έτσι αυθαίρετα να βάζει οποιαδήποτε ιδεολογική ταμπέλα στον τίτλο του, χωρίς αυτός ο τίτλος να ανταποκρίνεται στην πολιτική του; Ισχύει αυτό που λέγεται, ότι είσαι ό,τι δηλώσεις και μπορεί άνετα να το αμφισβητήσει και διαψεύσει ο καθένας; Ποιες είναι οι ορίζουσες έννοιες – κριτήρια;
Βέβαια είναι δεδομένο ότι η δεξιά, στην πατρίδα μας και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι ΠΑΣΟΚ, Νέα Δημοκρατία και η πρώην ΔΗΜΑΡ, είναι αναφανδόν υπέρ της παγκοσμιοποίησης και της Νέας Τάξης. Αλλά μήπως και ο ΣΥΡΙΖΑ, που είναι σήμερα κυβέρνηση είναι υπέρ της παγκοσμιοποίησης, παρ’ όλο που φραστικά βάλει εναντίον της; Βρίσκεται η ίδια σε αδυναμία ή ανικανότητα να ξεδιαλύνει την ιδεολογική της «θολούρα»;
Τελικά που βρίσκεται η αλήθεια και που το λάθος, που η «συκοφαντία» και που η πραγματικότητα;
Πάρα πολλά ερωτηματικά, που δημιουργούν άκαιρες αντιπαλότητες, ενώ πρέπει να εξετάζονται, χωρίς μισαλλοδοξία ή ιδεοληψίες, αλλά με νηφαλιότητα και σεβασμό στην άλλη άποψη, στα πλαίσια ενός ανοιχτού δημοκρατικού διαλόγου – αντιλόγου.
Έχει τελικά νόημα η όλη ιδεολογικοπολιτική αντιπαράθεση με θεωρίες και ιδεολογίες που διαμόρφωσαν τη στάση συγκεκριμένων πολιτικών υποκειμένων και πολιτικών φορέων;
Αν είναι έτσι, πρέπει να ανατρέξουμε σ’ εκείνους τους θεωρητικούς, που έδωσαν αφορμή να διαμορφωθούν οι συγκεκριμένες αυτές θέσεις και η σωστή ή λανθασμένη εφαρμογή τους από τους επιγόνους.
Είμαστε δηλαδή υποχρεωμένοι να ερμηνεύσουμε τις θέσεις των γεναρχών αυτών των θεωριών και κατά πόσο φυσικά οι θεωρίες τους ερμηνεύονται και εφαρμόζονται ορθά στη σημερινή πραγματικότητα. Γιατί η αλήθεια είναι διαλεκτική, όπως τόνιζε ο Ένγκελς ισχυριζόμενος ότι «έχουμε πάντα συνείδηση ότι οι γνώσεις που αποκτούμε είναι αναγκαστικά περιορισμένες, ότι καθορίζονται από τις συνθήκες, όπου τις αποκτήσαμε».[21] Και πιο κάτω προσθέτει: «Η αλήθεια βρισκόταν τώρα στο ίδιο το προτσές της γνώσης, στη μακρόχρονη ιστορική εξέλιξη της επιστήμης, που από τις κατώτερες βαθμίδες της γνώσης ανεβαίνει διαρκώς σε ανώτερες, χωρίς όμως ποτέ να φτάσει με την ανακάλυψη μιας λεγόμενης απόλυτης αλήθειας σε σημείο που να μην μπορεί πια να προχωρήσει πιο πέρα».[22]
Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε και άλλες τέτοιες τοποθετήσεις, τόσο του Μαρξ όσο και του Ένγκελς. Θα αναφέρουμε και μια ακόμη από τον τροτσκιστή ιδεολόγο Μιχάλη Ράπτη (Πάμπλο), ο οποίος συγκεφαλαιώνοντας την εμπειρία μιας ολόκληρης ζωής και επιβεβαιώνοντας εν μέρη τις απόψεις του Ένγκελς, αποφαίνεται: «Αλλά καθώς κανένας ντετερμινισμός δεν διέπει την κοινωνική εξέλιξη – ποιοτικά διαφορετική από εκείνη της φύσης και του ανθρώπου, ως βιολογικού όντος -, είναι φυσικό να υπάρχουν σήμερα, έναν αιώνα μετά τον θάνατο του Μαρξ, νέα προβλήματα, στα οποία ο Μαρξ δεν είχε δώσει, δεν θα μπορούσε να δώσει συγκεκριμένη, ικανοποιητική απάντηση».[23]
Και το ερώτημα είναι: Άραγε ο Μαρξ και ο Ένγκελς εξαιρούνται απ’ αυτή την κατηγορία; Οι δικές τους αλήθειες είναι αιώνιες και ποιές πραγματικά είναι αυτές οι αλήθειες, για τις οποίες δεν επιτρέπεται καμία αμφισβήτηση; Είναι κι αυτό ένα επιπλέον ερώτημα!
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ό ο μαρξιστής φιλόσοφος Κοστάντσο Πρέβε, όταν αναφέρεται στις φιλοσοφικές θέσεις του Μαρξ, μιλά για εργοτάξιο, απ’ όπου ο καθένας παίρνει εκείνο που του χρειάζεται, ανάλογα με την σκοπιμότητα που υπηρετεί, εννοώντας ότι δεν υπάρχει μια ενιαία μαρξιστική φιλοσοφία, δεσμευτική για όλους. Σημαντική είναι και η τοποθέτηση του ισραηλινού διανοούμενου Ισραήλ Σαχάκ, που ασκώντας κριτική στον δογματισμό του μαρξισμού – λενινισμού, λέει τα εξής αξιοπρόσεκτα: «Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι, για κείνους που αποκαλούν τους εαυτούς τους λενινιστές, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η ιστορία ακολουθεί τις αρχές που έθεσαν ο Μαρξ και ο Λένιν. Δεν είναι μόνο η πεποίθηση καθεαυτή, όσο κι αν είναι δογματική, αλλά η ίδια η άρνηση της δυνατότητας να αμφισβητηθεί, που, αποκλείοντας κάθε διάλογο, δημιουργεί έναν ολοκληρωτικό τρόπο σκέψης».[13]
Στους γενάρχες ανήκουν αναμφισβήτητα, εκτός από τον Μαρξ και τον Ένγκελς, ο Λένιν, ο Τρότσκι, η Λούξεμπουργκ, ο Γκράμσι και άλλοι.
VΙ. Τα ιστορικά υποκείμενα ως φορείς ιδεολογίας και η διαφοροποίησή τους
Πριν προχωρήσουμε στην ανάλυσή μας θεωρούμε υποχρέωσή μας να απαντήσουμε και σε ένα άλλο βασικό ερώτημα που έχει σχέση με τα ιστορικά υποκείμενα που πρεσβεύουν τις σχετικές θεωρίες.
Υπάρχουν κατά την άποψή μου δύο κατηγορίες ιστορικών υποκειμένων. Εκείνοι που από ιδεολογία υποστηρίζουν μια θεωρία ή μια ιδεολογία και εκείνοι που χρησιμοποιούν την ιδεολογία για να υπηρετήσουν τον καιροσκοπισμό τους. Παραδείγματα άπειρα.
Θα σταχυολογήσουμε ορισμένα «κλαστικά» παραδείγματα, για να δείξουμε ότι πρέπει να διαχωρίζουμε τους ιδεολόγους από τους καιροσκόπους. Η αντιπαράθεση με του ιδεολόγους είναι άλλης τάξης (θεωρητικής και ηθικής) απέναντι στους καιροσκόπους, για τους οποίους δεν πρέπει να υπάρχει «έλεος». Πρέπει να χτυπιούνται χωρίς επιείκεια!
Είναι και αυτό ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα, γιατί οι άνθρωποι που αναμειγνύονται και δρουν στην κοινωνία πολιτικά, είναι φορείς μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας ή είναι ενεργούμενα μιας ιδεολογίας την οποία καθορίζουν άλλοι. Είτε ετεροπροσδιορίζονται και είναι ετερόφωτοι είτε αυτοπροσδιορίζονται και είναι αυτόφωτοι, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο και αυτό μετράει σε «τελευταία ανάλυση», όπως ήταν η προσφιλής έκφραση του Ένγκελς.
Ένας από τους προεξάρχοντες «κλασικούς» καιροσκόπους» (όπως λέμε κλασσικοί συγγραφείς, κλασσικά έργα κ.λπ), από τα παραδείγματα προς αποφυγήν, είναι ο γνωστός και με εξαιρετέος ανά το Πανελλήνιο, ο πολύς, αλαζονικός, υπερφίαλος και κυνικός Πάγκαλος. Ξεκίνησε από κομμουνιστής, μετά σοσιαλιστής, κατόπιν νεοφιλελεύθερος και τώρα συνεχίζει αντιδραστικός, υπηρετώντας πιστά το σύστημα που τον ανέδειξε. Στην ίδια συνομοταξία και με κάποιες διαφοροποιήσεις σχετικά με την ένταση και την έκταση του καιροσκοπικού φαινομένου είναι και ο Ανδρουλάκης, η Δαμανάκη, ο Μπίστης, η Ρεπούση και πολλοί άλλοι, ων ουκ έστιν αριθμός.[24]
Όλοι οι ανωτέρω αλλάζουν την ιδεολογία τους, όπως τα πουκάμισα. Δεν τους κατευθύνει η ιδεολογία, αλλά την χρησιμοποιούν ως μέσο για να είναι πάντοτε μέσα στο σύστημα, το αστικό φυσικά, το οποίο υποτίθεται καταπολεμούν, ενώ το υπηρετούν και τους υπηρετεί. Το σύστημα τους παρέχει αφειδώς θέσεις, αξιώματα και απολαβές. Αν ήταν κομμουνιστικό το καθεστώς θα ήταν φυσικά φανατικοί κομμουνιστές, γραφειοκράτες του συστήματος. Ενώ τώρα είναι φανατικοί «αστοί» κομμουνιστές, σοσιαλιστές κ.λπ.
Από την άλλη υπάρχουν οι γνήσιοι ιδεολόγοι, όπως για παράδειγμα ο Γιάννης Μηλιός, στον κεντρικό ιδεολογικό μηχανισμό του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος λέει ξεκάθαρα ότι «οι “εμμονές περί έθνους” είναι εντελώς – μα εντελώς (και δίχως περιστροφές) – ασυμβίβαστες με τη μαρξιστική και την εν γένει ταξική θεώρηση της ιστορίας…».[25] Ένα άλλο παράδειγμα ιδεολόγου είναι και ο γνωστός τροτσκιστής της ΔΕΑ Νταβανέλος, που έχει τις ίδιες ή παραπλήσιες ιδέες με τον Μηλιό.[26] Τουλάχιστον έτσι έχουν χαρακτηριστεί από εμένα. Μπορεί να κάνω και λάθος. Πάντως αυτή είναι η άποψή μου.
Από την άλλη πλευρά των ιδεολογικών ρευμάτων, για να αναφέρουμε και απ’ αυτήν την πλευρά ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι επίσης γνωστοί και μη εξαιρετέοι Στέφανος Μάνος και Ανδρέας Ανδριανόπουλος, γνήσιοι νεοφιλελεύθεροι ιδεολόγοι, που αξίζουν σεβασμού. Γνωστός είναι και ο Αντώνης Λιάκος, στην κατηγορία αυτή, αλλά αυτός συνδυάζει μάλλον στοιχεία και νεοφιλελεύθερου ιδεολόγου και καιροσκόπου.
Πραγματικά όλοι οι διαπιστωμένα ιδεολόγοι αξίζουν του σεβασμού μας, έστω και αν διαφωνούμε ριζικά μαζί τους. Ασφαλώς υπάρχουν κι άλλοι, αλλά αυτά τα παραδείγματα αρκούν, για να τονίσουμε αυτό που θέλουμε
Μ’ αυτούς η αντιπαράθεση διεξάγεται και πρέπει να διεξάγεται σε θεωρητικά και ιδεολογικοπολιτικά πλαίσια.
Από την άλλη υπάρχουν σε όλα τα πολιτικά και κοινωνικά στρώματα και οργανώσεις κλέφτες, απατεώνες, ληστές, λωποδύτες και τυχοδιώκτες. Ο καθένας από την προσωπική του πείρα μπορεί να βρει άπειρα παραδείγματα όλων των κατηγοριών και άλλων, που δεν τους ανάφερα ή δεν τους γνωρίζω. Εξάλλου δεν είναι δυνατόν. Η παρακμή, διαφθορά και σήψη δεν είναι τυχαία.
Εκείνο που τελικά θέλω να τονίσω είναι ότι τα θέματα που θα αναπτύξω δεν έχουν καμία σχέση με προσωπικές αντιπαραθέσεις, αλλά με τις θέσεις που αυτά τα πρόσωπα ως φορείς μιας άλφα ή βήτα ιδεολογίας ή φιλοσοφικής σχολής αντιπροσωπεύουν, με τις οποίες και κάνουμε αυτή την ιδεολογικο-θεωρητική και πολιτική αντιπαράθεση.[27]
Ας πάρουμε όμως, μετά από την μακροσκελή, αλλά απαραίτητη αυτή εισαγωγή, τα πράγματα με τη σειρά τους, ξεκινώντας από τους «γενάρχες». σχετικών με το θέμα μας, θεωριών και ιδεολογιών.
VIΙ. Η θεωρία του Μαρξ και των μαρξιστών σχετικά με τον παγκοσμιοποιημένο διεθνισμό
Για τη διερεύνηση του σημαντικού αυτού προβλήματος θα ξεκινήσουμε από μια καθοριστική θεωρητική θέση του Μαρξ, που έχει άμεση σχέση με το υπό έρευνα αντικείμενο.
Λέει ο Μαρξ σ’ ένα σημαδιακό του κείμενο, που έχει την «αξίωση» αξιώματος:
«Ένας κοινωνικός σχηματισμός ποτέ δεν εξαφανίζεται προτού αναπτυχθούν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορεί να χωρέσει και νέες, ανώτερες παραγωγικές σχέσεις ποτέ δεν εμφανίζονται, προτού ωριμάσουν οι υλικοί όροι της ύπαρξής τους μέσα στους κόλπους της ίδιας της παλιάς κοινωνίας».[28] και προσθέτει πιο κάτω: «Σε γενικές γραμμές μπορούν ο ασιατικός, ο αρχαίος, ο φεουδαρχικός και ο σύγχρονος αστικός τρόπος παραγωγής, να χαρακτηριστούν ως προοδευτικές εποχές του οικονομικού κοινωνικού σχηματισμού».[29]
Θα πρέπει να ερμηνεύσουμε αυτές τις θέσεις του Μαρξ, Τι θέλει άραγε πει με τις παραπάνω θέσεις;
Επανερχόμενοι στο «αξίωμα» του Μαρξ αναφερόμαστε στη βασική του τοποθέτηση, που αφορά τη σύγκρουση ανάμεσα στις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις[30] και στις παραγωγικές σχέσεις και στα αποτελέσματα που έχει αυτή η σύγκρουση. Πρόκειται για ένα δίπολο, δηλαδή για την αντίθεση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος με τους κεφαλαιοκράτες από τη μια, που κατέχουν τα μέσα παραγωγής και την εργατική τάξη από την άλλη, που πουλάει την εργατική της δύναμη. Αυτό το πλέγμα αντίθεσης, δύο αντίπαλες τάξεις, που το συνθέτουν βασικά οι σχέσεις ιδιοκτησίας της αστικής κοινωνίας, μπαίνει φραγμός στην εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων (έτσι λέει η θεωρία), δηλαδή την ανάπτυξη τόσο των μέσων παραγωγής, όσο και της εργατικής τάξης. Τότε, όπως λέει και ο Μαρξ «έρχεται μια εποχή κοινωνικής επανάστασης».
Ο Μαρξ, ισχυρίζεται αξιωματικά ότι είναι νομοτελειακό προαπαιτούμενο να αναπτυχθούν πρώτα μέσα στα πλαίσια της αστικής κοινωνίας (του παλιού κοινωνικού σχηματισμού) όλες οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορεί να χωρέσει.
Αυτό πάλι σημαίνει ότι ο καπιταλιστικός τύπος παραγωγής πρέπει να φθάσει στο ανώτατο στάδιο εξέλιξής του, δηλαδή στην ύπαρξη δύο τάξεων: της αστικής και του προλεταριάτου. Με άλλα λόγια όλες οι άλλες μορφές παραγωγής, που μπορούμε να τις χαρακτηρίσουμε προκαπιταλιστικές, όπως αγρότες, μικροβιοτέχνες, μικροεπαγγελματίες κ.λπ., θα έχουν λίγο έως πολύ σταδιακά αντικατασταθεί ή ενσωματωθεί στον καπιταλιστικό τύπο παραγωγής, που γίνεται και ο αποκλειστικός. Στο σημείο αυτό οφείλουμε να κάνουμε μια απαραίτητη θεωρητική αφαίρεση, για να μελετήσουμε το φαινόμενο, γιατί στην πραγματικότητα αυτή η «καθαρή» διαίρεση σε κεφάλαιο και εργασία δεν υπάρχει. Υπάρχουν προσεγγίσεις.
Αν θέλουμε το πρόβλημα να το απλοποιήσουμε ακόμη περισσότερο για να γίνει πλήρως κατανοητό, είναι ανάγκη να ερμηνεύσουμε διεξοδικότερα τη θεωρία: Η κοινωνικοποίηση της παραγωγής από την εργατική τάξη, διακηρύττει η θεωρία του Μαρξ, έρχεται σε αντίθεση με την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής από μέρους των καπιταλιστών. Στο αποκορύφωμα αυτής της διαδικασίας, όταν αυτή η διαδικασία φτάσει σε παγκόσμια πλαίσια, δημιουργείται «αναπόφευκτα» η νομοτελειακή σύγκρουση του προλεταριάτου με τους κεφαλαιοκράτες. Συνέπεια είναι η κατάκτηση της εξουσίας από αυτό και η αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων (νέες, ανώτερες μορφές κοινωνικής οργάνωσης, όπως λέει ο Μαρξ). Το αποτέλεσμα λοιπόν της σύγκρουσης αυτής, έτσι διακήρυττε η θεωρία του Μαρξ, συντελεί στην χειραφέτηση της εργατικής τάξης, την οποία όμως κατακτά, πάλι κατά Μαρξ, η ίδια εργατική τάξη με τη δική της αυτενέργεια. Από δω και πέρα ανακύπτουν τα άλυτα προβλήματα της θεωρίας, γιατί ο Λένιν, ανατρέποντας στην πραγματικότητα τη θεωρία του Μαρξ, παρεμβάλει ως μοχλό της αλλαγής αυτής το κομμουνιστικό κόμμα, μάλιστα νέου τύπου, ως πρωτοπορία της εργατικής τάξης, γιατί το προλεταριάτο από μόνο του δεν δύναται, ούτε τη θέση του στην παραγωγή να συνειδητοποιήσει, ούτε την χειραφέτηση με τη δική του αυτενέργεια να πετύχει.[31]
Αυτό το σχήμα λοιπόν οδηγεί στο λογικό συμπέρασμα ότι ο νεοφιλελευθερισμός, με την παγκοσμιοποίηση που εφαρμόζει, με βάση το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, αποτελεί προοδευτική διαδικασία, γιατί ακριβώς εξαφανίζει τη μεσοαστική και μικροαστική τάξη, που μπαίνει εμπόδιο σ’ αυτό το «επαναστατικό προτσές». Η Μεσοαστική και μικροαστική τάξη δηλαδή αναβάλει ή φέρνει εμπόδια στην ταξική σύγκρουση, από την οποία, όπως λέει η θεωρία, θα βγει νικηφόρα με βάση μια φυσιολογική νομοτέλεια (naturgemäß) το προλεταριάτο.
Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο ο Μαρξ ισχυρίζεται με έμφαση, ότι «νέες, ανώτερες παραγωγικές σχέσεις ποτέ δεν εμφανίζονται, προτού ωριμάσουν οι υλικοί όροι της ύπαρξής τους μέσα στους κόλπους της ίδιας της παλιάς κοινωνίας»,[32] εννοώντας βέβαια την αστική κοινωνία της εποχής του. Αποκλείει ο Μαρξ με την εξήγηση αυτή κατηγορηματικά την περίπτωση να δημιουργηθεί ανώτερος κοινωνικός σχηματισμός, αν δεν προηγηθεί ο «καθαρός» κεφαλαιοκρατικός τύπος παραγωγής με μόνο δύο τάξεις, την αστική τάξη, που μπαίνει τελικά φρένο στην εξέλιξη, και τις παραγωγικές δυνάμεις, στις οποίες συγκαταλέγεται η εργατική τάξη. Μία διαδικασία που εφαρμόζεται στη σημερινή εποχή, μέσω του παγκοσμιοποιημένου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, ως ανώτατης μορφής της αστικής ολοκλήρωσης.
Την άποψη του Μαρξ συνεπικουρεί και ο Λέων Τρότσκι, ο οποίος ισχυρίζεται με άλλα λόγια αυτά που λέει ο Μαρξ, για έναν νέο, ανώτερο κοινωνικό σχηματισμό και πως μπορεί να προκύψει: «Όμως οι άρχουσες τάξεις της Ευρώπης, αποθαρρημένες από την χρεοκοπία των μιλιταριστικών και διπλωματικών μεθόδων, αντιμετωπίζουν σήμερα το καθήκον από την αντίθετη πλευρά, δηλαδή προσπαθούν με τη βία να υποτάξουν την οικονομία στο απαρχαιωμένο εθνικό κράτος. Ο μύθος της κλίνης του Προκρούστη αναπαράγεται σε μεγάλη κλίμακα. Αντί να ανοιχτεί μια κατάλληλα μεγάλη αρένα στις επιχειρήσεις της σύγχρονης τεχνολογίας, οι κυρίαρχοι πετσοκόβουν τον ζωντανό οργανισμό της οικονομίας».[33] Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η Ρόζα Λούξεμπουργκ, λέγοντας ότι ο καπιταλισμός, περί του οποίου ομιλεί ο Τρότσκι με την ανωτέρω δήλωση, «για να αναπτυχθεί, του χρειάζεται ένα αδιαίρετο έδαφος, όσο μεγαλύτερο γίνεται, που νάχει το ίδιο πολιτιστικό επίπεδο».[14] Βασικά μια άλλη έκφραση για την σημερινή παγκοσμιοποιημένη αγορά.
Τι μας λέει άραγε με απλά λόγια ο Τρότσκι και η Λούξεμπουργκ στα αποσπάσματα που παραθέτουμε; Πρώτον ότι οι άρχουσες τάξεις της Ευρώπης προσπαθούν με τη βία να υποτάξουν την οικονομία στο απαρχαιωμένο εθνικό κράτος. Αυτός ο ισχυρισμός του Τρότσκι και της Λούξεμπουργκ, αν ίσχυε στην εποχή, στην οποία αναφέρεται, δεν ισχύει σήμερα. Τα δεδομένα έχουν αλλάξει ριζικά. Το αντίθετο συμβαίνει. Το διεθνές κεφάλαιο συνεργάζεται σε μεγάλη κλίμακα παγκόσμια. Αυτός είναι ο λόγος που ανάφερα την άποψη του Ένγκελς για το λεγόμενο «προτσές» και την αλήθεια που είναι διαλεκτική.
Η παγκοσμιοποίηση, μέσω της Νέας Τάξης, προσπαθεί να διαλύσει έθνη – κράτη ή να συστήσει νέα, ανάλογα με τα συμφέροντά της. Το δεύτερο και αποκαλυπτικό είναι ότι ο Τρότσκι είναι διαπρύσιος κήρυκας της παγκοσμιοποίησης, όταν λέει ότι «οι κυρίαρχοι» και εννοεί τους καπιταλιστές, που «πετσοκόβουν τον ζωντανό οργανισμό της οικονομίας». Δηλαδή βάζουν εθνικούς φραγμούς, ενώ πρέπει να καταργηθούν τα σύνορα του έθνους -κράτους, που αποτελεί το κύριο ανάχωμα της παγκοσμιοποίησης. Το ίδιο ισχυρίζεται και Ρόζα Λούξεμπουργκ. Βέβαια η Νέα Τάξη, για να ακριβολογούμε, δεν συμπεριφέρεται ενιαία. Όπου της συμφέρει και την εξυπηρετεί (κυρίως στην περιφέρεια των καπιταλιστικών κρατών), εκεί διαλύει έθνη -κράτη, όπου όμως δεν την συμφέρει, εκεί δημιουργεί έθνη-κράτη, προ πάντων, όταν τα χρησιμοποιεί ως αποικιοκρατικά υποχείρια ή προτεκτοράτα. Παράδειγμα η ΦΥΡΟΜ. Στην Ελλάδα ακολουθεί αντίστροφη πορεία, όπως θα αναλύσουμε πιο κάτω, δηλαδή προσπαθεί να την διαλύσει.[34]
Ασφαλώς και δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι υπάρχει καλός και κακός καπιταλισμός. Όμως θα πρέπει να τονιστεί ότι ο Μαρξισμός θεωρεί τον καπιταλισμό, δηλαδή «ο σύγχρονος αστικός τρόπος παραγωγής, να χαρακτηριστούν ως προοδευτικές εποχές του οικονομικού κοινωνικού σχηματισμού».[15] Υπάρχουν μόνο διαβαθμίσεις στις διάφορες μορφές εμφάνισης και εξέλιξής του, όπως τονίζει ο Ισπανός φιλόσοφος, συγγραφέας και δοκιμιογράφος Σαντιάγκο Άλμπα Ρίκο, επιβεβαιώνοντας το αυτονόητο ότι «ο καπιταλισμός επιβιώνει ή ακόμη και ενισχύεται, με τις ανθρώπινες συμφορές, ακριβώς επειδή δεν εμφανίστηκε στην ιστορία για να τις απαλύνει».[35]
Αυτήν την ανώτατη μορφή του καπιταλισμού, ως παγκόσμιου νεοφιλελεύθερου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, ασφαλίζει και εξασφαλίζει η Νέα Τάξη. Μας το τονίζει πολύ εμφαντικά ο μεγάλος τροτσκιστής επαναστάτης Πάμπλο (Μιχάλης Ράπτης) με τα ακόλουθα λόγια, προσπαθώντας να την ορίσει: «Και ιδού πώς συνοψίζουν την άποψή τους οι γεωπολιτικοί αυτοί εγκέφαλοι που προωθούν τη “νέα τάξη πραγμάτων”: Λένε καταρχήν ότι οι νέες παραγωγικές δυνάμεις, που εδώ και τριάντα χρόνια κατέχει η ανθρωπότητα, οδηγούν και επιβάλλουν την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας. Αλλά για την ανάπτυξη και διατήρηση τέτοιας οικονομίας χρειάζεται – όπως υποστηρίζουν – ένα υπερεθνικό κέντρο που να διατηρεί την τάξη. Δηλαδή να αντιτίθεται ακόμη και δυναμικά σε κάθε εθνικιστική έκρηξη που θα έτεινε να εμποδίσει την ομαλή παγκοσμιοποίηση και λειτουργία μιας ενιαίας αγοράς».[36]
Ο ορισμός αυτός του Πάμπλο δεν είναι απόλυτα σωστός. Πολλές φορές δημιουργούνται από τη Νέα Τάξη σκόπιμα «εθνικιστικές εκρήξεις», ακόμη και θρησκευτικές ή μειονοτικές διενέξεις, προκειμένου να υπηρετήσουν τη στρατηγική της παγκοσμιοποίησης. Βλέπε Βαλκάνια (πρώην Γιουγκοσλαβία κ.λπ) και Μέση Ανατολή (Συρία κ.λπ).
Η επαναχάραξη και αλλαγή συνόρων εντάσσεται σ’ αυτή τη στρατηγική.
Αν θέλουμε ωστόσο, επανερχόμενοι στο πρόβλημα του περιεχομένου της παγκοσμιοποίησης, να καταλάβουμε επακριβώς τι ισχυρίζεται αξιωματικά ο Μαρξ στην εισαγωγή της Πολιτικής Οικονομίας που προαναφέραμε, είναι απαραίτητο να ανατρέξουμε και στην πλήρως διευκρινιστική άποψη, στο επίδικο αυτό θέμα, του φιλόσοφου, κοινωνιολόγου και ιστορικού Παναγιώτη Κονδύλη, βαθύ γνώστη της μαρξιστικής θεωρίας, στις οντολογικές της ρίζες. Λέει ο Παναγιώτης Κονδύλης:
«Στο σημείο αυτό έρχονται στο φως, τουλάχιστον για όποιον είναι εξοικειωμένος με την ιστορία των ιδεών και συχνά τις τραγικές ειρωνείες της, οι κοινές ρίζες της μαρξιστικής και της φιλελεύθερης εσχατολογίας. Λίγα κείμενα έχουν τονίσει με τόση έμφαση την κοσμοϊστορική σημασία της διαμόρφωσης μιας παγκόσμιας αγοράς, όσο το Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Στην αρχική του έμπνευση ο μαρξισμός πίστευε ότι η παγκοσμιότητα της οικονομίας δημιουργούσε τη θεμελιώδη προϋπόθεση για την έλευση της αταξικής κοινωνίας, η οποία θα εξάλειφε τις πολεμικές συγκρούσεις, γιατί θα συνεπαγόταν αναγκαστικά και την έκλειψη εθνικών διαφορών. Με άλλα λόγια: η γνήσια αταξική κοινωνία μόνον παγκόσμια θα μπορούσε να είναι, αλλά παγκόσμια θα μπορούσε να είναι μόνον χάρη στην παγκοσμιότητα της οικονομίας».[37]
Άραγε αποτελεί αυθαιρεσία του Παναγιώτη Κονδύλη να μιλά για «κοινές ρίζες της μαρξιστικής και της φιλελεύθερης εσχατολογίας»; Είναι λάθος να ισχυρίζεται ότι πρώτος ο Μαρξ μίλησε για την αναγκαιότητα της παγκοσμιότητας της οικονομίας; Και τι σημαίνει ακριβώς παγκοσμιοποίηση; Έναν ορισμό μας δίνει ο καθηγητής Μωυσής Μπουντουρίδης, που θεωρώ ότι εκφράζει την ουσία της και τον παραθέτω: Η στρατηγική της Νέας Τάξης στον πυρήνα της «είναι η διάλυση των δομών της εθνικής συνοχής και κοινωνικής αλληλεγγύης, η διάβρωση του κοινωνικού συνεκτικού ιστού, που θα μπορούσε να αντισταθεί πολιτικά στα επεκτατικά σχέδιά της. Επομένως αυτό που κυρίως απειλείται από την επέλαση της παγκοσμιοποίησης είναι οι οντολογικές βάσεις των βιωμάτων της κοινής υπαγωγής που έχουν οι άνθρωποι, οι οποίοι ζουν μαζί και ανήκουν στην ίδια κοινωνική ή πολιτιστική ενότητα, δηλαδή, η παραγωγή και διασπορά μιας συνολικής ‘βίαιης διάρρηξης του αισθήματος της ασφάλειας’ (Jemes)».
Η παγκοσμιοποίηση προσθέτει ο Μπουντουρίδης: «θέτει σ’ εφαρμογή μια διαδικασία κατακερματισμού του κοινωνικού ιστού, συνεπικουρούμενη από φιλελεύθερες και σχετικιστικές ιδεολογίες. Αλλά οι δύο αυτές διαδικασίες ομογενοποίησης και κατακερματισμού είναι τέλεια συνυφασμένες μεταξύ τους».[38]
Πώς είναι συνυφασμένες μας το εξηγεί πιο κάτω: «Κάθε φορά που το μάρκετινγκ ενός νέου εμπορικού προϊόντος προσπαθεί να καθιερώσει νέες χρήσεις, συνήθειες, ανάγκες, πρακτικές, στιλ κ.λπ., η πρόθεση είναι να “αποεδαφοποιήσει” τις υποκειμενικές πολιτιστικές ταυτότητες έξω από τα παραδοσιακά του πρότυπα, για να τις “επανεδαφοποιήσει” στη συνέχεια, να τις επαναδιαμορφώσει, πάνω στις καταναλωτικές επιταγές του νέου προϊόντος».
Κατά την άποψη μας ο Μπουντουρίδης από τη μια σκιαγραφεί ορισμένα χαρακτηριστικά του Έθνους – κράτους, από την άλλη συγχέει την παγκοσμιοποίηση με τη Νέα Τάξη. Αυτά που θεωρεί ότι αποτελούν τους στόχους της παγκοσμιοποίησης είναι συστατικά στοιχεία της στρατηγικής της καπιταλιστικής Νέας Τάξης, που σε τελευταία ανάλυση είναι στρατηγική της αστικής τάξης στη σημερινή της μορφή ως παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο.
Για την Αριστερά η Νέα Τάξη, την οποία επαγγέλλεται, έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά, όπως και η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, με την έννοια που εξέθεσε ο Παναγιώτης Κονδύλης.
Μετά τις διευκρινήσεις που δώσαμε στο θέμα, όπου σαφώς αναδεικνύεται η καπιταλιστική άποψη ότι τελικά τα έθνη – κράτη, που μπαίνουν εμπόδιο στην ανάπτυξη της παγκοσμιοποίησης, πρέπει να διαλυθούν, τίθεται επιτακτικό το πρόβλημα της Νέας Τάξης, δηλαδή της πολιτικής εκείνης εξουσίας σε πλανητικά πλαίσια, που διασφαλίζει αυτήν την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, που μετά από αυτή τη φάση θα προκύψει ένας νέος κοινωνικός σχηματισμός.
Μπαίνει λοιπόν επί τάπητος το πρόβλημα της παγκόσμιας διακυβέρνησης, όπου εκεί αναφύονται αξεδιάλυτα προβλήματα, που μας τα κατονομάζει με δυο λέξεις ο καθηγητής της πολιτικής οικονομίας Γκρέγκορυ Άλμπο: «Η λανθασμένη πολιτική ανάγνωση του νεοφιλελευθερισμού, πηγάζει από τα συστηματικά λάθη στο επίπεδο εννοιών και θεωριών».[39]
Ο Γκρέγκορυ Άλμπο μάλλον θα εννοεί ότι η μαρξιστική μέθοδος ανάλυσης στην εποχή μας έχει ανεκπλήρωτα κενά και ότι η εφαρμογή της στα σημερινά δεδομένα «ατόφια», όπως ήταν όταν εξηγούσε τα φαινόμενα του βιομηχανικού καπιταλισμού της εποχής του ο Μαρξ και ο Ένγκελς, είναι τουλάχιστον ανεπαρκής.
Υπάρχουν λοιπόν λάθη στο επίπεδο των εννοιών και θεωριών ή διαφορετική ερμηνεία από τους επιγόνους; Αυτό είναι το κρίσιμο θέμα που έχει να κάνει όχι τόσο με την παγκοσμιοποίηση, όσο με την παγκοσμιοκρατία, ως Νέα Τάξη, ή ως παγκόσμια εξουσία.
Αυτά τα λάθη θα προσπαθήσουμε να ξεκαθαρίσουμε.
Ο Γιώργος Παπανδρέου για να αναφέρουμε ένα χαρακτηριστικό «τραυματικό» παράδειγμα, τόνιζε με επιτατικό τρόπο ότι χρειαζόμαστε μια παγκόσμια διακυβέρνηση. Ο ίδιος φυσικά εννοούσε με «παγκόσμια διακυβέρνηση» τις ΗΠΑ, ως πλανητική υπερδύναμη και όχι τη Ρωσία ή την Κίνα ή οποιαδήποτε άλλη πλανητική πολιτική εξουσία στα πλαίσια του πολυπολικού κόσμου και της πολυπολικής εξουσίας. Αυτό τον ενδιέφερε και αυτό προσπαθούσε να εφαρμόσει, όταν διατυμπάνιζε σ’ όλους τους τόνους: «We need an international financial government and we need it as soon als possible».[40]
Ένα παγκόσμιο υπερεθνικό κράτος με μια παγκόσμια ηγετική τάξη. Ποια θα είναι αυτή η παγκόσμια ηγετική τάξη και με ποιο τρόπο θα μπορεί να ασκεί ηγεμονία και ποια συμφέροντα θα εξυπηρετεί; Η έννοια της Νέας Τάξης, δεν ταυτίζεται με την έννοια της παγκοσμιοποίησης.
Στο θέμα αυτό υπάρχει τεράστια σύγχυση. Οι περισσότεροι συγχέουν την παγκοσμιοποίηση με την Νέα Τάξη. Η Αριστερά που αποδέχεται στη θεωρία της την παγκοσμιοποίηση, προσβλέπει σε μια παγκόσμια ηγεσία στην οποία την εξουσία έχει «καθήκον», όπως λέει ο Ένγκελς να ασκεί το προλεταριάτο και όχι μια οικονομική και πολιτική ολιγαρχία που την καθορίζει το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, στόχος του οποίου είναι, μέσα από την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, αγαθών και υπηρεσιών, να μεταβάλει τους πολίτες όλων των κρατών σε χειραγωγούμενους καταναλωτές.
Θα παραθέσουμε ορισμένες απόψεις, ξεκινώντας από το κομμουνιστικό μανιφέστο, όπου διατυπώνεται η επιδίωξη του προλεταριάτου, που η εξουσία του θα αποτελούσε την Νέα Τάξη: «Το προλεταριάτο παίρνει την κρατική εξουσία και μετατρέπει τα μέσα παραγωγής πρώτα σε κρατική ιδιοκτησία». Γράφει συγκεκριμένα ο Λένιν: «Το προλεταριάτο δεν μπορεί να ανατρέψει την αστική τάξη, χωρίς να κατακτήσει πρωτύτερα την πολιτική εξουσία, χωρίς ν’ αποκτήσει την πολιτική κυριαρχία και να μετατρέψει το κράτος στο οργανωμένο σαν κυρίαρχη τάξη προλεταριάτο».[16]
Η επιχειρηματολογία του Λένιν σημαίνει ότι το πρόβλημα είναι πρωταρχικά πολιτικό στην ευρύτερή του έννοια. Η πολιτική εξουσία είναι η πηγή και η αιτία της κρίσης, γιατί αυτή είναι, που καθορίζει τα πάντα σ’ ένα κράτος, αν είναι κράτος φυσικά και όχι παρακράτος. Παίρνοντας αφορμή απ’ αυτήν τη δήλωση του Μαρξ, αλλά και από παρόμοιες του ΄Ενγκελς και του Λένιν στο θέμα της προτεραιότητας της πολιτικής εξουσίας, ο Κώστας Παπαϊωάννου διατυπώνει την καινοτόμο και ριζοσπαστική άποψη, που λέει ότι «δεν είναι βέβαια οι οικονομικές σχέσεις αυτές που προσδιορίζουν τις πολιτικές σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής, αλλά αντίθετα, οι πολιτικές σχέσεις διαμορφώνουν τις ταξικές και μεταφράζονται, επί του οικονομικού πεδίου, μέσα στις παραγωγικές σχέσεις».[17]
Για να συμβεί όμως αυτό απαιτείται η «Συγκρότηση του προλεταριάτου σε τάξη, ανατροπή της αστικής τάξης, κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο».
Πώς θα επιτευχθεί αυτός ο στόχος μας το εξηγεί ο Ένγκελς, ισχυριζόμενος ότι «Ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής, μετατρέποντας όλο και περισσότερο τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού σε προλετάριους, δημιουργεί τη δύναμη εκείνη, που υποχρεώνεται να κάνει την ανατροπή, αν δεν θέλει να αφανιστεί». Κάτι ανάλογο συμβαίνει και σήμερα (το βιώνουμε στην Ελλάδα με δραματικό τρόπο), με την εφαρμογή από την Νέα Τάξη της παγκοσμιοποίησης και την οικειοποίησή της από την Αριστερά και κυρίως το ΣΥΡΙΖΑ, γιατί το ΚΚΕ διατηρεί ακόμη ορισμένα πατριωτικά αντανακλαστικά, από την εποχή του Στάλιν, με τον «μεγάλο πατριωτικό πόλεμο».
