Είναι ανάγκη να αναθερωρήσουμε τις απόψεις μας τόσο για τα δάνεια της ανεξαρτησίας, όσο και για τον ρόλο που έπαιζαν κατα την επανάσταση και την ανεξαρτησία οι Φιλέλληνες, π.χ. ο ηρωοποιηθείς Λόρδος Βύρων
Σε πρώτη αποκλειστική δημοσίευση στα „Θέματα Ελληνικής Ιστορίας“
Πολλά έχουν γραφεί από πολλούς ιστορικούς για τα δύο “θαλασσοδάνεια” τής Ανεξαρτησίας. Όχι όμως αρκετά, ούτως ώστε οι πολιτικοί μας ταγοί να μπορέσουν να συνάγουν χρήσιμα συμπεράσματα για το σήμερα από τις θλιβερές δανειακές επιδόσεις τής εμπολέμου νεοφυούς Ελληνικής Πολιτείας στις διεθνείς χρηματαγορές το 1824-1825. Συνοπτικά, τρεις εβδομάδες πριν την εισβολή των αιγυπτιοαφρικανικών στρατευμάτων τού Ιμπραήμ Πασά στην Πελοπόννησο (12/2/1825), η Ελλάδα είχε ήδη (αυτο)καταστραφεί οικονομικώς αφού είχε καταστεί μία υπερχρεωμένη χώρα: Παρότι το Ελληνικό Κράτος διέθετε τότε μεγάλη ταμειακή ρευστότητα σε συναλλαγματικά διαθέσιμα, και μάλιστα σε χρυσές λίρες Αγγλίας, εντούτοις η Ελλάδα τότε, τον Φεβρουάριο 1825, ήταν μία χώρα που ήταν οικονομικώς χρεωκοπημένη, κοινωνικώς διαλυμένη και στρατιωτικώς “ανοχύρωτη” (ήδη από την 26/1/1825).
Η “βρεφική” υπερχρέωση τής Ελληνικής Πολιτείας
Στο τέλος τού 1825, το εξωτερικό Δημόσιο Χρέος4 τής Ελλάδος συμποσούτο σε 2.220.800 χρυσές λίρες Αγγλίας5 ως αποτέλεσμα τής έκδοσης και αναχρηματοδότησης στο Χρηματιστήριο τού Λονδίνου των δύο πρώτων εξωτερικών ομολογιακών δανείων τής νεότερης Ελληνικής Ιστορίας. Το ποσό αυτό ήταν ισόποσο προς 111 εκατομ. γρόσια.
————————————————————————————–
Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ)
απελευθερωθείσης Ελλάδος, οικ. έτος 1823-1824W
(εκατομμύρια γρόσια)
- Γεωργοκτηνοτροφικός τομέας1
(> 78% τού πληθυσμού)
1.1. Πελοπόννησος
(μετά Μεγαρίδος) 48,1
1.2. Στερεά Ελλάδα
(άνευ Μεγαρίδος και Ακαρνανίας) 12,3
1.3. Νήσοι . 5,5 65,9
- Ναυτικός Τομέας (ναυτιλία κ.τ.λ.)2
(~ 8% τού πληθυσμού): 9,1
- Αστικός-περιαστικός τομέας3
(< 14% τού πληθυσμού) 12,9
. .
Συνολικό ΑΕΠ: 87,1
W Πελοπόννησος + Στερεά Ελλάδα (πλήν Ακαρνανίας)
+ Νήσοι (Εύβοια, Κυκλάδες, Αίγινα, Πόρος, Ύδρα, Σπέτσες).
Πίνακας 1
———————————————————————————————-
Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) τής απελευθερωθείσης Ελλάδος, που τότε
συμπεριελάμβανε την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα, τις Κυκλάδες και τις εγγύς νήσους (Αίγινα, Πόρος, Ύδρα, Σπέτσες κ.τ.λ.), ήταν τότε λιγότερο από 88 εκατομ. γρόσια (Πίνακας 1).
Εάν διαιρέσουμε τα ως άνω δύο νούμερα [111 εκατομ. / 88 εκατομ.], συνάγουμε ότι το εξωτερικό Δημόσιο Χρέος τής Ελλάδος το 1825 εκτινάχθηκε πάνω από το 127% τού ΑΕΠ. Επομένως το 1822-1825, η Ελληνική Πολιτεία ξεκίνησε την πορεία της στον ιστορικό χρόνο, ήδη “από γεννησιμιού της”, ως ένα υπερχρεωμένο κράτος.
