Ένα χριστουγεννιάτικο γράμμα από την ξενητειά, από τον Γιάννη Δημητρούλα απο την Μελβούρνη Αυστραλίας
Καλα Χριστουγεννα αδελφια Ελληνες και καλη λευτερια στην Πατριδα μας!!
Γιαννης Δημητρουλας
Μελβουρνη Αυστραλιας
______________________________________________________
Στους απανταχου εκλεκτους φιλους, αλλα και τυχωντας αναγνωστες των κειμενων μου εν Ελλαδι.
Το κειμενο που ακολουθει ισως ενδιαφερει καποιον που θελει να μαθη κατι γυρω απο την μεταναστευση, καιτι ειναι εμπειριας γεγονοτων ηλικιας 60 ετων καθ’οτι ημουν εικοσι ετων νεος οταν εφτασα σ’αυτες τις ακτες της γης του Νοτου. Ορθογραφικα και συντακτικα λαθη ωφειλονται στην απουσια της γλωσσης ολα αυτα τα χρονια. [Κατι που ελπιζω να βοηθησει τους Ελληνες να μην φυγουν απο την Πατριδα μας]
“Ουδέν Πατρίδος γλυκύτερον”
Αγαπητε αναγνωστη
Αφινοντας πισω μου πλεον την αφηγησιν μου, ειλικρινά αισθανομαι σημερα την αναγκη να διατυπωσω ορισμενες απο τις εντυπωσεις μου, τις σκέψεις μου, τις ιδέες μου, τα αισθήματά μου και συμπεράσματά μου αλλα και διαπιστωσεις μου γυρω απο τη χωρα αυτη και τον Λαον της. Τι ειδους xωρα βρηκα, ποιες οι συνθηκες διαβιωσεως και ποιες οι επιδρασεις τουτων στη ζωη μου τα χρονια που ακολουθησαν. Με την πάροδο των ετών και της εμπειρίας μου πλέον αποκτουσα σαφη εικονα των γεγονοτων γυρω μου και είναι πολλά από αυτά που έχουν αλλάξει ως ητο φυσικο από τις αρχικές εκτιμήσεις μου.
Πρέπει δε να ομολογήσω πως μου πηρε και μένα μερικα χρονια να καταλάβω και να συνειδητοποιήσω σε τι είδους χώρα ήλθα ως και τι είδους Λαό βρήκα. Απο πολλα χρονια τωρα είμαι πολύ, πάρα πολύ, μετανοιωμένος που άφησα την πατρίδα μου κι’έφυγα για να μην γυρίσω πλέον ποτέ.
Μέγα και τρομερό σφάλμα να ανταλλάξω όλα τα προσφιλή “είναι” μου,….με ΤΙ; με ποίες αξίες; με ποίες αμοιβές; με ποία ανταλλάγματα; με ποίες υποσχέσεις; Τιποτα, τιποτα, μα τιποτα απ’ολα αυτα.
Αφησα την οικογενειαν μου, γονεις, αδελφια, αφησα την αγαπημενην μου Π, my school sweet heart, τους φιλους μου, την Εκκλησια μου και Θρησκεια μου, αφησα την γλωσσαν μου για να μαθω μια αλλη πολυ υποδιαιστερη της δικης μου. Αφησα πισω μου τα βουνα της, τους καμπους της, τα γιασεμια της, της τριανταφυλιες της, τις ανθισμενες πορτοκαλιες της και δαντελωτες ακρογιαλιες της. Αφησα, αφησα, και τι δεν αφησα πισω μου, την Πατριδα μου ολοκληρη,την Ιστορια της, τους ταφους και τα οστα των προγονων μου, του Μαραθωνος, της Σαλαμινος, των Θερμοπυλων, του ενδοξου Μεσολογγιου, των ενδοξων πολεμων και μαχων, του 21. Εγινα ενας ριψασπις, εγκαταλειπωντας την Πατριδα μου ανυπερασπιτη στους εχθρους της ξεχνωντας και καταπατωντας τον Ορκον των Αθηναιων που διδαχτηκα στο Γυμνασιο μου.
“Ου καταισχυνώ τα όπλα, ουδ‘ εγκαταλείψω τον παραστάτην o αν στοιχω, αμυνώ δε και υπέρ ιερών και οσίων, και μόνος και μετά πολλών, και την πατρίδα ουκ ελάττω παραδώσω, πλείω δε και αρείω όσης αν παραδέξωμαι“(**)..
