Αλβανοί στην Ελλάδα, τότε και τώρα: Όσα άλλαξαν στη ζωή τους από το ’97 και μετά. Πώς ζει σήμερα η αλβανική κοινότητα; Τι πραγματικά πιστεύει για τις ελληνοαλβανικές εκκρεμότητες και εντάσεις; Γιατί μέχρι σήμερα το «Αλβανός» ισοδυναμεί με βρισιά; Τι στ‘ αλήθεια νιώθουν για τους Έλληνες;
KYKΛΙΚΑ ΑΠΟ ΑΡΙΣΤΕΡΑ: Αλβανοί καταφθάνουν με τα πόδια στην Ελλάδα (Φωτ. Σπύρος Στάβερης/ LIFO) ―Etmond Guri, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Αλβανικών Συλλόγων στην Ελλάδα (Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO) ― Ο Jurgen Doci είναι μέλος του δικτύου κατά της ακροδεξιάς― Συσσίτιο στο Δελβινάκι σε Αλβανούς που κατευθύνονται πεζή προς την Αθήνα (Φωτ.: Σπύρος Στάβερης/ LIFO) Πηγή: www.lifo.gr
Εθνικιστικά παραληρήματα, ελληνοαλβανικές εκκρεμότητες, το ζήτημα των τσάμηδων, αμφισβητούμενες αναρτήσεις στο Facebook του Αλβανού πρωθυπουργού Έντι Ράμα και κατεδαφίσεις σπιτιών Ελλήνων μειονοτικών στη Χειμάρρα επαναφέρουν στο προσκήνιο διπλωματικές εντάσεις του παρελθόντος μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν πολλοί Αλβανοί ήρθαν στη χώρα μας φεύγοντας από μια άλλη διαλυμένη, αυτή η «κόντρα» διατηρείται ζωντανή. Για μεγάλο χρονικό διάστημα η λέξη «Αλβανός» χρησιμοποιούνταν ως βρισιά, ενώ στην επικαιρότητα κυριαρχούσαν ειδήσεις που καταδείκνυαν τους Αλβανούς ως αιτία της ανόδου του δείκτη της εγκληματικότητας. Λεκτική και σωματική βία, προσβολές, προπαγάνδα, απειλές, φυλετικό μίσος και ρατσισμός αποτελούσαν τα βασικά χαρακτηριστικά που είχε να αντιμετωπίσει η αλβανική κοινότητα. Τα τελευταία χρόνια, όμως, πολλά έχουν αλλάξει και η εικόνα έχει βελτιωθεί. Πλέον, ο αριθμός των Αλβανών που κατοικούν μόνιμα στην Ελλάδα έχει ξεπεράσει τους 500.000, 22.000 είναι οι «κοινές οικογένειες», ενώ τους 9.000 αγγίζουν όσοι εργάζονται στον εμπορικό τομέα. Πώς κρίνει, λοιπόν, η αλβανική κοινότητα την κατάσταση σήμερα, τι θυμάται από το χθες και τι προβλήματα εξακολουθεί και αντιμετωπίζει; Θα επέστρεφαν στην Αλβανία και πόσο τους ανησυχεί η ανάδυση ενός νέου πατριωτισμού;
Ο Etmond Guri είναι πρόεδρος της Ομοσπονδίας Αλβανικών Συλλόγων στην Ελλάδα. Στη χώρα μας μένει μόνιμα από το 1997. «Οι πρώτες εικόνες που θυμάμαι, ερχόμενος στην Ελλάδα, είναι αρκετά δύσκολες. Τρώγαμε πάρα πολύ ξύλο από τον στρατό κάθε φορά που περνούσαμε τα σύνορα για να έρθουμε εδώ – ο στρατός κυριολεκτικά εκπαιδεύτηκε πάνω μας. Οι τελωνειακοί μάς έκαναν τη ζωή δύσκολη. Έσκιζαν διαβατήρια, χώριζαν οικογένειες, προξενούσαν συνεχώς προβλήματα. Γι‘ αυτό και το μεγάλο μου παράπονο δεν είναι προς την ελληνική κοινωνία, αλλά προς την πολιτεία, το κράτος και τα ΜΜΕ. Για μεγάλο χρονικό διάστημα στιγμάτισαν ανθρώπους που αναζητούσαν μια καλύτερη ζωή. Η Αλβανία ήταν μια χώρα διαλυμένη, στην οποία κυριαρχούσε η διαφθορά, οι συμμορίες. Δεν υπήρχαν ούτε τα βασικά αγαθά για να ζήσεις και η επιλογή να έρθεις στην Ελλάδα ήταν μονόδρομος για εμάς. Η αποδοχή από την ελληνική κοινωνία σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ήταν πολύ καλή. Αυτό διαπιστώνεται και από το γεγονός ότι οι δύο λαοί έχουν συσφίξει τις σχέσεις τους και αγγίζουν ή και ξεπερνούν τις 22.000 οι κοινές οικογένειες Αλβανών και Ελλήνων. Αυτά όμως δεν θα τα ακούσετε από κανένα μέσο ενημέρωσης», τονίζει ο κ. Guri. «Μπορεί οι Έλληνες και οι Αλβανοί πολλές φορές να τρώγονται σαν τη γάτα με το ποντίκι, αλλά ιστορικά δεν έχουν πολεμήσει ποτέ μεταξύ τους. Ακραία εθνικιστικά στοιχεία είναι αυτά που δημιουργούν τα προβλήματα μεταξύ μας», προσθέτει.
