Αν κάτι πρέπει να επισημανθεί ιδιαίτερα, είναι πως η εχθρότητα εναντίον του Φαλμεράιερ επιβίωσε σε εποχές που καμία ανάγκη δεν το δικαιολογούσε. Αλλά η ακαμψία της νεοελληνικής κοινωνίας συνιστά ξεχωριστό ζήτημα
Κρώζε νυν όσον θέλεις, ω κόραξ,
όρα νυν οφθαλμέ φθονερέ,
Κέαρ μέλαν, μελάγχαλχε θώραξ,
Φαλμεράυερ πικρέ και σκληρέ.
Το πρώτο τετράστιχο του ποιήματος
«Τω Γερμανώ Φαλμεράυερ»,
με το οποίο ο Μιχ. Σ. Λελέκος κλείνει το βιβλίο του
«Δημοτική ανθολογία», Αθήνα 1868, 224.
Δεν παρακολουθώ διόλου τα σχολικά πράγματα, και δεν έχω έτσι ιδέα για το τι μπορεί να σημαίνει το όνομα τον Φαλμεράιερ στις νεότερες και στις νεότατες γενιές. Στα δικά μας όμως σχολικά χρόνια σήμαινε πολλά. Αναφερόταν συχνά ─δεν θυμάμαι αν στα βιβλία ή από τους δασκάλους─ κι έδινε την ευκαιρία, πάλι, στον εκπαιδευτικό να σηκώσει το χέρι και με τον δείκτη τεντωμένο να επαναλάβει τη γνωστή στην ιδιότητά του χειρονομία.
Σε παρόμοιες περιπτώσεις εμείς ή γελούσαμε ενδόμυχα ή παίρναμε ─από μέσα μας πάντα─ το μέρος του κατακεραυνούμενου. Με τον Φαλμεράιερ ήταν μια από τις λιγοστές φορές, που το ύφος του δασκάλου έδειχνε, πως το πράγμα δεν χωρούσε αστεία: ο κύριος αυτός ήταν αναμφισβήτητα εχθρός μας.
Από τα 1851 κιόλας ο Παπαρρηγόπουλος είχε επισημάνει πως «εις την Ελλάδα γνωρίζωμεν συνήθως το όνομα ή το έργον» του Φαλμεράιερ. Φαινόμενο συνηθισμένο, εξίσου συνηθισμένη και η καταγγελία του ─ και νομίζω άκρως χαρακτηριστική του πόσο μας ενοχλεί όταν μας εξισώνουν με τους υπόλοιπους συμπατριώτες μας. Αλλά στην περίπτωση του Φαλμεράιερ ίσως να μην έχει και πολλή σημασία η θεωρία του, ο διαδοχικός δηλαδή εκσλαβισμός και εξαλβανισμός των πληθυσμών της νότιας βαλκανικής στα χρόνια του μεσαίωνα, ερχόταν σε τόσο ριζική αντίθεση με ό,τι σ’ ολόκληρο τον 19ο αιώνα εθεωρείτο η βάση της εθνικής υπόστασης, με τη φυλετική συνέχεια μ’ άλλα λόγια, που καμιά συζήτηση επεχειρημάτων δεν ήταν νοητή. Όταν σε λένε μπάσταρδο στον δρόμο, δεν προσκομίζεις χαρτιά κι αναλύσεις από γιατρούς. Βρίζεις, με τη σειρά σου.
Σήμερα, σπάνια πια βρίζουμε κάποιον «μπάσταρδο». Για να κορεστεί ο θυμός μας απαιτούνται πιο προσωπικής υφής επίθετα και προσδιορισμοί ─ η νομιμότητα της καταγωγής λίγο μας αφορά. Το ότι παράλληλα μεταφράστηκε πια το «Περί της καταγωγής των σημερινών ελλήνων» (μετάφραση και παρουσίαση Κωνστ. Π. Ρωμανός, Αθήνα, «Νεφέλη», 1984), είναι μια αντισυμμετρία που σημειώνεται, βέβαια, για να φέρει το χαμόγελο στα χείλη ─ υπάρχει ωστόσο και κάποια πραγματική αντιστοιχία. Η εθνική μας υπόσταση έχει από καιρό πάψει να στηρίζεται στην ακραιφνή φυλετική συνέχεια. Σήμερα αντίθετα η λέξη «ρατσιστής» αποτελεί ύβρη. Μπορούμε λοιπόν να μεταφράσουμε και να διαβάσουμε δίχως εσωτερικές αντιδράσεις τον παλιό, κατ’ όνομα μονάχα, γνωστό μας Ιάκωβο Φίλιππο Φαλμεράιερ.