Αυτό που εκφράζει ο Ένγκελς είναι μια ευχή. Με το «υποχρεώνεται» και με τη φράση «αν δεν θέλει να αφανιστεί», διατυπώνει μια ηθική προτροπή προς το προλεταριάτο. Δεν αποφαίνεται ότι είναι «νομοτελειακή εξέλιξη» αυτό που λέει, όπως π.χ. ο Μαρξ ο οποίος σ’ ένα γράμμα του προς τον Βάντερμαγιερ, λέει τα εξής: «ό,τι καινούριο έκαμα εγώ ήταν να αποδείξω:
1.– ότι η ύπαρξη των τάξεων συνδέεται απλώς με ορισμένες ιστορικές φάσεις ανάπτυξης της παραγωγής.
2.– ότι η ταξική πάλη οδηγεί αναγκαστικά στη δικτατορία του προλεταριάτου.
3.- ότι αυτή η ίδια η δικτατορία αποτελεί απλώς το πέρασμα προς την κατάργηση όλων των τάξεων και προς μιαν αταξική κοινωνία…».
Υπάρχουν και άλλες δηλώσεις με αυτό το σκεπτικό. Παραθέτουμε ορισμένες απ’ αυτές που αποσαφηνίζουν το πρόβλημα:
Παραθέτουμε δύο τοποθετήσεις του Μαρξ στο θέμα αυτό: «Η διάσπαση της κοινωνίας σε μια εκμεταλλευτική και μια εκμεταλλευόμενη τάξη, σε μια κυρίαρχη και σε μια καταπιεζόμενη τάξη ήταν η απαραίτητη συνέπεια της προηγούμενης χαμηλής ανάπτυξης της παραγωγής».[41] Και σε ένα άλλο σημείο προσθέτει: «Ότι η κυρίαρχη μεγαλοαστική τάξη εκπλήρωσε την ιστορική της αποστολή, ότι δεν είναι πια σε θέση να καθοδηγεί την κοινωνία και ότι μάλιστα γίνεται εμπόδιο στην ανάπτυξη της παραγωγής…».[42] Κάτι ανάλογο ισχυρίζεται και ο Μάο Τσε Τουνγκ: «Πρέπει πρώτα ν’ ανατραπεί το παλιό εποικοδόμημα με την επανάσταση, για να γίνει δυνατό να καταργηθούν οι παλιές παραγωγικές σχέσεις, ανοίγοντας το δρόμο στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων».[43] Σε διαμετρική αντίθεση με τις απόψεις αυτές του Μάο αξίζει να αναφέρουμε και τις απόψεις του Στάλιν: «Πρώτα αλλάζουν και εξελίσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας κι ύστερα σε εξάρτηση από τις αλλαγές αυτές και σε αντιστοιχία μ’ αυτές, αλλάζουν οι παραγωγικές σχέσεις των ανθρώπων».[44]
Και οι τρεις αυτές τοποθετήσεις θεμελιώνουν την άποψη ότι ο καπιταλισμός, ακόμη και με τη μορφή της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, σε κάποια φάση του, μπαίνει φραγμός στη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, οπότε αυτομάτως δημιουργείται σύγκρουση και αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων.
Όποιος περιμένει να πεθάνει ο καπιταλισμός, με τον τρόπο που τον ανέλυε η θεωρία, είναι –απ’ ό,τι φαίνεται– εκτός πραγματικότητας.
Ο λόγος είναι απλός. Ο καπιταλισμός τελικά προήγαγε σε απίθανο βαθμό τις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις με τις νέες τεχνολογίες και εφευρέσεις, ιδίως στον τομέα της πληροφορικής, που βελτιώνουν την παραγωγικότητα, σε αντίθεση με τον υπαρκτό σοσιαλισμό που έμεινε πίσω. Έτσι φαίνεται πως η θεωρία του Μαρξ ταιριάζει περισσότερο για τον ιστορικά συγκεκριμένο σοσιαλισμό παρά για τον καπιταλισμό. Αυτή είναι η τραγική ειρωνεία της ιστορίας, είτε θέλει να την παραδεχτεί κανείς είτε όχι. Η προοπτική που θέτει ο Μαρξ και ο Ένγκελς για τον καπιταλισμό στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο είναι ακόμη απόμακρη, ίσως και αυθαίρετη: «Πριν απ’ όλα η αστική τάξη παράγει τους νεκροθάφτες της. Η πτώση της και η νίκη του προλεταριάτου είναι το ίδιο αναπόφευκτα».[45]
Η ανώτερη κοινωνική μορφή είναι, όπως λέει παρακάτω ο Ένγκελς, «αναγκαία συνέπεια του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και του κοινωνικού δυαδικού ανταγωνισμού που προκαλεί».[46]
Θα μπορούσε κανείς βλέποντας τις εξελίξεις να ισχυριστεί το αντίθετο. Ακόμη και στην Κίνα οι παλιές παραγωγικές σχέσεις δεν άλλαξαν, αλλά πήραν μια ιδιαίτερη καπιταλιστική μορφή. Σήμερα η κυριαρχία του παγκόσμιου μονοπωλιακού καπιταλισμού με τη μορφή, όπως επανειλημμένα τονίσαμε, του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, είναι αναμφισβήτητη. Τι θα προκύψει αύριο είναι ακόμη άγνωστο.
Κατά τον Μαρξ το καπιταλιστικό σύστημα φέρει μέσα του τους σπόρους της αυτοκαταστροφής του, η οποία θέτει τις βάσεις για μια ανώτερη μορφή κοινωνικής οργάνωσης. Επιπλέον ισχυρίζεται πως το σύστημα αυτό είναι σύμφυτο με αλλεπάλληλες κρίσεις, λόγω της αναρχίας της καπιταλιστικής παραγωγής. Γι’ αυτό και το γνωστό σύνθημα των Μαρξιστών: Ο καπιταλισμός πεθαίνει. Μια αυταπάτη που πληρώθηκε ακριβά.
Η δικτατορία του προλεταριάτου αντικαθιστά, κατά την άποψη του Μαρξ, με νομοτελειακό τρόπο (αναγκαστικά), την αστική τάξη, για να προχωρήσει η εξελικτική διαδικασία σύμφωνα με τη διαλεκτική μέθοδο. Ο Μαρξ δε μιλάει για «υποχρεώνεται» ή «αν δεν θέλει να αφανιστεί», όπου αφήνει περιθώρια ελευθερίας επιλογής.
Βέβαια, και αυτό πρέπει να επισημάνουμε, η πράξη δεν επιβεβαίωσε αυτές τις βασικές θέσεις του Μαρξ. Θα επαληθευτούν στο μέλλον; Μπορούμε μόνο εικασίες να κάνουμε, που όμως δεν επιτρέπεται να τις εκλάβουμε ως επιστημονικά κατοχυρωμένα αποδεικτικά στοιχεία.
Τέλος ο Λένιν είναι πιο σαφής, δίνοντας βασικά το περιεχόμενο της προλεταριακής Νέας Τάξης, έτσι όπως την αντιλαμβάνεται η θεωρία. Λέει στο κράτος και επανάσταση: «Το προλεταριάτο δεν μπορεί να ανατρέψει την αστική τάξη, χωρίς να κατακτήσει πρωτύτερα την πολιτική εξουσία, χωρίς να αποκτήσει την πολιτική κυριαρχία και να μετατρέψει το κράτος στο οργανωμένο σαν κυρίαρχη τάξη προλεταριάτο». Αν αυτή την αρχή, που βάση της έχει την «πολιτική κυριαρχία» την εφαρμόσουμε σε παγκόσμια πλαίσια, τότε έχουμε την παγκόσμια επανάσταση και την παγκόσμια επικράτηση του προλεταριάτου ως της Νέας Τάξης, σύμφωνα με την μαρξιστική – λενινιστική, ακόμη και την τροτσκιστική θεωρία.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Αυτό είναι το ερώτημα, όπου, όπως τόνισα, υπάρχει απόλυτη σύγχυση ανάμεσα στο νόημα της παγκοσμιοποίησης και της Νέας Τάξης, όπως την ερμηνεύει και εφαρμόζει η αστική τάξη και όπως την εννοεί η μαρξιστική – λενινιστική θεωρία.
Κατά την άποψή μου, για να έρθουμε στα καθ’ ημάς, η Αριστερά στην Ελλάδα και κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ, ως αξιωματική αντιπολίτευση, εφαρμόζει την πολιτική της αστικής τάξης, που οδηγεί στην συγκεκριμένη παγκοσμοιοποίηση, την οποία θεωρητικά καταπολεμεί. Μια τέτοια πολιτική «νομοτελειακά» οδηγεί σε αδιέξοδα. Μάλιστα θέλει να στηρίξει, όπως ισχυρίζεται ο πρόεδρός της πρόσφατα, την μεσαία τάξη, που αποτελεί την κοινωνική της βάση, την οποία όμως ήθελε να καταργήσει ο Μαρξ. Υπάρχει άραγε κάποιο αλαλούμ ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη που εφαρμόζει ο ΣΥΡΙΖΑ ή κάποια ιδεολογική συνέπεια, την οποία δεν είμαι σε θέση να αντιληφθώ ο ίδιος; Όλα είναι πιθανά, γι’ αυτό τα θέτω προς προβληματισμό και συζήτηση, για όσους φυσικά δεν είναι δογματικοί και δεν αποτελούν θεωρητικά απολιθώματα. Και
Ισχύει για τον ΣΥΡΙΖΑ άραγε αυτό που τονίζει ο Πορτογάλος νομπελίστας κομμουνιστής Ζοζέ Σαραμάγκου, που κατά κάποιο τρόπο επιβεβαιώνει τα λεγόμενα του Γκρέγκορυ Άλμπο; Δηλαδή ότι η Αριστερά «πίστευε ότι θα κερδίσει τη μάχη στο παρόν με τα όπλα του παρελθόντος. Καθώς η θεωρία δεν ανανεώθηκε, η πρακτική έγινε ένα μπερδεμένο κουβάρι. Τα υπόλοιπα τα ανέλαβε ο ρεαλισμός και η ουτοπία αποτελειώθηκε από τον οπορτουνισμό».[49] Μήπως είναι και ο ΣΥΡΙΖΑ μπερδεμένος σ’ αυτό το κουβάρι; Εφαρμόζει «όπλα του παρελθόντος», δηλαδή θεωρητικά και ερμηνευτικά εργαλεία, που δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα; Μήπως η στροφή του προς τον «ρεαλισμό» οδηγεί στον οπορτουνισμό;
Είναι, για να το εκφράσουμε παραστατικά, στραβός ο γιαλός, ή η ίδια στραβά αρμενίζει; Άλλο ένα ερώτημα που προστίθεται στα προηγούμενα.
Είναι άραγε το έθνος – κράτος, που θέλει να καταργήσει ο ΣΥΡΙΖΑ και η παρασιτική αστική τάξη σήμερα, το τελευταίο ανάχωμα απέναντι στην αστική Νέα Τάξη ή όχι; Ή έχει κανείς αμφιβολία ότι στην κατάργηση του έθνους -κράτους πρωτοστατεί το αστικό παρασιτικό συγκρότημα εξουσίας στην Ελλάδα, Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ και ακολουθεί ασθμαίνων ο ΖΥΡΙΖΑ, όπως θα αποδείξουμε κατωτέρω, αν και είναι εμφανής αυτή η ταύτιση;
Πάντως ένα μεγάλο κομμάτι της αριστερής διανόησης, γαλουχημένο απ’ αυτή την ιδεολογία, είναι ενταγμένο στους ιδεολογικούς μηχανισμούς της αστικής τάξης. Εκτός βέβαια από εκείνους που το πράττουν από καιροσκοπισμό, τον οποίο και δεν αποκλείουμε. Με αυτήν την έννοια η αριστερή διανόηση δεν έχει πάθει μετάλλαξη, όπως σε ένα άρθρο του ισχυρίζεται ο Γιάννης Μηλιός για να εξηγήσει το φαινόμενο, αλλά πιστεύει ότι υπηρετώντας την παγκοσμιοποίηση και την Νέα Τάξη ενάντια στο έθνος – κράτος, υπηρετεί την μαρξιστική ιδεολογία.[50]
Η δική μου τουλάχιστον απάντηση είναι ότι έτσι έχουν τα πράγματα, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς και να λέμε την αλήθεια με θάρρος και παρρησία. Γιατί χρειάζεται πολύ θάρρος για να πεις την αλήθεια, που παλεύει ενάντια στο ρεύμα. Δεν είναι το θάρρος ίδιον όλων των ανθρώπων! Δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι τις ίδιες αντιστάσεις. Και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο εθνικός μας ποιητής Κάλβος τόνιζε με έμφαση ότι «θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία!».
Πράγματι σήμερα και όχι κατά τη διάρκεια της αποικιοκρατίας, όπου δρούσαν οι εθνικές αστικές τάξεις, το έθνος – κράτος, που θέλει να καταργήσει με παντοίους τρόπους η δεξιά και η Αριστερά, αυτό το έθνος κράτος που υπερασπιζόταν και ο Άρης Βελουχιώτης (βλ. λόγο του στη Λαμία), αποτελεί το τελευταίο ανάχωμα ενάντια στην συγκεκριμένη αυτή Νέα Τάξη και την παγκοσμιοποίηση που εφαρμόζει.
Σήμερα μόνο η πατριωτική αριστερά είναι η διεθνιστική αριστερά, η οποία μπορεί με μια σωστή θεωρία και στρατηγική να οδηγήσει στην απελευθέρωση του λαού, από τα δεσμά που του επιφύλαξε το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, μεταβάλλοντας την Ελλάδα σε μια νεο- αποικία. Ο Μαρξ ό ίδιος το εκφράζει, όμως όχι με σαφή τρόπο, αφήνοντας πολλά ερωτηματικά, λέγοντας πως «Μα μια και το προλεταριάτο πρέπει πρώτα να καταχτήσει την πολιτική εξουσία, να ανυψωθεί σε ηγέτιδα τάξη του έθνους, είναι και το ίδιο επίσης εθνικό, αν και σε καμιά περίπτωση με την έννοια της αστικής τάξης».[51]
VΙIΙ. Ο παγκοσμιοποιημένος εθνομηδενιστικός διεθνισμός της Ελληνικής
Αριστεράς
Η Αριστερά ή θα είναι πατριωτική ή δεν θα υπάρξει, γιατί πατριωτισμός και σοσιαλισμός είναι δίδυμες έννοιες, όπως είπε ο Βάσος Λυσσαρίδης. Και αν παρ’ όλα αυτά υπάρξει, τότε θα μεταλλαχθεί και ενταχθεί στο σύστημα, αποτελώντας δημοκρατικό του άλλοθί. Και ας θέλουν ορισμένοι μετά βίας να ταυτίσουν τον πατριωτισμό με τον εθνικισμό, γιατί έτσι τους βολεύει. Το ελαφρυντικό για τους τελευταίους συνίσταται στο γεγονός ότι καθηλώνουν την ιστορική εξέλιξη στα τέλη του 19 και 20 αιώνα και στην εποχή της βιομηχανικής επανάστασης, υπηρετώντας εκών άκων τη Νέα Τάξη και την παγκοσμιοποίηση.
Η μόνη περίπτωση που έγινε πλειοψηφικό ρεύμα η Αριστερά ήταν κατά τη διάρκεια του ΕΑΜ και εν μέρει με την ΕΔΑ. Και στις δύο περιπτώσεις υπήρχε η σύζευξη του πατριωτικού με το κοινωνικό αίτημα. Τότε μόνο μεγαλούργησε! Στην Ελλάδα ιδιαίτερα τα εθνικά – πατριωτικά θέματα είναι συνδεδεμένα με τα οικονομικά – κοινωνικά. Η αλήθεια είναι, ότι «αυτό που πάντα τρόμαζε την αντίδραση ήταν η ενότητα του εθνικού με τον κοινωνικό αγώνα, γιατί όποτε αυτό επιτεύχθηκε, έπεσαν θρόνοι, κατέρρευσαν αυτοκρατορίες, ανατράπηκαν καθεστώτα».[52]
Σ’ όλες τις άλλες περιπτώσεις η Αριστερά ήταν και παρέμενε στο περιθώριο, αποτελώντας «λειτουργικό» στοιχείο του αστικού συστήματος. Δηλαδή μετά την μετάλλαξή της σ’ ένα σοσιαλδημοκρατικό σχήμα, όπως αρχίζει να διαφαίνεται από κάποιες αποχρώσες ενδείξεις και με τον ΣΥΡΙΖΑ, στου οποίου τις γραμμές εντάχθηκε το σύνολο των μελών και οπαδών του ΠΑΣΟΚ. Το στοίχημα που έχει να λύσει ΣΥΡΙΖΑ είναι, αν έχει εκείνες τις ιδεολογικές και οργανωτικές μορφές που θα του επιτρέψουν να εμφυσήσει σ’ όλον αυτόν τον κόσμο την ιδεολογία της Αριστεράς. Αλλά ποιας Αριστεράς και ποια ιδεολογία, που δεν υπάρχει ή αυτή που υπάρχει κανέναν δεν δεσμεύει ιδεολογικά. Ούτε φυσικά διαφαίνεται σε ποιες ιδεολογικές αρχές και αξίες συγκεκριμένα θα δεσμεύονταν όλοι αυτοί οι ψηφοφόροι της. Μήπως λοιπόν οι προσχώρηση όλου αυτού του κόσμου οφείλεται στην πολιτική της παγκοσμιοποίησης, την οποία στην πράξη εφαρμόζει ο ΣΥΡΙΖΑ; Με λίγα λόγια την εξασφάλιση των όποιων προνομίων των κατά βάση κρατικοδίαιτων προνομιούχων τάξεων της χώρας, απέναντι στον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος υφίσταται την ουσιαστική και καταιγιστική εξαθλίωση;[53]
Επιπλέον δεν είναι το τι λες και το τι επιθυμείς, αλλά που οδηγείσαι ανάλογα με τις πράξεις σου, ανάλογα με την πολιτική που εφαρμόζεις στην αντικειμενική πραγματικότητα. Οι πράξεις επιβεβαιώνουν τη θεωρία.
Ένα βασικό πρόβλημα που πρέπει να απασχολήσει την Αριστερά είναι ο προσδιορισμός της.
Στον προσδιορισμό των εννοιών με βάση – όπως είπαμε – τόσο τη θεωρία, όσο και την πράξη, υπάρχει απόλυτη σύγχυση. Σκόπιμα, από αδυναμία, από ανικανότητα; Είναι ένα επί πλέον ερώτημα.
Ποια είναι τα κριτήρια εκείνα που ορίζουν τον χαρακτήρα ενός πολίτη ή ενός πολιτικού φορέα και τον κατατάσσουν σε μια κλίμακα που έχει διαβάθμιση από την άκρα αριστερά έως την άκρα δεξιά;
Ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που συνθέτουν την αριστερή ή δεξιά φυσιογνωμία του; Δυστυχώς εκεί έχουμε καταλήξει: Να αναρωτιόμαστε, ποιοι είμαστε και τι αντιπροσωπεύουμε τελικά! Είμαστε «αριστεροί» κατά δήλωσην και αυτάρεσκην αυθυποβολήν και φαντασίαν ή όχι; Ή είμαστε σοσιαλιστές πασοκικής κοπής;
Είναι κρίσιμα ερωτήματα αυτογνωσίας και γι’ αυτό στρατηγικής σημασίας, κυρίως για έναν πολιτικό φορέα που θέλει να φέρει το φωτοστέφανο του αριστερού και μάλιστα του «ριζοσπάστη αριστερού», ως τίτλο τιμής για την προσφορά του στο λαϊκό κίνημα.
