Τώρα που ο ιστορικός φασισμός δεν υπάρχει πια, οι εκπρόσωποι της Antifa διευρύνουν την έννοια του φασισμού, στον οποίο περιλαμβάνουν όλα, όσα παραβιάζουν τον κανόνα της τρέχουσας πολιτικής ταυτοποίησης: από το „Πατριαρχάτο“ μέχρι την „Τρανσφοβία“
„Ο νέος φασισμός δεν θα πεί: Εγώ είμαι ο φασισμός. Θα πεί: Εγώ είμαι ο αντιφασισμός„
Ignazio Silone, Ιταλός συγγραφέας
„Οι φασίστες χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: στους φασίστες και στους αντιφασίστες„.
Ennio Flaiano, Ιταλός συγγραφέας, έγραψε τα σενάρια των μεγαλυτέρων έργων του Federico Fellini.
Το άρθρο που ακολουθεί δημοσιεύθηκε πρώτα στο αμερικανικό ιστολόγιο counterpunch.org με τον τίτλο
Antifa in Theory and in Practice
και μετά στο γερμανικό rubikon.news με τον τίτλο
Antifa in Theorie und Praxis
από το οποίο το πήρα και το δημοσιεύω εδώ σε δική μου μετάφραση.
Δρ. Εμμανουήλ Σαρίδης
Τις περασμένες εβδομάδες στις ΗΠΑ μια τελείως αποπροσανατολισμένη Αριστερά υποχρεώθηκε να συγκεντρωθεί γύρω από μια κουκουλωμένη Avantgarde που αυτοαποκαλείται Antifa, Αντιφασιστική. Η Antifa αυτή φορά μαύρες κουκούλες και μαύρα ρούχα και είναι ουσιαστικά μια παραλλαγή του Black Block (το Μαύρο Μπλοκ είναι μια στρατηγική που χρησιμοποιείται σε διαδηλώσεις από κάποιες γκρούπες για να φαίνονται εξωτερικά ως ομοιογενείς. ΕΣ). Οι γκρούπες αυτές είναι γνωστές σε πολλές χώρες, γιατί παντού και πάντα δημιουργούν σκηνές βίας σε ειρηνικές διαδηλώσεις. Η ετικέτα Antifa που εισήχθη από την Ευρώπη, ακούγεται πιο πολιτικά από το όνομα Black Block ή Black Bloc και χρησιμεύει για να στιγματίζει τους επιτιθέμενους ως „φασίστες“.
Παρά το όνομά της, η Antifa είναι βασικά απλώς ένα άλλο παράδειγμα για το ότι οι ΗΠΑ βυθίζονται όλο και περισσότερο στη βία.
Ιστορικό θράσος
Η Antifa έγινε στις ΗΠΑ διάσημη για το ρόλο της στην κατάργηση της περήφανης παράδοσης του „ελεύθερου λόγου“ στο Berkeley, όπου εμπόδισε πολιτικά δεξιά ιστάμενα άτομα να μιλήσουν. Την αποθέωσή της όμως την γνώρισε στις 12 Αυγούστου, όταν στο Charlottesville συγκρούστηκε με δεξιούς. Αυτό οφείλετο στο σχόλιο του Trump, ότι υπήρχαν“ καλοί άνθρωποι και από τις δύο πλευρές“. Όπου σχολιαστές με υπερβολικά συναισθήματα χαιρεκακίας είχαν αδράξει την ευκαιρία να καταδικάσουν τον απαξιωθέντα Πρόεδρο για την „ηθική του ισότητα“ και να δώσουν τις ηθικές τους ευλογίες στην Antifa.
Το Charlottesville χρησιμοποιήθηκε επίσης και για την επιτυχημένη παρουσίαση του βιβλίου Antifa: The Anti–Fascist Handbook (Antifa: Το αντιφασιστικό εγχειρίδιο), συγγραφέας του οποίου είναι ο νεαρός επιστήμονας Mark Bray, ένας αντιφασίστας στη θεωρία και την πρακτική. Το βιβλίο „τρέχει πραγματικά πολύ γρήγορα“, θριαμβολογούσε ο εκδότης του, ο εκδοτικός οίκος Melville House. Και έγινε αμέσως δεκτό με ενθουσιασμό από τα κορυφαία μέσα μαζικής ενημέρωσης, όπως οι New York Times, ο Guardian και το NBC. Μέχρι σήμερα τα μέσα αυτά δεν ήταν γνωστά για την τόσο γρήγορη κριτική θεώρηση αριστερών βιβλίων και καθόλου για βιβλία επαναστατικών αναρχικών.