Άλλωστε το πρόσφατο αυτό βιβλίο δεν είναι το μόνο ούτε το πρώτο. Δυο-τρεις μήνες νωρίτερα είχε κυκλοφορήσει η μετάφραση της «Ιστορίας της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας», έργο κι αυτό του Φαλμεράιερ ─χωρίς «ανθελληνικές» αιχμές, πάντως─ ενώ πριν από δύο χρόνιά είχε τυπωθεί μια μελέτη, «Ο Jakob Philipp Fallmerayer και η γένεση του ελληνικού ιστορισμού», στη σειρά «Θεωρία και μελέτες ιστορίας» που εκδίδει το περιοδικό «Μνήμων», γραμμένη από τον Γιώργο Βελουδή. Όποιος ενδιαφέρεται λοιπόν, έχει τώρα κάποιο νήμα για ν’ αρχίσει. (Σήμερα θα πρέπει να προσθέσουμε οπωσδήποτε και το Έλλη Σκοπετέα, «Φαλμεράυερ. Τεχνάσματα του αντίπαλου δέους», Αθήνα, «Θεμέλιο», 1997).
Μονάχα που εδώ πρέπει να γίνει μια διάκριση, και να διατυπωθεί ρητά. Όσοι νοιάζονται να γνωρίσουν το παρελθόν, λίγα έχουν να γνωρίσουν με την ανάγνωση των δύο μεταφρασμένων βιβλίων τον Φαλμεράιερ. Ούτε το «Περί της καταγωγής» ούτε, πολύ περισσότερο, η «Ιστορία της Τραπεζούντας» περιέχουν στοιχεία ενδιαφέροντα για το παρελθόν μας. Δεν ξέρω μάλιστα αν θα υπάρξουν αναγνώστες που να βρουν όσην υπομονή γυρεύουν αυτές οι ατελείωτες αφηγήσεις για τα παντρολογήματα, τις μάχες ή τις δαιδαλωδώς εναλλασσόμενες συμμαχίες των αμέτρητων ηγεμονίσκων της Ανατολίας, της Καραμανίας, του Πόντου ─με ονόματα άδεια από κάθε νόημα για όλους μας, εκτός από κάποιους πολύ ειδικούς─ κι αν τη βρουν, το μόνο που θα αποκομίσουν είναι η ψευδής εντύπωση πως οι άνθρωποι της εποχής εκείνης άλλο δεν είχαν στον νου τους, παρά πώς να αλληλοσκοτώνονται αδιάκοπα.
Φυσικά, τα χρόνια ήσαν ταραγμένα. Μετακινήσεις φυλετικών ομάδων, ίσως και κάποιες ανακατατάξεις στην οικονομία που ευνοούν την κτηνοτροφία εις βάρος της γεωργίας ─ και λοιπόν τους νομαδικούς πληθυσμούς. Όμως πια σήμερα, που έχουμε, θαρρώ, ξεφύγει από τις παγίδες που στήνουν οι αφηγηματικές πηγές της εποχής εκείνης ─τα ποικιλώνυμα χρονικά─ τα οποία γράφονταν με κύριο, αν όχι μοναδικό στόχο να απομνημονεύσουν τα κατορθώματα κάποιου ισχυρού, σήμερα λοιπόν που ξέρουμε ν’ αξιοποιούμε κι αλλιώτικα τις πηγές, η μακρόσυρτη αφήγηση δύσκολα υποφέρεται. Και τα ερωτήματα για το παρελθόν έχουν κι αυτά αλλάξει ριζικά.
Έτσι, η «Ιστορία της Τραπεζούντας» περισσότερο σκοτίζει, παρά που διαφωτίζει. Αν μάλιστα ξέρουμε κάπως πράγματα και πρόσωπα, η ανικανότητα του μεταφραστή να μεταφέρει στη σωστή γραφή πολύ κοινά ονόματα (διαβάζουμε: Χαλκοκονδύλας, Ευγένικος, Βαρτάτζης ή Βαράτζης, η Κρήτη μετονομάζεται σε Κάνδια) καθώς και η αδιαφορία του να μεταφράσει τα λατινικά, ιταλικά, γαλλικά, ισπανικά παραθέματα (μονάχα για τα εγγλέζικα μας κάνει τη χάρη, ακολουθώντας πιστά το πρωτότυπο) μας κουράζουν και μας απωθούν, το ίδιο όπως και κάμποσες μεταφραστικές ή τυπογραφικές αδεξιότητες.
