«Η αξία μιας συμμαχίας για ένα της μέλος καθορίζεται από το ειδικό βάρος του τελευταίου μέσα στο σύνολο της συμμαχίας. Πιο λιανά: οι σύμμαχοι αξίζουν για σένα, όσο αξίζεις εσύ γι’ αυτούς. Καμιά συμμαχία και καμιά προστασία δεν κατασφαλίζει όποιον βρίσκεται μαζί της σε σχέση μονομερούς εξάρτησης»
Συμμαχία σημαίνει τακτική ταύτιση συμφερόντων σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή και όσο ισχύει η κατοχύρωση αυτών των αμοιβαίων συμφερόντων.
«Η αξία μιας συμμαχίας για ένα της μέλος καθορίζεται από το ειδικό βάρος του τελευταίου μέσα στο σύνολο της συμμαχίας. Πιο λιανά: οι σύμμαχοι αξίζουν για σένα, όσο αξίζεις εσύ γι’ αυτούς. Καμιά συμμαχία και καμιά προστασία δεν κατασφαλίζει όποιον βρίσκεται μαζί της σε σχέση μονομερούς εξάρτησης» [1]
Κατωτέρω παραθέτω μια ανάλυσή από το βιβλίο μου Παγκοσμιοποίηση, Νέα Τάξη, Ελληνισμός, σε σχέση με τη σημασία της επίσκεψης του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στο Ισραήλ, που διατηρεί την επικαιρότητα της [2]
- Ισραήλ, Αμερική και Ρωσία. Εξελίξεις και ανατροπές
Ήδη στα προηγούμενα κεφάλαια διαμορφώσαμε ορισμένες αρχές που προσδιορίζουν τις διακρατικές σχέσεις και συμμαχίες, με βάση όχι μόνο το αμοιβαίο συμφέρον, αλλά και κάποιες θεμελιώδεις ηθικές αξίες, που εδράζονται στο διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες και αποτελούν έκφραση των πολιτιστικών αξιών ενός λαού, κυρίως στον τομέα του νομικού πολιτισμού.
Στην περίπτωση του Ισραήλ, το πρόβλημα αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με την πολιτική που ασκεί το Ισραήλ σε σχέση με την Παλαιστίνη, αλλά και με την γενικότερη ιμπεριαλιστική του πολιτική, που παραγνωρίζει τους διεθνείς κανόνες και τις διεθνώς παραδεδεγμένες διεθνείς συνθήκες και βρίσκεται εκτός των καθιερωμένων πολιτικών συμπεριφορών. Ο επαπειλούμενος βομβαρδισμός των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν αποτελεί έναν από τους παράγοντες που εντάσσονται σ’ αυτήν την συμπεριφορά.
Φυσικά δεν υπάρχουν από όλους αποδεκτοί κανόνες συμπεριφοράς στις διακρατικές σχέσεις, εκτός από αυτές που καθορίζει ο ΟΗΕ, οι Διεθνείς Οργανισμοί και τα Διεθνή Δικαστήρια. Όλοι όμως είμαστε μάρτυρες ότι αυτοί οι κανόνες αγνοούνται ή καταπατούνται από τους ισχυρούς, όταν εξυπηρετούν τα δικά τους στενά συμφέροντα. Ισχύει δηλαδή και στην περίπτωση αυτή ο νόμος του ισχυρού. Τρανό παράδειγμα η εισβολή της Αγγλίας και των ΗΠΑ της Αμερικής στο Ιράκ και η καταστροφή του, για να αναφέρουμε ένα μόνο από τα πολλά παραδείγματα. Φυσικά και η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο με τα γνωστά αποτελέσματα, για να προσκομίσουμε άλλο ένα παράδειγμα, που μας αφορά άμεσα.
Μπαίνει λοιπόν προς διερεύνηση το βασικό ζήτημα, δηλαδή κατά πόσο μια τυχόν συνεργασία με το Ισραήλ έχει και την ηθική της νομιμοποίηση, πέρα από το κοινό συμφέρον, που κι’ αυτό υπόκειται στη βάσανο της έρευνας, επειδή δεν είναι δεδομένο ότι η ξαφνική προσέγγιση του Ισραήλ προς την Κύπρο και την Ελλάδα υπηρετεί τα αμοιβαία συμφέροντα των χωρών αυτών ή μόνο τα ισραηλινά και μάλιστα αποκλειστικά στις περιοχές που εξυπηρετούν αυτά τα συμφέροντα.
Παρ’ όλο που αναφερθήκαμε στα προηγούμενα κεφάλαια στο κρίσιμο θέμα μιας ενδεχόμενης συμμαχίας με το Ισραήλ και τις ποικίλες και αστάθμητες επιπτώσεις, που θα έχει αυτή για την Ελλάδα, εφόσον φυσικά υλοποιηθεί, είμαστε υποχρεωμένοι να αναλύσουμε διεξοδικότερα το κρίσιμο για την Ελλάδα και Κύπρο θέμα. Επιπλέον υπάρχει ακόμη ένας βασικός λόγος.
Το θέμα αυτό είναι συνδεδεμένο με πολλές ιδεοληψίες, προκαταλήψεις, δικαιολογημένες ή αδικαιολόγητες αντιρρήσεις και ενδοιασμούς, επιφυλάξεις και ένα σωρό συμπαρομαρτούντα.
Η απάντηση ασφαλώς δεν μπορεί να είναι λόγω της φύσης του προβλήματος ούτε εύκολη ούτε συγκυριακή, μα ούτε απόλυτα ικανοποιητική. Μπορεί να θεωρηθεί ως μια πρώτη προσέγγιση, γιατί τα δεδομένα της έρευνας δεν είναι ακόμη σαφώς «δεδομένα».
Θα προσπαθήσουμε ωστόσο να διαμορφώσουμε στο μέτρο του δυνατού μια χρυσή τομή. Πρέπει βέβαια πρωταρχικά να καθορίσουμε το είδος, την έκταση και την ένταση της σχέση μας με το Ισραήλ, γιατί ο χώρος μπορεί να μην είναι ο κλασικός χώρος ηθικής στάσης και δράσης, αλλά δεν πρέπει να είμαστε και αδιάφοροι απέναντί τους.
Αυτό είναι σαφές, αλλά καθόλου εύκολο, όπως είπαμε.
Υπάρχουν μαρξιστές, λενινιστές, μαοϊκοί, τροτσκιστές που απορρίπτουν εκ προοιμίου οποιαδήποτε συνεργασία με το Ισραήλ για ιδεολογικούς λόγους, όχι όμως για λόγους σεβασμού στους κανόνες των διεθνών σχέσεων και των όρων της αμοιβαιότητας.
Υπάρχουν και άλλοι που ισχυρίζονται ότι μια συμφωνία συνεργασίας με το Ισραήλ, έστω κι’ αν δεν είναι ετεροβαρής, (και φυσικά τότε δεν έχει νόημα να υπάρξει), θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια της Ελλάδας και επιπλέον διαταράσσει τις ελληνοαραβικές σχέσεις.
Μια τέτοια επιχειρηματολογία φαίνεται εκ πρώτης όψεως να εμπεριέχει κάποια αλήθεια, όμως σε μεγάλο βαθμό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Πρώτον γιατί, όπως εξηγήσαμε, δεν υπάρχει ενιαίος αραβικός κόσμος και δεύτερον σε περίπτωση αντιποίνων, π.χ. από το Ιράν, θα δημιουργούσε προηγούμενο για γενικότερη ανάφλεξη στην περιοχή, γιατί θα ξέφευγε πιθανόν η κατάσταση από κάθε έλεγχο, πράγμα απίθανο να συμβεί, κατά τη δική μας αντίληψη. Επιπλέον οι πρώτη που θα υφίστατο τα αντίποινα της στρατιωτικής μηχανής των ΗΠΑ και των συμμάχων τους θα ήταν το Ιράν.
Διακινδυνεύουμε λοιπόν μια ερμηνεία, εάν δεν είμαστε ευθυνόφοβοι και δεν διακατεχόμαστε από κάποια ιδεολογικά, θά ’λεγα, κόμπλεξ, που στενεύουν επικίνδυνα τον ορίζοντα της ανεξάρτητης κριτικής μας σκέψης.