Τα ερωτήματα αυτά ανακύπτουν από την ίδια την ελληνική πραγματικότητα. Καθημερινά γινόμαστε μάρτυρες απ’ όλες τις πλευρές ότι η ελληνική κοινωνία μετά την μεταπολίτευση, και με μικρές ίσως διακυμάνσεις, πάει από το κακό στο χειρότερο. Κι’ αυτό δε συμβαίνει μόνο σε έναν τομέα της δημόσιας ζωής π.χ. τον τομέα της καθημερινότητας του πολίτη, όπου η διαπίστωση είναι οφθαλμοφανής, αλλά σε όλους τους τομείς συνολικά και χωρίς εξαίρεση, δηλαδή, στον οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό, πολιτιστικό.
Δεν είναι μόνο τα συντηρητικά κόμματα αναξιόπιστα, αλλά και τα αυτοαποκαλούμενα αριστερά. Η κρίση του πολιτικού συστήματος είναι καθολική.
Είναι εύλογο λοιπόν να τεθεί επιτακτικά το ερώτημα. Η λεγόμενη Αριστερά σε τι και πώς αναχαίτισε αυτόν τον κατήφορο και σε τι θετικό συνετέλεσε; Τόσο στα εθνικά, όσο και στα κοινωνικά θέματα έχουμε πάθει μια γενική καθίζηση.
Δεν ήξερε ή δεν την ενδιέφερε από που προέρχονταν τα χρήματα, που με τον μαξιμαλισμό των διεκδικήσεών της, ήθελε να χαρίσει στους εργαζόμενους;
Σε ποιον τομέα λοιπόν μπορεί να καυχηθεί ότι έχει συντελέσει σε μια πορεία ανατροπής αυτής της κατάστασης και έχει προτείνει ένα σχέδιο εναλλακτικής προοπτικής που θα βγάλει την Ελλάδα από το τέλμα; Μήπως στο να αποτρέψει τα χειρότερα από τα πιο χειρότερα; Εκεί τελειώνει ο ρόλος της; Και που τελικά δεν το έχει καταφέρει ούτε αυτό; Εδώ μιλάμε για τραγικές καταστάσεις. Μιλάμε για φαινόμενα παρακμής, σήψης και αποσύνθεσης της ελληνικής κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα. Οι πολίτες αισθάνονται ότι ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας και στο πνεύμα της γενικής παραλυσίας ανήμποροι να αντιδράσουν. Δε χρειάζεται στατιστικά στοιχεία για επιβεβαίωση. Η ανθρωπιστική κρίση, στην οποία καταλήξαμε, έχει σαρώσει ήδη την ελληνική κοινωνία σ’ όλα τα επίπεδα.
Δε θα πρέπει αυτή η κατάσταση να μας αφυπνίσει και προβληματίσει;
Τι θετικό προσέφερε για την αποτροπή όλης αυτής της τραγωδίας η σημερινή αυτοαποκαλούμενη και αυτοπροσδιοριζόμενη Αριστερά; Για ποιο πράγμα μπορεί να επαίρεται; Ουσιαστικά για τίποτε! Δεν πρέπει να μας παρασύρουν τα ανοδικά ή καθοδικά ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ στις δημοσκοπήσεις σε λανθασμένα συμπεράσματα και ενέργειες. Γιατί από τη μεταπολίτευση και μετά, ύστερα από μια ίσως μικρή αναλαμπή, συνεχίζει ακάθεκτη η παρακμιακή πορεία της ελληνικής κοινωνίας.
Ή μήπως είναι απαράδεκτο και προσβλητικό για την «Αριστερά» να θέτει τέτοια ερωτήματα, όταν μάλιστα βλέπει να ανεβαίνουν τα ποσοστά της;
Πως λοιπόν μπορούμε να μιλάμε για αριστερά και δεξιά και να προσδιορίζουμε αυθαίρετα και χωρίς κανένα κριτήριο, που να αντέχει στην αντικειμενική αλήθεια, ότι είμαστε προοδευτικοί, ριζοσπάστες, αριστεροί; Όταν μάλιστα το χάσμα ανάμεσα στους πολίτες και την πολιτική αυξάνει; Αφού δεν είμαστε σε θέση να αλλάξουμε μια αρνητική κατάσταση και εφόσον στον πολιτικό ορίζοντα δεν φαίνεται καμία δυναμική ανατροπή της, πώς μπορούμε να χαρακτηριστούμε προοδευτικοί; Επειδή απλώς το διακηρύττουμε;
Μήπως λοιπόν πρέπει να αναθεωρήσουμε και επαναστοχαστούμε ορισμένα πράγματα που τα θεωρούμε αυτονόητα, αυταπόδεικτα και συνεπώς ανάξια έρευνας; Ιδιαίτερα τώρα που η αξιοσημείωτη ανοδική της πορεία μπορεί να οδηγήσει σε λάθος συμπεράσματα;
Μήπως θα πρέπει να ξεκινήσουμε από τη φιλοσοφική αρχή, να αμφιβάλουμε εκ προοιμίου για τα πάντα, ώστε να είμαστε σε θέση από μηδενική βάση, να στοχαστούμε ελεύθερα, με γνώμονα την ανεξάρτητη κριτική σκέψη, αν η ιδεολογία, η στρατηγική, η πολιτική και η οργανωτική μας συγκρότηση είναι παρωχημένη, αναποτελεσματική και αδιέξοδη και χρειάζεται άμεσα μια ριζική αναπροσαρμογή;
Γιατί άραγε η συγκεκριμένη Αριστερά διέγραψε από το λεξιλόγιό της τη λέξη «αυτοκριτική»; Μήπως πρέπει να θέσουμε υπαρξιακά προβλήματα της Αριστεράς στο καμίνι της κριτικής έρευνας, εφόσον πάγκοινη είναι η διαπίστωση, ότι έτσι όπως λειτουργεί και δρα είναι το ολιγότερο, αναξιόπιστη και αναποτελεσματική; Και δεν το διακηρύττουμε εμείς. Το καταδεικνύει ή πραγματικότητα.
Σε πρόσφατη δημοσκόπηση (εφημ. «Καθημερινή», 30.12.07) τα κόμματα έρχονται στην τελευταία σκάλα εμπιστοσύνης από μέρους των πολιτών. Και δεν γίνεται εξαίρεση ούτε φυσικά στα «αριστερά» κόμματα. Μήπως διαισθάνονται ότι και σήμερα κάτι ανάλογο συμβαίνει με αυτό που ισχυριζόταν ο Σάκης Καράγιωργας για το ΠΑΣΟΚ, όταν εκλέχτηκε το 1981 και απαξάπαντες ήταν ενθουσιασμένοι (ξετρελαμένοι) με την «αλλαγή»;
«Τα κέντρα εξουσίας προετοίμασαν μια πολιτική διάρθρωση του εξής τύπου: Δύο αστικά κόμματα, που να έχουν βασικό στρατηγικό σκοπό τη διαχείριση της καπιταλιστικής ανάπτυξης και κυρίως τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής αστικής κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα. Αυτά τα κόμματα θα εναλλάσσονταν στην εξουσία. Γιατί δύο κόμματα; Γιατί κάθε εκσυγχρονισμός έχει ένα κόστος που πέφτει στις πλάτες κάποιας κοινωνικής ομάδας. Αυτή την κοινωνική δυσαρέσκεια θα την απορροφά μια το ένα μια το άλλο».[54]
Μήπως ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί ένα από τα κόμματα του δικομματισμού, που απορροφά τη δυσαρέσκεια του κόσμου, όμως ως ένα κόμμα του συστήματος, που κλήθηκε από τα εξωθεσμικά κέντρα, κυρίως πέραν του Ατλαντικού να διαχειριστεί την κρίση, για να μην επιβαρυνθεί η δεξιά, που θα επανέλθει ως σωτήρια πολιτική δύναμη;
Μήπως, για να θέσουμε πιο σκληρά διλήμματα, είναι σοφοί οι έλληνες πολίτες που δεν εμπιστεύονται την «Αριστερά» ή απεναντίας οι ίδιοι ανώριμοι και γι’ αυτό συσπειρώνονται γύρο της; Πώς εξηγείται το φαινόμενο στελέχη και οπαδοί του παγκοσμιοποιημένου, νεοταξικού ΠΑΣΟΚ, να το εγκαταλείπουν και να συσπειρώνονται στον ΣΥΡΙΖΑ; Μήπως υπάρχει ένα υπόγειο αισθητήριο του λαού που δημιουργεί την αντίθεση ανάμεσα στην κοινωνική και πολιτική «Αριστερά»; Μήπως χωρίς να το αντιλαμβάνεται η «Αριστερά» εξυπηρετεί χωρίς να το θέλει το σύστημα με τη λεγόμενη εναλλακτική παγκοσμιοποίηση και την κοσμοπολίτικη, πολυπολιτισμική κοινωνία που επαγγέλλεται; Μήπως λοιπόν μόνο «με την μετάλλαξή της σε μια νέας μορφής σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, μπορεί να ενταχθεί στο σύστημα; Όμως αυτό θα αποτελέσει προσαρμογή και όχι ριζοσπαστική αλλαγή».[55]
Μήπως η ιδεολογία της, έτσι όπως πραγματώνεται, είναι ένα άχρηστο απολίθωμα, που καμία σχέση δεν έχει με αυτό που φανταζόμαστε ως «Αριστερά»;
Ερωτήματα επί ερωτημάτων, στα οποία καλούμαστε να δώσουμε απάντηση.
Γενικό συμπέρασμα: Η κρίση της «Αριστεράς», παρά τα φαινόμενα, είναι βαθιά και διαρκής και κατά πρώτιστο λόγο ιδεολογική. Η Αριστερά δεν έχει ανανεώσει την ιδεολογία της. Παραμένει, καταμαρτυρούν οι ενδείξεις, στα παλαιά, παραδοσιακά, ορθόδοξα πλαίσια, μπερδεύοντας πολλές φορές, τον μαρξισμό με τον νεοφιλελευθερισμό, την ταξική πάλη με τον ιμπεριαλισμό, δημιουργώντας ένα πρωτόφαντο κράμα «αριστερο -σοσιαλφιλελεύθερου εθνομηδενιστικού διεθνισμού».
ΙΧ. Τα σενάρια της παγκοσμιοποίησης και της Νέας Τάξης για την Ελλάδα
«Ο ελληνικός λαός είναι δυσκολοκυβέρνητος και γι’ αυτό πρέπει να τον πλήξουμε βαθιά στις πολιτισμικές του ρίζες. Τότε ίσως συνετισθεί. Εννοώ δηλαδή να πλήξουμε τη γλώσσα, τη θρησκεία, τα πνευματικά και ιστορικά του αποθέματα, ώστε να εξουδετερώσουμε κάθε δυνατότητα του να αναπτυχθεί, να διακριθεί, να επικρατήσει, για να μη μας παρενοχλεί στα Βαλκάνια, στην Ανατολική Μεσόγειο, στη Μέση Ανατολή, σε όλη αυτή τη νευραλγική περιοχή, μεγάλης στρατηγικής σημασίας για μας, για την πολιτική των ΗΠΑ».
Χένρυ Κίσινγκερ[56]
Στη μεταπολεμική παγκόσμια τάξη πραγμάτων οι ηγεμονεύουσες δυνάμεις της Δύσης με πρωταγωνιστή τις ΗΠΑ έθεσαν σκοπό τους τον πλήρη έλεγχο της υφηλίου. Ο λεγόμενος «ψυχρός πόλεμος» των υπερδυνάμεων είχε σκοπό την εκμηδένιση κάθε ανεξάρτητης εθνικής φωνής, με βάση την προσφερόμενη απ’ αυτές προς τους υποτελείς τους «προστασία» έναντι του αντιπάλου.
Η προηγούμενη αυτή μεταπολεμική ισορροπία (ισορροπία του τρόμου, όπως ονομάστηκε) κατέρρευσε μαζί με τη Σοβιετική Ένωση και στη θέση της άρχισε να διαμορφώνεται, συγκροτείται και συγκρούεται ένας πολυπολικός κόσμος που περιλαμβάνει την Κίνα, τη Ρωσία, την Ινδία και τη Νότια Αμερική. Αμφισβητείται πλέον έντονα ο ηγεμονικός ρόλος των ΗΠΑ, οι οποίες καταβάλλουν απεγνωσμένες προσπάθειες να διατηρήσουν με τις στρατιωτικές τους επεμβάσεις και όχι μόνο τα αμφισβητούμενα γεωστρατηγικά τους πλεονεκτήματα ανά την υφήλιο. τους συμμάχους της κατέλαβε η αστάθεια, γεγονός πολύ επικίνδυνο για το διεθνές σύστημα. Η απουσία σήμερα της άλλης αυτής υπερδύναμης, σε συνδυασμό με την ανάδειξη του γαλλογερμανικού πόλου σε ζώνη επιρροής στην Ευρώπη και τον ανταγωνισμό του δολαρίου από το ευρώ αποτελούν μερικούς από τους ανασταλτικούς παράγοντες στην πορεία των ΗΠΑ για την παγκόσμια κηδεμονία. Ταυτόχρονα χώρες όπως η Γερμανία, η Ιαπωνία και η Κίνα με ηγεμονικό και συχνά αυτοκρατορικό παρελθόν είναι εξαιρετικά δύσκολο να συρθούν πίσω από το άρμα των ΗΠΑ. Από την άλλη οι οικονομικές δυνατότητες των ΗΠΑ αν και μεγάλες, δεν είναι τέτοιες που να τους επιτρέψουν να επιβάλουν, παγκόσμια, τη θέλησή τους πολεμικά ή οικονομικά.
Στα πλαίσια αυτά ο σχεδιασμός των ΗΠΑ για τη «Νέα Τάξη» πραγμάτων και η προσπάθειά τους, πέρα και έξω από κάθε έννοια ηθικής, για εδραίωσή της παγκόσμια ηγεμονίας με τον νόμο της ισχύος, δημιούργησε πολλαπλές, επιλεγμένες και «ελεγχόμενες» οικονομικές, εθνικές και πολεμικές κρίσεις διεθνώς, που όλοι τις ζήσαμε, τις ζούμε και θα τις ζούμε καθημερινά γι’ άγνωστο χρονικό διάστημα στο μέλλον.
Η «Νέα Τάξη» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά σαν όρος απ’ τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Τζώρτζ Μπους κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της επέμβασης κατά του Ιράκ στον Περσικό Κόλπο. Με τον όρο αυτό οι ΗΠΑ εννοούν ότι έχουν δικαίωμα να ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ των κρατών και των πολυεθνικών εταιρειών, μ’ αντίστοιχο περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας των εθνών – κρατών. Για το σκοπό αυτό έννοιες όπως τα «ανθρώπινα δικαιώματα» διαστρεβλώνονται. Ιδέες και αξίες όπως η πατρίδα και το έθνος συκοφαντούνται σαν πολεμοκάπηλες ή εθνικιστικές. Στη θέση τους αναδεικνύονται αυτές του «εκσυγχρονισμού» και του «νεοφιλελευθερισμού». Εθνικές κυβερνήσεις διασύρονται ως ανήθικες, ανεύθυνες, ανίκανες και ανυπόληπτες. Αντ’ αυτών αναδεικνύονται και προωθούνται τα αμείλικτα συμφέροντα των πολυεθνικών εταιρειών σε βάρος των εθνικών κυβερνήσεων, των λαών και της εθνικής τους κυριαρχίας. Με μέσο τους διεθνείς θεσμούς και οργανισμούς (ΝΑΤΟ, ΟΗΕ, ΔΝΤ, ΔΑΣΕ) και πρόσχημα φαινόμενα όπως αυτό της «τρομοκρατίας», ή των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» οι ΗΠΑ επιχειρούν να επιβάλουν τη θέληση και τα συμφέροντά τους, με στρατιωτικές επεμβάσεις, σε προσεκτικά επιλεγμένους τόπους και χρόνους, αλλά και οικονομικά, προωθώντας τη περίφημη διεθνοποίηση της αγοράς, που καταργεί τα σύνορα και αφαιρεί από τις κυβερνήσεις τη δυνατότητα άσκησης ανεξάρτητης οικονομικής πολιτικής, ώστε η όποια ανάπτυξη μιας εθνικής οικονομίας να εξαρτάται απ’ τις ξένες επενδύσεις. Έτσι το εθνικό συμφέρον των τεχνολογικά προηγμένων κρατών, προβάλλεται σήμερα ως συμφέρον της παγκόσμιας οικονομικής κοινότητας. «Μεταβιομηχανική» κοινωνία σημαίνει για τους ισχυρούς μια κοινωνία πολλών φτωχών με μικρές νησίδες πλούτου και δύναμης, ενώ για τους ανίσχυρους σημαίνει αποβιομηχάνιση, εξαφάνιση μικρομεσαίων και αγροτών, κυριαρχία των πολυεθνικών με την εξαγορά στρατηγικών τομέων της εθνικής οικονομίας, εξαθλίωση ολόκληρων κοινωνικών.
Είναι σαφές ότι οι απαντήσεις σ’ όλα τα θέματα που αναπτύξαμε στα προηγούμενα, δεν μπορούν να δοθούν δογματικά, γιατί πάλι μπορεί να οδηγήσουν σε αδιέξοδα ή μεγαλύτερες καταστροφές, από αυτές που ζήσαμε ιστορικά και βιώνουμε σήμερα με τόσο επώδυνο τρόπο, ως ανθρωπιστική καταστροφή.
Το θέμα συνεπώς είναι υπαρξιακό για το ελληνικό λαό και φυσικά για το Λαϊκό Κίνημα. Για να αναδείξουμε το μέγεθός του θα πρέπει να παραθέσουμε και ορισμένα επιχειρήματα, που βγαίνουν από την έως τώρα αντικειμενική πραγματικότητα, αυτήν την πραγματικότητα που παραδέχονταν όλοι οι ορθόδοξοι ή και οι ανορθόδοξοι μαρξιστές ότι είναι η μόνη που μπορεί να αποδείξει το αληθές της θεωρίας. Αν η θεωρία δεν επαληθεύεται στην πράξη, τότε υπάρχει σαφώς πρόβλημα.
Θα προσπαθήσουμε να αναφερθούμε στο παρόν κεφάλαιο μόνο στη Νέα Τάξη, παρ’ όλο που θεωρούμε ότι αποτελεί μια θεωρητική αφαίρεση η αποδέσμευσή της από την παγκοσμιοποίηση και μ’ αυτή την έννοια αυθαίρετη. Και είναι πραγματικά αυθαίρετη. Γίνεται απλούστατα για λόγους ερευνητικής ανάλυσης, ώστε να καταδειχτούν τα πραγματικά προβλήματα εναργέστερα. Αναλύονται δηλαδή μόνο στο θεωρητικό εργαστήριο, χάριν μελέτης, ενώ στην πραγματική ζωή αυτά είναι αξεδιάλυτα.
Θα ξεκινήσω από τη διατύπωση των σεναρίων και κατόπιν θα προσπαθήσω να φέρω τα επιχειρήματα εκείνα που επιβεβαιώνουν ή διαψεύδουν τα σενάρια αυτά.
Θα ξεκινήσω από τις δηλώσεις ή μη δηλώσεις του Κίσινγκερ και αποτελούν τη βάση των σεναρίων.
Ανταποκρίνονται, αυτά που αποδίδονται στον Κίσινγκερ ή στον οποιοδήποτε που θα είχε πει αυτές τις απόψεις, στην πραγματικότητα;
Αυτό είναι το ζήτημα και όχι, αν τα είπε ή δεν τα είπε ο Κίσινγκερ. Το τονίζω αυτό για να μην επικεντρωθούμε σε μια συζήτηση χωρίς νόημα, με την έννοια, αν τα είπε ή δεν τα είπε κάποιος.
