Ο τρόπος σκέψης και έκφρασης του πολιτικού συστήματος και του πολιτικού προσωπικού είναι εγκλωβισμένος στο παρελθόν και ταυτοχρόνως αδυνατεί να προσεγγίσει, να αναλύσει και να σχεδιάσει την σύγχρονη πραγματικότητα στη δυναμική προβολή της στο μέλλον και να την εκφράσει βεβαίως σε πολιτικό επίπεδο
Η γενικότερη δραστηριοποίηση των ελληνικών κομμάτων και ιδιαιτέρως η παρουσία τους στη συνεδρίαση της Βουλής στις 13 και 14 Αυγούστου 2015 για το Μνημόνιο Νο 3 αποτυπώνουν με ανάγλυφο τρόπο τον πολιτικό αναχρονισμό, ο οποίος χαρακτηρίζει το πολιτικό γίγνεσθαι τόσο στο επίπεδο του πολιτικού συστήματος όσο και στην κοινωνία. Η εικόνα δεν είναι ελπιδοφόρα και αυτομάτως αναδύονται ερωτήματα ως προς τον βαθμό συνειδητοποίησης, ότι αυτή την περίοδο κρίνεται η παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη, αλλά ταυτοχρόνως τίθεται θέμα αλλαγής του μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης, το οποίο δεν αφήνει πολλά περιθώρια ανάπτυξης σύγχρονης δυναμικής στα διάφορα κοινωνικά συστήματα (οικονομία, δημόσια διοίκηση, κοινωνική ασφάλιση κ.λ.π.), ώστε να διασφαλισθεί η βιωσιμότητα και η προοπτική της ελληνικής κοινωνίας.
Ο τρόπος σκέψης και έκφρασης του πολιτικού συστήματος και του πολιτικού προσωπικού είναι εγκλωβισμένος στο παρελθόν και ταυτοχρόνως αδυνατεί να προσεγγίσει, να αναλύσει και να σχεδιάσει την σύγχρονη πραγματικότητα στη δυναμική προβολή της στο μέλλον και να την εκφράσει βεβαίως σε πολιτικό επίπεδο. Γι’ αυτό επιδιώκει να ακολουθεί ο πολίτης την εξέλιξη, χωρίς να συμμετέχει συνειδητά στις διεργασίες, οι οποίες οριοθετούνται από τους συστημικούς ρόλους, στο πλαίσιο των οποίων αναπτύσσει εργασιακή δραστηριότητα. Δεν αποτελεί στόχευση η συνειδητή ενεργοποίηση του πολίτη για τον μετασχηματισμό της κοινωνίας. Αυτός συντελείται χωρίς να συνειδητοποιεί ο πολίτης προς ποιά κατεύθυνση οδεύει. Δεν προωθείται η διαμόρφωση γνώμης και άποψης μέσα από διεργασίες στις δομές της κοινωνίας πολιτών, ώστε να είναι εφικτός ένας διάλογος με τον πολίτη, που θα στηρίζεται στον ορθολογισμό και στη γνώση της πολύπλοκης πλέον εθνικής, ευρωπαϊκής και πλανητικής πραγματικότητας, η οποία βασίζεται σε σχέσεις αλληλεξάρτησης των επιμέρους κοινωνιών. Γι’ αυτό ευδοκιμούν στον πολιτικό λόγο «οι τσαχπινιές», ο λαϊκισμός και η χειραγώγηση μέσω του συναισθήματος.
Αρκεί να ληφθούν υπόψη οι «διάλογοι» κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης της Βουλής για το Μνημόνιο Νο. 3 στις 13 και 14 Αυγούστου 2015. Δεν κατεγράφη ούτε μία προσέγγιση του Μνημονίου Νο. 3, η οποία βασίζεται σε ολοκληρωμένο εθνικό σχεδιασμό για την πορεία της χώρας στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τα κόμματα, που εκπροσωπούνται στη Βουλή. Αντ’αυτού κυριάρχησαν λεκτικές τσαχπινιές, οι οποίες στόχευαν στην πρόκληση γέλιου και στην δημιουργία της αίσθησης, ότι ο ομιλών την «έφερε» στο συνομιλητή του. Η πιο ενδιαφέρουσα ήταν αυτή του πρωθυπουργού προς τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας, όταν του είπε «συμβουλευτικά» να προσέχει, όταν αναφαίρεται σε εκλογές, διότι «τέτοια αιτήματα ενίοτε γίνονται αποδεκτά». Βέβαια ο πρωθυπουργός δεν συμπλήρωσε, ότι το αίτημα αυτό απασχολεί με επιτακτικό τρόπο και τον ίδιο λόγω των εξελίξεων στο εσωτερικό του κόμματος του μετά την μη υπερψήφιση του Μνημονίου Νο. 3 από το σύνολο των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και τη στάση τους κατά τη διάρκεια του κοινοβουλευτικού διαλόγου. Η προοπτική των εκλογών διαμόρφωσε το κλίμα της συζήτησης, χωρίς να γίνει ουσιαστική αναφορά στη θεματολογία της συνεδρίασης, ώστε να ενημερωθούν οι όποιοι πολίτες είχαν το κουράγιο να ξενυχτήσουν μπροστά στους τηλεοπτικούς δέκτες ή να διαβάσουν την επόμενη ημέρα τη σχετική αρθρογραφία και ειδησεογραφία στα διάφορα έντυπα. Έτσι κι αλλιώς η συμμετοχή των πολιτών στην δημοκρατική πολιτική λειτουργία περιορίζεται στο ρόλο του ψηφοφόρου, ο οποίος έχει στατικά και όχι δυναμικά χαρακτηριστικά, ως εάν ο χρόνος μένει ακίνητος και τα οικονομικά, τεχνολογικά και πολιτικά δεδομένα σε εθνικό, ευρωπαϊκό και πλανητικό επίπεδο δεν εξελίσσονται, δεν αλλάζουν.
Προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση η λογική του πολιτικού συστήματος να αποσιωπά από τους πολίτες την ανάγκη ριζικού μετασχηματισμού του μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης και τις επιπτώσεις, οι οποίες θα υπάρξουν στην καθημερινότητα τους, ώστε να αντιμετωπίσουν την σκληρή μεταβατική περίοδο με ορθολογισμό και να συμβάλλουν ενεργά για την υλοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. Χωρίς την ανταπόκριση των πολιτών και την συνειδητή ενεργοποίηση τους η αναχρονιστική προσέγγιση της πραγματικότητας και η ακινησία θα συνεχισθούν. Και αυτό θα έχει ολέθριες επιπτώσεις για τη χώρα. Το Μνημόνιο Νο. 3 ίσως είναι η τελευταία ευκαιρία. Χωρίς υπερβολή δημιουργείται η εντύπωση, ότι απουσιάζει από το πολιτικό σύστημα η αίσθηση ή ακόμη καλύτερα η συνειδητοποίηση της συνευθύνης για την πορεία της χώρας, ενώ έχουν διαχειρισθεί κυβερνητική εξουσία τα περισσότερα κόμματα. Αντί να κάνουν ουσιαστικό διάλογο, ασκούν αναχρονιστική κριτική με βάση ιδεοληπτικές αφετηρίες και προσπαθούν να φθείρουν το ένα το άλλο σε σχέση με την ικανότητα διακυβέρνησης της χώρας. Ξεχνούν την δική τους συμβολή στην αρνητική πορεία του τόπου και συνεχίζουν να καλλιεργούν αυταπάτες σε όσους είναι δεκτικοί, χωρίς να αντιλαμβάνονται την οριακή πλέον κοινωνική νομιμοποίηση τους. Σίγουρα το πολιτικό σύστημα αυταπατάται, στο μέτρο που πιστεύει, ότι ο έλεγχος στο πλαίσιο της κομματοκρατίας στο συνδικαλιστικό κίνημα, στη δημόσια διοίκηση και στις δομές της κοινωνίας πολιτών διασφαλίζει την προοπτική του, ακόμη και αν χαρακτηρίζεται από αναχρονιστική σκέψη και πολιτική.
Η επώδυνη κρίση, που πλήττει με ιδιαίτερη σφοδρότητα τη χώρα, ίσως θα μπορούσε να γίνει αφετηρία για θετικές εξελίξεις σε σχέση με το πολιτικό σύστημα, εάν αναπτυχθεί με τη βοήθεια της κοινωνίας πολιτών και της διανόησης δυναμική ανανέωσης του τρόπου σκέψης και λειτουργίας των κομμάτων καθώς και της σχέσης και επικοινωνίας με τους πολίτες. Αυτό σημαίνει άμεση απαγκίστρωση από την ιδεοληπτική ερμηνεία και προσέγγιση της πραγματικότητας, επεξεργασία μακροπρόθεσμου πολιτικού σχεδιασμού με συγκεκριμένες και κοστολογημένες προτάσεις, στήριξη της πορείας της χώρας σε ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή στρατηγική, επανακαθορισμό της σχέσης πολιτικού συστήματος και πολιτών με στόχο την ελεύθερη έκφραση του κοινωνικού συμφέροντος χωρίς τον κομματικό έλεγχο και τέλος καλλιέργεια κουλτούρας διαλόγου μεταξύ των κομμάτων με στόχο συμβιβασμούς και συναινέσεις ανάλογα με τις ανάγκες της πραγματικότητας και την αρχή της όσο το δυνατόν ευρύτερης εκπροσώπησης της κοινωνίας στο επίπεδο της διακυβέρνησης της χώρας.