Πρώτα απ’ όλα οφείλουμε να τονίσουμε ότι δεν ζούμε σε έναν κόσμο παρθενικό, αγγελικά πλασμένο, αλλά σε μια νέα βαρβαρότητα, που την καθορίζουν τα συμφέροντα των δυνατών, χωρίς ηθικούς ή άλλους φραγμούς. Με βάση αυτό το δεδομένο θα έπρεπε η Ελλάδα να διακόψει τις διπλωματικές της σχέσεις με τις περισσότερες χώρες του κόσμου που, σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα, διαπράττουν ατιμώρητα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Προτεραιότητα θα είχαν φυσικά οι ΗΠΑ, η Αγγλία και τώρα κυρίως η Γερμανία, μιας και όλοι αναγνωρίζουμε ότι βρισκόμαστε υπό κατοχή, εξαιτίας των προδοτικών πολιτικών των δικών μας κυβερνήσεων και του πολιτικού προσωπικού, αλλά και της γερμανικής στάσης απέναντι μας, σχετικά με την άρνησή της να καταβάλει τις αποζημιώσεις που οφείλει στην Ελλάδα, για τα εγκλήματα που διέπραξαν τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής.
Επιπλέον αυτά που έπραξαν οι ΗΠΑ και η Αγγλία στο Ιράκ και τώρα στο Αφγανιστάν, μαζί με τις άλλες χώρες του ΝΑΤΟ, μηδέ μιας εξαιρουμένης, θα ήταν αρκετές για να διακόψουμε τις διπλωματικές σχέσεις μαζί τους.
Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να επεκτείνουμε και καθορίσουμε τη στάση μας επί παντός του επιστητού, αλλά να καθορίσουμε μόνο αυτό που σε ένα βαθμό ανεκτό μπορούμε να επωμισθούμε, χωρίς να εκτιθέμεθα και χωρίς να βλάπτουμε τα εθνικά μας ζητήματα, προσπαθώντας να συμβάλλουμε κι’ εμείς, στο βαθμό που μπορούμε, στις διεθνείς διεργασίες για ειρηνική επίλυση των διεθνών προβλημάτων και σε εξελίξεις προς μια θετική κατεύθυνση, όσο φυσικά μας επιτρέπουν οι δυνάμεις μας και το ειδικό μας βάρος στις διεθνείς σχέσεις.
Εν κατακλείδι οφείλουμε να υπηρετούμε τα καλώς εννοούμενα εθνικά μας δίκαια, σεβόμενοι τις διεθνείς συνθήκες και τους διεθνείς κανόνες στις διακρατικές μας σχέσεις, που δεν αφορούν τρίτους. Αυτός μπορεί να είναι ο κανόνας στην εξωτερική μας πολιτική. Αυτό σημαίνει ακόμη ότι τη συμπεριφορά μας στον τομέα αυτόν θα την καθορίσουμε με βάση τον αλληλοσεβασμό μεταξύ των χωρών της συμμαχίας και την μη συμμετοχή σε εχθρικές ενέργειες έναντι άλλων χωρών.
Ως τώρα η πρακτική μας στην εξωτερική πολιτική ήταν η εξυπηρέτηση ξένων συμφερόντων, με βάση την ιδεολογική, πολιτική ή οικονομική εξάρτηση ή και με όλα αυτά μαζί. Μια τέτοια στάση που υπηρετεί τους ξένους και βλάπτει την Ελλάδα, όπως συνέβη στο παρελθόν και συμβαίνει στην παρούσα φάση, είναι εθνικά απαράδεκτη και ηθικά καταδικαστέα. Επιπλέον δείχνει το βαθμό υποτέλειας ο οποίος μας προσδιορίζει και μας καθορίζει.
Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, έτσι όπως γραπτώς εκφράστηκε από την ελληνική και κυπριακή κυβέρνηση απέναντι στο Ισραήλ, κινείται, μπορούμε να ισχυριστούμε, στα σωστά πλαίσια από πρακτικής και ηθικής απόψεως και εντάσσεται στις προδιαγραφές της διεθνούς νομιμότητας. Απλώς στα πλαίσια των σχέσεων μας με την Τουρκία είναι υποτελής. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι η αξιοποίηση του υποθαλάσσιου πλούτου στην ΑΟΖ της Κύπρου, χωρίς την ομπρέλα του Ισραήλ, μάλλον ή σίγουρα, θα ήταν αδύνατη, με έναν επιθετικό και αδίστακτο γείτονα, όπως η Τουρκία, που από άλλους απαιτεί το σεβασμό των διεθνών κανόνων και των διεθνών συνθηκών, αλλά η ίδια αρνείται να τους εφαρμόσει απέναντι στην Κύπρο και την Ελλάδα και όχι μόνο.
Το Ισραήλ φυσικά διέπεται από άλλες αρχές και άλλους κανόνες στις διεθνείς του σχέσεις, με τους οποίους εμείς ως Έλληνες βρισκόμαστε απέναντι. Βασικά εφαρμόζει τη γνωστή πολιτική της ισχύος, όπως λίγο πολύ την ανέλυσε ο Θουκυδίδης και την αναφέραμε σε άλλο κεφάλαιο. Αυτό δε σημαίνει ότι εμείς πρέπει να ταυτιστούμε με αυτή την πολιτική, αλλά ούτε να επωμιστούμε έναν ρόλο που δεν μας ανήκει, για να διαφυλάξουμε την παγκόσμια ηθική τάξη και ειρήνη, βλάπτοντας τα δικά μας συμφέροντα. Το τονίζουμε υπερβολικά για να δούμε πιο καθαρά τη διάσταση του προβλήματος.
Η συμμαχία λοιπόν με το Ισραήλ είναι αναγκαία, κάτω από προϋποθέσεις, χωρίς να αποκλείουμε συμμαχίες και με άλλες χώρες, όμως με τα κριτήρια που θέσαμε. Η βασικότερη είναι μια συμφωνία αμυντικής πολιτικής που αφορά το σύνολο της επικράτειας της Κύπρου και Ελλάδας, για την προστασία της εθνικής της ανεξαρτησίας και της εδαφικής της ακεραιότητας στο σύνολό της και όχι επί μέρους. Όταν λέμε στο σύνολό της εννοούμε μια συμφωνία που να περιλαμβάνει και την ασφάλεια των συνόρων μας, που απειλούνται από τους γείτονές μας.
Η Ελλάδα ούτως ή άλλως δεν άσκησε και δεν ασκεί επιθετική πολιτική, σε αντίθεση με τους γείτονές της. Μια τέτοια συμφωνία δεν έρχεται σε αντίθεση με καμία χώρα της περιοχής, αλλά αντιθέτως οικοδομεί σε πιο στέρεα θεμέλια την ειρήνη και την σταθερότητα και αποτρέπει στο μέτρο του δυνατού κάθε επιθετική πολιτική των γειτόνων, που θα δημιουργούσε συνθήκες γενικότερης αστάθειας. Τα περί φιλίας των λαών, όταν εξυπηρετούνται απλώς ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, συνιστούν υποκριτική και το ολιγότερη αφελή προσέγγιση. Πολλοί μπερδεύουν τον ιμπεριαλισμό με τη φιλία των λαών.
Σημασία έχει πάντοτε να θέτουμε κριτήρια, όπως πράξαμε στα προηγούμενα.
Το ερώτημα είναι: Άλλαξε τίποτε στην πολιτική του Ισραήλ απέναντι στην Ελλάδα ή παραμένει η ίδια από το παρελθόν; Και ποιο ήταν αυτό το αρνητικό παρελθόν, που κάτω από τις καινούργιες συνθήκες αλλάζει, αν πράγματι αλλάζει;
Θα ξεκινήσουμε από τη διαπίστωση, η οποία δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, ότι η πολιτική του Ισραήλ έως τώρα, όπως αποδεικνύουν τα γεγονότα, συνδέεται με το πραξικόπημα των συνταγματαρχών στην Ελλάδα, την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο και την γενικότερη επεκτατική πολιτική τόσο της Τουρκίας, όσο και των άλλων γειτόνων από βορά εναντίον της. Πίσω από όλα αυτά τα γεγονότα κρυβόταν η μυστική διπλωματία, η οποία αποκαλύπτεται από τα ντοκουμέντα που έρχονται στη δημοσιότητα.