Η Washington Post χαιρέτησε τον Bray ως εκπρόσωπο „επαναστατικών κινημάτων“ δηλώνοντας: „Η διαφωτιστική συμβολή του βιβλίου είναι η ιστορία των αντιφασιστικών προσπαθειών του περασμένου αιώνα, αλλά για το σήμερα η σημαντικότερη είναι η δικαιολογία της καταπίεσης της ελευθερίας του λόγου και για το ότι κατσαδιάζει/επιπλήττει λευκούς ρατσιστές.“
Η „πιο διαφωτιστική συμβολή“ του Bray είναι ότι διηγείται στη νέα γενιά μια κολακευτική εκδοχή της ιστορίας της Antifa, η οποία, λόγω της διττής ιστορικής της προοπτικής που είναι επικεντρωμένη στο Ολοκαύτωμα, δεν παρέχει ουσιαστικά κανενός είδους πραγματικές και αναλυτικές δυνατότητες για την εκτίμηση πολυδιάστατων γεγονότων όπως είναι η άνοδος του φασισμού. Ο Bray παρουσιάζει τη σημερινή Antifa σαν την λαμπρή κληρονομιά μιας παντοειδούς ευγενικής αιτίας μετά την κατάργηση της δουλείας. Πριν από το φασισμό δεν υπήρχαν όμως αντιφασιστές και η ετικέτα „Antifa“ δεν ταιριάζει στους πολλούς αντιπάλους του φασισμού της Antifa.
Η υπονοούμενη αξίωση, να συνεχιστεί η παράδοση των Διεθνών Ταξιαρχιών που αγωνίζονταν στην Ισπανία ενάντια στον Φράνκο δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια αθώα μορφή της προσέγγισης στην ιστορία. Επειδή οι ήρωες του ισπανικού εμφυλίου πολέμου πρέπει να τιμώνται, θα πρέπει να μεταφέρεται κάτι από τη φήμη τους στους αυτοαποκαλούμενους κληρονόμους τους. Δυστυχώς κανένας από τους βετεράνους της Ταξιαρχίας του Abraham Lincoln δεν ζει πλέον για να εξηγήσει τη διαφορά μεταξύ μιας ευρέως οργανωμένης άμυνας φασιστικών στρατών και των συγκρούσεων στην πανεπιστημιούπολη του Berkeley. Και σε ότι αφορά τους αναρχικούς της Καταλονίας, το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για τον αναρχισμό έληξε προ πολλού και ο καθένας μπορεί να πουλάει ελεύθερα την δική του έκδοση περι αναρχίας.
Το αντιφασιστικό κίνημα προέκυψε από τις προσπάθειες της Κομμουνιστικής Διεθνούς να τερματίσει την εχθρότητα που είχε δημιουργηθεί ανάμεσά της και στα σοσιαλιστικά κόμματα της Ευρώπης για ένα κοινό μέτωπο ενάντια στις επιτυχημένες κινητοποιήσεις του Mussolini και του Hitler. Όμως επειδή τότε ο φασισμός είχε νικήσει και η Antifa δεν ήταν ποτέ ένας σοβαρός αντίπαλός του, η σημερινή Antifa ευδοκιμεί τώρα με την αξίωσε της „καταπολέμησης των αρχών“: „Αν“ οι αντιφασίστες είχαν τότε χτυπήσει αρκετά νωρίς, τα φασιστικά κινήματα θα είχαν καταπνιγεί εν τη γενέσει τους. Επειδή δεν μπόρεσε να σταματήσει τον φασισμό με επιχειρήματα και συζητήσεις, υποστηρίζουν, πρέπει εμείς να μεταχειριστούμε βία.