Τίποτα, ακομη δεν αντισταθμίζει την ομορφιά και τα κάλλη της ομορφης πατρίδος μου τον γαλανό oυρανό της, τον λαμπρό ήλιο της, τον εξαίρετο καιρό της, το Κελάϊδισμα των πουλιών της, αλλά και των ανθρώπων της.
[- Πατρίδα, σαν τον ήλιο σου, ήλιος αλλού δε λάμπει. πώς λουλουδίζουν τα βουνά, τα δάσ‘, οι λαγκαδιές πώς εις το φως σου λαχταρούν η θάλασσα κι οι κάμποι στέρνοντάς του θυμίαμα μυριάδες μυρωδιές!]
Τίποτε δεν αντισταθμίζει λέγω τον ρυθμό αλλά και τον παλμό της zωής της πατρίδος μου μέσα στην οποία είχα γεννηθεί. Τα πάντα μου ήσαν προσφιλή, τα πάντα μου ήσαν αγαπητά και όμορφα. Ημουν νέος και άπειρος όταν πήρα την απόφασίν μου, την απόφασι που έθεται τα θεμέλια της υπόλοιπης ζωής μου. Πολύ σοβαρή απόφασι για την ηλικία μου των είκοσι ετών και άπειρος αφού είχα αφήσει τα θρανία του σχολείου μου μόλις πριν από ενάμισυ χρόνο.
Ημουν μόνος κι’ έρημος στο δρόμο μου χωρίς κανένας να με ρωτήσει, μα, και χωρίς κανένας να με συμβουλέψει για το δρόμο που έμελλε να πάρω, το δρόμο που διάλεξα στη ζωή μου. Ο πατέρας μου, στον οποίο δεν είπα τίποτε από τα σχέδιά μου, ήτο ο μόνος που θα μπορούσε να με συμβουλέψει, καθ’ότι είχε την εικοσιπενταετή πείρα της Αμερικής. Οταν απεφάσισα να του μιλήσω τις τελευταίες εκείνες ημέρες ότι εγώ θα έφευγα ήτο πολύ αργά καθ’ότι ήτο κληνήρης. Απεδήμησε μετά την αναχώρησίν μου ύστερα από λίγους μήνες.
Κι’έτσι ακολούθησα την μοίρα μου, τη μοίρα που δημιούργησα μόνος μου που με έφερε σε έναν τελείως διαφορετικό κόσμο και δεν εννοώ τα διαφορετικά αυτοκίνητα ούτε τα διαφορετικά σπίτια, αλλά τους διαφορετικούς ανθρώπους, με τις διαφορετικές τους καθημερινές συνήθειες όπως π.χ. ……… στις τρείς το απόγευμα να πινουν τσάϊ και στις πεντε να τρωνε το βραδυνο τους. Και όχι μόνον, η εβδομάδα τους ήτανε ως ένα καλο-κουρτισμένο ρολόϊ χωρίς να περισεύει ώρα για τίποτε άλλο από αυτό που είχε το πρόγραμμά τους, τουτέστιν δουλειά από Δευτέρα εως Παρασκευή και το Σαββατο όλοι στα σπόρ γυναικες και άνδρες οι οποίοι ενδιεφέροντο μαλλον πιο πολύ για το φούτμπωλ, το κρίκετ, τον Ιππόδρομο και τη μπύρα τους παρά για τις ….γυναίκες επί των οποίων δεν είχαν και μεγάλη ….επιρροή. Η δε Κυριακή …Ω! η Κυριακή τους!!!,…αυτήν την διέθεταν διά τον καλοπισμόν του ….κήπου τους. Πόσο θλιμένη ήταν η Κυριακή τους!! Η πόλις τους εγκαταλλελημένη από τους ανθρώπους της ήτο μία πόλις …φάντασμα. Ούτε σπορ επιτρεπόντουσαν την Κυριακή. Τα πάντα νεκρά, τα πάντα έρημα, μέχρι που μπορούσες να μετρήσεις αυτούς που κυκλοφορούσαν όλες τις ώρες της Κυριακής στούς δρόμους της. Η πενθυμη καμπανα της Μητροπολεως του Αγιου Παυλου μας υπενθυμιζε οτι η Κυριακη της Πουριτανικης Αγγλιας ητανε ακομη εδω οταν εφτασα εγω σ’αυτη τη χωρα. Εδώ και εκεί θα άκουγες τη φωνή κάποιου που παρίστανε τον ιεροκύρηκα ανεβασμένος επάνω σε ένα πρόχειρο υπόβαθρο, εκύρηττε …τον λόγον του θεού