Για το πραξικόπημα στην Κύπρο, πέρα από τον γνωστό και μη εξαιρετέο Χένρι Κίσινγκερ, καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε ο ισραηλινός γαμβρός του Ιωαννίδη, που μετείχε ενεργά στη συνομωσία εναντίον του Μακαρίου και της Κύπρου γενικότερα. Πρόσφατα ήρθε στη δημοσιότητα ότι τον Ανδρέα Παπανδρέου από την εποχή της εξόδου του το 1968 στο εξωτερικό επόπτευε ο Εβραίος πράκτορας της CIA Stanley Sheinbaum, ο οποίος υπηρέτησε για ένα διάστημα κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης και στην Ελλάδα. Πέρα από τους πρέσβεις των ΗΠΑ που είχαν με τον Ανδρέα Παπανδρέου σχεδόν καθημερινή επαφή, όπως διατείνεται ο πρώην στενός του συνεργάτης, καθηγητής Τζέιμς Πέτρας, και καθόριζαν σε μεγάλο ή αποκλειστικό βαθμό την πολιτική του, την οποία στη συνέχεια εφάρμοσαν και οι επόμενες κυβερνήσεις κυρίως του Κώστα Μητσοτάκη, του Κώστα Σημίτη και του Γιώργου Παπανδρέου κατ’ εξοχήν.
Γενικά μπορούμε να πούμε ότι το εβραϊκό λόμπι και διάφοροι παράγοντες εβραϊκής καταγωγής στην Αμερική στήριξαν την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και της Τουρκίας, αλλά και των γειτονικών μας κρατών εναντίον της Ελλάδας. Στον κύκλο αυτόν δεν πρέπει να εξαιρούμε και τον Εβραίο Τζωρτζ Σόρος, που έπαιξε και παίζει ακόμη καθοριστικό ρόλο, μαζί με Έλληνες ανθέλληνες εναντίον της Ελλάδας.
Αυτή ήταν η στάση του Ισραήλ και του Εβραϊκού λόμπι έως σήμερα. Ίσως θα φαίνεται μετά απ’ αυτά που αναφέρουμε, παράδοξο ότι προτείνουμε τη συμμαχία με το Ισραήλ.
Αν πραγματικά υπάρχει αλλαγή και αυτή η αλλαγή, για τον οποιοδήποτε λόγο μας εξυπηρετεί, πρέπει ή δεν πρέπει να την αξιοποιήσουμε; Δεν είναι τυχαίο το παράδειγμα του Ελευθερίου Βενιζέλου που παραθέσαμε; Ας αναλογιστούμε και τι έπραξε ο Λένιν πριν την επανάσταση με τους Γερμανούς και ο Μάο με τον Τσαγκ Κάι Σεκ.
Η άποψή μου είναι ότι υπάρχει ριζική αλλαγή της πολιτικής του Ισραήλ απέναντι στην Ελλάδα, τουλάχιστον στην παρούσα φάση, που έχει την αφετηρία της στη διένεξή της με την Τουρκία και όσο διαρκεί αυτή η διένεξη. Αυτά που καταθέτουν έγκυροι κύκλοι του Ισραήλ για τις σχέσεις του με την Τουρκία φαίνεται ότι δεν είναι επιπόλαια ή υποκριτική προπαγάνδα.
Η αιτία της διένεξης αυτής οφείλεται, ως γνωστόν, στην αλλαγή στρατηγικής της Τουρκίας απέναντι στο Ισραήλ, αλλά θα μπορούσαμε αν ισχυριστούμε και το αντίθετο, όπως αναλύσαμε διεξοδικά στα προηγούμενα κεφάλαια και σίγουρα έχει να κάνει και με την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και φυσικά όχι στην ανακάλυψή τους. Πεποίθησή μας είναι ότι η ύπαρξη κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου στο Αιγαίο και στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου ήταν από δεκαετίες γνωστή στις ΗΠΑ, πιθανόν και σε άλλες χώρες, αλλά ακόμη και στις ελληνικές κυβερνήσεις. Πολλοί μιλάνε ήδη για το έτος 1938, ως τη σίγουρη ημερομηνία διαπίστωσης αδιαμφισβήτητης ύπαρξης υδρογονανθράκων στον ελλαδικό χώρο. Απλώς τώρα κρίθηκε ο κατάλληλος καιρός να αξιοποιηθούν. Το γιατί είναι ένα θέμα, για το οποίο πολλές υποθέσεις μπορεί να κάνει κανείς και πολλά σενάρια ερμηνείας να αναπτύξει.
Ένα είναι πια γεγονός ότι ήδη ξεκινάει η εκμετάλλευσή τους. Δεν μιλάμε πια θεωρητικά για ύπαρξη για ύπαρξή τους μόνο στις προαναφερόμενες περιοχές.
Η πραγματικότητα αυτή δημιουργεί καινούργια γεωστρατηγικά δεδομένα, τα οποία είμαστε υποχρεωμένοι να εξετάσουμε, για να καθορίσουμε και την στρατηγική της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας και επανακαθορίσουμε ενδεχόμενα αυτή τη στρατηγική. Ας μη ξεχνάμε ότι μια τέτοια πολιτική προϋποθέτει την διακυβέρνηση της πατρίδας μας από έναν γνήσιο πατριωτικό φορέα. Αυτό θα πρέπει να το τονίζουμε σε κάθε ευκαιρία, γιατί με υποτελείς κυβερνήσεις και κόμματα, ανεξάρτητη πολιτική προς όφελος της Ελλάδας είναι αδιανόητη, όσο ευνοϊκές κι’ αν είναι οι συνθήκες, εσωτερικές και εξωτερικές.
Η Τουρκία αντίστοιχα εφαρμόζει το στρατηγικό πρόγραμμα του Αχμέτ Νταβούτογλου, του οποίου τις παραμέτρους αναλύσαμε.
Εν είδη υπόθεσης εργασίας και επεξεργασίας σεναρίων μπορούμε να προσδιορίσουμε την πολιτική του εβραϊκού λόμπι κάτω από τα καινούργια και καινοφανή δεδομένα
ως ακολούθως: Η μία περίπτωση είναι να θέλει το εβραϊκό λόμπι να ελέγχει την Κύπρο και την Ελλάδα, εφαρμόζοντας το διαίρει και βασίλευε. Αυτό σημαίνει ότι θα συνεχίσει να στηρίζει τις γειτονικές χώρες, συμπράττοντας με την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ για την προσάρτηση της Δυτικής Θράκης στους Τούρκους «συμμάχους», την ελληνική Μακεδονία στου Σκοπιανούς και την Ήπειρο στους Αλβανούς. Επιπλέον την συνεκμετάλλευση του Αιγαίου με τους Τούρκους και της υπαγωγή της ακρωτηριασμένης και αποδυναμωμένης υπολοίπου Ελλάδας στην θέληση του εβραϊκού λόμπι και των ΗΠΑ γενικότερα.
Αυτό το σενάριο, σχετικά με τις βόρειες επαρχίες μας, υλοποιείται ήδη, είτε με τη συνεργία του εβραϊκού λόμπι είτε όχι. Πολύ πιθανόν κάτω από τις καινούργιες συνθήκες, να έχουν αλλάξει και τα δεδομένα. Πάντως δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου κατήργησε το Υπουργείο Μακεδονίας – Θράκης, για να μην ενοχλεί τους γείτονές μας Σκοπιανούς, που διεκδικούν την ελληνική Μακεδονία. Επιπλέον κατήργησε και το Υπουργείο Αιγαίου, για να μην ενοχλεί τους Τούρκους στις διεκδικήσεις τους στο Αρχιπέλαγος και προσπάθησε να καταργήσει και ό,τι θυμίζει ο όρος «εθνικό», όπως εθνική παιδεία κ.λπ.
Δεν είναι επιπροσθέτως τυχαίο το γεγονός ότι η Ελλάδα υφίσταται συνεχείς ήττες στους διεθνείς οργανισμούς σε σχέση με τους γείτονές μας, όχι εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, αλλά εξαιτίας καθαρά της προσαρμογής και υποταγής μας στα γεωστρατηγικά σχέδια των «φίλων και συμμάχων μας» στην περιοχή. Οι γείτονές μας διεκδικούν και επιτυγχάνουν βήμα βήμα τις διεκδικήσεις τους κι’ οι ελληνικές κυβερνήσεις υποχωρούν αντίστοιχα.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει με παρρησία να ξεκαθαρίσουμε και έναν άλλο μύθο που αφορά τις σχέσεις μας με την Ρωσία.