Αυτή η αντίληψη δεν είναι καθόλου ιστορική. Ο φασισμός εξυμνούσε τη βία και η χρήση βίας ήταν η τακτική που προτιμούσε. Τόσο οι κομμουνιστές όσο και οι φασίστες πολεμούσαν στους δρόμους και η ατμόσφαιρα της βίας βοήθησε να δημιουργηθεί μια εικόνα του φασισμού σαν ένα επιτυχημένο προπύργιο κατά του μπολσεβικισμού. Ο φασισμός υποστηρίχθηκε αποφασιστικά από κορυφαίους καπιταλιστές και μιλιταριστές που είχαν ανέλθει στις χώρες τους στην εξουσία.
Τώρα που ο ιστορικός φασισμός δεν υπάρχει πια, οι εκπρόσωποι της Antifa του Bray έχουν διευρύνει την έννοια του φασισμού, στον οποίο περιλαμβάνουν όλα, όσα παραβιάζουν τον τρέχοντα κανόνα της πολιτικής ταυτότητας: από το „Πατριαρχάτο“ (ας το πούμε μια προφασιστική στάση) μέχρι την „Τρανσφοβία“ (προφανώς ένα μεταφασιστικό πρόβλημα).
Οι κουκουλοφόροι μαχητές της Antifa φαίνεται να εμπνέονται περισσότερο από τον Batman παρά από τον Marx ή ακόμα και τον Bakunin.
Ομάδες καταδρομών του νεοφιλελεύθερου πολεμικού κόμματος
Επειδή ο Mark Bray κάνει ευρωπαϊκές αναφορές για τη σημερινή Antifa των ΗΠΑ, θα πρέπει να εξετάσουμε τι είναι η Antifa στην Ευρώπη σήμερα.
Η τάση της στην Ευρώπη είναι διττή. Οι ακτιβιστές του Black Block παρεμβαίνουν τακτικά στις διάφορες αριστερές διαδηλώσεις καταστρέφοντας βιτρίνες καταστημάτων και επιτιθέμενοι στην αστυνομία.
Αυτές οι υπερβολές που κατευθύνονται από την τεστοστερόνη, πολιτικά δεν έχουν σημασία και το μόνο που προκαλούν, είναι η αξίωση του κόσμου για την ενίσχυση των αστυνομικών δυνάμεων. Υπάρχει η ευρέως διαδεδομένη υποψία, ότι η Antifa χειραγωγείται από Αστυνομικούς που διεισδύουν στις ομάδες της.
Για παράδειγμα, στις 23 Σεπτεμβρίου μερικές ντουζίνες κουκουλοφόρων νταήδων που κατέστρεφαν αφίσες και πετούσαν πέτρες, προσπάθησαν να καταλάβουν μια εξέδρα, απ‘ όπου ένας συναισθηματικός Jean-Luc Mélenchon επρόκειτο να ομιλήσει σε μια συγκέντρωση του σημερινού ηγετικού γαλλικού κόμματος La France Insoumise. Το μήνυμα που ήθελαν να στείλουν οι επιτεθέντες κουκουλοφόροι ήταν πιθανότατα, ότι κανείς δεν είναι αρκετά επαναστατικός. Μερικές φορές εντοπίζουν τυχαία κάποιον skinhead που τον ξυλικοπούν. Μ’ αυτό τον τρόπο ενισχύουν την αξιοπιστία τους ως „αντιφασίστες“.
Με τέτοιες συστάσεις δικαιολογούν την αξίωσή τους, να μπορούν να συκοφαντούν άλλους, δρώντας ως ένα είδος άτυπης, αυτοανακηρυχθείσας Ιεράς Εξέτασης.
Ένα χαρακτηριστικότατο παράδειγμα είναι η περίπτωση μιας νεαρής γυναίκας με το όνομα Ornella Guyet που στο τέλος του 2010 εμφανίστηκε στο Παρίσι ψάχνοντας δουλειά ως δημοσιογράφος σε διάφορες αριστερές εφημερίδες και ιστολόγια. Σύμφωνα με τη δήλωση του πρώην διευθυντού της Le Monde Diplomatique, Maurice Lemoine, η γυναίκα αυτή „προσπαθούσε με κάθε τρόπο να κερδίσει την εμπιστοσύνη“ και όταν προσλήφθηκε ως ασκούμενη, εγώ όμως ήμουν „δύσπιστος“ απέναντί της.