χωρίς κανένας να του δίνει την παραμικρή σημασία και προσοχή γι’ αυτά που έλεγε. Τα πάντα κλειστά ακόμη και οι μπυραρίες όπου επί έξη ημέρες την εβδομάδα η τεράστια κατανάλωσις μπύρας ύστερα από μια φρενήρη κούρσα να τις προλάβουν ανοιχτές μετά τη δουλειά τους και τα σπορ, τους έφερνε σε τέλεια κρεπάλη μέθης. Απεναντίας πόσο διαφορετική υπήρξε και μόνον η Ελληνική Κυριακή για μένα με αυτήν εδώ! Η Κυριακή στη Σπάρτη μου ήτο ημέρα χαράς, ημέρα γιορτής για όλο τον κόσμο. Ολοι ντυμένοι στα γιορτινά μας ως θρησκευόμενος λαός που είμαστε και αφού εκάναμε το καθήκον μας μετά την Θεία λειτουργεία, η πλατεία της,οι δρόμοι της,τα καφφενεία της, τα εστιατόριά της, τα ζαχαροπλαστεία της, πλημμύριζαν από τον κόσμο της, σε μιά χαρούμενη και γιορταστική ατμόσφαιρα. Κι’ομως γι’αυτους εδω ηταν ακόμη η εποχή των Βρεττανών και Ιρλανδών καταδικων του 18ου και 19ου αιώνος οι οποίοι απετέλεσαν και τον πυρίνα της επικοίσεως της λευκής πλέον……Αυστραλίας. Κράτος δημιουργημένο κάτω από τα χειρότερα δείγματα της αγγλικής ράτσας και χοάνη στην οποία επί εκατόν πενήντα έτη συνέρευσαν τα εγκληματικότερα κατακάθια και εγκληματικοτερα στοιχεία των Βρεττανικών νήσων και ανάλγητοι εξολοθρευτές των δύσμοιρων ιθαγενών της Αυστραλίας. Τα σπίτια τους ακάθαρτα ως στάβλοι αλόγων η δυσοσμία των οποίων εγένετο αισθητή από το πεζοδρόμιο ακόμη. Αυτοί ήσαν οι κάτοικοι και μελλοντικοί δημιουργοί της Χώρας αυτής ουδέ καν φορείς ηθικών αρχών και πολιτισμικων στοιχείων. Αυτα ησαν αγνωστα. Μητέρα που επέτρεπε στην δεκαπεντάχρονη κόρη της να έχει ερωτικές περιπτύξεις με τον φίλον της (boyfriend) στο οικογενειακό σαλόνι του σπιτιού ενώπιον των μικροτέρων κοριτσιών της, -τέλειον παράδειγμα προς μίμησιν-, ή ακόμη με την ενθάρρυνσίν της, την ώθησιν αυτής προς την πορνείαν στο πίσω δωμάτιο του σπιτιού τους. Βεβαιως υπηρχε και η ταξις των μεγαλο-επιχειριματιων, Βιομηχανων, εμπορων, Τραπεζιτων που ακολουθησαν τις αποικιες ως και του πανεπιστημιακου κοσμου, των Κυβερνητικων οργανισμων, αλλα εδω μιλαμε για την εργατικη ταξη μεσα εις την οποιαν, ως φτωχος μεταναστης εμελλε να δημιουργησω την ζωην μου. Μικρή θα έλεγα η βελτίωσις του πολιτισμικού επιπέδου των από την εποχή του Στράβωνος(*) Ετσι εξηγούνται οι “ελεύθερες” και “αχαλίνωτες” σχέσεις των μαζύ μου, κοπέλες σαν την Κατερίνα,την Τζέην,την Νάνσυ, κ.α. όχι τυχαίων κοριτσιών,αλλά κοπέλες πανεπιστημιου, το οποίον επίπεδο προφανώς ουδεμίαν σχέσιν και επιρροήν είχε στην νεανικήν ζωή τους η οποία ακόμη διέπετο και καθοδηγειτω από τις γεννετικές ρίζες τους καθ’ ότι ήσαν κόρες των.. “μητέρων τους” και των.. “γιαγιάδων” τους. Αυτή η εποχή ήταν ακόμη παρούσα τα χρόνια που έφτασα εγώ εδώ. Πολλά όμως έμελλε να αλλάξουν τις επόμενες δεκαετίες με την άφηξιν πέντε εκατομμυρίων μεταναστών από την εποχήν που ηλθα εως σήμερα που γράφω αυτούς τους στίχους.