Etmond Guri, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Αλβανικών Συλλόγων στην Ελλάδα: «Οι πρώτες εικόνες που θυμάμαι, ερχόμενος στην Ελλάδα, είναι αρκετά δύσκολες. Τρώγαμε πάρα πολύ ξύλο από τον στρατό κάθε φορά που περνούσαμε τα σύνορα για να έρθουμε εδώ – ο στρατός κυριολεκτικά εκπαιδεύτηκε πάνω μας». Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
Από τους περισσότερους Έλληνες ακούς να λένε ότι όσοι Αλβανοί γνωρίζουν προσωπικά είναι καλοί άνθρωποι και παιδιά-μάλαμα και όλοι οι άλλοι είναι επικίνδυνοι, εγκληματίες και κακοποιοί. Πώς γίνεται αυτό; Πουλάει να ρίχνεις τις ευθύνες αλλού. Πουλάει να λες ότι για όλα πάντα φταίνε κάποιοι άλλοι. Πουλάει στα μέσα ενημέρωσης να στοχοποιείς και να δημιουργείς „μαύρα πρόβατα“.
—Πώς ήταν η κατάσταση τα πρώτα χρόνια και τι δυσκολίες αντιμετωπίσατε;
Τα πράγματα ξεκίνησαν να αλλάζουν σταδιακά προς το καλύτερο μετά το 2001, ύστερα από τη δεύτερη διαδικασία της νομιμοποίησης. Η πρώτη είχε πραγματοποιηθεί, σε μικρότερο βαθμό, το 1998. Κοιτάξτε, η Ελλάδα ήταν μια χώρα που εξήγε μετανάστες και δεν είχε μάθει να εισάγει, με αποτέλεσμα τα πρώτα χρόνια να είναι σχετικά δύσκολα. Πώς να πείσεις την Ελληνίδα μάνα που έχει στείλει το παιδί της στο εξωτερικό να σε βοηθήσει ή να σου προσφέρει εργασία; Βέβαια, φρόντισαν αρκετοί ώστε να καλλιεργηθεί το φυλετικό μίσος προς την Αλβανία. „Κωλοαλβανοί“ ήταν μια λέξη ευρέως διαδεδομένη. Ξαφνικά, γίναμε τα „μαύρα πρόβατα“ που η παρουσία τους εξηγούσε οποιοδήποτε πρόβλημα προέκυπτε. Στα δελτία ειδήσεων άκουγες συνεχώς για Αλβανούς κακοποιούς, ενώ στη συνέχεια αποκαλυπτόταν ότι από τις δέκα περιπτώσεις, οι δύο ήταν που αφορούσαν Αλβανούς. Για παράδειγμα, ανατρέξτε στη μεγάλη ληστεία της Πάρου, που όλοι στην αρχή διέδιδαν ότι τη ληστεία τη διέπραξε η αλβανική μαφία. Τελικά, αποκαλύφθηκε ότι όχι μόνο δεν ήταν Αλβανοί, αλλά Έλληνες πολίτες. Όμως τα media δεν ζήτησαν ποτέ συγγνώμη. Όπως και στο περιστατικό με τη δολοφονία του συγγραφέα Μένη Κουμανταρέα, που μέχρι να βρεθεί ο δράστης, κυριαρχούσε γι‘ άλλη μια φορά η προπαγάνδα ότι επρόκειτο για Αλβανούς εγκληματίες. Το πρώτο, λοιπόν, πρόβλημα που αντιμετωπίσαμε ήταν αυτό, η προπαγάνδα. Το δεύτερο ήταν πως η πολιτεία δεν ήθελε για κανέναν λόγο να μας βοηθήσει στο θέμα της νομιμοποίησης και χορήγησης ιθαγένειας. Και έχει έρθει η στιγμή να πούμε αλήθειες. Οι Αλβανοί είναι ένας λαός άθρησκος και παγανιστικός. Στην Ελλάδα, οι περισσότεροι, όταν άκουγαν ότι είσαι μουσουλμάνος, σε ταύτιζαν με την Τουρκία κι επομένως σε θεωρούσαν εχθρό. Όταν πήγαινα να βρω δουλειά και με ρωτούσαν το όνομά μου, έλεγα „Etmond“. Θυμάμαι να μου απαντούν „τι όνομα είναι αυτό, θα γίνεις ελληνόπουλο, θα βαφτιστείς ορθόδοξος“. Κάπως έτσι, και για να αντιμετωπίσουν αυτή την κατάσταση της μη νομιμοποίησης, πολλοί