Συγκριτικά, μόλις το εξωτερικό Δημόσιο Χρέος τής σύγχρονης Ελλάδος ανήλθε στο 86% τού ΑΕΠ (και το συνολικό Δημόσιο Χρέος στο 127%) το 2009, η Ελληνική Οικονομία πρακτικά χρεωκόπησε, ήτοι αμέσως στη συνέχεια αποκλείσθηκε από τις διεθνείς χρηματαγορές επί σειρά ετών, με αποτέλεσμα η Ελληνική Κυβέρνηση να (εξ)αναγκασθεί να προσφύγει στο ΔΝΤ και στους λοιπούς Τροϊκανούς “σωτήρες” (2010) ως άπελπις ικέτις. Όπως σήμερα (από το 2009), έτσι και τότε (από το 1825), το ελληνικό εξωτερικό Δημόσιο Χρέος ήταν προφανώς μη βιώσιμο λόγω τού δυσθεώρατου ύψους του σε σχέση με το ΑΕΠ τής χώρας.
Ακόμη χειρότερα, εκείνο το αρχικό εξωτερικό Δημόσιο Χρέος (το 1825) δεν ήταν απλώς μη βιώσιμο μακροχρονίως, αλλά επίσης διεφαίνετο, με τραπεζικά τουλάχιστον κριτήρια, ως μη εξυπηρετήσιμο έστω και κατ‘ ελάχιστον, οποτεδήποτε: Η καταβολή των τόκων εκείνου τού εξωτερικού χρέους θα επεβάρρυνε (θεωρητικώς) τον κρατικό προϋπολογισμό με ποσό ίσο προς 111.040 λίρες κατ‘ έτος, ισόποσο προς 5.552.000 γρόσια κατ‘ έτος, που αντιστοιχούσε σε ονομαστικό (συμβατικό) επιτόκιο 5% επί τού ονομαστικού κεφαλαίου και σε πραγματικό (τοκογλυφικό) επιτόκιο 11,7% επί τού πραγματικού κεφαλαίου.6 Εκείνος όμως ο (ετήσιος) τόκος υπερέβαινε κατά πολύ το σύνολο των (ετησίων) εσόδων τού τακτικού προϋπολογισμού τής Ελληνικής Πολιτείας!
Συγκεκριμένα, για το οικονομικό έτος 1823-1824 η Εθνοσυνέλευση τού Άστρους (1823) προϋπολόγισε ετήσια έσοδα τού Κρατικού Προϋπολογισμού 5.462.600 γρόσια από την Πελοπόννησο, τη Στερεά και τις Κυκλάδες — ήτοι από ολόκληρη την πρώτη επικράτεια τής μετέπειτα αναγνωρισθείσης Ελλάδος (1830). Δηλαδή από το 1825 η εμπόλεμη Ελλάδα ενεφάνιζε ένα μοναδικό φαινόμενο στην Παγκόσμια Οικονομική Ιστορία: Οι ξένοι κερδοσκόποι χορηγούσαν στην Ελληνική Πολιτεία δάνεια τα οποία ήσαν κολοσσιαία για τα οικονομικά της μεγέθη, αφού μόνον οι τόκοι (χωρίς χρεωλύσια) υπερέβαιναν το… 101% των συνολικών εσόδων τού κράτους!!!
Ακόμη χειρότερα, εκείνα τα κρατικά έσοδα τής νεοφυούς Ελληνικής Πολιτείας μόλις και “μετά βίας” μπορούσαν να καλύπτουν τις δοικητικές και λειτουργικές δαπάνες για (μόνον) 15.000 δοικητικούς υπαλλήλους και στρατιωτικούς (προς 400 γρόσια ετησίως ανά υπάλληλο ή στρατιωτικό κατά μέσο όρο). Δηλαδή η Ελλάδα ευρίσκετο εξ αρχής σε πλήρη αδυναμία να εξυπηρετήσει εκείνο το χρέος, ή οποιοδήποτε χρέος, ακόμη και εάν το πραγματικό επιτόκιο τού χρέους τής χώρας δεν ήταν τοκογλυφικό (11,7%) αλλά “κανονικό” (3% – 5%), ή και “συμβολικό” (π.χ. 1%), αφού η τότε η εμπόλεμη “Προσωρινή Κυβέρνηση τής Ελλάδος” δεν μπορούσε να διαθέσει ούτε ένα γρόσι είτε για τόκους είτε για χρεολύσια από τον ισχνό και ελλειμματικό πολεμικό προϋπολογισμό της τότε.