Το «Περί της καταγωγής» διαβάζεται οπωσδήποτε πιο εύκολα, παρά τα κάπως άχαρα ελληνικά του, ίσως γιατί κανείς πηδά ολόκληρες παραγράφους χωρίς πολλές-πολλές τύψεις. Είναι άλλωστε και πολύ πιο σύντομο. Σε μισό απόγευμα έχεις ξεμπερδέψει μαζί του. Πάλι βέβαια δίχως να γίνεις σοφότερος για το παρελθόν, εκτός από τα επίμαχα ερωτηματικά, τα ενδεχομένως γόνιμα και ενδεχομένως παραπλανητικά.
Τότε προς τι όλ’ αυτά; Τι μπορεί να ωθήσει κάποιον στην ανάγνωση του Φαλμεράιερ; Μονάχα η νοσηρή περιέργεια;
Εδώ πρέπει να πιάσουμε το δεύτερο σκέλος, την ανάγνωση της ιστορίας, ή, πιο επακριβώς, της ιστοριογραφίας, ως ενός από τα στοιχεία που συνθέτουν το παρελθόν ─ την εικόνα του, καλύτερα. Γιατι καμιά φορά τα ιστορικά βιβλία μαρτυρούν σαφέστερα για τα χρόνια που γράφτηκαν, παρά για τα χρόνια που ιστορούν, αρκεί να έχουν διαποτιστεί από το πνεύμα της εποχής τους. Πρόκειται για το σημείο όπου ο Φαλμεράιερ κατέχει προνομιακή θέση: αποτελεί ένα από τα κλειδιά του 19ου αιώνα ─ είναι λοιπόν λίαν αξιανάγνωστος.
Βέβαια, όποια ιστορική ανάγνωση αυτοπεριορίζεται στα όσα εδώ παρέχει το κείμενο και μόνο, χωλαίνει από τη φύση της. Ανάγκη πάσα και ο απλός αναγνώστης να συνδυάζει διαρκώς τα όσα οι γνώσεις, η φαντασία, η εμπειρία του έχουν μάθει, ώστε να τα συσχετίζει με ό,τι διαβάζει. Ο Φαλμεράιερ δεν μπορεί να διαβαστεί σήμερα ανεξάρτητα από την «υπόθεση Φαλμεράιερ»: μια υπόθεση με διαστάσεις και ευρωπαϊκές, μα που κυρίως έχει χαράξει τη διαμόρφωση της νεοελληνικής εθνικής συνείδησης ─ κάτι που δεν καλύπτεται πλήρως από τα όσα εκθέτει ο Γ. Βελουδής (το θέμα του είναι πιο εξειδικευμένο) ούτε από την εισαγωγή του μεταφραστή του «Περί της καταγωγής». (Για την «κριτική παρουσίαση» που συνοδεύει την «Ιστορία της Τραπεζούντας» δύσκολα μπορεί να γίνει κι ο ελάχιστος λόγος: αφήνει δυσάρεστα αμήχανο και τον πιο επιεική).
Από τον πρώτο κιόλας χρόνο της ελληνικής επανάστασης το ρεύμα του φιλελληνισμού βρέθηκε αντιμέτωπο με αντίρροπες εκδηλώσεις, που γεννήθηκαν από τα ίδια τα σπλάχνα του: πολλοί από τους ξένους εθελοντές του αγώνα επέστρεφαν γεμάτοι απογοήτευση από τα όσα είχαν αντικρίσει. Βρέθηκαν ανάμεσα σε ανθρώπους άξεστους, πονηρούς, άπληστους ─ πού εκείνα τα εξαίσια, κρουστά, υπέρλευκα αγάλματα! Ετούτοι οι ταπεινοί και φιλοχρήματοι χωριάτες δεν μπορούσαν να είναι οι απόγονοι των Ελλήνων, δεν μπορούσαν να θεωρούνται κληρονόμοι των πολυτιμότερων αγαθών του δυτικού μας πολιτισμού.