Αλβανοί αποφάσισαν να βαφτιστούν ορθόδοξοι ή επέλεξαν να υιοθετήσουν ελληνικά ονόματα, προκειμένου να τους αποδεχτούν σε εργασίες ή στον κοινωνικό περίγυρο. Στην Αλβανία, για μεγάλο χρονικό διάστημα, μπορούσες να γράφεις ό,τι ήθελες, οι υπηρεσίες ήταν εντελώς διαλυμένες. Πλήρωνες και ο άλλος σού έβγαζε ό,τι χαρτί ήθελες. Ήθελες να γίνεις Αμερικανός, Έλληνας, Γάλλος; Με μικρό χρηματικό ποσό και σε ελάχιστα λεπτά ήσουν έτοιμος. Εγώ είμαι βαφτισμένος Βασίλης-Ιωάννης. Στην Αλβανία ο πατέρας μου ήταν μουσουλμάνος, όχι φανατικός, αλλά τηρούσε τις θρησκευτικές παραδόσεις. Όταν του ανακοίνωσα ότι θα βαπτιστώ ορθόδοξος, θυμάμαι να μου λέει: „Παιδί μου, κάνε ό,τι θέλεις, αλλά ποτέ μην εξαπατήσεις άλλον άνθρωπο και μην εμπλακείς σε παρανομίες“. Ενώ η μητέρα μου, κάθε φορά που τηλεφωνεί στο σπίτι μας, επειδή η γυναίκα μου με φωνάζει Βασίλη, της λέει „μου δίνεις τον Βασίλη τον δικό σου και τον Etmond το δικό μου;“
«Έχουμε αποκλειστεί από δικαιώματα, επιδόματα και πρόσβαση σε υπηρεσίες. Είναι πολύ άσχημο συναίσθημα να ζεις τόσα χρόνια σε μια χώρα, να προσφέρεις, να βοηθάς και για κάποιους να θεωρείσαι ένα τίποτα, ένα μηδενικό». Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
«Στην Ελλάδα ακούς για τη „Μεγάλη Αλβανία“ και στην Αλβανία διαβάζεις για τη „Μεγάλη Ελλάδα“. Οι συνθήκες πλέον έχουν ωριμάσει, είμαστε αδέλφια. Μαζί μεγαλώνουμε, παίζουμε, ξενυχτάμε και γλεντάμε. Εγώ νιώθω Έλληνας. Είμαι πολίτης αυτής της χώρας». Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
—Άλλη μια κατηγορία που προσάπτουν στους Αλβανούς είναι ότι εξαιτίας τους μειώθηκαν τα μεροκάματα. Τι απαντάτε;
Μύθος. Τεράστιο ψέμα. Κανείς δεν αναφέρει πως όταν ζητούσαμε εργασία, κανένας εργοδότης δεν πλήρωνε εισφορές για ‚μας. Και όταν πηγαίναμε να βρούμε το δίκιο μας στις υπηρεσίες, δεν μας έδινε κανείς σημασία. Ακούγαμε πάρα πολλές φορές τη φράση „ο καλύτερος Αλβανός έχει σκοτώσει τη μάνα του“. Αλλά κανείς δεν έχει μπει στον κόπο να αναζητήσει πόσοι Αλβανοί έχουν δολοφονηθεί, εξαφανιστεί και δεν έχουν βρεθεί ποτέ. Γνωρίζετε ότι ο αριθμός των δολοφονημένων Αλβανών, καταγεγραμμένων επίσημα από τον στρατό και την αστυνομία, αγγίζει τους 200; Και ότι οι συγγενείς τους ακόμα δεν έχουν δικαιωθεί, ενώ ακούνε αστείες δικαιολογίες, λ.χ. ότι το όπλο εκπυρσοκρότησε, και βλέπουν να μεταθέτει ο ένας την ευθύνη στον άλλον; Από αυτά τα άτομα, πολλά βρέθηκαν νεκροί σε κελιά. Άρα, για ποια Δικαιοσύνη μιλάμε; Γνωρίζετε για την υπόθεση των „502 παιδιών των φαναριών“, αλβανικής καταγωγής, του ιδρύματος της Αγίας Βαρβάρας, που εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς και δεν έχουν βρεθεί ακόμα; Όποιος τόλμησε να αγγίξει αυτό το θέμα, ειδικά Αλβανοί δημοσιογράφοι, περιέργως τον έκαναν στην άκρη! Ψάξτε το, αρκεί να είστε πολύ προσεκτικός.