ΙΙ. Το μυστήριο των κερδοσκοπικών προσδοκιών
Επομένως, εγείρονται κατ‘ αρχήν τα εξής τρία προφανή ερωτήματα:
- Κερδοσκόποι. Βάσει ποιάς ελλόγου προσδοκίας οι (Άγγλοι και Ολλανδοί) κερδοσκόποι πείσθηκαν να επενδύσουν τα χρήματά τους σε ένα νεοφυές και μάλιστα εμπόλεμο κράτος που εξ υπαρχής αδυνατούσε λογιστικώς να καταβάλει έστω και μία λίρα έναντι τοκοχρεωλυσίων για εκείνα τα δάνεια;
Οποιαδήποτε και εάν ήταν η “λογική” των κερδοσκόπων και οι συναφείς υπολογιστικές ή εκτιμησιακές μέθοδοι (τραπεζολογιστικές ή οικονομολογικές) των χρηματιστηριακών τους συμβούλων το 1824, ήταν προφανές τότε ότι η “ακαριαία” εκτίναξη τού εξωτερικού Δημοσίου Χρέους τής Ελλάδος από το 0% στο δυσθεώρατο 127% τού ΑΕΠ το 1824-1825, και η συνακόλουθη εκτίναξη των καταβλητέων ετησίων τόκων τού εξωτερικού χρέους από το 0% στο σουρεαλιστικό 101% των ετησίων εσόδων τού προϋπολογισμού δι΄ εκείνων των δύο δανείων, θα καθιστούσαν αφ‘ εαυτών τότε την εμπόλεμη Ελληνική Πολιτεία ένα χρεωκοπημένο και επομένως αφερέγγυο κράτος αμέσως, ήδη από το 1825.
Τίθεται επομένως το ερώτημα: Είχαν παραφρονήσει συλλογικώς οι ξένοι κερδοσκόποι τότε, αφού διεφαίνετο όχι απλώς η πιθανότητα αλλά η βεβαιότητα ότι μία προδήλως χρεωκοπημένη Ελλάδα αδυνατούσε όχι απλώς να πληρώσει οποιουσδήποτε τόκους, αλλά ακόμη και να επιστρέψει έστω και το κεφάλαιο στους κερδοσκόπους στο προβλέψιμο μέλλον, πριν δηλαδή οι εν λόγω ξένοι δανειστές τής Ελλάδος αποδημήσουν όλοι “εις Κύριον” (η “εις μαμωνά”) απλήρωτοι, ανεξόφλητοι και “φεσωμένοι“;
- Ελληνικό Κράτος. Δεν γνώριζε άραγε η Ελληνική Κυβέρνηση ότι η εκτίναξη τού εξωτερικού Δημοσίου Χρέους τής Ελλάδος στα ως άνω “ανεμοδαρμένα ύψη” ισοδυναμούσε με ουσιαστική (αν όχι και τεχνική) χρεωκοπία, ήτοι με οικονομολογική καταστροφή, με συνακόλουθο διεθνή διασυρμό τής “νηπιακής” Ελληνικής Πολιτείας και με επακόλουθη γεωστρατηγική ήττα τής εμπολέμου Ελλάδος τότε;
Ασφαλώς και τα εγνώριζε όλα αυτά η Ελληνική Κυβέρνηση, διότι στους κόλπους της συμπεριελάμβανε έμπειρους Φαναριώτες (Μαυροκορδάτος, Νέγρης κ.τ.λ.), που είχαν εκπαιδευτεί παραδοσιακά και είχαν μάθει μεθοδικά πώς να διαφεντεύουν (οικονομικώς) όχι απλώς μία μικρή χώρα (όπως η εγειρόμενη Ελλάδα) αλλά επί πλέον μια ολάκερη αυτοκρατορία (όπως η Οθωμανική).
Επομένως πώς σχεδίαζε η Ελληνική Πολιτεία να εξυπηρετήσει και αποπληρώσει εκείνα τα “θαλασσοδάνεια”, έστω και πιθανολογικώς, όταν εξέδιδε τα ομόλογά της στο Χρηματιστήρο τού Λονδίνου;
- Ξένοι οίκοι. Με ποια λογική οι δύο έγκυροι επενδυτικοτραπεζικοί οίκοι — Loughnan, Son and O’ Brien και J. & S. Ricardo — διακινδύνευσαν το κύρος τους αναλαμβάνοντας ως ανάδοχοι (“underwriters”) το έργο τής προώθησης, διάθεσης και διαχειριστικής εκκαθάρισης των δύο ελληνικών ομολογιακών δανείων, δεδομένου ότι εκείνα τα δάνεια εφαίνοντο, με τραπεζικά κριτήρια, όχι απλώς επισφαλή αλλά παντελώς ανασφαλή (“τζούφια” ή “φούσκες”) λόγω τής προκαταγεγραμμένης αδυναμίας τού Ελληνικού Κράτους να καταβάλει έστω και μία λίρα για τοκοχρεωλύσια, σύμφωνα τουλάχιστον με την άκαμπτη λογική τής απλής αριθμητικής;
———————————————————————————————–
Συγκεντρωτικά έσοδα κρατικού προϋπολογισμού
Το κλειδί στη λύση τού μυστηρίου, που συντίθεται από τα παραπάνω τρία ερωτήματα, βρίσκεται στον προϋπολογισμό τού Ελληνικού Κράτους, ο οποίος καταρτίσθηκε από τη Εθνοσυνέλευση τού Άστρους (1823). Εκείνος ο προϋπολογισμός συμπεριελήφθηκε στη μακροοικονομική και εθνοστρατηγική έκθεση τού Φιλέλληνα Edward Blaquière (ενεργούντος ως εντολοδόχου τής Φιλελληνικής Επιτροπής τού Λονδίνου), η οποία δημοσιεύθηκε στο Λονδίνο την 13/9/1823 προς θετικό επηρεασμό των κερδοσκόπων υπέρ τής Ελλάδος, όπως αναλύεται συνοπτικά παρακάτω.