Πολλοί παραγνωρίζουν, όπως παραγνώριζαν και στο παρελθόν, ότι μετά τη συμφωνία της Γιάλτας το 1943, για να μην ανατρέξουμε στον απώτερο παρελθόν, συμφωνήθηκε και καθιερώθηκε πως η Ελλάδα ανήκει σταθερά στο χώρο επιρροής της Δύσης και μάλιστα ως ζωτικός της χώρος. Είναι αδιανόητο ακόμη και να φανταστεί κανείς ότι οι δυτικές δυνάμεις, με προεξάρχουσα -στην παρούσα φάση -την Αμερική, θα επιτρέψουν την αποκοπή της Ελλάδας από τη Δύση και την προσκόλλησή της και την ένταξή της στην επιρροή της Ρωσίας.
Μια τέτοια περίπτωση δεν υπήρξε στον παρελθόν, ούτε υπάρχει και σήμερα, ούτε θα υπάρξει και στο κοντινό μέλλον τουλάχιστον. Για να το εκφράσουμε ωμά. Η Ελλάδα ακόμη και πριν από τον εμφύλιο ήταν χειροπόδαρα δεμένη στο άρμα της Δύσης, γεγονός που ενέκρινε και ο ίδιος ο Στάλιν το 1943.
Με αυτή την έννοια η αποχή του ΚΚΕ από τις εκλογές του 1946, με την απόφαση του Κομμουνιστικού Κόμματος και ο μετέπειτα εμφύλιος πόλεμος ήταν από μέρους του μια καθαρά εγκληματική πράξη, γιατί αφενός αμαύρωσε σε μεγάλο βαθμό την παλλαϊκή εθνική αντίσταση και αφετέρου οδήγησε στις συνέπειες. τις οποίες υφιστάμεθα έως σήμερα και έπεται συνέχεια. Η σημερινή κατάσταση είναι, κατά τη γνώμη μας, απότοκος εκείνων των γεγονότων, όσο απίστευτη κι’ αν φαίνεται μια τέτοια εκτίμηση.
Η πρώην Σοβιετική Ένωση, για να μην πάμε πιο πίσω, ήταν πάντοτε εχθρική απέναντι στην Ελλάδα.
Τα ευχολόγια περί στροφής μας προς την Ρωσία για βοήθεια και συμπαράσταση, λόγω μάλιστα της οικονομικής κρίσης, όχι μόνο δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, όπως απέδειξε η πολιτική του Κώστα Καραμανλή, αλλά διάφοροι υποστηρικτές μιας τέτοιας έωλης πολιτικής αντίληψης μπορούν να μας αποπροσανατολίσουν απ’ αυτήν, με καταστροφικές συνέπειες. Δεν δικαιούμεθα τις επιθυμίες και προτιμήσεις μας να τις θεωρήσουμε ρεαλιστική πραγματικότητα.
Και για να μην έχουμε αυταπάτες θα πρέπει να συμπληρώσουμε ότι το δράμα της Κύπρου συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με την ρωσόφιλη πολιτική του Μακαρίου, ως αντίπαλο δέος προς την Αγγλία και την Αμερική, χωρίς αντίκρισμα από μέρους της.
Αποκαλυπτικά είναι όσα περί της στάσης της πρώην Σοβιετικής Ένωσης κατέθεσε σε ομιλία της η ιστορικός και δημοσιογράφος Φανούλα Αργυρού σε ομιλία της. [3] Ένα απόσπασμα για τη στάση της πρώην Σοβιετικής Ένωσης στο Κυπριακό είναι χαρακτηριστική και απομυθοποιεί την πολιτική της για την τότε περίοδο: «Παράλληλα και η Μόσχα βγήκε στην επιφάνεια με την πραγματική της γραμμή, υποστηρίζοντας τις τουρκικές απαιτήσεις για ομοσπονδιακή λύση. Από το 1964 η Μόσχα είχε υποστηρίξει τις τουρκικές θέσεις για ομοσπονδία στην Κύπρο, οι οποίες επαναλήφθηκαν το 1965. Βρετανία, Τουρκία και Μόσχα επιδόθηκαν τότε σε μια άγρια πολεμική ενάντια στην παρουσία της Ελληνικής Μεραρχίας με συνοδοιπόρους τους εν Κύπρω ανθρώπους των, μέχρι που το 1967 κατόρθωσαν την εξευτελιστική εκδίωξή της, η οποία ήταν καθαρά τουρκική απαίτηση, με δική μας συμπαράσταση δυστυχώς.
Θέση Μόσχας υπέρ των τουρκικών θέσεων Ομοσπονδίας
Τον Νοέμβριο του 1964 η Σοβιετική Ένωση αναγνώρισε την ύπαρξη δύο εθνικών κοινοτήτων, μια δήλωση που ενθουσίασε τους Τούρκους και τον Ιανουάριο του 1965 ο τότε υπ. Εξωτερικών της Σοβιετικής ΄Ενωσης Αντρέι Γκρομύκο επίσημα δήλωσε ότι «η ομοσπονδία είναι ένα είδος συνταγματικής λύσης για το κυπριακό».[4]
Στις σοβιετικές θέσεις απάντησε με ανακοίνωσή της η ελληνική κυβέρνηση λέγοντας ότι : “Οι προτάσεις Γκρομύκο δεν λύουν το πρόβλημα και αποφεύγει ο κ. Γκρομύκο να διευκρινίσει σε ποίες περιοχές του κυπριακού εδάφους θα μπορεί να δημιουργηθεί Ομοσπονδία… Μήπως προσυπογράφει ο κ. Γκρομύκο τις απαράδεκτες θεωρίες της Άγκυρας για καταναγκαστική μετακίνηση πληθυσμών για να επιτευχθεί μια τεχνητή πλειοψηφία; Γνωρίζει ότι αν δεν εκδιωχθούν διά της βίας ΄Ελληνες από τα σπίτια τους δεν φθάνει η μετακίνηση Τούρκων από τα χωριά τους που επιδιώκουν οι Τούρκοι τρομοκράτες;”».
Ακολούθησε και δήλωση του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου ως εξής:«Εκφράζω όχι μόνο τη λύπη μου, αλλά και την έκπληξή μου για τη δήλωση του Σοβιετικού υπ. Εξωτερικών, γιατί στην Κύπρο οι προϋποθέσεις για Ομοσπονδία δεν υπάρχουν. Η απόδειξη τούτου είναι ξεκάθαρη λόγω των αριθμών...».
Αυτά τονίζει η Φανούλα Αργυρού για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας, η οποία για λόγους ιδεολογικής και πολιτικής σκοπιμότητας αποκρύβεται από την ελληνική κοινή γνώμη.
Θα πρέπει να αναφέρουμε και ένα άλλο σημαντικό γεγονός, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την καταστροφή της Κύπρου.
Οι δυτικές δυνάμεις θεώρησαν τον Μακάριο ως τον Κάστρο της Μεσογείου, της δεξιάς στην Ελλάδα μηδέ εξαιρουμένης. Τόσο ο Καραμανλής όσο και Υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησής του Αβέρωφ, ως αντικομμουνιστές, προτιμούσαν μια διαιρεμένη Κύπρο που θα ελεγχόταν από τη Δύση παρά μια Κύπρο που θα ερωτοτροπούσε με τους Σοβιετικούς και θα έθετε τα συμφέροντα της Δύσης σε κίνδυνο.
Η συνθήκη της Ζυρίχης που επεβλήθη στον Μακάριο και την Κύπρο γενικότερα από τον Καραμανλή και τον Αβέρωφ με την σύμπραξη των «συμμάχων» είχε αυτό το νόημα. Επιπλέον δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ρωσία δεν έπραξε απολύτως τίποτε για να αποτρέψει την εισβολή των τουρκικών δυνάμεων στην Κύπρο και πιθανόν ή μάλλον σίγουρο (χρειάζεται έρευνα) να μη μπορούσε να το κάνει.