Από τη λογική του αναχρονισμού και της ακινησίας πρέπει να απαλλαγούν και οι πολίτες τόσο στην πολιτική τους λειτουργία όσο και στο πλαίσιο διεκπεραίωσης συστημικών ρόλων (εργαζόμενος, ασφαλισμένος, ελεύθερος επαγγελματίας, φορολογούμενος, συνδικαλιζόμενος κ.λ.π.). Οι παθογένειες του παρελθόντος, όπως είναι για παράδειγμα η φοροδιαφυγή, το κλειστό συντεχνιακό σύστημα, το «φακελάκι», η πελατειακή λογική ως μέσο επίτευξης προσωπικού οφέλους και άλλα, δεν μπορούν να λειτουργούν ως σημείο αναφοράς και προσανατολισμού των πολιτών ενός σύγχρονου δυναμικού κράτους, το οποίο συμπορεύεται με το κοινωνικό συμφέρον. Σε αυτές τις συνθήκες διαφθοράς η κοινωνία είναι παθητική σε σχέση με μια δυναμική πορεία προς το μέλλον. Κοινωνικό συμφέρον σημαίνει λειτουργικές συστημικές ισορροπίες για την ικανοποίηση των αναγκών των πολιτών σε συνθήκες κοινωνικής δικαιοσύνης. Με αυτής της ποιότητας κοινωνικές συνθήκες διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για την ενεργοποίηση των πολιτών στην προσπάθεια μετασχηματισμού της κατεστημένης αναχρονιστικής πραγματικότητας, διότι θα συμμετέχουν στην δημιουργία συνθηκών ευημερίας και θα απολαμβάνουν τα αγαθά της. Προϋπόθεση όμως για μια τέτοια εξέλιξη είναι ο τερματισμός της χειραγώγησης των πολιτών και η έναρξη και παγίωση ενός πολιτικού διαλόγου τόσο στο εσωτερικό του πολιτικού συστήματος όσο και με τους πολίτες, ο οποίος θα βασίζεται στην ενημέρωση σε βάθος για την εθνική, ευρωπαϊκή και πλανητική πραγματικότητα με εργαλείο τον ορθολογισμό. Ειδάλλως όσο ο πολιτικός λόγος συνεχίζει με αναχρονιστική λογική και αναπαράγει τα στερεότυπα του παρελθόντος, η όποια προσπάθεια γίνει για μεταρρυθμίσεις, οι οποίες μάλιστα προβλέπονται από το Μνημόνιο Νο3, δεν πρόκειται να ευοδωθεί. Είναι δε τραγελαφικό να αποδίδονται από εγκληματικές έως νεοαποικιακές προθέσεις στους εταίρους από τα κόμματα, όταν κανένα από αυτά μέχρι τώρα δεν έχει παρουσιάσει και θέσει στην κρίση του ελληνικού λαού ένα σχέδιο εθνικής ανασυγκρότησης στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συγκεκριμένο και κοστολογημένο.
Άμεσα και χωρίς χρονοτριβή επιβάλλεται η αλλαγή του τρόπου σκέψης του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας, ο οποίος βασίζεται σε στατική θεώρηση της πραγματικότητας και δεν κατανοεί την ανάγκη συνεχούς μετασχηματισμού των κοινωνικών συστημάτων ανάλογα με τα νέα δεδομένα, που παράγουν οι διάφοροι παράμετροι, οι οποίοι συνθέτουν την παγκόσμια εξέλιξη. Τέτοιοι είναι η επιστημονική γνώση και οι τεχνολογικές της εφαρμογές, η μεγάλη ρευστότητα στο χώρο των πολιτισμικών αξιών με αποτέλεσμα την σχετικοποίηση των εθνικών ορίων, οι αλληλεξαρτήσεις των κοινωνιών στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας, η ανάγκη ύπαρξης και λειτουργίας μηχανισμών διακυβέρνησης υπερεθνικής εμβέλειας. Ο αριθμός τους βέβαια δεν εξαντλείται στις προαναφερθείσες παραμέτρους.
Τα χρονικά περιθώρια όμως στενεύουν συνεχώς, διότι η ροή του χρόνου στην Ελλάδα είναι πολύ πιο αργή από την ταχύτητα, την οποία έχει στις ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης ειδικά και του πλανήτη γενικότερα. Το αποτέλεσμα είναι η μεγέθυνση της απόστασης μεταξύ τους και αυτό απομακρύνει την προοπτική της ευημερίας. Ταυτοχρόνως ο πολιτικός αναχρονισμός θα γίνει μη αναστρέψιμος.