Και το πράγμα δεν έμεινε στις συναισθηματικές αντιδράσεις. Η αναγέννηση της Ελλάδας, η δημιουργία ενός καινούριου κράτους τάραζε αρκετές ισορροπίες, διέπλαθε συμμαχίες και αντιπαλότητες· όχι μόνον στα υπουργεία Εξωτερικών, παρά και στις συνειδήσεις. Αν όλες αυτές οι ροπές δεν συγκρότησαν ένα ενιαίο ρεύμα, αν κίνημα «αντιφιλελληνισμού» δεν υπήρξε, αυτό ίσως εξηγεί καλύτερα το γιατί ορισμένες από τις αντιδράσεις στάθηκαν ακριβώς πιο αιχμηρές και πιο απόλυτες. Μες σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο, η θεωρία του Φαλμεράιερ ήταν έως λυτρωτική για μερικούς. Μπορεί ο τόνος του να παραήταν βίαιος και δογματικός, αλλά και η κριτική εναντίον του δεν ήταν εξίσου κακόπιστη; Οι μειονότητες έχουν περισσότερα δικαιώματα στην οργή.
Η οργή αυτή ξέσπασε τελικά στη ράχη μας. Τα χρόνια, τα κρίσιμα για τη διαμόρφωση της εθνικής μας συνείδησης, τότε, όταν μόλις είχε δημιουργηθεί ─με θυσίες ανθρώπινες και με σχεδόν ολοκληρωτική θυσία των πρωτοποριών─ ένα εδαφικό έρεισμα όπου θα ρίζωνε το εθνικό κέντρο, κάποιος ξένος επιστήμονας ήρθε και μας αμφισβήτησε την εθνική μας ουσία. Και το χτύπημα δεν ήταν το μοναδικό· συγχρόνως, και από ολότελα διαφορετικούς δρόμους, απρόσμενα αγκάθια έρχονταν να μολύνουν το νεογέννητο κράτος.
Πρώτα-πρώτα, τώρα, στη δεκαετία 1830-40, άρχισαν να πληθαίνουν οι ενδείξεις, πως η διάσπαση σε ελεύθερους και υπόδουλους, σε αυτόχθονες και ετερόχθονες παράλληλα, έμελλε να βαρύνει το σκάφος ─ ποιος μπορούσε να το φανταστεί αυτό στα χρόνια του Αγώνα;
Έπειτα, ακόμα σοβαρότερο, την ίδια εποχή άρχισε αλλού να υποφώσκει, αλλού να θεριεύει, μια ομόλογη με τη δική μας εθνική συνείδηση στους βαλκάνιονς γείτονες ─ άλλο κακό κι αυτό πάλι. Ξαφνικά, αποκτήσαμε ακάλεστους ανταγωνιστές στα αλύτρωτα εδάφη, Σλάβους μάλιστα τους περισσότερους. Μα είναι δυνατόν να μην είναι άνθρωπός τους αυτός ο Φαλμεράιερ;
Τρίτο κακό, το χειρότερο. Οι ευρωπαίοι σύμμαχοι, οι Μεγάλες Δυνάμεις, αυτές ακριβώς που μας είχαν στηρίξει τη δύσκολη στιγμή και επέβαλαν στον σουλτάνο να αποδεχθεί την ελληνική ανεξαρτησία, δεν έδειχναν πλέον διόλου πρόθυμες να στέρξουν την αύξηση των συνόρων μας. Εσωτερικοί και εξωτερικοί παράγοντες λοιπόν, ανάγκαζαν το νεαρό ελληνικό κράτος να καρκινοβατεί ή, τουλάχιστον ─αλλά στο επίπεδο των συνειδήσεων ζυγιάζει το ίδιο─, να νομίζει ότι καρκινοβατεί.
Θα ήταν ψέμα να λέγαμε ότι τα φορτώσαμε όλα στον Φαλμεράιερ. Όποιο κείμενο γραμμένο στα μέσα του αιώνα ξεφυλλίσει κανείς, βλέπει πως πρώτα το κακό τους το κεφάλι αναθεμάτιζαν οι Έλληνες της εποχής. Δεν έχουμε μια μελέτη που να δείχνει και να προσπαθεί να κατανοήσει ετούτο το ενοχικό σύμπλεγμα που κατέτρυχε τους λογίους για χρόνια και χρόνια. Όμως παράλληλα, ξεσπούσαμε και εναντίον των εχθρών, των μισελλήνων ─ και εδώ «ο ελληνομάχος Γερμανός» εισέπραξε τη μερίδα του λέοντος. Ποιήματα, κατάρες, αντικρούσεις, με το όνομα συχνά παρακουσμένο. «Ιδού, ω Φαλμεράιν!», γράφει κάπου ο Παναγιώτης Σούτσος, «γράφε, ω Φαλμεράη, γράφε!», ο αδελφός του Αλέξανδρος. Πρυτανικοί λόγοι, ατελείωτες αποστροφές συνθέτουν έναν μακρότατο κατάλογο.