Και ένα τελευταίο, σχετικά με την πρώην Σοβιετική Ένωση. Είναι παγκοίνως πια γνωστό και παραδεκτό ότι οι Σοβιετικές Δημοκρατίες και η Τρίτη Διεθνής τότε, είχαν ταχθεί υπέρ της Βουλγαρίας και της πρώην Γιουγκοσλαβίας και της απόσπασης της ελληνικής Μακεδονίας από την ελληνική επικράτεια για διάφορους λόγους, που όλοι τους ήταν απαράδεκτα υποκριτικοί, με την έννοια ότι ενώ προπαγάνδιζαν τη διεθνή αλληλεγγύη, στην ουσία αποτελούσαν μέρος της εθνικιστικής επεκτατικής πολιτικής των γειτόνων μας Γιουγκοσλάβων και Βουλγάρων, την οποία κληρονόμησαν οι σημερινοί Σκοπιανοί.
Βασικά όσο διάστημα κράτησαν τα κομμουνιστικά καθεστώτα στην Ανατολή, η στάση τους απέναντι στην Ελλάδα ήταν εχθρική, παρά φιλική. Τα περί διεθνισμού κ.λπ, επιχειρήματα είναι το ολιγότερο φληναφήματα για τους αφελείς.
Μόνο ιδεολογικά τυφλοί και αμετανόητα εθελόδουλοι δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσουν αυτή την σκληρή πραγματικότητα. Ακόμη και η στάση της πρώην Σοβιετικής Ένωσης απέναντι στο καθεστώς της χούντας ήταν από χαλαρή έως φιλική. Όλα αυτά αποτελούν γεγονότα που δεν είναι δυνατόν να τα διαψεύσει κανείς, γιατί τα βιώσαμε και οι ίδιοι και έχουμε άμεση εμπειρία.
Η παράθεση όλων αυτών των αρνητικών στοιχείων δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να επιδιώκουμε οποιανδήποτε προσέγγιση όχι μόνο προς την Ρωσία, αλλά προς οποιαδήποτε χώρα θα μπορούσε να μας συμπαρασταθεί, οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά και να επιδιώκουμε τη μεγαλύτερη δυνατή συνεργασία, κάτω όμως από μία προϋπόθεση. Ποια είναι αυτή; Η προϋπόθεση ότι δεν θα πρέπει να αντικαθιστούμε την πραγματικότητα με μια επιθυμητή εικονική, αλλά να ρυθμίζουμε την πολιτική μας σύμφωνα με τη μέγιστη αξιοποίηση των δυνατοτήτων, που μας επιτρέπει η πραγματικότητα αυτή. Ακριβώς όπως έπραξε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, για να αναφέρουμε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα.
Δε δεχόμαστε την μακιαβελική ηθική, καλό όμως είναι να την λαμβάνουμε υπόψη μας.
Εν κατακλείδι αποδεχόμαστε την ηθική χρήση της πολιτικής, έτσι όπως τη διακήρυξε ο Αντόνιο Γκράμσι και που συνίσταται στη διαλεκτική ενότητα ηθικής και πολιτικής, αλλά δεν επιτρέπεται η ιδεολογική και μυθολογική χρήση και κατάχρηση της ιστορίας, η οποία οδηγεί «νομοτελειακά» σε καταστροφές, για εκείνους που την εφαρμόζουν και στις χώρες που τις εφαρμόζουν.[5]
Με αυτή την έννοια είναι ανάγκη να αποτελεί στρατηγικό στόχο η μεγαλύτερη δυνατή ανεξαρτησία στην εξωτερική μας πολιτική, αλλά θα πρέπει παράλληλα να έχουμε συναίσθηση της πραγματικότητας και των ορίων, μέσα στα οποία μπορούμε να υλοποιήσουμε μια εξωτερική πολιτική, επωφελή για τη χώρα μας, λαμβάνοντας υπόψη μας του διεθνείς συσχετισμούς. Σίγουρο είναι ότι η χώρα μας ήδη διαδραματίζει ένα νέο γεωπολιτικό ρόλο στoν αμερικανορωσικό ανταγωνισμό στον τομέα της παγκόσμιας αγοράς ενέργειας, τον οποίο πρέπει να αξιοποιήσουμε προς το δικό μας συμφέρον.
Με βάση όλα τα προαναφερόμενα μπορεί να εδραιωθεί ένα καινούργιο δόγμα από πλευράς της Ελλάδας και της Κύπρου, που τα βασικά του σημεία πρέπει να ανατρέπουν και ακυρώνουν ό,τι προηγήθηκε, δηλαδή την ενδοτική πολιτική, που οδήγησε σε απαράδεκτες από κάθε πλευρά εθνικές υποχωρήσεις, και να περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:
- Αμυντική συμφωνία με το Ισραήλ, που θα διασφαλίζει την εθνική ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα και θα προστατεύει από οποιαδήποτε καταπάτηση των διεθνών κανόνων και διεθνών συμφωνιών με στρατιωτικά μέσα.[6]
- Δημιουργία σε νέες βάσεις του Ενιαίου Αμυντικού Δόγματος Ελλάδας – Κύπρου, για τη καλύτερη προστασία της Μεγαλονήσου ως Κυπριακής Δημοκρατίας. Η σημασία του είναι καταλυτική για τα συμφέροντα της Ελλάδας και της Κύπρου, ιδιαίτερα με βάση τις προφανείς τουρκικές προκλήσεις και την αλλαγή των ενεργειακών – γεωστρατηγικών ισορροπιών. Η ελληνο – ισραηλινή συμμαχία ενάντια σε έναν κοινό αντίπαλο, η οποία απ’ ότι δείχνουν τα γεγονότα, διευρύνεται και βαθαίνει, αποτελεί τη χρυσή ευκαιρία για επαναλειτουργία σε νέες βάσεις, όπως τονίσαμε, του Ενιαίου Αμυντικού Δόγματος ή ενός εναλλακτικού σχεδίου και εξασφαλίζει τη χάραξη μιας πραγματικά εθνικής στρατηγικής.
- Άμεση ανακήρυξη της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης από μέρους της Ελλάδας, μετά από γνωστοποίηση της πρόθεσής της στους διεθνείς οργανισμούς. Ανακήρυξη της ΑΟΖ με την Κύπρο, ώστε να κατοχυρωθούν τα θαλάσσια σύνορα με την Κύπρο. Άμεση επαφή με τις ενδιαφερόμενες χώρες για την ρύθμιση της ΑΟΖ με Ιταλία, Λιβύη, Αίγυπτο και Αλβανία. Οι συνθήκες τώρα είναι ευνοϊκές γιατί το κλίμα εναντίον της Τουρκίας στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη είναι δεδομένο. Πολλοί θέλουν να αγνοούν ότι οι συνθήκες έχουν αλλάξει.
- Ακύρωση της πολιτικής στήριξης της Τουρκίας στις ενταξιακές της διαπραγματεύσεις προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, εφόσον δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία, δεν καταργεί το casus belli και προσπαθεί να λύσει τα όποια προβλήματα με την Ελλάδα και την Κύπρο με την πολιτική των εκβιασμών και των απειλών και όχι με βάση τους διεθνούς κανόνες και τις διεθνές. Η προβολή από μέρους της Τουρκίας της πολιτική της«ήπιας ισχύος» αποδεικνύεται από τις επιθετικές της διαθέσεις, τ’ ολιγότερο παραπλανητική.
- Κατάργηση της ενδοτικής πολιτικής της Ελλάδας με την ψευδεπίγραφη «Ελληνοτουρκική Φιλία», που υπηρετεί τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις της Τουρκίας σε βάρος της Ελλάδας. Ναι στην καλλιέργεια φιλίας ανάμεσα στους λαούς, όχι στην ρατσιστική και εθνικιστική πολιτική της γείτονος, που θέλει από τους Έλληνες να διαμορφώσει Νεο -Ραγιάδες του Νεο – Οθωμανισμού.
- Κατάργηση της ψευδεπίγραφης «επαναπροσέγγισης» που σημαίνει απαράδεκτες υποχωρήσεις του Κύπριου προέδρου Χριστόφια στην Τουρκία, μάλιστα χωρίς κανένα αντάλλαγμα, όπως ήταν η εκ περιτροπής προεδρία, η σταθμισμένη ψήφος και οι πενήντα χιλιάδες έποικοι και τόσες άλλες παραχωρήσεις απέναντι στον Τούρκο δυνάστη.