—Πώς αντιμετωπίζετε τις ρατσιστικές επιθέσεις που κατά καιρούς έχετε δεχθεί;
Από τους περισσότερους Έλληνες ακούς να λένε ότι όσοι Αλβανοί γνωρίζουν προσωπικά είναι καλοί άνθρωποι και παιδιά-μάλαμα και όλοι οι άλλοι είναι επικίνδυνοι, εγκληματίες και κακοποιοί. Πώς γίνεται αυτό; Πουλάει να ρίχνεις τις ευθύνες αλλού. Πουλάει να λες ότι για όλα πάντα φταίνε κάποιοι άλλοι. Πουλάει στα μέσα ενημέρωσης να στοχοποιείς και να δημιουργείς „μαύρα πρόβατα“. Η πολιτεία δεν είχε ποτέ την πρόθεση να φτιάξει ένα νομικό πλαίσιο για να λειτουργεί όλο αυτό ως μέσο πίεσης προς τη γειτονική Αλβανία. Ας μην ξεχνάμε ότι οι Αλβανοί βοήθησαν κατά πολύ στην ανοικοδόμηση της Ελλάδας και στην πορεία προς την ανάπτυξη. Βέβαια, οφείλω να πω ότι υπήρξαν και Αλβανοί που με τις δηλώσεις τους δημιούργησαν πρόβλημα ή ενίσχυσαν την κυρίαρχη προπαγάνδα. Παράδειγμα αποτελεί ο κ. Ταχίρ Μίτσι, ο οποίος, χωρίς να εκπροσωπεί κανέναν, με διάφορες δηλώσεις του προκαλούσε. Τα media υιοθετούσαν αυτές τις δηλώσεις, δημιουργώντας εντυπώσεις και σπέρνοντας πανικό.
—Είναι αλήθεια ότι οι Αλβανοί δεν κρατούν τα χρήματα τους στην Ελλάδα, αλλά τα στέλνουν στην Αλβανία;
Όταν αρκετοί Έλληνες έβγαλαν τα χρήματά τους στο εξωτερικό, λόγω της κρίσης, οι μόνοι που δεν άγγιξαν τις καταθέσεις τους ήταν οι Αλβανοί. Αυτό το πιστοποιεί και έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος. Είναι όμως και αυτό μέρος της εικονικής πραγματικότητας που διαμορφώνεται κατά καιρούς. Πράγματι, υπήρξαν περίοδοι που πολλά χρήματα επέστρεψαν στην Αλβανία, αλλά αυτό συνέβαινε μέχρι το 2004. Όταν, σταδιακά, αρκετοί Αλβανοί νομιμοποιήθηκαν, δεν υπήρχε λόγος να στέλνουν χρήματα στη χώρα καταγωγής τους. Πάντως, να αναφέρουμε και γεγονότα που αρκετός κόσμος δεν ξέρει. Γνωρίζετε ότι η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα σε επενδύσεις στην Αλβανία; Γνωρίζει ο ελληνικός λαός ότι η Ελλάδα και η Ιταλία έχουν αποκτήσει τον εναέριο χώρο της Αλβανίας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ; Επίσης, γνωρίζει ότι η Ελλάδα κατέχει το 30% του ΑΕΠ της Αλβανίας και της οικονομίας της; Αυτά δεν τα λένε, όπως είπαμε και πριν.