Ο Viktor Dedaj, εκδότης του Le Grand Soir, μιας από τις σημαντικότερες αριστερές ιστοσελίδες στη Γαλλία, ήταν ένας από εκείνους που προσπάθησαν να την βοηθήσουν, λίγους μήνες αργότερα δοκίμασε μια δυσάρεστη έκπληξη. Η Ornella ως αυτοανακηρυχθείσα ιεροεξετάστρια, αφιερώθηκε στην καταδίκη των „συνωμοτικών θεωριών, του Querfront, του αντισημιτισμού και των κόκκινο-καφέ μηχανορραφιών“ στο Διαδίκτυο. Με τη μορφή προσωπικών επιθέσεων κατηγόρησε όσα πρόσωπα θεωρούσε ως ένοχα για τέτοιες αμαρτίες. Το σημαντικότερο είναι, ότι όλα τα πρόσωπα που είχε στοχοποιήσει, απέρριπταν τις επιθέσεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στη Μέση Ανατολή.
Και πράγματι, η σταυροφορία της είχε πραγματοποιηθεί ταυτόχρονα με τους „πολέμους για αλλαγής καθεστώτος“ που κατέστρεψαν τη Λιβύη και διέλυσαν τη Συρία. Οι επιθέσεις της αφορούσαν κορυφαίους κριτικούς αυτών των πολέμων.
Ο Viktor Dedaj βρισκόταν στη λίστα των μελλοθανάτων. Ομοίως και ο Michel Collon που βρίσκεται κοντά στο βελγικό εργατικό κόμμα. Ο Collon είναι συγγραφέας, ακτιβιστής και χειριστής του δίγλωσσου ιστολογίου Investig’action. Στον στόχο ήταν και ο François Ruffin, σκηνοθέτης και συντάκτης της αριστερής εφημερίδας Fakir, που πρόσφατα εξελέγη στην Εθνική Συνέλευση με το κόμμα La France Insoumise του Mélenchon. Και ούτω καθεξής. Η λίστα είναι μεγάλη.
Τα στοχοποιημένα πρόσωπα είναι διαφορετικά, αλλά έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: όλα απορρίπτουν τους επιθετικούς πολέμους. Και από ό,τι μπορώ να διαπιστώσω, σχεδόν όλοι, όσοι απορρίπτουν αυτούς τους πολέμους, είναι στη λίστα της. Η σημαντικότερη μέθοδός της είναι ο καταλογισμός μιας επικοινωνιακής ενοχής.
Στην κορυφή των αμαρτωλών βρίσκεται και η κριτική κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η κριτική κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνδέεται με τον „εθνικισμό“, αυτός με τον „φασισμό“ και εκείνος με τη σειρά του με τον „αντισημιτισμό“, όπου εντάσσεται και η κατηγορία της γενοκτονίας. Η μέθοδος αυτή ταιριάζει απόλυτα με την επίσημη πολιτική της ΕΕ και των κυβερνήσεων των χωρών της ΕΕ με τη διαφορά, ότι η Antifa χρησιμοποιεί μια πολύ πιο έντονη γλώσσα.
Στα μέσα Ιουνίου 2011 το αντιευρωπαϊκό κόμμα Union Populaire Républicaine (UPR), του οποίου ηγείται ο François Asselineau, έγινε ο στόχος κακόβουλων καταλογισμών που δημοσιεύτηκαν σε ιστοσελίδες της Antifa. Έφεραν την υπογραφή της Marie-Anne Boutoleau (ψευδώνυμο της Ornella Guyet). Για τον φόβο βίας, οι ιδιοκτήτες δημοσίων χώρων στη Λυών απέσυραν την συμφωνία χρήσης τους για την προγραμματισθείσα συνέλευση του κόμματος UPR. Μετά από μια μικρή έρευνα, η UPR διαπίστωσε, ότι η Ornella Guyet είχε ορισθεί ως ομιλητής για ένα σεμινάριο για τα διεθνή μέσα ενημέρωσης τον Μάρτιο του 2009. Το σεμινάριο οργανώθηκε στο Παρίσι από το Center for the Study of International Communications (Κέντρο Μελέτης Διεθνών Επικοινωνιών) και την School of Media and Public Affairs (Σχολή ΜΜΕ και Δημοσίων Υποθέσεων) του Πανεπιστημίου George Washington. Αυτή είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα διασύνδεση γι‘ αυτή την τόσο άπληστη σταυροφόρο ενάντια στις „κόκκινο-καφέ ραδιουργίες“.