Ακόμα κι ένα μικρό ανθολόγιο από τα όσα μπορεί κανείς να συναντήσει θα ανάγκαζε τον σημερινό αναγνώστη να βαρυγκωμήσει διατρέχοντας το «Ελληνομάχος», Ι. Καρασούτσας, «Η Βάρβιτος», Αθήνα, 1860, σελ. γ’, «Ποιήματα», βλ. π.χ. Ι. Καρασούτσας, «Το όνειρον του σουλτάνου, αι Ελληνίδες και ο Φαλμεράυρ, και μονωδία ενός πασά», Αθήνα 1861, Ι. Ι. Σκυλίτσης, «Προς Φαλμεράγερ. Ποίημα», Σμύρνη 1872, «Ιδού, ω» Παν. Σούτσος, «Άπαντα», Αθήνα, 1851, σελ. ς’ ─ και, βέβαια, ο Ασώπιος δεν άφησε αναπάντητη την παραλλαγή του ονόματος, «Τα Σούτσεια», Αθήνα, 1853, 49-53, ωστόσο το Φαλμεράιν έρχεται κι επανέρχεται, βλ. Χ. Παμπούκης, «Οι σωζόμενοι λόγοι», Αθήνα, 1852, 56, Στεφ. Κ. Καραθεοδωρής, «Η νεωτέρα δημοτική ποίησις και η κλασική αρχαιότης», «Επτάλοφος Νέα», 1866, «Γράφε», Αλεξ. Σούτσος, «Η Τρίτη Σεπτεμβρίου», Αθήνα, 1843 (και στη δεύτερη έκδοση, Αθήνα 1844, το διορθώνει: «Φαλμεράηρ»), «Πρυτανικοί», Κ. Βουσάκης, «Ανασκευή της περί Ελλήνων δοξασίας του FaΙΙmerayer φυσιολογικώς», Αθήνα, 1870. «Ουδέν υπάρχει απεχθέστερον εις πάντα Έλληνα φιλόλογον ή ιστορικόν του ονόματος του Φαλμεράυερ», σημειώνει ο Κ. Τάκερμαν, «Οι Ελληνες της σήμερον», Αθήνα, 1872, 279 κ.ε. (όπου και άλλα πολύ ενδιαφέροντα).
Αν κάτι πρέπει να επισημανθεί ιδιαίτερα, είναι πως η εχθρότητα επιβίωσε σε εποχές που καμία ανάγκη δεν το δικαιολογούσε. Αλλά η ακαμψία της νεοελληνικής κοινωνίας συνιστά ξεχωριστό ζήτημα.
Ο παραδοσιακός χορός
Ζάραμο της Φλώρινας (σλαβ. za ramo = ώμο με ώμο).
Μερικές λέξεις της γλώσσας μας με σλάβικη προέλευση: Βάλτος, βίτσα, βρικόλακας, γιάφκα, γκλάβα, γράνα, καρβέλι, κουρνιάζω, λόγγος, μουντός, μπαλαμούτι, μπέμπελη, μπουχός, ντόμπρος, προβοκάτσια, ραβασάκι, ρούχο, σανός, σβάρνα, στούμπος, τσαντίλα, τσέλιγκας, τσίπα.
Το ιδεολόγημα της εθνικής συνείδησης, κάθε εθνικής συνείδησης, είναι ότι το έθνος προϋπάρχει απο αυτήν. Έτσι, σε κάποιο «κατά φύσιν» έθνος ανάγονται αναδρομικά όλοι οι παράγοντες που σε δεδομένη στιγμή θα συναποτελέσουν τα συστατικά της εθνικής συνείδησης: γλώσσα, θρησκεία, έθιμα, φυλετική καταγωγή, ιστορία, γεωγραφία και ό,τι άλλο.