Το πρώτο κύμα μεταναστών του 1991. Φωτογραφία του Σπύρου Στάβερη στα σύνορα Αλβανίας – Ελλάδας.
Του υπενθυμίζω ότι ένα από τα κυρίαρχα συνθήματα ήταν το «Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ, Αλβανέ».
«Όπως λένε και οι Άγγλοι, „no comment“», απαντά και συμπληρώνει, «το πρόβλημα με τέτοιου είδους συνθήματα είναι ότι ενισχύουν ακραία στοιχεία, όπως η Χρυσή Αυγή, που βρίσκουν πάτημα σε τέτοιες αηδίες και εκμεταλλεύονται το εθνικό πνεύμα. Για να επιβιώσουν αυτοί πολιτικά, κατασκευάζουν έναν εχθρό. Ειδικά στην αρχή, η Χρυσή Αυγή εναντιώθηκε αρκετά στους Αλβανούς, αλλά επειδή και οι Αλβανοί είναι οξύθυμος λαός, τους αντεπιτέθηκαν και γι‘ αυτό στράφηκαν σε άλλες εθνικότητες, σε Πακιστανούς ή Αφγανούς. Βέβαια, το χειρότερο είναι ότι πολλοί Αλβανοί σήμερα έχουν γίνει υποστηρικτές της Χρυσής Αυγής. Μιλάμε για δεύτερης γενιάς Αλβανούς που μπήκαν στον στρατό και στην αστυνομία, με αποτέλεσμα να έχει αρχίσει να λέει η Χρυσή Αυγή καλά λόγια για εμάς, κάτι που δεν μας τιμά καθόλου», υποστηρίζει.
Δείτε ακόμα: Αλβανία, Ιανουάριος 1991. Η μεγάλη φυγή προς την Ελλάδα. Ένα ιστορικό φωτορεπορτάζ του Σπύρου Στάβερη, 25 χρόνια μετά
—Σήμερα πώς είναι η κατάσταση; Σας ανησυχεί η αναζωπύρωση εθνικιστικών εντάσεων και συζητήσεων για δημιουργία τσάμικου κόμματος;
Ακόμη και σήμερα, που η κατάσταση έχει βελτιωθεί, παρατηρούνται σημαντικά προβλήματα. Είναι τόσο φτηνές οι ερωτήσεις που γίνονται σχετικά με τη χορήγηση της ιθαγένειας, που ούτε οι Έλληνες δεν ξέρουν να απαντήσουν – ίσως και να γελάνε. Έχουμε αποκλειστεί από δικαιώματα, επιδόματα και πρόσβαση σε υπηρεσίες. Είναι πολύ άσχημο συναίσθημα να ζεις τόσα χρόνια σε μια χώρα, να προσφέρεις, να βοηθάς και για κάποιους να θεωρείσαι ένα τίποτα, ένα μηδενικό. Όσον αφορά το τσάμικο ζήτημα, δεν είμαι ιστορικός. Αυτό που γνωρίζω είναι ότι υπάρχουν πληγές του παρελθόντος που πρέπει να επουλωθούν. Αλλά χρειάζεται καλή θέληση και αμοιβαίες υποχωρήσεις. Τα κοινά συμφέροντα είναι περισσότερα από αυτά που μας χωρίζουν. Πιστεύω ότι αγγίζουν τα όρια του γελοίου οι αναφορές στη „Μεγάλη Αλβανία“. Όλα για λαϊκή κατανάλωση. Στην Ελλάδα ακούς για τη „Μεγάλη Αλβανία“ και στην Αλβανία διαβάζεις για τη „Μεγάλη Ελλάδα“. Οι συνθήκες πλέον έχουν ωριμάσει, είμαστε αδέλφια. Μαζί μεγαλώνουμε, παίζουμε, ξενυχτάμε και γλεντάμε. Εγώ νιώθω Έλληνας. Είμαι πολίτης αυτής της χώρας. Όταν ζεις τόσα χρόνια σε μια χώρα, υιοθετείς όλα τα χαρακτηριστικά και τις συνήθειές της. Αυτές οι δύο χώρες πρέπει να συμμαχήσουν και τα αποτελέσματα αυτής της συμμαχίας θα είναι καταλυτικά.