Πόσο διαφορετική ήταν η κριτική μου για την Κατερίνα, αλλά και για την κάθε Κατερίνα τα χρόνια εκείνα. Ο αναγνώστης θα πρέπει να θυμάται τις συγκρούσεις που δεχόταν ο χαρακτήρας μου που έφερα από τη Σπάρτη μου από τις “ακατανόητες” για μένα πράξεις της Κατερίνας. Κι’όμως ήσαν απόλυτα αποδεκτές από την κοινωνίαν τους, ενω εγω ζουσα ακομη στον κοσμο μου και πολυ λιγο γνωριζα, μαλλον καθολου, τον δικο τους κοσμο. Τούτο διότι εγώ είχα γεννηθή σε μια άλλη χωρα σε μια άλλη κοινωνία, με διαφορετική οικογενειακή ανατροφή, με σχολική διαπαιδαγώγηση και Χριστιανικη ηθική. Εν τούτοις ωφείλω να ομολογήσω πως σαν νέος κι’εγώ τότε παρεσύρθην από τις Σειρήνες και ανταποκρίθηκα στις προσκλήσεις, αλλά και προκλήσεις των κοριτσιών αυτών.
Το χαμιλό πολιτιστικό τους επίπεδο που κληρονόμισαν σαν απόγονοι κατάδικων, δεν τους επέτρεπε την ποιότητα ζωής που ήξερα και που έφερα μαζύ μου από τη Σπάρτη μου. Οι Χριστιανικές εορτές γι’αυτούς ήσαν ανύπαρκτες και τρεις από τις κυριότερες –Πάσχα, Χριστούγεννα ως και Μεγάλη Παρασκευή- που τόσο πολύ σεβόμαστε και μεγαλοπρεπως τιμούμε στην Ελλάδα, ήσαν υποβαθμισμένες σε απλές αργίες. Ο Ευαγγελισμος, και η Κοιμησις της Θεοτοκου, απο τις πλεον σοβαρες αλλα και τοσες αλλες εορτες Αγιων, ως και ονομαστικες εορτες που εχουμε εμεις και τιμουμε τους Αγιους της Ορθοδοξιας μας τους ησαν απλως…αγνωστες!!!. Ακόμη και η Εθνική τους εορτη, τουτέστιν τα γενέθλια της χώρας αυτής, χωρίς παρελάσεις, χωρίς εκδηλώσεις σε εθνικό παλμό. Απλώς μία έξοδος ως τη θάλασσα, απαξ και ητο εν μεσω καλοκαιριου, τους ήτο αρκετή διότι απλούστατα, δεν εγνώριζαν τίποτα το καλλίτερο. Απεναντίας ημέρες εκτός θρησκευτικής φύσεως όπως γεννέθλια, γιορτή της Μητέρας ετύγχανον μιας σχετικής προβολής μεταξύ των. Μία δε τοιαύτη ημέρα ήτο η εορτή των ιπποδρομιών, ή εορτή του “αλόγου” μια μαλλον ειδωλολατρικη εορτη θα ελεγα, την ετιμούσαν με αυθόρμιτη παρουσία πέραν των 80 χιλιάδων “πιστών” στο χώρου του ιπποδρομίου αλλά και μερικά εκατομμύρια εις ολόκληρον την χώραν με τα ράδια στην διαπασών εις την μετάδοσιν τούτων.