Ανάλογα με τις υπαρκτές τους δυνάμεις, τα έθνη προσπαθούν να απλωθούν, και στηρίζονται κάθε φορά, στον πιο ευνοϊκό γι’ αυτά παράγοντα, με αποτέλεσμα οι πόλεμοι και οι προστριβές να μην έχουν τελειωμό. Ωστόσο, στην υπόθεση των εθνικισμών η επιστήμη, με ή χωρίς εισαγωγικά, είχε, και έχει, ρόλο αξιοσημείωτο. Όσοι και σήμερα χρειάζονται τις εθνικές, εξάψεις, πιστεύουν και στην ανάγκη της εθνικής επιστήμης.
Εμείς οι υπόλοιποι, λίγοι ή πολλοί, θεωρούμε πως η γνώση των ιδεολογημάτων, η ανάλυσή τους, η κατανόησή τους, μπορεί να μας βοηθήσει να τα υπερβούμε, ώστε να καταφέρουμε κάποτε να υπερβούμε τα προβλήματα κι όχι τα ανεστραμμένα είδωλά τους.
Σημείωση:
Ο Αλέξης Πολίτης σπούδασε νεοελληνική φιλολογία
στη Θεσσαλονίκη και στο Παρίσι. Τα χρόνια 1976-1989
εργάστηκε στο Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Ε.Ι.Ε..
Σήμερα, είναι καθηγητής στον Τομέα Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας
του Τμήματος Φιλολογίας του πανεπιστημίου Κρήτης.
Το παραπάνω κείμενο (γράφτηκε το 1985) αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο
του κ. Πολίτη: «Το μυθολογικό κενό», έκδ. «Πόλις», 2000.
Ο τίτλος, οι υπότιτλοι και η εικονογράφηση
έγιναν με μέριμνα της «Ελεύθερης Έρευνας».
Διαβάστε ακόμα
στην «Ελεύθερη Έρευνα»:
Ιστορία της χερσονήσου του Μοριά κατά το μεσαίωνα
Πολλά άρθρα σχετικά με την καταγωγή των σύγχρονων κατοίκων του ελλαδικού χώρου μπορείτε να βρείτε στο Αφιέρωμα:
Η πραγματική καταγωγή μας
Έχομε τέσσερις περιπτώσεις που αποδεικνύεται από την συμπεριφορά μας η συνέχεια της Ελληνικής ράτσας μας.
Αυτές είναι, α/η επανάσταση του 21, β/ οι Βαλκανικοί πόλεμοι, γ/ το έπος του 40, και τελευταία έρχεται η επισήμανση του Κίσιγκερ, που θέλει τον Έλληνα απρόβλεπτο και ανυπάκουο, μη τιθασευόμενο! derkon
καρκινικο ανθελληνικο λιμπεραλιστικο μισος και διαστρεβλωση της ιστοριας απο το πιο μισελληνικο σαιτ του πλανητη freeingury
χωρια το ρατσιστικο του παραληρημα και τον μισελληνικο παροξυσμο του…
θα λογοδοτησουν ολοι μολις εμεις οι ελληνες παρουμε τη εξουσια….χεχεχε
και σεις συμμεριζεστε τις μισελληνικες αποψεις τους?
Κυρία βελουχιωταινα,
και μόνο το όνομα που διαλέξατε για να εμφανιζεστε στα ΜΜΕ μιλάει από μόνο του για την πολιτική σας τοποθέτηση. Μπορείτε να μας πείτε λοιπόν, αν ο Βελουχιώτης και σεις που προφανώς συμμερίζεστε τις απόψεις και την ιδεολογία αλλά και τις πράξεις του αγαπούσε την Ελλάδα; Ή μήπως την ήθελε σαν ενα τμήμα της παγκοσμιοποιημένης κυβέρνησης που επιδιώκει ο Σιωνισμός; Ή μήπως σαν συστατικό των κομμουνιστικών Βαλκανίων που επιδίωκαν οι συναγωνιστές του;
Και ύστερα να σας το πω ξεκάθαρα. Άτομα που γράφουν με αφρούς που βγαίνουν απ‘ το στόμα τους, με τα τόσα φοβερά και τρομερά επίθετα που εσείς προτίθετε σε συγγραφείς και ιστοσελίδες, μου είναι κάπως ύποπτα. Η ελληνική ιστορία μας διδάσκει, ότι όσοι το πέζανε τόσο εθνικιστές όσο εσείς, ήταν οι μεγαλύτεροι προδότες της πατρίδας μας.