Η Bona Gjika μένει στη Λάρισα και απασχολείται σε εταιρεία που κάνει δρομολόγια λεωφορείων από και προς την Αλβανία. «Ήρθα στην Ελλάδα το 1993 και ήμουν μόλις 21 ετών. Στην Αλβανία σπούδαζα πολιτικός μηχανικός. Αναγκάστηκα να διακόψω τις σπουδές μου και μαζί με τον σύζυγό μου ήρθαμε στην Ελλάδα για μια καλύτερη ζωή. Τα πρώτα χρόνια δούλευα ως baby sitter, καθάριζα σπίτια και σκάλες. Είχαμε μάθει στις δυσκολίες και όταν είσαι νέος, τις ξεπερνάς ευκολότερα. Έχεις υπομονή κι επιμονή να προσπαθήσεις να πετύχεις καλύτερες συνθήκες ζωής. Επίσης, το θετικό ήταν πως η Ελλάδα είναι μια χώρα που συνορεύει με την Αλβανία, άρα δεν ήταν το ίδιο όπως αν πήγαινες σε ένα μέρος πιο απομακρυσμένο, όπως η Γερμανία. Αυτές οι δύο χώρες μοιάζουν πολύ μεταξύ τους, έχουμε τα ίδια καλά και τα ίδια κακά. Γνωρίζουμε ο ένας την Ιστορία του άλλου. Στην Αλβανία, στο σχολείο μαθαίναμε αρχαία ελληνικά και Όμηρο. Όλα αυτά τα χρόνια περιέχουν και δύσκολες στιγμές αλλά και όμορφες. Θυμάμαι που τη δεκαετία του ’90 ακούγαμε συνεχώς πως για οτιδήποτε συνέβαινε έφταιγαν οι Αλβανοί. Ήταν κάτι που μας ενοχλούσε πολύ. Αν δεν το ζήσεις, δεν μπορείς να αντιληφθείς πόσο σε επηρεάζει, είτε στην καθημερινότητα είτε στην ψυχολογία σου. Έκλειναν πόρτες, ο κόσμος σε έβλεπε καχύποπτα και το πιο δύσκολο ήταν να κερδίσεις την εμπιστοσύνη του. Πάντως, εκεί που συναντούσαμε τα περισσότερα προβλήματα και πέφταμε θύματα ρατσισμού ήταν στις δημόσιες υπηρεσίες. Αντίθετα, ο Έλληνας γείτονας σου άνοιγε το σπίτι του. Κάθε φορά που πηγαίνω στην Αλβανία λέω „ήρθα στην πατρίδα μου, στον τόπο μου“. Όταν επιστρέφω στην Ελλάδα, λέω „ήρθα στο σπίτι μου“». Παρόλο που η Bona μένει στη Λάρισα από το 1993, δεν τις έχουν δοθεί πολιτικά δικαιώματα και ψηφίζει μόνο στην Αλβανία. Θα επιστρέψει, αν τελικά η Αλβανία μπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση; «Όχι. Για μένα το πρόβλημα είναι ότι και στις δύο χώρες έχουμε την τάση να μεγεθύνουμε δηλώσεις και να τις παρερμηνεύουμε, ενώ τα πράγματα έχουν αλλάξει. Οι σχέσεις μεταξύ των δύο λαών, ό,τι και να κάνουν μερικοί, έχουν βελτιωθεί πάρα πολύ. Θεωρώ ότι κανείς δεν νοιάζεται, παρά μόνο όσοι έχουν πολιτικά συμφέροντα. Μετά από τόσα χρόνια στην Ελλάδα έμαθα ότι τελικά δεν μετράει ούτε πού γεννήθηκες, ούτε το χρώμα σου, ούτε η θρησκεία σου, μόνο οι αξίες. Αγαπώ την πατρίδα μου, αλλά ταυτόχρονα εκτιμώ ότι ο Έλληνας έχει φιλότιμο και χαρακτηρίζεται από ανθρωπιά», αναφέρει.