Η πρώτη αλήθεια που εκφράζεται ήδη στην πρώτη πρόταση είναι ότι ο «ελληνικός λαός» είναι δυσκολοκυβέρνητος». Πράγματι η φράση αυτή αποδίδει την πραγματικότητα. Παρ’ όλα τα «χάλια» του ελληνικού λαού, με την έννοια ότι μπορούμε να του καταλογίσουμε ουκ ολίγα «αμαρτήματα», και την τρομοκράτησή του από χίλιες δυο πλευρές για να παραλύσουν κάθε πιθανότητα αντίδρασής του, πιστεύω ακράδαντα αυτό που τόνισε ο αριστερός ιστορικός Νίκος Σβορώνος με την αντιστασιακή φύση του Έλληνα. Ο Έλληνας είχε ανέκαθεν και λόγω της μακραίωνης ιστορικής του παράδοσης από την αρχαιότητα έως σήμερα, την αντιστασιακή φύση μέσα του. Ήταν κατά βάση ανέκαθεν αντιεξουσιαστής με την πραγματική σημασία της λέξης και όχι αναρχοαυτόνομος «μπαχαλάκιας», που αποτελεί μια εκφυλιστική απόφυση του «αντιεξουσιασμού». Άρα η διάγνωση του οποιουδήποτε Κίσινγκερ είναι σωστή.
Με την έννοια αυτή δεν υποτάσσεται εύκολα, παρ’ όλο που τα φαινόμενα επιβεβαιώνουν το αντίθετο. Η ψυχολογία του δεν είναι εύκολο να κατανοηθεί. Το συμπέρασμα λοιπόν των ντόπιων και ξένων κέντρων εξουσίας είναι ότι πρέπει να υποταχτεί με ορισμένους κατάλληλους τρόπους και μέσα, για να μην μπορεί να προβάλει αντίσταση στα κελεύσματα της Νέας Τάξης, αυτής την Νέας Τάξης, στην οποία όμνυε και την οποία υπηρετούσε πιστά ο Γιώργος Παπανδρέου και όχι μόνο.
Ποιοι είναι οι κατάλληλοι τρόποι μας το λέει επίσης ξεκάθαρα: Να τον «πλήξουμε στις πολιτιστικές του ρίζες». Επίσης προδιαγράφεται και το αποτέλεσμα αυτής της μεθοδολογίας: «Να συνετιστεί». Βέβαια, αν θα συνετιστεί ή όχι δεν είναι δεδομένο. Αποτελεί απλώς εικασία και επιδιωκόμενο στόχο συνάμα. Αυτός ο στόχος συγκεκριμενοποιείται με τους καθοριστικούς όρους συνετισμού που είναι «η γλώσσα, η θρησκεία, τα «ιστορικά και πνευματικά του αποθέματα», αυτά που αποτελούν βασικά την πεμπτουσία της έννοιας έθνος- κράτος. που θέλει να διαλύσει το «κυρίαρχο συγκρότημα ιδεολογικής ηγεμονίας» της Αριστεράς. Επιπλέον περιγράφεται επακριβώς ο γεωστρατηγικός και γεωπολιτικός χώρος, στον οποίο η Ελλάδα δεν πρέπει πια να παίξει οποιοδήποτε καθοριστικό ρόλο. Τελικός στόχος είναι να αποδυναμωθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να γίνει βασικά νεο- αποικία ή προτεκτοράτο. Πολλοί αναφέρθηκαν για την κακοποίηση και απαξίωση της ελληνικής γλώσσας, γιατί ο ελληνικός πολιτισμός, που είναι στο στόχαστρο των αποδομητών του, είναι συνυφασμένος με την ελληνική γλώσσα. Αυτή η γλώσσα λοιπόν υφίσταται επίσης έναν ανελέητο ολοκληρωτικό πόλεμο, που διεξάγεται συστηματικά. Αποτελεί κι αυτό το φαινόμενο ένα είδος «γενοκτονίας» μέσα στην ανθρωπιστική καταστροφή που υφίσταται ο τόπος. Η Ακαδημία Αθηνών που δε φημίζεται για την συμβολή της στην αποτροπή αποδόμησης του έθνους – κράτους και συγκεκριμένα δεν έχει παρέμβει, όσο όφειλε στο επιστημονικό, πολιτισμικό, πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, κρούει επιτέλους στο θέμα της γλώσσας τον κώδωνα του κινδύνου, τονίζοντας ανάμεσα στα άλλα και τα εξής: «Τον τελευταίο καιρό έχει αρχίσει να εκδηλώνεται μία τάση να αντικατασταθεί το ελληνικό αλφάβητο από το λατινικό».
Το τονίζει πολύ εμφαντικά ο Γεώργιος Σεφέρης, ως κομμάτι της ιστορικής συνείδησης του Ελληνισμού. Λέει σχετικά: «…γιατί όλα γίνονται στην Ελλάδα σα να μας κινεί ένα θανάσιμο μίσος για τη λαλιά μας. Το κακό είναι τόσο μεγάλο, που μόνο σαν ένα φαινόμενο ομαδικής ψυχοπάθειας θα μπορούσε να εξηγηθεί. Ίσως οι απωθήσεις που προκάλεσε μια δασκαλοκρατία πολλών αιώνων, έπρεπε να καταλήξουν στις σημερινές μας νευρώσεις. Στα χρόνια μας το ζήτημα δεν είναι πια αν θα γράφουμε καθαρεύουσα ή δημοτική. Το τραγικό ζήτημα είναι αν θα γράφουμε ή όχι ελληνικά ή ένα οποιοδήποτε ελληνόμορφο εσπεράντο. Δυστυχώς όλα γίνονται σα να προτιμούμε το εσπεράντο, σα να θέλουμε να ξεκάνουμε με όλα τα μέσα τη γλώσσα μας» […] «Ο Θεός μας χάρισε μια γλώσσα ζωντανή, εύρωστη, πεισματάρα και χαριτωμένη, που αντέχει ακόμα, μολονότι έχουμε εξαπολύσει όλα τα θεριά για να τη φάνε. Έφαγαν όσο μπόρεσαν, αλλά, απομένει μαγιά, που λιγοστεύει και δεν μένει πια καιρός για να μένουμε αμέριμνοι… Αν συνεχίσουμε τον ίδιο δρόμο, αν αφεθούμε μοιρολατρικά στη δύναμη των πραγμάτων, θα βρεθούμε στο τέλος μπροστά σε μια γλώσσα εξευτελισμένη, πολύσπερμη και ασπόνδυλη».[57]
Ας μη ξεχνούμε και την γνωστή ρήση του εθνικού μας ποιητή Διονύσιου Σολωμού: «Μήγαρις έχω άλλο στο νου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα!».
Σχετικά με την εκστρατεία εναντίον της ορθόδοξης εκκλησίας, που είναι στο στόχαστρο την Νέας Τάξης, αναφερθήκαμε ήδη με παράθεση της πολιτικής του Κώστα Σημίτη, ο οποίος συμμορφούμενος στις εντολές πέραν του Ατλαντικού, έβαλε συστηματικά εναντίον της ορθόδοξης εκκλησίας της Ελλάδας. Και φυσικά δεν ήταν μόνος του σ’ αυτό το «θεάρεστο» αποδομητικόν του έργο. Είχε την αμέριστη συμπαράσταση της Αριστεράς.
Όμως αρκετά αναφέραμε στην συγκεκριμένη αποδομητική πολιτική των ελληνικών πολιτικών κομμάτων από αριστερά και δεξιά, που επιβεβαιώνουν με τον πιο περίτρανο τρόπο τα λεγόμενα του όποιου Χένρυ Κίσινγκερ. Όσο για τα ιστορικά μας αποθέματα που πρέπει να καταστραφούν είναι φυσικά η βαριά μας κληρονομιά, την οποία κύκλοι της αριστεράς θέλουν να εξαφανίσουν, μέσω της ασυνέχειας του ελληνισμού που προπαγανδίζουν. Και στο σημείο αυτό υπάρχει απόλυτη ταύτιση με τους εθνομηδενιστές από αριστερά και δεξιά, σαν την Σκύλα και την Χάρυβδη.
Τα δεινά φυσικά για την Ελλάδα δεν τελειώνουν εδώ.
Εδώ παρεμβαίνουν και τα σενάρια για να δείξουν πώς αυτά τα εξωθεσμικά κέντρα της παγκόσμιας, υπερεθνικής Νέας Τάξης θέλουν να πετύχουν και στην Ελλάδα τον στόχο τους, εφαρμόζοντας μια πιο εξοντωτική πολιτική, για να μην τους ενοχλεί η Ελλάδα στον χώρο της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Το παράδειγμα της Γιουγκοσλαβίας είναι πολύ διδακτικό και, όπως ομολόγησε και ο Γιουγκοσλάβος ομόλογος του Παξινού το 1989, τον οποίο προαναφέραμε, θα συμβεί και στην Ελλάδα. Η Γιουγκοσλαβία έπρεπε, σύμφωνα με τα σχέδια της Νέας Τάξης να διαλυθεί, ώστε να αποδυναμωθεί πλήρως και στο τέλος να ελεγχθεί εκείνο το κομμάτι που ως Σερβία απέμεινε. Εκεί συνέβη η συντριβή με τον στρατιωτικό βραχίονα της Νέας Τάξης, που φέρει το όνομα ΝΑΤΟ. Όπως είχα αναφέρει και στο βιβλίο μου «Παγκοσμιοποίηση, Νέα Τάξη και Ελληνισμός» είχα προβλέψει την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας δύο μήνες πριν επέμβει το ΝΑΤΟ. Ο λόγος για μένα ήταν απλός, πολύ απλός. Ο στρατηγικός στόχος των ΗΠΑ ήταν και είναι μετά την κατάρρευση της πρώην Σοβιετικής Ένωσης να απομονώσει το «ξανθόν γένος», δηλαδή τη Ρωσία, από την επιρροή ή την επικράτησή της ή τη διείσδυσή της στο χώρο της Ανατολής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, που βασικά ξεκινάει από τα Βαλκάνια, το Αιγαίο, την Ανατολική Μεσόγειο και επεκτείνεται έως τη Μέση Ανατολή, δηλαδή τα σύνορα του Ιράν, με κύριο στρατηγικό στόχο, όπως αναλύω στο βιβλίο μου λεπτομερώς τον έλεγχο των πηγών και διαδρομών του μαύρου χρυσού.
Σχετικά με τα Βαλκάνια η πρώτη χώρα που είχε τις καλύτερες δυνατές σχέσεις με την Ρωσία ήταν η πρώην Γιουγκοσλαβία. Η δεύτερη σε ιεραρχική διαβάθμιση ήταν και είναι ακόμη η Ελλάδα. Όπως και να έχει το πράγμα οι Έλληνες στην πλειοψηφία τους και λόγω ιστορίας και λόγω ορθόδοξης θρησκείας και για πολλούς άλλους ευνόητους λόγους, παρ’ όλη την άθλια συμπεριφορά της πρώην Σοβιετικής Ένωσης απέναντί της, διατηρεί τη συμπάθεια με αυτό το «ξανθόν γένος». Υπάρχουν βαθιές ρίζες, που συνδέουν τον Ελληνισμό με τη Ρωσία, από την εποχή του Βυζαντίου και στο μεσοδιάστημα της Τουρκοκρατίας. Η πολιτική των ΗΠΑ αποσκοπεί στο σπάσιμο αυτών των δεσμών με κάθε τρόπο και κάθε μέσο, νόμιμο ή παράνομο. Διατύπωσα μάλιστα την άποψη και την διατηρώ ακόμη ότι οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ φυσικά δεν θα είχαν κανένα πρόβλημα να βομβαρδίσουν και την Ελλάδα κατά τον ίδιο τρόπο με τη Γιουγκοσλαβία, αν το επέτρεπαν οι διεθνείς συνθήκες. Αυτό δεν είναι το παρόντος να το αναλύσουμε, αλλά μπορούμε να ισχυριστούμε κάτι που είναι πλέον αυταπόδεικτο, ότι δηλαδή επέλεξαν έναν πιο αποτελεσματικό τρόπο να ελέγξουν και καθυποτάξουν την Ελλάδα, που έχει δύο κατευθύνσεις. Η μία είναι ήδη οφθαλμοφανής και ακόμη και οι τυφλοί μπορούν να την δουν «κατάματα». Αυτή είναι φυσικά η οικονομική της ασφυξία, που οδηγεί στην αποδυνάμωση της χώρας σε όλα τα επίπεδα, ώστε να είναι εύκολα, ελέγξιμη, όπως υπολογίζουν. Η δεύτερη είναι η εδαφική της συρρίκνωση μέσω της αφαίρεσης εδαφών. Στα εδάφη αυτά συγκαταλέγονται η Βόρειος Ελλάδα με τη Δυτική Θράκη, την ελληνική Μακεδονία και την Ήπειρο, καθώς και το μισό Αιγαίο, για την κατοχή του ή το ολιγότερο την συνεκμετάλλευσή του με τους Τούρκους. Η τρίτη και βασική είναι η πληθυσμιακή της συρρίκνωση, που συμβαδίζει με την εδαφική και τέλος η τέταρτη η πλήρης συντριβή της κοινωνικής συνοχής της ελληνικής κοινωνίας μέσω της λαθρομετανάστευσης.
Την Κύπρο κατάφεραν με τη συμπαράσταση του ελληνικού παρασιτικού κεφαλαίου και των πολιτικών του εκπροσώπων, να την διαιρέσουν και να την υπαγάγουν στον έλεγχο του ΝΑΤΟ μέσω Τουρκίας και αγγλικών βάσεων και να αποικίσουν την κατεχόμενη περιοχή, με την εθνοκάθαρση και τον εποικισμό, δύο αναγνωρισμένα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Ας θυμηθούμε την περίπτωση του «Κάστρου της Μεσογείου», δηλαδή του Μακάριου. Δεν ήταν δυνατόν να τον αφήσουν να παίζει τον «ύποπτο ρόλο του» προσέγγισης της Μεγαλονήσου προς τη Σοβιετική Ένωση. Η μεγαλομανία του Μακαρίου δεν του επέτρεψε να δει την πραγματικότητα και να χειριστεί τα προβλήματα ανάλογα. Νόμιζε στην «έξυπνη» αφέλειά του ότι θα μπορούσε να παίζει με τις μεγάλες δυνάμεις στη διεθνή πολιτική σκακιέρα κατά το δοκούν. Όπως τώρα πολλοί αφελείς ή ανόητοι θα έλεγα, νομίζουν ότι μπορεί η Ελλάδα να συμμαχήσει με την Ρωσία με το αζημίωτο. Το παράδειγμα του εμφυλίου 47 -49 δεν τους έχει συνετίσει μα ούτε και τους έχει διδάξει ότι άλλο είναι τα ευχολόγια και άλλο η σκληρή και απάνθρωπη πραγματικότητα. Δεν καταλαβαίνουν ότι οι διεθνείς σχέσεις δεν ρυθμίζονται με τη συμπάθεια ή την αντιπάθεια, αλλά με βάση τα συμφέροντα και τη δύναμη της ισχύος. Δεν καταλαβαίνουν, όπως καταλάβαινε ή δεν καταλάβαινε (είναι θέμα υπό διερεύνηση) ο Ζαχαριάδης ότι η Ελλάδα ανήκει, θέλει δε θέλει, στον ζωτικό χώρο των ΗΠΑ και της Δύσης γενικότερα και το αντίθετο που προπαγάνδιζαν τα στελέχη του σήμαινε «αλλοίμονο» καταστροφικό εμφύλιο, του οποίου τις συνέπειες βιώνουμε τόσο τραγικά σήμερα. Δεν καταλάβαιναν το απλό ότι η αλλαγή συσχετισμών εντάσσεται στην αλλαγή των γεωστρατηγικών και γεωπολιτικών δεδομένων παγκόσμια. Για να μην εκφράσουμε μια άλλη άποψη που δεν περιποιεί τιμή στον ίδιο και στο κόμμα, που ηγείτο.[58] Το παράδειγμα του Κώστα Καραμανλή με το Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη και την αντίδρασή του στο Βουκουρέστι για την ένταξη της ΦΥΡΟΜ στο ΝΑΤΟ είναι επίσης πολύ διδακτικό. Οι γκάνγκστερ του Στέιτ Ντιπάρτμεντ του είπαν ορθά κοφτά ή σηκώνεσαι και φεύγεις «αγαπητέ μου», παραδίνοντας την κυβέρνηση στον εκλεκτό μας Γιώργο Παπανδρέου ή καθαρίζουμε κι εσένα και το σόι σου ολόκληρο. Μήπως θα υπήρχε κανένα πρόβλημα για τις ΗΠΑ, που έχουν αιματοκυλήσει εκατομμύρια ανά τον κόσμο, να έχουν ενδοιασμούς απέναντι στον Κώστα Καραμανλή ή οποιονδήποτε θα επεδίωκε προσέγγιση προς την Ρωσία; Οι στρατηγικές σκοπιμότητες των μεγάλων δυνάμεων (δεν αφορά μόνο τις ΗΠΑ) δεν φείδονται κανενός μέτρου, προκειμένου να πετύχουν τους στόχους τους. Η Τσετσενία είναι ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Όλα αυτά και πολλά άλλα, που θα μπορούσαμε να παραθέσουμε, τα γνωρίζουμε κάλλιστα από την εποχή που τα περιέγραψε ο Θουκυδίδης.
Αυτή η πραγματικότητα δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να έχουμε επαφές και σχέσεις με την Ρωσία και να μην επιδιώκουμε μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, όπως πολλοί θα υπέθεταν λανθασμένα, αλλά το ερώτημα είναι ποιες και τι είδους, ώστε να μη διακινδυνεύουμε μια εθνική καταστροφή, που ούτως ή άλλως, αν δεν χειριστούμε τα θέματα εξωτερικής πολιτικής με εξυπνάδα και κατάλληλη διπλωματική ευφυΐα και τις κατάλληλες συμμαχίες, θα τις βρούμε προγραμματισμένες από τους «άσπονδους φίλους και συμμάχους μας» μπροστά μας, με προεξάρχοντες φίλους μας τους Γερμανούς ή πιο σωστά, για να μην υπάρχει παρερμηνεία, το γερμανικό κεφάλαιο, που ούτως ή άλλως είναι διασυνδεμένο με το αμερικάνικο και το διεθνές.
Το Ανατολικό Ζήτημα δεν έχει κλείσει ακόμη. Όλα αυτά που συμβαίνουν στον άμεσο ή ευρύτερο γεωγραφικό μας χώρο, έχουν άμεση σχέση με την τελευταία ίσως ρύθμιση του Ανατολικού Ζητήματος. Στα πλαίσια της επαναχάραξης συνόρων και της δημιουργίας νέων περιλαμβάνεται πολύ πιθανόν και η δημιουργία του Μεγάλου Κουρδιστάν που θα αποδυναμώσει την Τουρκία στα ανατολικά της σύνορα. Το Ισραήλ, χρειάζεται μια στρατηγική συμμαχία με ένα Μεγάλο Κουρδιστάν, τη στιγμή που είναι περικυκλωμένο από αραβικά καθεστώτα. Η παραχώρηση αν’ αυτού ελληνικών εδαφών είναι μέσα στα σχέδια των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, εφόσον δεν αντιδράσουμε. Ήδη δημιουργείται στην Θράκη με την ανοχή των ελληνικών κυβερνήσεων και την αδιαφορία της Αριστεράς ένα νέο καθεστώς.[59] Κάτι ανάλογο στήνεται στην ελληνική Μακεδονία και πρόσφατα στην Ήπειρο. Όλα αυτά, όσοι δεν εθελοτυφλούν για λόγους ιδεολογικούς ή πολιτικούς, τα αντιλαμβάνονται ή τα διαισθάνονται.