- Ακύρωση οποιασδήποτε προσπάθειας δημιουργίας ρατσιστικής Διζωνικής, Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, που στην ουσία είναι η άλλη όψη της οριστικής διχοτόμησης του νησιού και οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, με την δημιουργία δύο ανεξάρτητων κρατών, όπως επιδιώκει η Άγκυρα. Η πολιτική της «επαναπροσέγγισης» του προέδρου της Κύπρου Δημήτρη Χριστόφια, αν δεν σταματήσει, εξυπηρετεί την τουρκική λύση της Διζωνικής, Δικοινοτικής Ομοσπονδίας και έρχεται σε αντίθεση με οποιαδήποτε έννοια διεθνιστικής αλληλεγγύης, ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους. Το Ισραήλ εξέφρασε την αντίθεσή του στην οποιαδήποτε προοπτική κατάργησης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
- Ακύρωση όλων των συμφωνιών και επανατοποθέτηση του Κυπριακού ως προβλήματος εισβολής και κατοχής. Προσφυγή στον ΟΗΕ με βάση τα ψηφίσματα για το Κυπριακό του Συμβουλίου Ασφαλείας. Το πρόβλημα της Κύπρου είναι διεθνές και όχι, όπως επιδιώκεται και από κυπριακής πλευράς, αλλά και της αγγλοτουρκικής πλευράς, ως πρόβλημα δύο κοινοτήτων.
- Εθνική πολιτική που θα εξασφαλίζει την Κυπριακή Δημοκρατία, με βάση τις αποφάσεις των ΗΕ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ευρωπαϊκό κεκτημένο). Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι μέλος του Διεθνούς Οργανισμού και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν πρέπει να παραδοθεί ως κοινότητα, όπως είχε πει πολύ σοφά ο μακαρίτης πρόεδρος Τάσσος Παπαδόπουλος. Κανένας δεν έχει το δικαίωμα από τους Έλληνες της Κύπρου να την ακρωτηριάσει, παραβαίνοντας ο ίδιος τις διεθνείς συνθήκες και το διεθνές δίκαιο. Η προπαγανδιζόμενη Διζωνική -Δικοινοτική Ομοσπονδία, που αποτελεί την άλλη όψη του σχεδίου Ανάν και μάλιστα σε προωθημένη μορφή, αποτελεί δυναμίτη στα θεμέλια της Κυπριακής Δημοκρατίας και αντιβαίνει σε οποιαδήποτε έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του διεθνούς δικαίου.
- Ακύρωση όλων των συμφωνιών που εγκυμονούν κινδύνους για την εθνική ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, όπως επιδιώκουν οι γείτονές μας από βορρά με την αναγνώριση των Σκοπίων ως Μακεδονία στο πρώτο συνθετικό και τον Μεγαλοϊδεατισμό της Αλβανίας, καθώς και από τα ανατολικά με τις επεκτατικές διεκδικήσεις της Τουρκίας σε Ελλάδα και Κύπρο.
- Κατάργηση του προξενείου της Τουρκίας στην Κομοτηνή, που έχει γίνει κράτος εν κράτη, ως να βρίσκεται σε τουρκική επαρχία και ακύρωση κάθε ενέργειας των πρακτόρων της Τουρκίας στη Θράκη, οι οποίοι επιδιώκουν την αλλαγή ή κατάργηση της συνθήκη της Λωζάνης.
- Διαβήματα στις κυβερνήσεις των κρατών που αναγνώρισαν το κράτος των Σκοπίων ως «Μακεδονία», για να ανακαλέσουν αυτή τους την απόφαση και να συμμορφωθούν με τις δικές τους αποφάσεις στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, όπου ψηφίστηκε το προσωρινό όνομα της χώρας ως Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (FYROM), μέχρι την εξεύρεση αμοιβαίας αποδεκτής λύσης.[7]
- Διεθνής εκστρατεία για ενημέρωση των διεθνών οργανισμών στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, για να μην περνά η προπαγάνδα, όσων επιβουλεύονται τη χώρα μας. Έως τώρα η απουσία της Ελλάδας, ενώ οργιάζουν οι γείτονές, είναι πέρα από εγκληματική. Ακόμη και το λόμπι των Σκοπίων και των Αλβανών έχει μεγαλύτερη επιρροή στα διεθνή φόρουμ και την Αμερική απ’ ότι η Ελλάδα.
- Προώθηση της συνεργασίας του εβραϊκού και ελληνικού λόμπι στις ΗΠΑ και ανά τον κόσμο, για αμοιβαίο συμφέρον. Οι συνθήκες είναι ευνοϊκές και πρέπει η ελληνική κυβέρνηση να τις αξιοποιήσει. Αύριο πάλι μπορεί να αλλάξουν. Στη διεθνή σκηνή δεν υπάρχει διαχρονική σταθερότητα. Τα πάντα καθορίζονται από τη συγκυρία, η οποία είναι πάντοτε ευμετάβλητη.
- Συνεργασία με τις ευνοϊκά διακείμενες δυνάμεις, όπως π.χ. η Ρωσία, όμως μόνο σε τομείς που δεν έρχονται σε αντίθεση με τα αμερικανικά συμφέροντα και είναι για την Ελλάδα απαγορευτικά, όπως ο αγωγός Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη, που μαζί με τη στάση της κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή συνετέλεσε στην απομάκρυνσή του, πιθανόν και κάτω από την απειλή για την ακεραιότητα του ίδιου και της οικογένειάς του. Το μάθημα του Καραμανλή ας μας γίνει μάθημα.
Ασφαλώς και θέλουμε να έχουμε τις στενότερες και επωφελέστερες σχέσεις με τη Ρωσία, στο βαθμό που μπορούμε να καλλιεργήσουμε αυτές τις σχέσεις, αλλά όχι σε βάρος των εθνικών συμφερόντων. Ορισμένα πράγματα, όπως απέδειξε η διεθνής πολιτική πρακτική, είναι «απαγορευτικά», εφόσον ισχύουν οι συνθήκες που τα καθορίζουν σχεδόν αναγκαστικά. Όλα τα άλλα είναι ευχολόγια.
Ο εμφύλιος, έπρεπε να μας είχε διδάξει, ότι δεν εξαρτώνται όλα από τη θέλησή μας και ότι η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού, για τους αδύναμους και του δυνατού για τους ισχυρούς. Η καταστροφή της Κύπρου δεν είναι άμοιρη της πολιτικής Μακαρίου, τον οποίο οι ΗΠΑ θεωρούσαν Κάστρο της Μεσογείου, όπως προαναφέραμε. Η Κύπρος, όπως και η Ελλάδα, είναι στη σφαίρα επιρροής της Δύσης και αυτή την πραγματικότητα δεν μπορεί να την παραγνωρίζει κανείς, χωρίς αρνητικές συνέπειες στα εθνικά μας θέματα.
Οι ΗΠΑ, δεν θέλουν την προμήθεια της Ευρώπης και την εξάρτησή της από το πετρέλαιο και αέριο της Ρωσίας, για τους λόγους που αναφέραμε. Δεν είναι καθόλου αντίθετη ωστόσο στην προμήθεια πετρελαίου και φυσικού αερίου από Ισραήλ, Κύπρο και Ελλάδα, για ευνόητους λόγους.
- Δημιουργία συμμαχίας με τις χώρες που διατρέχουν τον ίδιο ή παρόμοιο κίνδυνο από την επεκτατική πολιτική της Τουρκίας και έχουν συμφέρον για μια συμμαχία, όπως είναι η Βουλγαρία, που έχει έναν τεράστιο αριθμό Μουσουλμάνων. Επιπλέον αντιμετωπίζει το ίδιο πρόβλημα με τα Σκόπια και δεν δέχεται σε καμία περίπτωση την ονομασία της ΦΥΡΟΜ ως Μακεδονία. Σύμφωνα μάλιστα με τη θεωρία του Στρατηγικού βάθους του Νταβούτογλου, αυτά τα μέρη, δηλαδή ένα μεγάλο μέρος της Βουλγαρίας και ολόκληρη η Δυτική Θράκη με την Μακεδονία, πρέπει να ενταχθούν στην Τουρκία. Αυτά δεν είναι θεωρίες, αλλά εκφρασμένη στρατηγική της Τουρκίας, διατυπωμένη από τον Υπουργό Εξωτερικών της ξεκάθαρα..