ΙΙΙ. α΄ Δάνειο τής Ανεξαρτησίας
Όπως αναγράφεται σε εκείνον τον προϋπολογισμό τού 1823-1824 (Πίνακας 2), πέραν των ως άνω εσόδων από την Πελοπόννησο, Στερεά Ελλάδα και Κυκλάδες και εγγύς νήσους (5.462.000 γρόσια), η Ελληνική Κυβέρνηση προσδοκούσε, καθ‘ όν χρόνο προωθούσε την έκδοση τού πρώτου της ομολογιακού δανείου στο Λονδίνο, επιπρόσθετα έσοδα 7.383.620 γροσίων από την Κρήτη:7 Η Μεγαλόνησος συνέχιζε να μάχεται κατά στρατευμάτων και στόλων από τρεις ηπείρους — Ασία, Αφρική και Ευρώπη — όταν συνήφθη το α΄ Δάνειο τής Ανεξαρτησίας (9/2/1824).
Ειδικότερα, όπως αναλύεται στο άρθρο η Μάχη τής Κρήτης 1821-1824, (στα Θέματα Ελληνικής Ιστορίας), οι Ελληνοκρήτες κατόρθωσαν με τρομακτικές θυσίες να κρατήσουν το πολεμικό μέτωπο στη Μεγαλόνησο “ανοιχτό” και “εν εξελίξει” για αρκετούς μήνες κατά την κρίσιμη περίοδο Σεπτέμβριο 1823 – Μάρτιο 1824, ενώ δηλαδή η Φιλελληνική Επιτροπή τού Λονδίνου, η Ελληνική Κυβέρνηση, και προσωπικά ο Λόρδος Βύρων ως Αρχιεπίτροπος τού α΄ Δανείου τής Ανεξαρτησίας, διεξήγαγαν τον εναγώνιο κοινό τους αγώνα προς εξασφάλιση τού α΄ Δανείου τής Ανεξαρτησίας, παρότι οι Ελληνοκρήτες είχαν ηττηθεί ήδη από τον Αύγουστο τού 1823 (στη Μάχη στις Αρμουγέλλες) από τον αιγυπτιοαφρικανικό τακτικό στρατό εισβολής. Τελικά, οι Ελληνοκρήτες κατέθεσαν τα όπλα μόνον αφού το δάνειο είχε εκδοθεί και διασφαλισθεί υπέρ τής Ελλάδος, και “συμπτωματικά” την ημέρα ακριβώς που η πρώτη δόση τού δανείου (£ 40.000) έφθασε στη Ζάκυνθο, ήτοι την 12 Απριλίου 1824.
Άγγλος τραπεζίτης
Θεωρητικά δηλαδή οι ξένοι κερδοσκόποι-ομολογιούχοι τού α΄ Δανείου τής Ανεξαρτησίας, όπως επίσης και η Ελληνική Κυβέρνηση και οι ξένοι οίκοι, “πόνταραν” στην απελευθέρωση τής Κρήτης και στην ενσωμάτωσή της με την Ελλάδα που θα υπερδιπλασίαζε τα έσοδα τού κρατικού προϋπολογισμού τής Ελλάδος. Επιπλέον “πόνταραν” σε επιπρόσθετα έσοδα (περί τα 2,5 εκατομμύρια γρόσια) από την ενσωμάτωση των περισσοτέρων νήσων τού ανατολικού Αιγαίου στην Ελλάδα, αφού η καταστροφές τής Κάσσου και των Ψαρών (αμφότερες τον Ιούνιο 1824) δεν είχαν επισυμβεί όταν οι κερδοσκόποι αγόρασαν τα ομόλογα τού Ελληνικού Δημοσίου (Φεβρουάριος 1824). Τέλος “πόνταραν” στην ενσωμάτωση και των Επτανήσων στην Ελλάδα, ως πιθανολογούμενη “προίκα” τής Αγγλίας στην ελεύθερη Ελλάδα.