Η Vera (Pramvera) Bircaj γεννήθηκε και έζησε στην Αυλώνα (Vlora) της Αλβανίας. «Το 1999 έφθασα στην Ελλάδα, στην Αθήνα. Από τότε ζω κι εργάζομαι εδώ. Ελληνικά έμαθα παρακολουθώντας τηλεόραση και διαβάζοντας ποίηση, Καβάφη, Πολυδούρη, Σαραντάρη και Ελύτη. Πρώτα εργάστηκα ως οικιακή βοηθός, τώρα εργάζομαι ως οικονόμος σε αθηναϊκά σπίτια. Αισθάνομαι ότι η ελληνική κοινωνία με έχει δεχθεί καθώς και ότι μοιράζομαι τις χαρές και τις αγωνίες της. Φέτος ιδρύσαμε τη γυναικεία οργάνωση „Ζωή“. Όλες πιστεύουμε ότι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και οι ξεχωριστές ικανότητες της γυναίκας μπορούν να συμβάλουν στη δημιουργία ενός πιο ανθρώπινου κόσμου. Η γυναίκα δίνει τη ζωή και όταν αντιλαμβάνεται σωστά τον ρόλο της, την υπηρετεί, τη συντηρεί και τη βελτιώνει συνεχώς. Η γυναίκα συνδέει και ενώνει, αθόρυβα, σιωπηλά, με δύναμη, ενώ από τη φύση της εργάζεται για το καλύτερο. „Εάν δεν έχουμε ειρήνη, είναι επειδή έχουμε ξεχάσει ότι ανήκουμε ο ένας στον άλλο“, „εάν θέλεις να εργαστείς για την ειρήνη, πήγαινε στο σπίτι σου και αγάπησε την οικογένειά σου“ έλεγε η Μητέρα Τερέζα. Σκοπός της „Ζωής“, λοιπόν, είναι να βοηθήσει όλες τις Αλβανίδες που ζουν στην Ελλάδα να αποκτήσουν συνείδηση της δύναμής τους και αυτοεκτίμηση, ώστε να γίνουν ενεργά μέλη της ελληνικής κοινωνίας, χτίζοντας γέφυρες επικοινωνίας με αυτήν αλλά και με άλλες κοινότητες που ζουν εδώ. Να αναδείξουμε όχι μόνο τα προβλήματα και τις δυσκολίες μας αλλά και τη δύναμη και τις δυνατότητές μας, δηλαδή τον πολιτισμό μας», υποστηρίζει. Ο Jurgen Doci είναι μέλος του δικτύου κατά της ακροδεξιάς που μελετά την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη και, μεταξύ άλλων, παρακολουθεί τη δίκη της Χρυσής Αυγής. Ο Jurgen Doci είναι μέλος του δικτύου κατά της ακροδεξιάς που μελετά την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη και, μεταξύ άλλων, παρακολουθεί τη δίκη της Χρυσής Αυγής.
Ο Jurgen Doci γεννήθηκε στα Τίρανα το 1990 και από το 1997 ζει μόνιμα στην Ελλάδα. Είναι πτυχιούχος του τμήματος Ρωσικής Γλώσσας, Φιλολογίας και Σλαβικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής, μεταπτυχιακός φοιτητής στο πρόγραμμα σπουδών Νοτιοανατολικής Ευρώπης, του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης και ασχολείται ενεργά με τους φοιτητικούς συλλόγους των Αλβανών στην Ελλάδα. Επίσης, είναι συνεργάτης του «Youthnet Hellas», ενός δικτύου νέων διαφόρων εθνικοτήτων που τους βοηθά να ταξιδέψουν σε διάφορα μέρη, με εκπαιδευτικά ή επαγγελματικά προγράμματα. Παράλληλα, είναι μέλος του δικτύου κατά της ακροδεξιάς που μελετά την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη. «Αρχικά, ως προς το ζήτημα της ανάρτησης του Αλβανού πρωθυπουργού, θεωρώ πως ήταν ένα διπλωματικό ατόπημα, το οποίο κλιμακώθηκε άσκοπα και από τις δύο πλευρές. Σαφώς τέτοιου είδους δηλώσεις είναι ανεπίτρεπτες και δεν πρέπει να γίνονται, ιδιαίτερα σε θεσμικό επίπεδο, όμως πιστεύω ότι πλέον ο κόσμος καταλαβαίνει πως αυτά είναι τεχνάσματα εσωτερικής κατανάλωσης. Προσωπικά, θεωρώ πως το να συζητάμε γι‘ αυτά τα ζητήματα με σημερινούς όρους είναι άτοπο και αναχρονιστικό. Σε έναν κόσμο που συνεχώς αλλάζει, οι πολιτικές ηγεσίες δεν μπορεί να μένουν προσκολλημένες σε τέτοιου είδους τερτίπια με σκοπό τον αποπροσανατολισμό