Εάν αυτό δεν είναι γνωστό, ο όρος „κόκκινο-καφέ“ έχει ως σκοπό να δυσφημίσει τους ανθρώπους που έχουν κάποιες αριστερές, δηλαδή κόκκινες απόψεις, καταλογίζοντάς τους μια εγγύτητα σε φασιστικές – δηλαδή καφέ – απόψεις. Μια τέτοια δυσφήμιση μπορεί να βασιστεί στο γεγονός, ότι κάποιος έχει την ίδια γνώμη με κάποιον από τους Δεξιούς, ότι κάποιος μιλά από μια σκηνή, όπου θα εμφανισθεί και ένας Δεξιός, ότι ένα κείμενο δημοσιεύεται δίπλα στο κείμενο ενός Δεξιού ή ότι ένας συμμετέχει σε μια αντιπολεμική διαδήλωση, στην οποία συμμετέχει και ένας Δεξιός και ούτω καθεξής. Αυτές οι εκστρατείες μίσους είναι ιδιαίτερα χρήσιμες γι’ αυτούς που υποστηρίζουν τους πολέμους. Γιατί σήμερα περισσότεροι συντηρητικοί παρά αριστεροί απορρίπτουν τον πόλεμο, αριστεροί, που πιστεύουν στο μάντρα του „ανθρωπιστικού πολέμου“.
Η κυβέρνηση δεν χρειάζεται πλέον να καταπιέζει τις διαδηλώσεις για ειρήνη. Αυτό το ανέλαβε η Antifa.
Ο γαλλο-αφρικανός κωμικός Dieudonné M’Bala M’Bala στιγματίστηκε από το 2002 ως αντισημίτης λόγω των τηλεοπτικών σκετς του, στα οποία χλευάζει έναν ισραηλινό οικιστή ως μέρος του „άξονα του καλού“ του George W. Bush. Δεν έγινε μόνο στόχος, αλλά χρησιμεύει και σαν ένας, που φέρει την ευθύνη για επαφές με όσους υπερασπίζονται το δικαίωμά τους στην ελευθερία του λόγου. Αυτό αφορά, για παράδειγμα, τον Βέλγο καθηγητή Jean Bricmont. Στη Γαλλία βρίσκεται στην μαύρη λίστα, επειδή σε τηλεοπτική εκπομπή προσπάθησε να μιλήσει για το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου. Ο Dieudonné εξορίστηκε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, δικάσθηκε και του επιβλήθηκαν αμέτρητες φορές πρόστιμα, στο Βέλγιο μάλιστα καταδικάστηκε σε φυλακή. Συνεχίζει όμως στην εκπομπή του να έχει πολλούς θεατές και ενθουσιώδεις υποστηρικτές. Το σημαντικότερο πολιτικό του μήνυμα είναι ότι απορρίπτει τους πολέμους.
Επιπλέον, ο ισχυρισμός, ότι οι αρχές είναι υπερβολικά επιεικείς με τον Dieudonné, μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες για άτομα που βρίσκονται σε επισφαλείς θέσεις, γιατί η παραμικρή υποψία περί „αντισημιτισμού“ μπορεί στη Γαλλία να αποβεί θανατηφόρα για την καριέρα τους. Προσκλήσεις ακυρώνονται, δημοσιεύσεις δεν εγκρίνονται, τα μηνύματα δεν απαντώνται.
Τον Απρίλιο του 2016, η Ornella Guyet, που οι ιδιαίτερες σχέσεις της αντιμετωπίζονταν πλέον με άκρα υποψία, εξαφανίστηκε από τη σκηνή. Η ηθική αυτής της ιστορίας είναι απλή. Οι αυτοανακηρυγμένοι ριζοσπαστικοί επαναστάτες μπορούν να χρησιμεύσουν για το νεοφιλελεύθερο κόμμα του πολέμου ως αστυνομικοί ελέγχου της σκέψης. Δεν θέλω να πω, ότι όλοι ή οι περισσότεροι αντιπρόσωποι της Antifa είναι πράκτορες του κατεστημένου. Μπορούν όμως να χειραγωγηθούν τέλεια ή να μιμηθούν από άλλους, επειδή νομίζουν ότι επιτελούν κάποιο ανώτατο έργο και είναι συνήθως περισσότερο ή λιγότερο συγκαλυμμένοι.