Δηλαδή μία ισχυρή Ελλάδα που θα συμπεριλάμβανε τις περισσότερες ελληνικές νήσους (Κυκλάδες, νήσοι ανατολικού Αιγαίου, Κρήτη και Ιόνιοι νήσοι), θα είχε κρατικό προϋπολογισμό με έσοδα που θα ξεπερνούσαν τα 17 εκατομμύρια γρόσια και θα έτεινε προς τα 20 εκατομμύρια γρόσια, με Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) που θα ξεπερνούσε τα 250 εκατομύρια γρόσια. Τότε, με μία τέτοια γεωγραφική διεύρυνση (τής επικρατείας) και τη συνακόλουθη οικονομική μεγένθυση (τού ΑΕΠ) τής χώρας, το εξωτερικό Δημόσιο Χρέος της θα περιορίζετο αυτόματα σε επίπεδο χαμηλότερο από το 50% τού ΑΕΠ (αντί τού 127% ως άνω), και η Ελλάδα θα μπορούσε τότε να το εξυπηρετήσει με συνέπεια, διότι θα επεβάρυνε τον κρατικό προϋπολογισμό το πολύ με 28% – 33% των διευρυμένων εσόδων (αντί τού 111% ως άνω). Επομένως, σε ένα τέτοιο πλαίσιο δραστικής διόγκωσης τού ελληνικού ΑΕΠ στο προβλέψιμο μέλλον, το εξωτερικό Δημόσιο Χρέος τής χώρας θα καθίστατο βιώσιμο, ακόμα και στο (ληστρικό) επίπεδο τού πραγματικού επιτοκίου (12%) των Δανείων τής Ανεξαρτησίας. Επί πλέον, σχετικά σύντομα (μετά τη διεθνή αναγνώριση τής Ελλάδος), η ετήσια επιβάρυνση τού προϋπολογισμού για την εξυπηρέτηση τού εξωτερικού Δημοσίου Χρέους θα μπορούσε να μειωθεί σταδιακά πολύ πιο κάτω από το 28% – 33% των εσόδων, ήτοι στα επίπεδα τού 10% – 12%, μέσω διαδοχικών και συστηματικών αναδιαρθρώσεων τού χρέους, όπως με σταδιακή επαναγορά ομολόγων σε (χαμηλότερες) τιμές αγοράς με χρηματοδότηση από ευνοϊκότερα δάνεια κ.τ.λ., και επίσης λόγω τής αναμενόμενης οικονομικής ανάπτυξης αμέσως μετά τον πόλεμο.
Στο μεταξύ η αξία των ομολόγων εις χείρας των κερδοσκόπων θα αυξάνετο αμέσως μετά την επίσημη ενσωμάτωση τής νησιωτικής Ελλάδος στην επικράτεια τής Ελληνικής Πολιτείας, και τότε οι κερδοσκόποι θα απεκόμιζαν κεφαλαιουχικά (υπερ)κέρδη. Δηλαδή τότε θα έκαναν “μεγάλο πάρτυ” στο Χρηματιστήριο τού Λονδίνου πουλώντας τα εις χείρας τους (υπερτιμημένα) ομόλογα τού Ελληνικού Δημοσίου.
ΙV. Ελληνική Στρατιά
Ο Λόρδος Βύρων, ως Αρχιεπίτροπος τού α΄ Δανείου τής Ανεξαρτησίας — ήτοι προϊστάμενος τής πενταμελούς επιτροπής8 προς επιτόπιο έλεγχο τής αξιοποίησης τού δανείου, αντίστοιχη με τη σημερινή (3μελή) “Τρόϊκα” — κατέβαλε άοκνες προσπάθειες για μία “γενναία” δανειοδότηση τής εμπολέμου Ελλάδος, βάσει ενός στρατηγικού πλαισίου αναφοράς, που ήταν συγκεκριμένο και ποσοτικοποιημένο: Στην Εθνοσυνέλευση τού Άστρους (1823) οι Έλληνες στρατιωτικοί και πολιτικοί ηγέτες προσδιόρισαν συναινετικώς ότι μία εθνοαπελευθερωτική εκστρατεία προς βορράν θα απαιτούσε εκστρατευτικό σώμα 26.650 ανδρών και σύνολο ενόπλων δυνάμεων 58.000 ανδρών. Σε εκείνη τη βάση, ο Λόρδος Βύρων επεδίωκε την άμεση δανειοδότηση τής Ελλάδος ώστε να συγκροτηθεί η εθνική στρατιά των Ελλήνων, η οποία όχι μόνον θα απελευθέρωνε την Ελλάδα το 1825-1826 αλλά και θα προκαλούσε τη διάλυση τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επί λέξει ως εξής, σύμφωνα με τα λόγια τού ίδιου τού Λόρδου Βύρωνα:9
“Φαίνεται ότι αυτή η εκστρατεία [προς βορράν] θα θέσει τα θεμέλια για την Ελληνική ανεξαρτησία, και τότε ένα ένδοξο πεδίο προόδου θα διανοιχθή ενώπιόν μας. […] Το έδαφος είναι εξαιρετικό. Με επιδέξεια καλλιέργεια και καλούς σπόρους, πρόκειται να διαπιστώσουμε σύντομα πόσο γρήγορα και σε ποιό επίπεδο τελειότητας οι καρποί τού πολιτισμού μπορούν να αναπτυχθούν μεταξύ μας.