του κόσμου από τα πραγματικά προβλήματα, τα οποία είναι κοινά σε όλους τους λαούς. Σήμερα οι σχέσεις των δύο χωρών βρίσκονται σε πολύ καλό επίπεδο και αν σε αυτό συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι σχεδόν μισό εκατομμύριο Αλβανοί έχουν ενσωματωθεί πλήρως στην ελληνική κοινωνία, τότε εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι τέτοιου είδους ζητήματα δεν βοηθούν κανέναν. Πέραν των ιστορικών και των πολιτισμικών δεσμών, μεταξύ των δύο χωρών έχουν αναπτυχθεί και ισχυροί οικονομικοί δεσμοί και στην περίοδο της ραγδαίας οικονομικής ύφεσης που διανύουμε είναι χρέος όλων μας να συμβάλουμε στην περαιτέρω ανάπτυξη αυτών των σχέσεων. Ιδιαίτερα για εμάς τους νέους πιστεύω πως προέχουν άλλα ζητήματα, όπως το μεγάλο ποσοστό νεανικής ανεργίας, η μαύρη εργασία και η πλήρης αποδόμηση των εργασιακών σχέσεων και στις δύο χώρες. Μια ολόκληρη γενιά καταστρέφεται και η πολιτική ηγεσία μένει αδρανής. Ένα εξίσου σημαντικό ζήτημα είναι το φαινόμενο „brain drain“, καθώς είναι πλέον γεγονός πως όλο και περισσότεροι νέοι πτυχιούχοι βλέπουν τη μετανάστευση ως μοναδική λύση. Αξίζει να αναφέρουμε πως κατά τη γνώμη μου αυτή είναι μια προσωρινή λύση, γιατί σκοπός κάθε κοινωνίας είναι η επίλυση των προβλημάτων και όχι η αποφυγή τους. Γι‘ αυτό και θεωρώ χρέος όλων μας να συνεργαστούμε και να αγωνιστούμε για ένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο. Άλλωστε, είμαστε εμείς που τα επόμενα χρόνια θα πληρώσουμε τις ζημιές της σημερινής κατάστασης», λέει.
«Μήπως σταδιακά οδηγούμαστε σε ένα πλαίσιο αναζωπύρωσης νέων εθνικισμών και ποιο μπορεί να είναι το περιεχόμενο του νέου πατριωτισμού;»
«Οι πρόσφατες δηλώσεις του Αλβανού πρωθυπουργού σχετικά με το θέμα των τσάμηδων δείχνουν πως ο αλβανικός εθνικισμός αναζωπυρώνεται και επιστρέφει στη λογική του 19ου αιώνα, όταν ισχυρά εθνικιστικά κινήματα διαμόρφωσαν νέα εθνικά κράτη» επισημαίνει ο επίκουρος καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής και Ευρωπαϊκής Ενοποίησης στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Σωτήρης Ντάλης. «Το γεγονός αυτό συνδέεται και με το πώς βλέπει κανείς σήμερα τη συζήτηση περί πατριωτισμού. Αν, δηλαδή, συνδέει τις πολιτικές του επιλογές με τον γνωστό εσωστρεφή πατριωτισμό που θέλει τη χώρα του κλεισμένη στον εαυτό της ή επιλέγει τον εξωστρεφή και ανοιχτό πατριωτισμό που αναπνέει απρόσκοπτα στο διεθνές περιβάλλον. Η δεύτερη αντίληψη περί πατριωτισμού συνδέεται με τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό μιας χώρας. Κι εδώ δεν χωρά η δικαιολογία της αδύναμης χώρας, γιατί στη διεθνή πολιτική δεν είναι μόνο το μέγεθος ή η δύναμη που προσδιορίζει την επιρροή. Είναι και οι ιδέες, οι απόψεις και οι λύσεις για τα προβλήματα που προτείνει μια χώρα. Τέλος, ας μην ξεχνάμε πως η σημερινή συζήτηση περί πατριωτισμού γίνεται σε μια περίοδο κατά την οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση καλείται να υπερασπιστεί ιστορικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς δεσμούς έναντι μιας αισχρής ιδεολογίας που προσβάλλει ό,τι πέτυχε η Ευρώπη μετά τον Β‘ Παγκόσμιο Πόλεμο», καταλήγει ο κ. Ντάλης.
Ο Γιάννης Πανταζόπουλος είναι δημοσιογράφος. Σπούδασε στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστήμιου (j.pantazopoulos@yahoo.gr)