Εκτός όμως από τον ασφυκτικό έλεγχο που επιδιώκεται μέσω της απόσπασης ελληνικών εδαφών από τους γείτονές μας που στηρίζονται από τα εξωθεσμικά κέντρα εντός και εκτός Ελλάδας, κυρίως τους υπερατλαντικούς «φίλους» μας και τους «δυτικούς συμμάχους μας (Γερμανία κ.λπ), έχουμε και το εσωτερικό μέτωπο με τη δια της βίας[60] δημιουργία μιας πολυπολιτισμικής Ελλάδας, με τη δια της βίας αλλοίωση της πληθυσμιακής σύνθεσης της ελληνικής κοινωνίας, μέσω της λαθρομετανάστευσης, όπως τονίσαμε πιο πάνω και το τονίζουμε ακόμη μια φορά για να το συνειδητοποιήσουμε δεόντως.[61] Τα προβλήματα της λαθρομετανάστευσης ακόμη δεν τα έχουμε μπροστά μας στην όλη τους διάσταση. Είμαστε ακόμη στις αρχές. Τα θεμέλια τα έβαλε το παρασιτικό ελληνικό κεφάλαιο, δηλαδή οι πολιτικοί του εκπρόσωποι ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία[62] και την πρωτοβουλία τώρα έχει η Αριστερά, η οποία αντιμετωπίζει το θέμα ως μια φυσιολογική εξέλιξη. Έτσι για το ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ δεν παίζει κανένα ρόλο, αν εισρεύσει στην Ελλάδα ολόκληρη η ισλαμική Ασία και Αφρική. Ήδη οι λαθρομετανάστες ανέρχονται το ολιγότερο σε δύο εκατομμύρια. Αν όλοι αυτοί, εγκλωβισμένοι, όπως είναι στην Ελλάδα, αποκτήσουν πολιτικά δικαιώματα, που θέλει να τους παραχωρήσει ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ, εφαρμόζοντας έναν καταστροφικό «διεθνισμό», τότε την πολιτική στην Ελλάδα δεν θα την ρυθμίζουν Έλληνες, αλλά οι Ισλαμιστές και ας μη θεωρηθεί υπερβολή ή αποκύημα φαντασίας η επιδίωξη σε «τελευταία ανάλυση» που λέει και ο Ένγκελς, των Ισλαμιστών που θα έχουν πάρει την υπηκοότητα με τον ένα ή άλλο τρόπο, της εφαρμογής και στην Ελλάδα της Σαρίας.
Μας περιμένουν εξελίξεις στην Ελλάδα, αν δεν αντιδράσουμε, που καμία φαντασία δεν θα μπορούσε, όσο τρομερή κι αν είναι, να συλλάβει. Αυτά που ζούμε τώρα με τους λαθρομετανάστες είναι μια μικρή παρωνυχίδα. Τα τραγικά έπονται. Κι ας μη μου πει κανείς διεθνοποιημένος εθνομηδενιστής ότι τάσσομαι ενάντια στους λαθρομετανάστες. Καθόλου, μα καθόλου. Η ρατσιστική πολιτική ορισμένων εξωθεσμικών, αλλά και θεσμικών κέντρων στην Ελλάδα ενισχύει εκείνους τους κύκλους στην πραγματικότητα που απεργάζονται τον όλεθρό της. Η πιο βαθιά ρατσιστική πολιτική στην Ελλάδα εκφράζεται, όσο παράξενο κι αν φαίνεται αυτό, από ένα μεγάλο κομμάτι της Αριστεράς, γιατί αυτό το κομμάτι φέρεται ρατσιστικά ενάντια στον Έλληνα συνάνθρωπό του, ο οποίος βέβαια έχει τις ευθύνες που του αναλογούν, γιατί ψηφίζει τα κόμματα εκείνα που τον καταστρέφουν. Δεν είναι καθόλου τυχαία ότι η Χρυσή Αυγή αυξάνει τα ποσοστά της. Αυτό οφείλεται στην εγκατάλειψή των λαϊκών στρωμάτων από ένα κόμμα που βασικά εκφράζει τα βολεμένα μικροαστικά κρατικοδίαιτα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας και διατηρεί μόνο θεωρητική σχέση με την «εργατική τάξη», με την οποία υποτίθεται θα κάνει την ταξική πάλη και την οποία θεωρητικά θέλει να σώσει, με την οποία όμως δεν συνδιαλέγεται και δεν συναποφασίζει, αλλά θέλει να τις δίνει εντολές εκτέλεσης των δικών της αποφάσεων, ως «πεφωτισμένη» ηγεσία, που κατέχει την απόλυτη αλήθεια και είναι μοναδικός διαχειριστής της. Άλλωστε ποια εργατική τάξη![63] Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η εκρηκτική αύξηση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ οφείλεται στα στελέχη και του ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ, που άλλοι ως λαμόγια προστρέχουν στις αγκάλες του για να κατοχυρώσουν τα όποια προνόμια ακόμη τους υπόσχεται ο ΣΥΡΙΖΑ ότι θα τους κατοχυρώσει και άλλοι, γιατί ενώ δεν είναι καιροσκόποι, δεν βρίσκουν έναν γνήσιο πατριωτικό χώρο να τους εκφράσει και προστρέχουν σε ένα πολιτικό χώρο, που τους δίνει το άλλοθι της «προοδευτικότητας και του ριζοσπαστισμού» του παλιού «σοσιαλιστικού» ΠΑΣΟΚ. Τα υπόλοιπα προσεταιρίζεται λόγω της απουσίας μιας αξιόπιστης πατριωτικής πολιτικής δύναμης η Χρυσή Αυγή, η οποία καλύπτει το κενό ως υποκατάστατο ενός ψευδεπίγραφου πατριωτισμού, στην ουσία όμως εθνικισμού, ρατσισμού σοβινισμού κ.λπ. Όμως για τον κόσμο που δεινοπαθεί, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι αυτά είναι ψιλά γράμματα. Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι η επιβίωσή του, την οποία εναποθέτει στη Χρυσή Αυγή, τιμωρώντας παράλληλα έμμεσα ή άμεσα όλους εκείνους που του φέρθηκαν σαν κακή μητριά. Μια τέτοια νοοτροπία καλλιεργείται συνειδητά, αλλά μια τέτοια ανάλυση αποτελεί επίσης «ψιλά γράμματα» για την Αριστερά.
Τα σφάλματα της Αριστεράς από την ένταξή της στην Τρίτη Διεθνή είναι από τραγικά έως εγκληματικά. Δεν έχει σημασία, αν δημιουργήθηκαν από πρόθεση ή σκόπιμα. Η πρόθεση μπορεί να ήταν άριστη, όμως η συγκεκριμένες της ενέργειες καταστροφικές για τον τόπο. Αρκεί να αναφέρουμε την στάση της στην περίπτωση του διχασμού και της Μικρασιατικής Καταστροφής, όπου συμμάχησε με την αντίδραση και συνετέλεσε κι αυτή στην Μικρασιατική Καταστροφή με την πολιτική της, καθώς και με την παραχώρηση την ελληνικής Μακεδονίας στα πανσλαβιστικά σχέδια της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και των συμμάχων της, καθώς και τον εμφύλιο που αναφέραμε.
Τώρα συνεχίζει κατά την άποψή μου στον ίδιο καμβά. Στη συστράτευσή της δηλαδή με την παγκοσμιοποίηση και την Νέα Τάξη. Μια ζωή συνηθισμένη στην εξάρτηση, έγινε, απ’ ότι φαίνεται, εθισμός και παράδοση. Η Αριστερά πιστεύει ότι σωστά αρμενίζει, ενώ στραβός είναι ο γιαλός. Και το σωστά έχει σχέση με την προσαρμογή της στην παγκοσμιοποίηση και την Νέα Τάξη. Μια Νέα Τάξη, που όμως δεν έχει τα χαρακτηριστικά μιας μελλοντικής παγκόσμιας προλεταριακής εξουσίας, αλλά μιας υπερεθνικής παγκόσμιας εξουσίας που προωθεί το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο σήμερα. Αφού λοιπόν δεν μπορεί να ανήκει «εις την Ανατολήν», που κατέρρευσε, προστρέχει «εις την Δύσιν» προς αναζήτηση προστατών, κι ας προσπαθούν κάποιοι να μας διαψεύδουν. Όμως τα φαινόμενα δεν έχουν ουσία, παρά η σκληρή και αδυσώπητη πραγματικότητα. Και την πραγματικότητα δεν μπορείς να την εξαπατήσεις με κανένα τρόπο και κανένα μέσο. Μπορεί όμως να υποστείς τις συνέπειές της, που θα είναι καταστροφικές για την Ελλάδα.
Αυτά όσον αφορά τα κόμματα, που έχουν την κύρια ευθύνη. Ευθύνη έχουν ωστόσο αναλογικά και οι πολίτες, αν θέλουμε να προβούμε σε ιεράρχηση ευθυνών.
Τριάντα εννιά χρόνια τώρα ψηφίζει ο Έλληνες πολίτης την καταστροφή του. Ίσως αυτό δεν γίνεται αντιληπτό, όμως αποτελεί μια πραγματικότητα, αν είναι κανείς σε θέση να το αναλύσει στις πραγματικές του διαστάσεις.
Παίρνοντας αφορμή από τα ανωτέρω τάσσομαι ενάντια σε όλους εκείνους που η παγκοσμιοποίηση και η Νέα Τάξη τους έχει κάνει εκούσια ή ακούσια όργανά της. Η λαθρομετανάστες είναι τα θύματα και τα ενεργούμενα των εξωθεσμικών κέντρων. Και για να είμαι ξεκάθαρος με όσους εγκαταλείπουν την χώρα τους και δεν πολεμούν για να αλλάξουν τις συνθήκες εκεί, διαλέγοντας τον εύκολο τρόπο, εγκαταλείποντας τους συνανθρώπους τους στο έλεος των καταπιεστών κα των εκμεταλλευτών. Για μένα, όποιος εγκαταλείπει την πατρίδα του και δεν παλεύει για να αλλάξει τις συνθήκες, είναι λιποτάκτης. Και αυτοί που απρόσκλητα έρχονται στην Ελλάδα και οι Έλληνες που φεύγουν. Θα μου πει κάποιος μα η νεολαία ή όσοι από ανάγκη εγκαταλείπουν τη χώρα, γιατί δεν μπορούν να ζήσουν; Τι να πούμε σ’ αυτούς και πώς να τους χαρακτηρίσουμε; Θα απαντήσω ότι είναι βασική αρχή να πολεμάς για να αλλάξεις τις συνθήκες στη χώρα σου. Από κει και πέρα υπάρχουν και οι διάφορες περιπτώσεις, που η κάθε μία έχει την ιδιαιτερότητά της.
Το συμπέρασμά μου είναι ότι όλα αυτά δεν είναι τυχαία, αλλά εντάσσονται σε ένα καλά μελετημένο σχέδιο ελέγχου της Ελλάδας «χειροπόδαρα», για να το εκφράσουμε λαϊκά, και από έξω και από μέσα. Οι λαθρομετανάστες αποτελούν εν δυνάμει τον Δούρειο Ίππο των εξουσιαστικών εκείνων κέντρων, που σχεδιάζουν τον αφανισμό της Ελλάδας.
Όσες πολιτικές δυνάμεις στηρίζουν αυτά τα σχέδια των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για την πλήρη καταστροφή της πατρίδας μας, είτε με την «ενεργητική τους συναίνεση», όπως έλεγε ο Γκράμσι και αφορά κυρίως την ελλαδική τρόικα, δηλαδή Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ, είτε την παθητική συναίνεση και αφορά τα κόμματα της Αριστεράς και κυρίως τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι υποχείρια της Νέας Τάξης, η οποία μέσω της παγκοσμιοποίησης στη συγκεκριμένη της μορφή, ως παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, επιδιώκει την πλήρη του επικράτηση σε όλον τον πλανήτη, αλλά στην Ελλάδα παίρνει τη συγκεκριμένη της μορφή.
Οι προβλέψεις μου για την πολιτική εξέλιξη για το λόγο αυτό και με αυτά τα κριτήρια είναι η ακόλουθη: Όταν πια όλα τα μέτρα των μνημονίων θα έχουν εφαρμοστεί, τότε τα εξωθεσμικά κέντρα που ρυθμίζουν το δικομματικό παιχνίδι στην Ελλάδα, όπως το καθόρισε εν μέρει ο Σάκης Καράγιωργας, θα αναθέσουν την διακυβέρνηση της χώρας στον ΣΥΡΙΖΑ, για να συνεχίσει το σύστημα να διαιωνίζει την εξουσία του. Τόσο ωμά είναι τα πράγματα.
Πότε θα συμβεί αυτό: Κατά την άποψή μου, στις επόμενες ή το αργότερο στις μεθεπόμενες εκλογές. Αυτό θα εξαρτηθεί κατά πόσο θα έχουν εφαρμοστεί τα μέτρα των μνημονίων και πόσο χρονικό διάστημα θα χρειαστεί γι’ αυτό. Όμως το αργότερο στις μεθεπόμενες εκλογές. Αυτό θα το καθορίζουν τα εξωθεσμικά κέντρα, όταν κρίνουν ότι ήλθε ο κατάλληλος χρόνος. Ο ισχυρισμός μου ότι η διάδοχη κατάσταση, την οποία θα «επιβάλουν» με δημοκρατικό τρόπο οι εξωθεσμικοί εξουσιαστικοί παράγοντες θα είναι ο ΖΥΡΙΖΑ, βασίζεται στην επιχειρηματολογία, που ανέπτυξα στα προηγούμενα κεφάλαια, όπου ούτε λίγο ούτε πολύ θεώρησα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ταιριάζει με την εθνομηδενιστική του ιδεολογία και πολιτική στα στρατηγικά σχέδια της παγκοσμιοποίησης και της Νέας Τάξης. Εκείνο που διαφοροποιεί τον ΣΥΡΙΖΑ από τα κόμματα της δεξιάς, δηλαδή Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ είναι κυρίως τα θέματα εξωτερικής πολιτικής, δηλαδή η αδιαφορία του για τα εθνικά θέματα, που μπορούν να οδηγήσουν γι’ αυτό το λόγο σε εθνική καταστροφή ή εθνικές καταστροφές. Επίσης το πιο τραγικό σενάριο θα είναι η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στην διακυβέρνηση της χώρας και η ανάδειξη της Χρυσής Αυγής ως αξιωματική αντιπολίτευση. Ούτε αυτό το σενάριο, διαισθανόμενος τις εξελίξεις και με βάση τη δική μου «παράλογη» λογική, θα ήθελα να αποκλείσω, γιατί νομίζω ότι θα ταίριαζε περισσότερα στον σχεδιασμό των εξωθεσμικών κέντρων για την Ελλάδα, για την απαξίωσή της στη διεθνή σκηνή, στην κατασυκοφάντησή της και στον πιο αποτελεσματικό της έλεγχο.
Ισχύουν όλα αυτά τα σενάρια; Είναι το τελευταίο ερώτημα. Για μένα ισχύουν, όχι ως σενάρια, αλλά ως στρατηγικά σχέδια που ήδη εφαρμόζονται από την άνοδο στη διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου στην διακυβέρνηση της χώρας και υλοποιούνται σταδιακά, αλλά σταθερά. Η καταστροφή της χώρας ξεκίνησε στην πραγματικότητα από το 1981. Τώρα βιώνουμε τα αποτρόπαια αποτελέσματά της.
Η απάντηση σ’ όλα αυτά είναι μία: Η δημιουργία ενός Πανεθνικού – Παλλαϊκού Κινήματος, που θα έχει τα χαρακτηριστικά ενός Δημοκρατικού Αποκεντρωτισμού και που θα ακυρώσει με τη δυναμική του όλες αυτές τις καταστροφικές εξελίξεις, που περιέγραψα στα προηγούμενα κεφάλαια.
Υστερόγραφο
Και ένα τελευταίο ερώτημα, κοντά στα τόσα. Άραγε ο Μαρξ θα ήταν υπέρ της παγκοσμιοποίησης και της Νέας Τάξης; Ένα είναι σίγουρα, ότι δηλαδή θα ήταν υπέρ της παγκοσμιοποίησης, όπως και οι διακεκριμένοι επίγονοί του, σύμφωνα με αυτά που αναλύσαμε. Όμως θα ήταν και υπέρ της Νέας Τάξης, δηλαδή ενάντια στο έθνος -κράτος, όπως είναι σήμερα η πλειοψηφία της δεξιάς και της Αριστεράς; Υποθέτω πως όχι! Έτσι για να είμαι επιφυλακτικός κατά το «ορθώς απορείν».
Την σίγουρη απάντηση ωστόσο θα μπορέσω να δώσω, όταν κάποια στιγμή θα τον συναντήσω εκεί που είναι, δηλαδή στα Ηλύσια Πεδία ή στον κομμουνιστικό παράδεισο!
Κάνετε υπομονή! Τι είναι μερικά χρόνια μπροστά στην αιωνιότητα!
Αν όμως δεν έχετε υπομονή, ή γνωρίζετε την απάντηση, κοινοποιείστε την και σε μένα, μήπως με πείσετε, ώστε να μη χρειαστεί να περιμένω!!!
Πρέπει όμως να με πείσετε με κατά το δυνατόν επιστημονικά επιχειρήματα και όχι να θέλετε να μου επιβάλετε δογματικά την γνώμη σας!
Πάντως ένα πρέπει να γνωρίζετε: Ιδεολογική τρομοκρατία σε μένα δε χωράει!
Επίλογος
Επειδή, μετά την ανωτέρω θεωρητική ανάλυση μπορούν να πουν: Καλά είναι τα λόγια, αλλά που είναι οι πράξεις, θα παραθέσω τα πλαίσια και τα πνεύμα μιας πατριωτικής πρωτοβουλίας στην οποία μετέχω και δρω.
Θεωρώ ότι στο πνεύμα αυτής της πρωτοβουλίας θα πρέπει να δράσει ο κάθε Έλληνας πατριώτης.
ΚΑΛΕΣΜΑ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΩΝΠΑΤΡΙΩΤΙΚΩΝΔΥΝΑΜΕΩΝ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ
Η περίοδος της μεταπολίτευσης μετά από αναρίθμητα εγκληματικά λάθη, εξοργιστικές παραλήψεις και σκοπιμότητες και παράλληλα την λεηλασία του δημόσιου πλούτου της χώρας και της περιουσίας των πολιτών έκλεισε, έχοντας κληροδοτήσει στον τόπο μια πρωτοφανούς κλίμακας οικονομική κρίση και στον Ελληνισμό τεράστια εθνικά προβλήματα.
Ένα σαθρό πολιτικό-ιδεολογικό οικοδόμημα κατασκευασμένο από ψευτοδιεθνιστικές, πολυπολιτισμικές ιδεοληψίες και από ανίκανες κυβερνήσεις και πολιτικούς σε συνεργασία με μια συμβιβασμένη ή άφωνη διανόηση, μετάλλαξε τον Έλληνα και τον κατέστησε έρμαιο του υπερκαταναλωτισμού, οπαδό του ωχ-αδελφισμού, της ελάσσονος προσπάθειας, του ανέξοδου και ατομικού δρόμου προς την επιτυχία.
Ο πατριωτισμός, η χωρίς ανταλλάγματα αγάπη για την πατρίδα και τις εθνικές αρετές, η έννοια της εθνικής, συλλογικής ταυτότητας απαξιώθηκαν και τείνουν να ποινικοποιηθούν. Η ιστορία ξαναγράφεται σε εθνομηδενιστική βάση. Η χώρα με τα φοβικά σύνδρομα πολιτικών ολοκλήρου του πολιτικού φάσματος οδηγείται σταθερά και με συνέπεια σε δορυφοριοποίηση από την Τουρκία, και ανυποληψία από φίλους και εχθρούς.
Ο Ελληνισμός συρρικνώνεται με επιταχυνόμενο ρυθμό. Η έλλειψη προοπτικής οδηγεί σε επικίνδυνα μεγέθη το πλέον ταλαντούχο τμήμα της νεολαίας στην μετανάστευση, τα δημογραφικά στοιχεία, αν η τάση δεν αναστραφεί, σηματοδοτούν εξαφάνιση του ελληνικού πληθυσμού στο μη μακρινό μέλλον και σταδιακή υποκατάσταση του από αλλογενείς, αν οι ανεξέλεγκτες ροές των μεταναστευτικών ρευμάτων δεν διακοπούν. Το τελευταίο γεωπολιτικό ανάχωμα του Ελληνισμού, η Κύπρος, βρίσκεται στα πρόθυρα της οριστικής απώλειας. Νομοτελειακά, θα ακολουθήσουν η Θράκη, η Μακεδονία και το Αιγαίο, αν δεν αντιδράσουμε. Η Βόρειος Ήπειρος αποψιλώνεται από τον γηγενή ελληνικό της πληθυσμό.