Απέναντι σ’ αυτή τη στρατηγική της Τουρκίας η Ελλάδα πρέπει να αντιτάξει ως στόχο εξωτερικής πολιτικής τη συμμαχία που μπορεί να συμπεριλάβει και τη Σερβία και πιθανόν το Μαυροβούνιο και αξιοποιήσει τις οποιεσδήποτε αντιθέσεις της Βουλγαρίας και της Αλβανίας, απέναντι στα Σκόπια.[8]
Χωρίς συμμαχίες μια χώρα είναι εκτεθειμένη σε μύριους κινδύνους. Αυτό αποτελεί αξίωμα.
Ήδη στην κοινή γνώμη του Ισραήλ διαμορφώνεται η άποψη ότι είναι χρήσιμο για το Ισραήλ να αναπτύξει μια περιφερειακή συμμαχία ανάμεσα στο Ισραήλ, την Κύπρο, την Ελλάδα, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Στη δυναμική αυτή θα ενταχθούν με βεβαιότητα και άλλες χώρες.
Πολλοί βλέπουν τα Βαλκάνια ως ενιαίο χώρο, όπως περίπου τις αραβικές χώρες. Δεν υπάρχει ενιαίος αραβικός κόσμος, όπως δεν μπορεί να υπάρξει ενιαίος βαλκανικός χώρος ή, αν κάποτε υπάρξει, αποτελεί απόμακρο στόχο.
- Ανάπτυξη στενών αμοιβαίων σχέσεων με την Παλαιστίνη, που σημαίνει ότι και οι Παλαιστίνιοι θα πρέπει να στηρίζουν τις ελληνικές θέσεις και όχι να έχουν απαίτηση να αναλωνόμαστε σε διεθνιστική αλληλεγγύη προς αυτούς, ενώ οι ίδιοι θα στηρίζουν την Τουρκία. Το ίδιο και με τις άλλες αραβικές χώρες.
Οι θέσεις που διατύπωσε ο Πάνος Μπεγλίτης στις επίσημες δηλώσεις του, έστω κι’ αν είναι υποκριτικές ή καθ’ υπαγόρευσιν και άσχετα ποια σκοπιμότητα εξυπηρετούσαν, καλύπτουν απολύτως την παλαιστινιακή αρχή για ένα ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος, με την προϋπόθεση φυσικά ότι αυτά που λένε θα τα κάνουν πράξη.
Η συμμαχία με το Ισραήλ δεν σημαίνει, όπως πολλοί πιστεύουν απεμπόληση από μέρους της Ελλάδας της συμπαράστασής της Ελλάδας στον δίκαιο αγώνα του Παλαιστινιακού λαού. Περισσότερο δυνατότητα πίεσης έχει ένας σύμμαχος, παρά ένας με τον οποίο δεν δεσμεύεται σε τίποτε ή κρατάει εχθρική στάση.
Σχετικά με τις άλλες αραβικές χώρες δεν υπάρχει δυνατότητα ενιαίας πολιτικής, γιατί, όπως προαναφέραμε, δεν υπάρχει ενιαίος αραβικός χώρος με ενιαία πολιτική. Εκείνοι που μας στηρίζουν και συνεργάζονται μαζί μας αξίζουν και τη συμπαράστασή μας.
Η καλλιέργεια συνθηκών καλής γειτονίας και συνεργασίας πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα της εξωτερικής πολιτικής, που δεν θα βασίζεται στην αντιπαλότητα, αλλά στην ειρηνική συνεργασία, σταθερότητα και ειρηνική διευθέτηση των όποιων διαφορών.
- Παραχώρηση στο Ισραήλ αποθηκευτικών χώρων υγροποιημένου αερίου στην Κύπρο και Ελλάδα (Κρήτη ή και αλλού) και εγκατάσταση αντιβαλλιστικών πυραύλων για την προστασία τους.
- Παραχώρηση βάσεων και άλλων διευκολύνσεων στο Ισραήλ, για όσο διάστημα ισχύει και διαρκεί η απειλή από μέρους της Τουρκίας, εφόσον το Ισραήλ προσφέρει ανάλογα ανταλλάγματα και αμοιβαίες επωφελείς συμφωνίες που αφορούν την Ελλάδα.
Γενικά στις διακρατικές σχέσεις ισχύει ο κανόνας της αμοιβαίας αλληλοκατανόησης και του αμοιβαίου συμφέροντος.
Όλα τα ανωτέρω που αναφέρθηκαν τόσο στην ανάλυσή μας όσο και στα συμπεράσματα και τις προτάσεις προϋποθέτουν κυβερνήσεις στην Ελλάδα και την Κύπρο, που είναι διατεθειμένες και έχουν τη θέληση να προασπίσουν την εθνική μας ανεξαρτησία και την εδαφική μας ακεραιότητα, καθώς και τα συμφέροντα μας, που δεν έρχονται σε σύγκρουση με τους διεθνείς κανόνες και τις διεθνείς συνθήκες, όπως επανειλημμένως τονίσαμε.
Θα το πράξουν; Είναι το βασικό ερώτημα. Η δική μας άποψη είναι ότι θα τους αναγκάσει στην περίπτωση αυτή να το πράξουν κατ’ εντολή του Ισραήλ, δηλαδή των ΗΠΑ, που πίσω του κρύβεται το εβραϊκό λόμπι. Μακάρι να ενεργοποιηθεί προς την κατεύθυνση υπεράσπισης των εθνικών θεμάτων και το ελληνικό λόμπι στην Αμερική και συνεργαστεί για τα κοινά συμφέροντα με το ισραηλινό, όσο τουλάχιστον κρατάει αυτή η αντιπαλότητα ανάμεσα στο Ισραήλ και την Τουρκία. Απ’ ότι φαίνεται πάντως οι ενδείξεις είναι μάλλον ενθαρρυντικές, λόγω της εξόρυξης και μεταφοράς των υδρογονανθράκων του Ισραήλ προς την Ευρώπη, μέσω Κύπρου και Ελλάδας.
Πρόσφατες δηλώσεις από υψηλόβαθμους παράγοντες του εβραϊκού λόμπι, που εξασφάλισε η Φανούλα Αργυρού, ενισχύουν τον ισχυρισμό μας περί αλλαγής στάσης του Ισραήλ, η οποία δεν είναι φαινομενική, αλλά πραγματική.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο και συγκυριακό ότι «Ο Αμερικανός βουλευτής και ηγετικός παράγοντας του εβραϊκού λόμπυ Χάουαρτ Μπέρμαν, ( Howard Berman ) και μέλος των Δημοκρατικών της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων ( Ranking Member ) με επιστολή του, ημερ. 22 Μαρτίου 2012 προς την υπ. Εξωτερικών των ΗΠΑ κα Χίλαρυ Κλίντον, της ζητά ουσιαστικά όλα όσα έπρεπε η δική μας πλευρά να ζητά εδώ και 38 χρόνια από την αμερικανική κυβέρνηση.
Η επιστολή, αντίγραφο της οποίας εξασφαλίσαμε, αποτελείται από έξι παραγράφους και αρχίζει τονίζοντας ότι η επανένωση της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι κρίσιμης σημασίας για την σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο που αποτελεί ζωτικό συμφέρον για τις Ηνωμένες Πολιτείες, γι΄ αυτό γράφει, “ανησυχώ βαθιά για δύο εξελίξεις που αλληλοσυνδέονται. Αυτές οι εξελίξεις υποσκάπτουν απευθείας την θέση της Αμερικής εις υποστήριξη της επανένωσης της Κύπρου και θέτουν σε αμφισβήτηση την ικανότητά μας να διατηρήσουμε αυτή τη θέση”».
Η μία εξέλιξη γράφει, είναι οι στρατιωτικές απειλές της Τουρκίας σε σχέση με τις έρευνες που κάνει η Κύπρος για το φυσικό αέριο στην αποκλειστική οικονομική της ζώνη και η συμφωνία της με το Ισραήλ. «Η αμερικανική θέση στις προτάσεις επανένωσης, πρέπει να το κάνει ξεκάθαρο ότι η χώρα μας υποστηρίζει όλα τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων της για όλους τους φυσικούς πόρους της πάνω σε όλη τη νόμιμη επικυριαρχία της, περιλαμβανομένης της ΟΑΖ. Οι απειλές της Τουρκίας όπως και να τις ερμηνεύσει κάποιος αποτελούν εκβιασμό και είναι εκτός γραμμής».