Θεέ μου, πόσο μακρυά ζούσα από την πατρίδα μου, πόσο μακρυά ζούσα από τον κόσμο μου σε μιά άθρησκη χώρα, στη χώρα των κατάδικων. Πόσο απογοητευμένος από την επιλογήν μου να έλθω σε μία τέτοια χώρα να δημιουργήσω τη ζωή μου. Μου έλειπε η πατρίδα από πάσης απόψεως πολύ, πάρα πολύ. Εν τούτοις θα πρεπει να ομολογησω, εστω σημερα (2006), πως ηταν απο τοτε μια πολυ καλα οργανωμενη χωρα σε ολες τις κρατικες υπηρεσιες της, και ιδιωτικες επιχειρησεις. Ολα λειτουργουσαν αψογα. Ως επισης θα πρέπει να ομολογήσω πως η Αυστραλία είναι μία χώρα με τις δικές της φυσικές ομορφιές με τα παράξενα ζώα της και τα πολύχρωμα πουλιά της. Τα άνθη της όμως παραδόξως και μυστηριωδώς στερούνται την έντονη ευωδία των λουλουδιών της Ελλάδος. Ορμώμενοι εκ τούτων των ιδιαιτεροτήτων της χώρας αυτής, ως και των ανθρώπων της εμείς οι πρώτοι μεταπολεμικοι Ελληνες μεταναστες, επλάσαμε την ταυτοτηταν της ως εξής:
Η Αυστραλια ειναι ενα……Λουλουδι
Λουλούδι χωρίς οσμή,
Γυναίκες χωρίς τιμή,
και ανδρες χωρίς πυγμή.
Μετα απο παρα πολλες εβδομαδες μετα την αφιξην μου, μου εδοθη η ευκαιρια καθ’ότι εργαζόμουν, να πάω για πρώτη φορά και στην Εκκλησία μας πλέον. Δεν ήξερα, δεν είχα ιδέα τι Εκκλησία θα βρω, ίσως μια Εκκλησία όπως τα μεγαθήρια της Σπάρτης την Ευαγγελίστρια ή την Εκκλησία του Οσίου Νίκωνος. Οχι όχι, μια μικρή Εκκλησιούλα λίγο μεγαλλίτερη από τα εξωκλήσια που ξέρουμε στην πατρίδα χτισμένη με το αίμα και ιδρώτα μιας χούφτας πρωτοπόρων, φτωχών και αξιέπαινων μεταναστών, του περασμένου αιώνα αφού χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια να χτιστή μεταξύ των ετών 1898 και 1902 όπου έγιναν και τα θηρανοίξια. Χάρηκα που άκουσα τη Θεία λειτουργία ύστερα από σχεδον εξη μήνες περίπου.Γεμάτη από Ελληνες που είδα για πρώτη φορά τόσους πολλούς.Ειλικρινά δάκρυσα,και παρέμεινα πίσω πίσω τελευταίος να μην γίνουν αντιληπτά τα δάκρυά μου. Εκει προσευχηθηκα για ολους, εκει έκλαψα για όλους και για ολα, αλλά και για μιά πατρίδα που για πάντα….χάθηκε“. Γ.Δ. Απριλιος. 2006
(*) Γύρω ἀπὸ τὴ Βρεττανία ὑπάρχουν καὶ ἄλλα μικρὰ νησιά. Μεγάλο νησὶ εἶναι ἡ Ἰέρνη, (Ιρλανδία) ποὺ βρίσκεται πρὸς βορρὰν καὶ ἐκτείνεται παράλληλα εἰς τὴν Βρεττανία, ἔχοντας πλάτος μεγαλύτερον ἀπὸ τὸ μῆκος. Γι’ αὐτὴν, τίποτε συγκεκριμένον δὲν ἔχουμε νὰ ποῦμε, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι οἱ κάτοικοί της, εἶναι οἱ ἀγριώτεροι τῶν Βρεττανῶν, καθὼς εἶναι ἀνθρωποφάγοι καὶ πολυφάγοι!!!!!!! Ἐπίσης θεωροῦν καλὸν νὰ τρῶνε τοὺς πατέρες τους, ὅταν πεθάνουν καὶ νὰ συνάπτουν φανερῶς ἐρωτικὲς σχέσεις καὶ μὲ ἄλλες γυναῖκες καὶ μὲ τὶς μητέρες καὶ μὲ τὶς ἀδελφές τους…(Στράβων, 63 π.χ. – 21 μ.Χ.) Στράβωνος Γεωγραφικά Δ 5. 3-4
(**) Δε θα ντροπιάσω τα όπλα μου, ούτε θα εγκαταλείψω τον συμπολεμιστή μου όπου κι αν ταχθώ να πολεμήσω, θα υπερασπίζω τα ιερά και τα όσια, και μόνος και με πολλούς, και την πατρίδα δε θα παραδώσω μικρότερη, αλλά μεγαλύτερη και καλύτερη απ‘ όση θα μου παραδοθεί.