Η πολιτική της οικονομίας των μνημονίων οδήγησε την χώρα να γίνει αποικία χρέους χωρίς προοπτική εξόδου. Η τελευταία κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ επέτεινε τα αδιέξοδα αντί να τα περιορίσει και έδωσε την χαριστική βολή στην τελευταία ελπίδα του λαού για μια άλλη εναλλακτική λύση. Κατά συνέπεια, η απογοήτευση και η μοιρολατρία συνέθλιψαν τα τελευταία απομεινάρια μαχητικότητας και αντιστασιακής διάθεσης. Αν κάτι δεν αλλάξει άμεσα, η κατάρρευση μπορεί να είναι αναπόφευκτη και να γίνει αμαχητί.
Δεν αποτελεί κινδυνολογία ότι η Πατρίδα βρίσκεται σε θανάσιμο κίνδυνο και η σωτηρία της, όπως σε όλες τις παρόμοιες καταστάσεις, εναπόκειται στον πατριωτισμό των Ελλήνων. Οι περιστάσεις απαιτούν πανστρατιά για την ενότητα του δημοκρατικού πατριωτικού χώρου, όσο είναι ακόμη καιρός.
Η πρόταση μας είναι απλή: αφού ξεκαθαρίσουμε ότι δεν έχουμε καμία σχέση με αρνητές του έθνους – κράτους, παγκοσμιοποιημένους πολυπολιτισμικούς κύκλους από δεξιά και αριστερά, ακροαριστερούς αναρχικούς καθώς και σταλινικούς ολοκληρωτιστές, ότι δεν έχουμε καμία σχέση με ακροδεξιούς φασίστες, ναζιστές, χρυσαυγίτες, τάγματα ασφαλείας, Εθνικό Μέτωπο, νοσταλγούς της χούντας, κατάλοιπα του παλαιοκομματισμού, που μας οδήγησαν σ’ αυτή την κατάντια, και τους θιασώτες του νεοφιλελεύθερου ιδεολογήματος, προχωράμε σε προσκλητήριο για την ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΩΝ ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΩΝ ΚΙΝΗΣΕΩΝ, ΚΙΝΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ.
Όσοι βάζουν την Ελλάδα πάνω από το κομματικό συμφέρον είναι πατριώτες! Στόχος μας πρέπει να είναι ο εκσυγχρονισμός της παράδοσης και όχι ο αφανισμός της, όπως επιχειρείται από εθνομηδενιστικούς αριστεροδεξιούς κύκλους.
Ο άμεσος στόχος είναι να ιδρυθεί Πανεθνικό Κίνημα Πατριωτικής Σωτηρίας από όλα τα φυσικά πρόσωπα που μπορούν να βρεθούν, τα οποία δικαιούνται εκτός της συσπείρωσης να συμμετέχουν ελεύθερα σε όποια κίνηση, ομάδα ή ότι άλλο σχήμα θέλουν, αλλά θα εντάσσονται σαν μονάδες ανεξάρτητα από τον αριθμό ατόμων που θα φέρουν μαζί τους.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΙ ΟΛΟΙ ΜΟΝΟ ΩΣ ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ όχι ως κόμματα ή οργανώσεις .
Η παραπάνω πρωτοβουλία-κάλεσμα ξεκινά από την ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΗ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ που οι βασικές της αρχές επισυνάπτονται στην πρόσκληση. Εξυπακούεται ότι αυτή η ενέργεια δεν συνιστά πρόθεση για πρωτοκαθεδρία και ότι όποια άλλη παράλληλη κίνηση προς την ίδια κατεύθυνση είναι ευπρόσδεκτη και αποδεκτή.
ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΗ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ
ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΑΡΧΩΝ
Ποτέ ο Ελληνισμός στην υπέρ τρισχιλιετή ιστορία του δεν αντιμετώπισε ΕΘΝΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ όμοια με την σημερινή, στο βαθμό και την έκταση που η ιστορική συγκυρία της εποχής διαμορφώνει. Σήμερα δεν κινδυνεύει μόνον η εθνική ανεξαρτησία και η εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας μας, αλλά η ίδια η ύπαρξή και επιβίωσή της (Αιγαίο, Θράκη, Μακεδονικό, Ήπειρος κ.α.), συνάμα και η ύπαρξη του Ελληνισμού (Κύπρος, Βόρειος Ήπειρος κ.α.). Η απειλή δεν προέρχεται μόνο από εξωτερικούς κινδύνους, αλλά και από τον εκπατρισμό χιλιάδων νέων μας και όχι μόνο, από την γιγάντωση του δημογραφικού προβλήματος κ.λπ.
Αναγκαία κατά συνέπεια είναι η ενεργοποίηση των δυνάμεων στα πλαίσια μιας ευρείας Πατριωτικής Συσπείρωσης, για τη δημιουργική αναμόρφωση και ανασυγκρότηση της χώρας σε όλα τα επίπεδα: ηθικά, πνευματικά, κοινωνικά, πολιτικά, πολιτιστικά.
Δύο είναι οι πυλώνες, πάνω στους οποίους στηρίζεται ο αγώνας μας:
- Τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας, δηλαδή τα εθνικά θέματα.
- Τα οικονομικά, κοινωνικά, παιδείας, πολιτικά και πολιτιστικά.
Αυτοί οι δύο στόχοι αποτελούν την εθνική στρατηγική, όπως τη διατυπώνει ο Παναγιώτης Κονδύλης: «Η εθνική στρατηγική δεν είναι ούτε “δεξιά” ούτε αριστερή”, ούτε “εθνικιστική”, ούτε “διεθνιστική”. Είναι τα πάντα, ανάλογα με τις επιταγές της συγκεκριμένης περίστασης. Αλίμονο στη χώρα και την πολιτική της ηγεσία, αν ερμηνεύει την συγκεκριμένη κατάσταση με “δεξιές” ή “αριστερές” προτιμήσεις».
Στο ανωτέρω πνεύμα εντάσσονται οι ακόλουθες αρχές:
1.Διαφύλαξη της Πατρίδας και του Ελληνισμού.
Πιστεύουμε στον δημοκρατικό πατριωτισμό. Οι εθνικιστικές, ρατσιστικές και σοβινιστικές πρακτικές δεν έχουν καμιά σχέση με τον πατριωτισμό.
- Σεβασμός και στήριξη του θεσμού της Οικογένειας και των θρησκευτικών πεποιθήσεων του κάθε πολίτη, όπως αυτές προβλέπονται και καθορίζονται από το Σύνταγμα της Ελλάδας.
Σεβόμαστε και στηρίζουμε το θεσμό της οικογένειας γιατί θεωρούμε ότι είναι η βάση για μία σταθερά δομημένη και υγιή κοινωνία. Αποδεχόμαστε συνάμα την διαφορετικότητα των θρησκευτικών αντιλήψεων, μέσα σε πλαίσια αλληλοσεβασμού και προστασίας της προσωπικότητας ενός εκάστου.
- Προώθηση της Ελληνικής παιδείας στη διαχρονική της αξία.
Προωθούμε τις αρχές της ελληνικής παιδείας, πιστεύοντας ότι πλάθει συνειδητοποιημένους και υπεύθυνους Έλληνες πολίτες.
- Σεβασμός στις αρχές που εμπεριέχονται στη Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ
Πιστεύουμε στις διαχρονικές και πανανθρώπινες αξίες όπως διατυπώθηκαν στη Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ και απαιτούμε τον σεβασμό στους κανόνες που θεσπίστηκαν στα πλαίσια του Διεθνούς Δικαίου και αφορούν στην ειρηνική συνύπαρξη των λαών.
- Αληθινή και γνήσια Δημοκρατία
Αγωνιζόμαστε για μία Πολιτεία που θα σέβεται το Σύνταγμα , θα νομοθετεί και θα εφαρμόζει νόμους για την ευημερία των πολιτών.
- Διακριτός και ουσιαστικός διαχωρισμός των τριών εξουσιών (Νομοθετικής, Εκτελεστικής, Δικαστικής)
Αξιώνουμε το διακριτό και ουσιαστικό διαχωρισμό των τριών εξουσιών (Νομοθετικής, Εκτελεστικής, Δικαστικής) γιατί είναι η βάση για την εύρυθμη λειτουργία του Δημοκρατικού Πολιτεύματος.
- Κοινωνική , πολιτική ευαισθητοποίηση και δικαιοσύνη.
Λειτουργούμε και ενεργούμε, αφουγκραζόμενοι τα προβλήματα και τις ευαισθησίες των συνανθρώπων μας και στηρίζουμε όλα τα μέτρα και τις δράσεις που στοχεύουν στην διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, στην προστασία των αδυνάτων, την κοινωνική δικαιοσύνη και την δημιουργία πνεύματος αλληλεγγύης και οικολογικής συνείδησης.
Βασιζόμενοι σε αυτές τις αναλλοίωτες και διαχρονικές αρχές και αξίες διακηρύσσουμε ότι οργανωτικά:
- Είμαστε κινήσεις πολιτών και συμμετέχουμε ως πρόσωπα που συντονίζονται με ανοικτές διαδικασίες (κάθετη και οριζόντια ενημέρωση), δίχως εγγραφές και διαγραφές. Οι πόρτες είναι ανοικτές για το δημοκρατικό πατριωτικό χώρο.
- Η διακριτή και διακριτική σχέση αλληλοσεβασμού και συνύπαρξης, δεν οδηγούν την ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΗ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ σε λογικές μετεξέλιξης σε κομματικό φορέα, αλλά σε εκλογική και κινηματική συμπόρευση με όλα τα πατριωτικά κινήματα διατηρώντας την ανεξαρτησία μας.
- Στους προβληματισμούς δεν υπάρχει αποκλεισμός σε κανέναν, ούτε φυσικά σε εκείνους που ανήκουν σε κόμματα ή οργανώσεις. Συστεγαζόμαστε και πραγματοποιούμε τις συσκέψεις της Πατριωτικής Συσπείρωσης, όπου μας δίνεται η δυνατότητα και δεν μας δημιουργεί εξαρτήσεις. Διατηρούμε αυστηρά την ανεξαρτησία μας.
- Οι συντονιστικές επιτροπές της Πατριωτικής Συσπείρωσης ανά γεωγραφική ενότητα της χώρας δεν είναι διοικητικά όργανα, αλλά συνεδριάζουν ανοικτά μπροστά σε όλους και αναλαμβάνουν την υλοποίηση των συλλογικών αποφάσεων. Δεν εκλέγονται αλλά ορίζονται και προκύπτουν από την εθελοντική προσφορά των στελεχών των κινημάτων. Δεν έχουμε ιεραρχία, πρόεδρο, γραμματέα κλπ μεταξύ των συντονιστικών επιτροπών, αλλά ισότιμη συμμετοχή όλων ανεξαιρέτως.
Οι ανωτέρω διακηρύξεις στόχο έχουν:
- Να είμαστε σε εγρήγορση, προκειμένου να αποτρέψουμε τους μεγάλους εθνικούς κινδύνους, που αντιμετωπίζει η χώρα σε όλα τα εθνικά και κοινωνικά μέτωπα. Οφείλουμε να είμαστε ευαίσθητοι δέκτες των μηνυμάτων της κοινωνίας και άμεσοι μετασχηματιστές της δράσης στην πολιτική συγκυρία, μέσω των ενωμένων δυνάμεων μας.
- Να προτάσσουμε όλα όσα μας ενώνουν, να έχουμε ανεξάρτητη κρίση και άποψη και να τροφοδοτούμε με ό,τι πιο χρήσιμο απορρέει από τη σχέση μας με τους πολίτες, σύμφωνα με το αριστοτελικό ρητό: «Πολίτης δ’ απλώς ουδενί των άλλων ορίζεται μάλλον ή τω μετέχειν κρίσεως και αρχής».
- Να μετασχηματίζουμε το λαϊκό αίσθημα σε ορθή πολιτική πρόταση, που θα εξυπηρετεί αποκλειστικά το συμφέρον του ελληνικού λαού και έθνους.
Ενωμένοι, καλόπιστοι, υπεύθυνοι, ώριμοι, αποφασιστικοί, είμαστε σε θέση να επιτύχουμε τους σκοπούς μας: Να ανακτήσουμε και να εδραιώσουμε την Εθνική Ανεξαρτησία και την Λαϊκή Κυριαρχία στο πνεύμα της εθνικής στρατηγικής.
Έμπνευσή μας και οδηγός μας εν κατακλείδι είναι το ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματος: «Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία».
Για την Πατριωτική Συσπείρωση
Ηλεκτρ. Διεύθυνση: patriot_sispyr@yahoo.gr
[1] Ορισμένοι ίσως θεωρήσουν μια τέτοια δήλωσή μου και την ερμηνεύουν ως έπαρση. Όμως αφού είναι αλήθεια; Αν δεν το κάνω θα με κατηγορήσουν άλλοι για «υποκριτική» ταπεινοφροσύνη. Δεν γλυτώνει κανείς με τίποτε. Οπότε καλύτερα είναι να λες την αλήθεια και να επωμίζεσαι τις συνέπειες, γιατί «ελευθερία γαρ εστί ταληθή λέγειν».
[3] Βλ. Δαμιανός Βασιλειάδης, ΠΑΚ – ΠΑΣΟΚ, μύθος και πραγματικότητα, εκδ. «Διάλογος», Αθήνα 1977
[4] Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι τα κόμματα της Αριστεράς ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ διαγκωνίζονταν ποιο θα δώσει μεγαλύτερους μισθούς και συντάξεις στους εργαζόμενους ακόμη και λίγο πριν από το ξέσπασμα της κρίσης. Άραγε αγνοούσαν ότι από το 1981 ζούσε η Ελλάδα με δανεικά ή δεν τα ένοιαζε ή στην χειρότερη περίπτωση δεν το είχαν καταλάβει επί τόσες δεκαετίες, τι συνέβαινε πραγματικά; Όπως και να’ χει το πράγμα είναι συνυπεύθυνα. Εκτός βέβαια αν ισχύει ακόμη το γνωστό: «Η καθοδήγηση δεν κάνει ποτέ λάθη!».
[5] Βλ. Δαμιανός Βασιλειάδης, Ο Μαρξ, ο Λένιν, ο Γκράμσι και η πολιτισμική ηγεμονία της Αριστεράς, εκδ. «ΚΨΜ», Αθήνα 2011, σ. 108.
[6] Με το «ορθώς απορείν» εννοούμε δύο τινά. Πρώτον τη μεθοδολογική αμφιβολία για τα πάντα και δεύτερον την εφαρμογή της ανεξάρτητης (ανεπηρέαστης από οποιεσδήποτε δογματικές προκαταλήψεις) κριτικής σκέψης στην έρευνα, για την ανακάλυψη της αλήθειας.
[7] Βλ. Γιάννης Μηλιός, Έθνος, ο λαός του αστικού κράτους», άρθρο στο ένθετο «Εντός εποχής» της εφημ. «Αυγή», τεύχος 8, περίοδος Γ΄, 8.8.2007. Σύμφωνα με το σκεπτικό του Γιάννη Μηλιού πρέπει κανονικά να επεκτείνουμε την σκέψη του και στα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού. Δηλαδή, αν ισχύει αυτό που ισχυρίζεται, αυτός ο ισχυρισμός δεν αφορά μόνο τα καπιταλιστικά καθεστώτα.
[8] Βλ. Ναόμι Κλάιν, Το Δόγμα του Σοκ, η άνοδος του καπιταλισμού της καταστροφής, εκδ. «Λιβάνης», Αθήνα 2007, σ. 444.
[9] Βλ. Μίλαν Κούντερα. Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης, εκδ. «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», Αθήνα 2011.
[10] Δηλώσεις Κώστα Σκανδαλίδη για την μανία του Γιώργου Παπανδρέου υπέρ του πολυπολιτισμού, τον οποίο ασπάζεται και ο ΣΥΡΙΖΑ.
[11] Γιάννης Στουρνάρας, συνέντευξη στο αμερικανικό δίκτυο CNN, 19.1.2013, 09.47.
[12] Ας μη ξεχνάμε και τον λόγο που εκφώνησε η κ Ψαρούδα – Μπενάκη, μπροστά στον Κάρολο Παπούλια, κατά την ορκωμοσία του ως προέδρου, όπου ούτε λίγο ούτε πολύ μίλησε για αλλαγή συνόρων, καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, απώλεια εθνικής ανεξαρτησίας και εδαφικής κυριαρχίας από εξωθεσμικά κέντρα κ.λπ.
[13] Βλ. Δαμιανός Βασιλειάδης, Παγκοσμιοποίηση, Νέα Τάξη και Ελληνισμός, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 2012. Στο βιβλίο μου αυτό αναλύω λεπτομερώς όλα αυτά τα θέματα, που ανέφερα προηγουμένως και πολλά άλλα που αφορούν τον γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό χώρο από τα Βαλκάνια έως τη Μέση Ανατολή, μέσα στον οποίο εντάσσεται Ελλάδα και Κύπρος.
[14] Βλ. Καρλ Μαρξ -Φρίντριχ Ένγκελς, Κουμουνιστικό Μανιφέστο. Βέβαια ο Μαρξ μιλάει πιο κάτω κάπως ακαθόριστα λέγοντας ότι «
[15] Ηλίας Ιωακείμογλου, «Ενάντια στον εθνικισμό, αλλά με ποιους;». Άρθρο στο ένθετο της εφημερίδας «Αυγή», τεύχος 8, περίοδος Γ΄ 8.7.2007.
[16] Γιώργος Τσίπρας, «Σαν τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης ή πριν από τη Μικρασιατική καταστροφή; άρθρο στην εφημ. «Ο δρόμος της Αριστεράς», 30.12.2012
[17] Η δήλωση της Ιωάννας Γαϊτάνη, μέλος της τροτσκιστικής γραμμής στον ΣΥΡΙΖΑ (τάση Νταβανέλου), δεν είναι καθόλου τυχαία. Είναι καθαρή απόρροια της τροτσκιστικής θέσης ότι το ελληνικό κεφάλαιο είναι ιμπεριαλιστικό (επεκτατικό), σε μια ανισότιμη βάση, αλλά όχι εξαρτημένο.
[18] Βλ. Λαοκράτης Βάσσης, «Το νέο παγιδευτικό δίπολο: εθνικισμός -αποεθνοποίηση», εφημ. «Το Παρόν», 31.1.2010. Βλ. στο ίδιο θέμα τις τοποθετήσεις του Γιάννη Μηλιού και του Δημήτρη Μπελαντή, που μιλούν για την μετάλλαξη και ενσωμάτωση μιας μεγάλης μερίδας της αριστερής διανόησης στα κέντρα των ιδεολογικών μηχανισμών του αστικού κράτους. Τυχαίο; Δεν νομίζω! Γιάννης Μηλιός, Ο μαρξισμός ως σύγκρουση τάσεων, εκδ. «Εναλλακτικές εκδόσεις», Αθήνα 1999, σ. 154. και Δημήτρης Μπελαντής, Η “στροφή” των διανοουμένων: Για την αδιάκριτη γοητεία του “εκσυγχρονισμού” στους αριστερούς διανοούμενους», περ. «Θέσεις», τεύχ. 59, Απρίλιος – Ιούνιος 1997.