Στην παρούσα κατάσταση τής ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής, φαίνεται να υπάρχει στην Ανατολή ένα είδος κενού, το οποίο είναι σκόπιμο να το καλύψουμε, ώστε να αντισταθμίσουμε την κυριαρχία τού Βορρά [αυτοκρατορίες τής Ρωσίας και τής Αυστρίας]. Η Αγγλική κυβέρνηση αυταπατήθηκε αρχικά με το να σκεφθή ότι ήταν δυνατόν να διατηρήσει την ακεραιότητα τής Τουρκικής Αυτοκρατορίας: Αλλά κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο, διότι αυτή η ακατέργαστη μάζα έχει ήδη πετροποιηθεί, και πρέπει να διαλυθεί. Εάν οποιαδήποτε ισορροπία πρόκειται να αποκατασταθή, η Ελλάδα πρέπει να υποστηριχθή…”
Οι κερδοσκόποι επηρρεάσθηκαν ευμενώς από τη γενικότερη γεωστρατηγική διορατικότητα και την ειδικότερη στρατηγική στόχευση τού Αρχιεπιτρόπου τους προς άμεση απελευθέρωση τής Θεσσαλίας και τής Ηπείρου και μεταφορά τού πολεμικού μετώπου προς βορράν, στην αμυντική γραμμή Βέρμιο-Όλυμπος-Κίσσαβος (Τέμπη), σύμφωνα με το στρατηγικό σχέδιο των Μπότσαρη-Περραιβού (που είχε υιοθετήσει και ο Μαυροκορδάτος από τον Ιούνιο 1823): Όσον μεγαλύτερη καθίστατο η Ελλάδα γεωγραφικά και οικονομικά, τόσο μεγαλύτερη αξία θα αποκτούσαν τα ομόλογα τού Ελληνικού Δημοσίου εις χείρας των κερδοσκόπων.
Όμως η χρηματοδότηση ενόπλων δυνάμεων αυτού τού επιπέδου απαιτούσε 3.620.000 γρόσια (£ 72.400) ανά μήνα για την εαρινή περίοδο (Μάϊος-Οκτώβριος), ήτοι συνολικά 21.720.000 γρόσια για μία 6μηνη εαρινή εκστρατεία (Πίνακας 3). Και αυτό ακριβώς το ποσό, που αντιστοιχούσε σε £ 434.400, καλούντο να δανείσουν οι ξένοι κερδοσκόποι στην Ελληνική Πολιτεία, προκειμένου να απελευθερώσει με ίδιες δυνάμεις10 τη Θεσσαλία και την ‚Ηπειρο, ή και μέρος τής Μακεδονίας, ώστε να τελειώσει ο πόλεμος εντός τού 1825 ή το αργότερο το 1826: Γι΄ αυτό εξ άλλου προεβλέπετο ότι η Ελληνική Κυβέρνηση θα άρχιζε να πληρώνει τόκους για τα Δάνεια τής Ανεξαρτησίας μετά από δύο χρόνια πολέμου, ήτοι από την 1/6/1826 και την 1/1/1827 για το α‘ και β΄ Δάνειο τής Ανεξαρτησίας αντίστοιχα, και γι‘ αυτό παρακρατήθηκαν προκαταβολικώς τόκοι δύο ετών από εκείνα τα δάνεια.6
Σε κάθε περίπτωση, υπήρχαν σημαντικά αντικειμενικά γεγονότα που ο έκαναν τούς κερδοσκόπους ενθουσιώδεις (αν και ιδιοτελείς) υποστηρικτές τού Αρχιεπιτρόπου τους, όπως π.χ.: (α) οι Έλληνες είχαν συντρίψει όλα τα στρατεύματα που ο Σουλτάνος εξακόντισε κατά τού Μωριά και τής Ρούμελης το 1821-1823, (β) ο Ελληνικός Στόλος θαλασσοκρατούσε στο Αιγαίο, και (γ) ο Λόρδος Βύρων είχε μεταβεί στο Μεσολόγγι από το τέλος τού 1823, προκειμένου να εγγυηθεί προσωπικά, με τη θεσμική παρουσία του στην πρώτη γραμμή τού πυρός, ως Αρχιεπίτροπος των δανείων, την πολεμική αξιοποίηση των δανείων προς ταχύτατη διεύρυνση τής επικρατείας και τής οικονομίας τής δανειολήπτριας χώρας.
Επιγραμματικά, ο (ανιδιοτελής) γεωστρατηγικός μεγαλοϊδεατισμός τού Αρχιεπιτρόπου των Δανείων τής Ανεξαρτησίας, τού ποιητή Λόρδου Βύρωνα, και τα (ιδιοτελή) συμφέροντα των ξένων κερδοσκόπων ταυτίζοντο τότε πλήρως όσον αφορά στη στόχευσή τους: τη Μεγαλοσύνη τής Ελλάδος.