Η δεύτερη εξέλιξη, συνεχίζει ο Αμερικανός βουλευτής, «είναι η δρακόντια και αυξανόμενη προσπάθεια της Τουρκίας να αλλάξει τη δημογραφική σύνθεση της Κύπρου. Σύμφωνα με τουρκοκυπριακά και ελληνοκυπριακά δημοσιεύματα, η Τουρκία έχει ήδη μεταφέρει εκατοντάδες χιλιάδες Τούρκους κατοίκους στην Κύπρο από το 1974, και ο αριθμός των αυθεντικών Τουρκοκυπρίων στα κατεχόμενα έχει ελαττωθεί σημαντικά σε σημείο που υπερισχύουν οι τουρκικής καταγωγής κάτοικοι. Σε σχέση μ’ αυτό και Τούρκος υπουργός δήλωσε δημόσια την πιθανότητα προσάρτησης των κατεχομένων περιοχών».
Για δεκαετίες επεσήμανε ο Αμερικανός βουλευτής, προτάσεις για λύση του Κυπριακού μερικώς τουλάχιστον υπέθεταν ότι η μεγάλη πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων θα άντεχε την κατάσταση αυτή (εννοείται τον εποικισμό). “Η Τουρκία προσπαθεί να αλλάξει τη δημογραφία και στην καλύτερη περίπτωση να κερδίσει πλεονέκτημα στις διαπραγματεύσεις στην δε χειρότερη να δικαιολογήσει την συνεχιζόμενη κατοχή ή ακόμα και να την επεκτείνει” υπογραμμίζει ανησυχητικά ο βουλευτής.
«Η αμερικανική υποστήριξη επομένως για την δημογραφική ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας, που μέχρι σήμερα περιοριζόταν σε κατά καιρούς εκφράσεις ανησυχίας, σήμερα πρέπει δυναμικά και ξεκάθαρα να εκφραστεί ως μια αμετάκλητη αμερικανική θέση για την επανένωση της Κύπρου.
Οι τουρκικές απειλές εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας και η συνεχιζόμενη προσπάθειά της να αλλάξει τη δημογραφία της Κύπρου θέτουν σε σοβαρή αμφισβήτηση τις τουρκικές δεσμεύσεις για επανένωση. Ως Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής πρέπει ασυμβίβαστα να είμαστε εναντίον των προσπαθειών της Τουρκίας να καταπατήσει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας – είτε μέσω στρατιωτικών απειλών είτε μέσω εποικισμού με Τούρκους κατοίκους. Εν όψει αυτών των επικίνδυνων εξελίξεων ζητούμε μια εκ βάθους αναθεώρηση της πολιτικής μας έναντι της Κύπρου, λαμβάνοντας πλήρως υπόψη τις απειλές της Τουρκίας και την μεταφορά εποίκων από την Τουρκία» έγραψε ο Αμερικανός βουλευτής κ. Χάουαρτ Μπέρμαν».
Αυτά παραθέτει η Φανούλα Αργυρού. Είναι ενδεικτικά ότι το έως τώρα αρνητικό κλίμα απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο από μέρους του Ισραήλ και του εβραϊκου λόμπι έχει αλλάξει. Τέτοιες δηλώσεις, όπως αυτές του Χάουαρτ Μπέρμαν δεν υπήρξαν ποτέ στο παρελθόν. Μπορούμε να τις εκτιμήσουμε τουλάχιστον «ως αποχρώσες ενδείξεις» αλλαγής της πολιτικής του εβραϊκού λόμπι απέναντι στον Ελληνισμό.
Ωστόσο χρειαζόμαστε πατριωτικές κυβερνήσεις για να αξιοποιήσουν τα ανωτέρω. Οι εξελίξεις από μέρα σε μέρα γίνονται πιο κρίσιμες.
Αυτή τη στιγμή η ύπαρξή μας και η υπεράσπιση των εθνικών θεμάτων βασίζεται κυρίως στον τρίτο παράγοντα που, καλώς ή κακώς, φέρει το όνομα: Συμμαχία μας με το Ισραήλ, κάτω από του όρους, τις επιφυλάξεις και τις προϋποθέσεις που αναφέραμε, χωρίς να αποκλείουμε καμία άλλη συμμαχία που εδράζεται στην αμοιβαιότητα συμφερόντων.
[1] Βλ. Παναγιώτης Κονδύλης, Θεωρία του πολέμου, εκδ. «Θεμέλιο», β΄ εκδ. Αθήνα 1998, σ. 409.
[2] Βλ. Δαμιανός Βασιλειάδης, Παγκοσμιοποίηση, Νέα Τάξη, Ελληνισμός, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα, Χειμώνας 2012-13, σ. 153-169.
[3] Φανούλα Αργυρού, «Απελευθερωτικοί αγώνες 1821, 1955 και οι προκλήσεις των ημερών», ομιλία στο Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Ασπροπύργου, 19.Μαρτίου 2012.
[4] Δεν πρέπει ακόμη να ξεχνάμε ότι η Ρωσία δεν μπόρεσε να αποτρέψει το διαμελισμό μιας φίλης προς αυτήν χώρας, όπως ήταν η πρώην Γιουγκοσλαβία, στον βομβαρδισμό της οποίας συνήργησε και όλη η αφρόκρεμα της ευρωπαϊκής Αριστεράς: Ροσάνα Ροσάντα, Ντ’ Αλέμα, Πέτετ Ιγκράο, Κον Μπεντίτ κ.λπ. Ιδεοληψίες δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τη σκληρή πραγματικότητα, την οποία καθορίζουν γεωπολιτικές στρατηγικές ισχύος.
[5] Βλέπε σχετικά με τις θέσεις του Αντόνιο Γκράμσι στο θέμα: Δαμιανός Βασιλειάδης, ο Μαρξ, ο Λένιν ο Γκράμσι και η πολιτισμική ηγεμονία της Αριστεράς, εκδ. «ΚΨΜ», Αθήνα 2011, σ. 40 -44.
[6] Ήδη αναφέρεται ότι «Ελλάδα και Ισραήλ ενεργοποίησαν την στρατιωτική συμφωνία μετά και από την έγκριση που έλαβαν από τις ΗΠΑ, διότι εκτιμούν ότι οι τουρκικές απειλές είναι αληθινές και αξιόπιστες».
Αυτή η συμφωνία υπογράφτηκε μυστικά, υπό το πρίσμα των τουρκικών απειλών. Η συμφωνία επισφραγίστηκε το βράδυ, 14 Σεπτέμβριου 2011, μετά και από τηλεφωνική συνομιλία, μεταξύ του Ισραηλινού και Έλληνα πρωθυπουργού, Βενιαμίν Νετανιάχου και Γιώργου Παπανδρέου.
[7] Μπορούμε κάλλιστα να αξιώσουμε από τις υποτιθέμενες ή πραγματικές φίλιες χώρες, όπως για παράδειγμα η Σερβία, την οποία συμπαραστάθηκε ολόκληρος ο ελληνικός λαός, να αναθεωρήσουν τη θέση τους απέναντι στα Σκόπια.
[8] Στις 26.1.2012 δημοσίευσε το defenenet.gr. τη δήλωση ενός Αλβανού ιστορικού των Σκοπίων, ονόματι Σκεντέρ Χασάνι, ο οποίος εξέδωσε ένα νέο βιβλίο που έχει τίτλο «Αποδεικτικά στοιχεία των Αλβανών των Σκοπίων» (ή στο πρωτότυπο: «Dëshmi për Shkupin shqiptar», στο οποίο παραθέτει ιταλικά έγγραφα, που δείχνουν διεξοδικά την πληθυσμιακή σύσταση του πληθυσμού των Σκοπίων κατά τα έτη 1912- 1941 και αποδεικνύουν την πληθυσμιακή υπεροχή των Αλβανών στην πόλη. Λέει μάλιστα ό ίδιος σε ένα σημείο, απευθυνόμενος στον μεγαλοϊδεατισμό του Γκρούεφσκι: «Μπορείτε να χτίσετε προτομές και αγάλματα, μπορείτε να χτίσετε ότι θέλετε, αλλά με κανένα τρόπο δεν μπορείτε να διαγράψετε την ιστορία».
Αυτή η δήλωση έρχεται ως συμπλήρωμα μιας άλλης αποκάλυψης από τους ίδιους τους Σκοπιανούς επιστήμονες που πιστοποίησαν ότι το DNA τους συγγενεύει με άλλων σλαβικών εθνών.
Ο Δαμιανός Βασιλειάδης είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας
Αθήνα, 26.11.2015