στροφή” των διανοουμένων: Για την αδιάκριτη γοητεία του “εκσυγχρονισμού” στους αριστερούς διανοούμενους»
[20] Πιθανόν αυτή η ασάφεια να είναι σκόπιμη. Πιθανόν, γιατί δίνει τη δυνατότητα της επικράτησης της γραμμής της πιο ισχυρής και ηγεμονεύουσας ιδεολογικής τάσης μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ, που καθορίζει τη στρατηγική και την τακτική της. Θα αναρωτηθεί κανείς, ποιος αποφάσισε η πορεία προς «Κανόσα» του Τσίπρα στον Σόιμπλε. Ποιος θα αποφασίσει επίσης την μετάβασή του στις ΗΠΑ και με ποια αιτιολογία και ποια κριτήρια; Μήπως πάει για τα διαπιστευτήρια; Έχει συναποφασίσει κανείς δημοκρατικά ή αμεσοδημοκρατικά για την ακολουθούμενη πολιτική; Έχει διεξαχθεί κάποια συζήτηση και πάρθηκε κάποια συλλογική απόφαση;
[21] Βλ. Φρίντριχ Ένγκελς, Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής, γερμανικής φιλοσοφίας, στο Κ. Μαρξ – Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμ. ΙΙ, εκδ. της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, 1951, σ. 449.
[22] βλ. Φρίντριχ Ένγκελς, Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ…, ό.π., σ. 418 -419.
[23] Βλ. Μιχάλης Ράπτης (Πάμπλο), Αυτοδιαχείρηση, – Σοσιαλισμός: Πολιτικά κείμενα, εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα 2006, σ. 162.
[24] Βασικά ένας κατάλογος αυτής της συνομοταξίας είναι αυτός που περιλαμβάνει ονόματα που ήταν υπέρ του σχεδίου Ανάν και κυκλοφορεί στο διαδίκτυο. Οι περισσότεροι καιροσκόποι!
[25] Βλ. άρθρο των Σίσσυς Βωβού, μέλους της ΑΚΟΑ, Νάσου Θεοδωρίδη, μέλους του ΣΥΝ, και Γιάννη Μηλιού στην εφημερίδα της ΑΚΟΑ «Εποχή», 24.2.2006.
[26] Η κυρία Ιωάννα Γαϊτάνη, ανήκει στην οργάνωση ΔΕΑ του Νταβανέλου και είναι εκείνη που ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα των Σκοπιανών, για να τους ενισχύσει στην επιδίωξή τους να μπουν στο ΝΑΤΟ, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ κατά τα άλλα σε όλες του τις διακηρύξεις είναι εναντίον του ΝΑΤΟ.
[27] Παραδείγματος χάρη ο Μηλιός και ο Νταβανέλος είναι υπερήφανοι, γιατί πιστεύουν ότι ερμηνεύουν σωστά τον μαρξισμό- λενινισμό ή τροτσκισμό, ο οποίος κατά την άποψή τους καταργεί ως αναχρονιστικά και αντιδραστικά τα έθνη – κράτη και ο πατριωτισμός που τα εκπροσωπεί. Γι’ αυτό εξάλλου είναι υπέρ των ανοικτών συνόρων, υπέρ των λαθρομεταναστών και λοιπά και λοιπά.
[28] Καρλ Μαρξ, Κριτική της πολιτικής οικονομίας (πρόλογος), στο Κ. Μαρξ – Φ. Έγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. Ι, εκδ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ, εκδ. «Νέα Ελλάδα», 1951.σ. 425.
[29] Καρλ Μαρξ, Κριτική της πολιτικής οικονομίας, ό.π., σ. 425.
[30] Όταν μιλούμε για κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις εννοούμε τόσο τα μέσα παραγωγής όσο και τους εργαζόμενους, την εργατική τάξη.
[31] Την ανάλυση αυτών των θεωρητικών προβλημάτων προσπαθώ να προσεγγίσω στη μελέτη μου Δημοκρατικός Σοσιαλισμός ή το όραμα του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και η εφαρμογή του στην πράξη, εκδ. «Εναλλακτικές εκδόσεις», Αθήνα 2006.
[32] Βλ. Καρλ Μαρξ, Κριτική της πολιτικής οικονομίας, ό.π., σ. 425.
[33] Βλ. Λέων Τρότσκι, «Εθνικισμός και οικονομική ζωή», περ. «Εξωτερικών», Απρίλιος 1934.
[34] Αφήνουμε κατά μέρος τη διένεξη του Τρότσκι με τον Λένιν και τον Στάλιν σχετικά με το προσφυές του θέμα για την διαρκή και παγκόσμια επανάσταση, που δεν είναι του παρόντος να το αναλύσουμε στις διαστάσεις και παραμέτρους του.
[35] Αυτός ο ισχυρισμός του Σαντιάγκο Άλμπα Ρίκο έρχεται σε κατάφορη αντίθεση με τον ισχυρισμό του Μαρξ ότι ο αστικός τρόπος παραγωγής, δηλαδή ο καπιταλιστικός, αποτελεί προοδευτική μορφή της ιστορικής εξέλιξης των κοινωνιών.
[36] Βλ. Μιχάλης Ράπτης (Πάμπλο), «Το εθνικό ζήτημα στις νέες συνθήκες», άρθρο στο περιοδικό «Convoy», τεύχος 18, Ιούνιος 1995.
[37] Βλ. Παναγιώτης Κονδύλης, Η θεωρία του πολέμου, εκδ. «Θεμέλιο», β’ έκδοση. Για την ελληνική γλώσσα, Αθήνα 1998, σ. 14.
[38] Βλ. Μωυσής Μπουντουρίδης, καθηγητής Πανεπιστημίου Πατρών, στο ένθετο της εφημ. «Αυγή», φύλλο 8, περίοδος Γ΄, 8.7.2007, με τίτλο: Εθνικισμός και Παγκοσμιοποίηση».
[39] Γκρέγκορυ Άλμπο, «Ο Νεοφιλελευθερισμός και η Αριστερά», άρθρο στο «Εντός Εποχής», της εφημ. «Αυγή», 24.2.20089.
[41] Φ. Ένγκελς, Η εξέλιξη του Σοσιαλισμού, στο Κ. Μαρξ – Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμ. ΙΙ, ό.π., σ. 167.
[42] Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, Διαλεκτά Έργα, τόμ. ΙΙ, ό.π., σ. 183. Βασικά σήμερα θα χαρακτηρίζαμε ως κυρίαρχη αστική τάξη το μεγάλο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και τους εκπροσώπους του, δηλαδή την παγκόσμιο οικονομική και πολιτική ολιγαρχία.
[43] Μάο Τσε Τουνγκ, Πάνω στα οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, Ιστορικές εκδόσεις, Αθήνα, σ. 53.
[44] Βλ. Ι. Στάλιν, Για τον διαλεκτικό και ιστορικό υλισμό,, στο: Ζητήματα Λεινισμού,1951.
[45] Κ. Μαρξ – Φ. Ένγκελς, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, στο Κ. Μαρξ – Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμ. Ι. ό.π., σ. 34.
[46] Ο Ένγκελς στον Ντάνιελσον, Γράμματα, στο Κ. Μαρξ – Φ. Ένγκελς, τόμ. ΙΙ, ό.π., σ. 590
[47] Παναγιώτης Κονδύλης, Θεωρία του πολέμου, εκδ. «Θεμέλιο», β΄ έκδοση, Αθήνα 1998, σ. 14 -15.
[48] Παναγιώτης Κονδύλης, Θεωρία του πολέμου, ό.π., σ. 267.
[49] Βλ. Δαμιανός Βασιλειάδης, Ο Μαρξ, ο Λένιν, ο Γκράμσι και η πολιτισμική ηγεμονία της Αριστεράς, εκδ. «ΚΨΜ», Αθήνα 2011, σ. 122.
[50] Βλ. Γιάννης Μηλιός και Δημήτρης Μπελαντής, ό. π.
[51] Βλ. Κομμουνιστικό μανιφέστο.
[52] βλ. Νέος αγωνιστής, τεύχος 1, Απρίλιος 2007, σ. 11.
[53] Θα πρέπει να ειπωθούν ορισμένες αλήθειες που αντιτίθενται στη λαϊκίστικη προπαγάνδα. Σήμερα, στην εποχή των μνημονίων, το ενάμισι εκατομμύριο άνεργοι προέρχονται κυρίως από τον ιδιωτικό τομέα. Αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε ούτε να το αποκρύπτουμε.
[54] Σάκης Καράγιωργας, Μελέτες –Άρθρα – Ομιλίες, 3ος τόμος, σ. 204.
[55] Βλ. Δαμιανός Βασιλειάδης, Παγκοσμιοποίηση, Νέα Τάξη και Ελληνισμός, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 2012, σ. 237.
[56] Πολλοί ισχυρίζονται ότι αυτά που αποδίδονται στον Χένρυ Κίσινγκερ, στην πραγματικότητα δεν τα είπε. Το θέμα δεν είναι ωστόσο, αν τα είπε ή δεν τα είπε. Το θέμα είναι ότι η πολιτική που εφαρμόζεται στην Ελλάδα ανταποκρίνεται σ’ αυτά τα λόγια με απόλυτο τρόπο. Το βλέπουμε και τον ζούμε τις τελευταίες δεκαετίες, προ πάντων όμως τώρα με την κρίση, να υλοποιείται κατά γράμμα. Μερικά παραδείγματα ανέφερα στα προηγούμενα.
[57] Περισσότερα: http://www.antibaro.gr/, Αντίβαρο
[58] Πολλά έχουν γραφτεί για τις δηλώσεις του Ν. Ζαχαριάδη στον Ριζοσπάστη του 1935 και το γνωστό «Αν δεν νικιόμασταν στη Μικρά Ασία, η Τουρκία θάτανε σήμερα πεθαμένη και μείς Μεγάλη Ελλάδα. Γι αυτό, εμείς όχι μόνο δεν λυπηθήκαμε για την αστοτσιφλικάδικη ήττα στη Μικρασία, μα και την επιδιώξαμε«. Δηλώσεις του στο φύλλο του Ριζοσπάστη 12 Ιουλίου 1935. Όμως η πιο απίθανη και απίστευτη ομολογία για την τυφλή υποταγή στην τρίτη διεθνή και την μητέρα της παγκόσμιας επανάστασης διατυπώθηκε με δογματική μονολιθικότητα από τον Νίκο Πλουμπίδη, έτσι όπως την καταμαρτυρεί η Έλλη Παππά στο βιβλίο της, Μαρτυρίες μιας διαδρομής, εκδ. «Βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη», έκτη έκδοση, Αθήνα 2010, σ. 332. Γράφει σε γράμμα του απευθυνόμενος στην Έλλη Παππά: «1. Το ΒΑΣΙΚΟΤΑΤΟ, Το ΠΡΩΤΙΣΤΟ κάθε Κομμουνιστή είναι να αγαπά και να υπερασπίζεται τη ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ. Όποιος δεν το κάνει αυτό ΔΕΝ είναι Κομμουνιστής, είναι εχθρός των Εργαζομένων. 2. ΣΩΣΤΟ και ΑΛΗΘΙΝΟ και για πρόσωπα και για πράγματα είναι αυτό που λέει το ΚΟΜΜΑ…». Και συνεχίζει με άλλα εξωφρενικά, που πρέπει να έχεις γερά νεύρα, για να μη σε πιάσει νευρική κρίση. Πραγματικά ασύλληπτα πράγματα για μια εποχή που δεν είναι μακρινή. Για το λόγο αυτό ισχυρίζομαι πάντοτε ότι όσοι γαλουχήθηκαν από τα κομμουνιστικά κόμματα διατηρούν στο είναι τους ως δεύτερή φύση τον σταλινισμό. Επιπλέον τέτοια φαινόμενα δεν μπορούν να ερμηνευτούν, παρά μόνο με την ψυχολογία ή την ψυχοπαθολογία, την οποία περιφρονούσε η κομμουνιστική θεωρία, ή στην καλύτερη περίπτωση με την πίστη των πρώτων χριστιανών. Κι όμως τα φαινόμενα του σταλινισμού δεν έχουν εξαλειφτεί. Όσοι ασχολούνται με την πολιτική τα βρίσκουν καθημερινά μπροστά τους στον αριστερό χώρο και όχι μόνο. Θέλει όμως ιδιαίτερη ικανότητα να τα ανακαλύψεις. Προ πάντων ή αποκλειστικά με τη βοήθεια της ψυχολογίας. Γιατί τα φαινόμενα αυτά δεν μπορούν να κατανοηθούν με τη λογική ή με πολιτικά κριτήρια.
[59] Δεν θα επεκταθώ στα θέματα αυτά περισσότερο, γιατί και αυτά και όλη την σχετική προβληματική με το νέο Ανατολικό Ζήτημα τα εξέθεσα στο έργο μου: Παγκοσμιοποίηση, Νέα Τάξη και Ελληνισμός, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 2012. Όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να ανατρέξει για τα περαιτέρω σ’ αυτό.
[60] Ίσως πολλοί να παραξενεύονται με τον όρο «δια της βίας». Επειδή στο θέμα αυτό υπάρχει, όπως σε πολλά άλλα ζητήματα «απόλυτη» σύγχυση, θα πρέπει να πούμε ότι, αν η Ελλάδα ήταν μια πολυπολιτισμική χώρα, όπως οι ΗΠΑ για παράδειγμα, δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα. Όμως στην Ελλάδα επιδιώκουν όσοι θέλουν να την καταστρέψουν, να την κάνουν με το «ζόρι» πολυπολιτισμική. Αυτό είναι που εξηγεί το «δια της βίας».
[61] Στα προηγούμενα κεφάλαια αναφερθήκαμε στην πολιτική του Γιώργου Παπανδρέου. Είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο τότε πρωθυπουργός και νυν καθηγητής «φωστήρας» του Χάρβαρντ, κατήργησε το υπουργείο Μακεδονίας- Θράκης, ότι κατάργησε το υπουργείο Αιγαίου, ότι κατάργησε πολλά «εθνικιστικά» στην παιδεία, αφελληνίζοντάς την κ.λπ.; Δηλαδή ότι αποτελούσε υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας και ότι συνιστούσε την πολιτιστική της κληρονομιά. Αυτά που προπαγάνδιζε η παγκοσμιοποιημένη Νέα Τάξη.
[62] Για την ελληνική μεγαλοαστική τάξη είχε πει ο Ανδρέας Παπανδρέου τα εξής: « Η ελληνική μεγαλοαστική τάξη δεν είναι αυτόνομη. Αποτελεί εξαρτημένο και κομπραδόρικο προγεφύρωμα του ξένου, μα ιδιαίτερα του αμερικανικού μονοπωλιακού κεφαλαίου, που στα πλαίσια της παγκόσμιας δυναμικής του ιμπεριαλισμού, έχει μεταβάλει την Ελλάδα σε ξέφραγο αμπέλι για την ασύδοτη εκμετάλλευση του ιδρώτα του ελληνικού λαού και σε στρατώνα για την προάσπιση των στρατηγικών συμφερόντων του Πενταγώνου στην Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή». Βλ. Ανδρέας Παπανδρέου, απόσπασμα από τη διακήρυξη του ΠΑΚ, πριν τη μεταπολίτευση, Δεκέμβρης 1973.
[63] Πολύ ενδιαφέρουσα θα ήταν μια κοινωνιολογική ανάλυση της ελληνικής κοινωνίας, στην οποία θα διαφαινόταν με στατιστικά στοιχεί, ει δυνατόν, η κοινωνική βάση των κομμάτων. Δηλαδή ποιες κοινωνικές τάξεις και ομάδες ψηφίζουν ποια κόμματα. Θα ήταν πάρα πολύ ενδιαφέρον και συνάμα αποκαλυπτικό. Πιστεύω ότι θα «τρίβαμε» τα μάτια μας, όπως λέει και ο λαός. Επίσης μια κοινωνιολογική και ιστορική ερμηνεία της σημερινής παρακμιακής πορείας των Ελλήνων που μπορεί να μας οδηγήσει στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, για να μην πάμε πιο μακριά, που εξηγούν την μετάλλαξη των αρετών των Ελλήνων στα αρνητικά τους στοιχεία, όπως π.χ. η εξυπνάδα έγινε πονηριά, η ειλικρίνεια μεταβλήθηκε σε υποκρισία, η ημιμάθεια σε έπαρση και αλαζονεία, η επιβίωση του ραγιά σε εγωισμό κ.λπ. Θα μπορούσε κανείς να παραθέσει μια ολόκληρη κατηγορία αρετών που μεταλλάχτηκαν στην πορεία στα αρνητικά τους και παρ’ όλες τις προσπάθειες φωτισμένων ηγετών να επαναφέρουν τις παλιές αξίες και αρετές, δεν κατορθώθηκε λόγω και επιπρόσθετων περιπετειών του έθνους, όπως θάνατος του Καποδίστρια, Μικρασιατική Καταστροφή, εμφύλιος, εμφύλιος, δικτατορία των συνταγματαρχών κ.λπ.
[1] Παναγιώτης Κονδύλης, Θεωρία του πολέμου, εκδ. «Θεμέλιο», β΄ έκδοση, Αθήνα 1998, σ. 14 -15.
[2] Παναγιώτης Κονδύλης, Θεωρία του πολέμου, ό. π., σ. 267.
[3] Κώστας Παπαϊωάννου, Ο μαρξισμός σαν ιδεολογία, εκδ. «Κομμούνα/Θεωρία» 11», Αθήνα 1998. σ. 194.
[4] Βλ. Δαμιανός Βασιλειάδης, Ο Μαρξ, ο Λένιν, ο Γκράμσι και η πολιτισμική ηγεμονία της Αριστεράς, εκδ. «ΚΨΜ», Αθήνα 2011, σ. 122.
[5] Πλάτωνος, «Μενέξενος», 347 α.
[6] Αριστοτέλους, «Ηθικά Νικομάχεια», 1103α,14-17.
[7] Το γεγονός του ετεροπροσδιορισμού το αναλύουμε σε άλλη μας μελέτη με τίτλο: Ο Μαρξ, ο Λένιν, ο Γκράμσι και η πολιτισμική ηγεμονία της Αριστεράς, εκδ. „ΚΨΜ“, Αθήνα 2011.
[8] Για όσους δεν γνωρίζουν, το ΠΑΚ (Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα) ήταν η αντιστασιακή οργάνωση κατά τη διάρκεια της δικτατορίας 1967 -74, από την οποία στην μεταπολίτευση δημιουργήθηκε ως πολιτικό σχήμα το ΠΑΣΟΚ (Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα).
[9] Α. Γ. Παπανδρέου, Η σημασία της Νοεμβριανής λαϊκής εξέγερσης, εφημ. «Αγώνας», 29.9.1973. Ο
Ανδρέας Παπανδρέου μπορεί να εφάρμοσε το γνωστό «δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις», όμως είχε πει πολλές αλήθειες που ισχύουν και σήμερα.
[10] Σάκης Καράγιωργας, Μελέτες –Άρθρα – Ομιλίες, 3ος τόμος, σ. 204.
[11] Υπάρχει η γνωστή θεωρία των ρήξεων και των ανατροπών, με την έννοια ότι οι ποσοτικές ρήξεις θα οδηγήσουν κάποτε και στην ποιοτική αλλαγή των ανατροπών, δηλαδή της ριζικής αλλαγής των δομών μιας κοινωνίας.
[12] Βλ. Νίκος Πουλαντζάς, Κείμενα: Μαρξισμός, Δίκαιο, Κράτος, εκδ. Νήσος, Αθήνα 2008, σ. 236.
[13] Βλ. Β. Ισραήλ Σαχάκ, Εβραϊκή ιστορία, εβραϊκή θρησκεία, εκδ. «Εναλλακτικές εκδόσεις», Αθήνα 2008, σ. 62.
[14] Βλ. Ρόζα Λούξεμπουργκ, Η εργατική τάξη και ο πόλεμος, εκδ. «Κοροντζή», Αθήνα 1979, σ. 31)
[15] Β. Καρλ Μαρξ, Κριτική της πολιτικής οικονομίας, (πρόλογος) στο Κ. Μαρξ –Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. Ι, εκδοτικό της Κ.Ε. του ΚΚΕ, εκδ. «Νέα Ελλάδα» 1951, σ. 424.
[16] Βλ. Β. Ι .Λένιν, Κράτος και επανάσταση, στο Λένιν, Άπαντα, τόμ. 25, σ. 416.
[17] Κώστας Παπαϊωάννου, Ο μαρξισμός σαν ιδεολογία, εκδ. «Κομμούνα/Θεωρία» 11», Αθήνα 1998. σ. 194.