- V. β΄ Δάνειο τής Ανεξαρτησίας
Όσον αφορά στο β΄ ομολογιακό δάνειο (Ιανουάριος 1825), οι παραπάνω προσδοκίες των τριών συντελεστών του (κερδοσκόποι, Ελληνική Πολιτεία και ξένοι οίκοι) όχι μόνον παρέμειναν αμετάβλητες αλλά ενισχύθηκαν ακόμη και μετά την συνθηκολόγηση των Ελληνοκρητών, τον αιφνίδιο θάνατο τού Λόρδου Βύρωνα (Απρίλιος 1824) και τις καταστροφές τής Κάσσου και των Ψαρρών (Ιούνιος 1824), λόγω των εξής σημαντικών και αντισταθμιστικών πολεμικών και διπλωματικών εξελίξεων κατά το β΄ εξάμηνο τού 1824:
- Ρούμελη. Όλα τα τουρκικά στρατεύματα που εισέβαλαν στην Ρούμελη το 1824 (με συνολική δύναμη περί τούς 18.000 άνδρες) είτε ανασχέθησαν είτε συνετρίβησαν από τούς Έλληνες.
- Πελοπόννησος. Ούτε ένας Οθωμανός στρατιώτης δεν εισέβαλε ή αποβιβάσθηκε στην Πελοπόννησο το 1824.
- Κρήτη. Δύο μήνες μετά τη συνθηκολόγηση των Ελληνοκρητών, η Ρωσία υπέβαλε στις Μεγάλες Δυνάμεις επείγον ειρηνευτικό σχέδιο (Ιούνιος 1824) που επέτασσε την άμεση εκκένωση τής Κρήτης από τα αιγυπτιοαφρικανικά στρατεύματα και στην αυτονόμησή της, κατ‘ αρχήν ως φόρου υποτελής στον Σουλτάνο κατά το πρότυπο τής Σερβίας και τής Μολδοβλαχίας.
Οι κερδοσκόποι εξέλαβαν ότι εκείνο το σχέδιο, το οποίο συνυπέγραψαν οι εκπρόσωποι όλων των Μεγάλων Δυνάμεων (Ρωσία, Αυστρία, Πρωσία, Αγγλία και Γαλλία), καταδείκνυε τη δυναμική γεωγραφικής μεγένθυσης τής ελληνικής εποκρατείας διότι:
(α) Το σχέδιο καταδείκνυε αφ‘ εαυτό ότι οι Ελληνοκρήτες ήσαν “άξιοι τής ελευθερίας”, δηλαδή πληρούσαν μία από τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις (την δι‘ αίματος αποδεδειγμένη “άξιοσύνη” τους) για χειραφέτηση, όπως είχε προσδιορίσει ρητά ο Άγγλος Υπουργός Εξωτερικών George Canning σχετικά με τις νέες χώρες που θα αναγνώριζε η Αγγλία,
(β) Το σχέδιο υποδήλωνε ότι η Κρήτη είχε “κατακυρωθεί” από όλες τις Μεγάλες Δυνάμεις οριστικά στην Ελλάδα. Μετά από εκείνες τις εξελίξεις οι κερδοσκόποι πιθανολογούσαν ευλόγως ότι η Μεγαλόννησος θα ενσωματώνετο στην Ελλάδα μετά από μία σύντομη περίοδο αυτονομίας και την επακόλουθη άσκηση τού δικαιώματος τής αυτοδιαθέσεως των κατοίκων της.
- Αιγαίο. Αμέσως μετά την Καταστροφή των Ψαρών (20-24 Ιουνίου 1824), ο Ελληνικός Στόλος, υπό την εμπνευσμένη ναυαρχία τού Μιαούλη, ανακατέλαβε τα Ψαρά, έστω και προσωρινά στις 3-7 Ιουλίου 1824, και στη συνέχεια, αμέσως μετά από την αρχική χρηματοδότηση τού Ελληνικού Στόλου με ένα μικρό μέρος (£ 18.000 λίρες) τού α΄ Δανείου τής Ανεξαρτησίας, κατεναυμάχησε αμφοτέρους τούς οθωμανικούς στόλους, ήτοι τον αυτοκρατορικό (υπό τον ναύαρχο Μεχμέτ Αλή) και τον Αιγυπτιοαφρικανικό (υπό τον Ιμπραήμ Πασά), σε 10 διαδοχικές ναυμαχίες στο ανατολικό και νότιο Αιγαίο κατά την περίοδο 30 Ιουλίου – 2 Νοεμβρίου 1824. Στην τελευταία (10η) ναυμαχία, τη Ναυμαχία τής Κρήτης, 12 ναυτικά μίλια Β.Α. τού Ηρακλείου την 1-2 Νοεμβρίου 1824, ο Ελληνικός Στόλος κατόρθωσε να ανασχέσει τον Αιγυπτιοαφρικανικό Στόλο στο Αιγαίο, ώστε να μη διενεργήσει αποβάσεις στην Πελοπόννησο το 1824 πριν την έκδοση τού β‚ Δανείου τής Ανεξαρτησίας (Ιανουάριος 1825).