Και τέλος: Αν δεν μελετούμε τας γραφάς, όλας τας γραφάς, μένουμε αδιάβαστοι. Και τους αδιάβαστους τους κάνουν οι ξένοι και οι εχθροί της πατρίδας μας ότι θέλουν.
ΕΣ
Εχει απολυτο δικιο η Αρουλα. Μαρξιστες και Φιλελεδες ενωμενοι χτυπουν κάθε τι εθνικο και ελληνικο με μισος και φανατισμο διαστρεβλώνοντας και μειωνοντας την ελληνικη ιστορια και τον πολιτισμο μας. Πρωτοστατει αυτό το Μπλογκ. Πολιτισμικος Μαρξισμος λεγεται ή Νεα Τξη πραγματων….
allanios: Δυστυχώς κύριε/κυρία οι αλληλοκατηγορίες που δεν στηρίζονται πουθενά αλλά μόνο στο θυμικό δεν οδηγούν πουθενά και είναι αυτές που έφεραν την Ελλάδα εκεί που βρίσκεται σήμερα. Και το ότι αυτό το μπλόγκ πρωτοστατεί στο χτύπημα κάθε τι εθνικού και ελληνικου με μισος και φανατισμο διαστρεβλώνοντας και μειωνοντας την ελληνικη ιστορια και τον πολιτισμο μας, όπως γράφετε, είναι η μεγαλύτερη μπούρδα που έχω διαβάσει μέχρι σήμερα. Που τα στηρίζετε όλα αυτά που γράφετε; Συγκεκριμένα και όχι αόριστα; Αν ανατρέξετε στην δράση αυτού του μπλόγκ μπορείτε να διαπιστώσετε, ότι όταν εδώ γίνόντουσαν αναλύσεις για την Νέα Τάξη Πραγμάτων εσείς μάλλον δεν θα γνωρίζατε τι σημαίνουν όλα αυτά. Ψάξτε τα, είναι όλα μέσα, εδώ και δέκα χρόνια και.
Μην γελοιοποιείτε λοιπόν τον εαυτό σας με τέτοιες ρουκέτες που πετάτε, δεν σας τιμά.
Και μην ξεχνάτε τι έγραψα στην κυρία Αρούλα, οπαδό του Άρη Βελουχιώτη: Αν δεν μελετούμε τας γραφάς, όλας τας γραφάς, μένουμε αδιάβαστοι. Και τους αδιάβαστους τους κάνουν οι ξένοι και οι εχθροί της πατρίδας μας ότι θέλουν.
ΕΣ
ΥΓ. Όποιος έχει καρούλια στα πανταλόνια του γράφει με το όνομά του και δεν κρύβεται πίσω από ανόητα ψευδώνυμα. Εσείς έχετε;
Εχω την εντυπωση οτι υπαρχει πληρης παρανοησις και παρεξηγησις αγαπητε.
Δεν αναφερθηκα στο δικο σας μπλογκ αλλα σαυτο που μεταφερατε το αρθρο του το Freeinquiry που ειναι οντως το πιο μισελληνικο μπλογκ του πλανητη.
Επισης δεν καταλαβατε οτι η Αρουλα Βελουχιωταινα με το ονομα που διαλεξε γελοιοποιει τον σφαγεα μισελληνα σαδομαζοχιστη Εαμοβουλγαρο Αρη Βελουχιωτη και οχι οτι ειναι οπαδος του. Αυτο φαινεται και απο τα λεγομενα του….Τουλαχιστον αυτο καταλαβαινει ο καθενας μας…..
Απο κει και περα επειδη το δικο σας μπλογκ ειναι πατριωτικο το παρακολουθουμε αλλιως δεν θα ασχολουμασταν μαζι του. Επειδη ομως ειστε στην Γερμανια δεν γνωριζετε πολλα απο την ελληνικη πραγματικοτητα και την κομουνιστικη κατοχη που βιωνουμε 43 ολοκληρα χρονια τωρα, αυτο ειναι εμφανεστατο….
Γιαυτο και σας εκανα και εγω την παρατηρηση οπως και ο αρουλις να μην βαζετε αυτο το ανθελληνικο μπολγκ και καθε τι αριστεριστικο-μισελληνικο!
Σας χαιρετω με εκτιμιση απο ηρωικην Σαμον!