- Αγγλική Κυβέρνηση. Αμέσως μετά τον θρίαμβο τού Ελληνικού Στόλου στο Αιγαίο στο β΄ εξάμηνο τού 1824, και συγκεκριμένα μόλις πέντε (5) μέρες μετά τη Ναυμαχία τής Κρήτης, η Αγγλική Κυβέρνηση έσπευσε να αναγνωρίσει πρώτη την Ελληνική Κυβέρνηση την 7 Νοεμβρίου 1824, διόμισυ μήνες πριν από την έκδοση τού β΄ Δανείου τής Ανεξαρτησίας (26 Ιανουαρίου 1825), αποσκοπώντας σε πολλαπλούς (τρεις) στόχους:
(α) Ελληνοαγγλική Αιγαιοκρατορία. Με εκείνη την αναγνώριση, η Αγγλία έσπευδε πρώτη να υποδηλώσει τη γεωστρατηγική καταξίωση τής Ελλάδος ως Αιγαιοκράτειρας τότε (και έκτοτε), ούτως ώστε η Αγγλία να αποκτήσει το διπλωματικό προβάδισμα έναντι των άλλων Μεγάλων Δυνάμεων όσον αφορά στην επιρροή της στην αναδυόμενη Νέα Ελλάδα τότε, και κατ΄ ακολουθία όσον αφορά και στον γεωπολιτικό έλεγχο τού Αιγαίου δια τού Ελληνικού Στόλου έκτοτε.
(β) Ιερά Συμμαχία. Με εκείνη την αναγνώριση, η Αγγλία εξουδετέρωσε τα ρωσικά σχέδια και τις συναφείς επιδιώξεις τής Ιεράς Συμμαχίας για πολυδιάσπαση τής Ελλάδος σε τρεις αυτόνομες ηγεμονίες φόρου υποτελείς στον Σουλτάνο, δηλαδή σχέδια που απέβλεπαν στην κατάλυση τής (ενιαίας) δημοκρατικής Ελληνικής Πολιτείας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ιερά Συμμαχία παρέλυσε στο τέλος τού 1824, αφού τα σχέδιά της προς κατάλυση τής Ελληνικής Δημοκρατίας ματαιώθηκαν οριστικά, και άρχισε να καταρρέει από τις αρχές τού 1825.
Δηλαδή οι κερδοσκόποι έβλεπαν, προς δόξα τής Ελλάδος, ότι αυτός που διασπάσθηκε και κατέρρεε ήταν τελικά όχι η εμπόλεμη Ελληνική Πολιτεία, αλλά η στρατοκρατική Ιερά Συμμαχία (κάτι σαν το ΝΑΤΟ τής μεταναπολεοντείου εποχής). Στο τέλος τού 1824, η (διπλωματικώς δικαιωθείσα) μικρή και δημοκρατική Ελλάδα προεβάλλετο στους χρηματιστηριακούς κύκλους ως έχουσα λαμπρό μέλλον, ενώ η (διπλωματικώς αποδυναμωθείσα) κολοσσιαία και ηγεμονική Ιερά Συμμαχία φαινόταν τότε ότι αποτελούσε πλέον ένα παραπαίον και φυλλοροούν μεταμεσαιωνικό απολιφάδι τού παρελθόντος.
(γ) Κερδοσκόποι. Με την αναγνώριση τής Ελληνικής Πολιτείας, και μάλιστα με φρασεολογία των ελληνικών εθνοσυνελεύσεων — στη συναφή επιστολή της η Αγγλική Κυβέρνηση προσφωνούσε την Ελληνική ως “Προσωρινή Κυβέρνηση τής Ελλάδος”, σε πλήρη δηλαδή ευθυγράμμιση με τα (δημοκρατικά) συντάγματα τής Επιδαύρου και τού Άστρους — η Αγγλία απέβλεπε και πέτυχε να καθησυχάσει τούς κερδοσκόπους στο Χρηματιστήριο τού Λονδίνου ότι η Ελληνική Πολιτεία θα παρέμενε μία, αδιάσπαστη και αδιαίρετη, που ως τέτοια θα μπορούσε να διασφαλίσει και αποπληρώσει τα δάνεια.
Για την συνέχεια της εξαιρετικά ενδιαφέρουσας αυτής μελέτης μεταβείτε στο
http://www.istorikathemata.com/2014/09/The-loans-of-Greek-independance-1824-1825.html