Η καταπίεση απαραίτητων συζητήσεων
Ο συγγραφέας του The Antifa Handbook, Mark Bray, ανήκει στους πιο ειλικρινείς αντιπροσώπους της Antifa. Οι ιδεολογικές του ρίζες γίνονται σαφείς όταν γράφει: „… η ,Endlösung‘, η τελική λύση του Hitler, είχε ως αποτέλεσμα την δολοφονία έξι εκατομμυρίων Εβραίων σε θαλάμους αερίων, από εκτελεστικές επιτροπές, από πείνα και από έλλειψη ιατρικής περίθαλψης σε βρώμικα στρατόπεδα και γκέτο, από ξυλοδαρμούς, από θανάτους λόγω εργασίας και από απελπισία που οδήγησε σε αυτοκτονία. Περίπου δύο στους τρεις Εβραίους της Ηπείρου δολοφονήθηκαν, συμπεριλαμβανομένων μερικών συγγενών μου“ (Σελ. 36-37).
Αυτή η προσωπική ιστορία καθιστά σαφές, το γιατί ο Mark Bray αντιδρά τόσο συναισθηματικά στον „φασισμό“. Αυτό μπορεί να γίνει πλήρως κατανοητό για έναν άνθρωπο που φοβάται, ότι „αυτό μπορεί να συμβεί ξανά“.
Παρόλα αυτά, ακόμη και οι πιο δικαιολογημένες ανησυχίες δεν είναι απαραίτητα καλοί σύμβουλοι. Η βία ως αντίδραση στον φόβο μπορεί να φαίνεται ισχυρή και αποτελεσματική, στην πραγματικότητα όμως είναι ηθικά αδύναμη και πρακτικά αναποτελεσματική.
Βρισκόμαστε σε μια εποχή μεγάλης πολιτικής σύγχυσης. Αν την κάθε μορφή μιας „πολιτικά μη ορθής συμπεριφοράς“ την ονομάσουμε φασισμό, αυτό θα δυσχεράνει την συζήτηση για θέματα, που πρέπει επειγόντως να καθοριστούν και να διασαφηνιστούν.
Έτσι η έλλειψη φασιστών αντισταθμίστηκε από το γεγονός, ότι η κριτική για την μετανάστευση εξομοιώνεται με φασισμό. Η ισότητα αυτή, σε συνδυασμό με την απόρριψη των συνόρων των κρατών, αντλεί μεγάλη συναισθηματική δύναμη από τον πανάρχαιο φόβο αποκλεισμού της εβραϊκής κοινότητας από τα έθνη στα οποία ζούσε.
Στο θέμα της μετανάστευσης υπάρχουν σε διαφορετικά σημεία πολλές διαφορετικές πτυχές, που πρέπει να εξεταστούν. Στις χώρες της Ευρώπης η κατάσταση δεν είναι η ίδια όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες. Υπάρχει επίσης μια θεμελιώδης διαφορά μεταξύ μεταναστών και μετανάστευσης. Οι μετανάστες είναι ανθρώπινα όντα και αξίζουν τον σεβασμό μας, ενώ η μετανάστευση είναι ένα πεδίο πολιτικής που πρέπει να εξετασθεί κριτικά. Θα πρέπει να είναι δυνατή η συζήτηση επ’ αυτής της πολιτικής χωρίς την κατηγορία ότι διώκονται άνθρωποι. Εξάλλου, οι ηγέτες των συνδικαλιστικών οργανώσεων έχουν συνήθως απορρίψει τη μαζική μετανάστευση, όχι από ρατσισμό, αλλά επειδή μπορεί να είναι μια σκόπιμη καπιταλιστική στρατηγική για τη μείωση των μισθών.
Στην πραγματικότητα, η μετανάστευση είναι ένα σύνθετο θέμα με πολλές πτυχές που μπορεί να οδηγήσουν σε έναν λογικό συμβιβασμό. Το μόνο που κάνει η πόλωση του προβλήματος, είναι ότι αποτρέπει τις δυνατότητες συμβιβασμού. Κάνοντας το ζήτημα της μαζικής μετανάστευσης σε ένα τεστ που αποφασιστικά καθορίζει, αν ένας είναι φασίστας ή όχι, η Antifa με τους εκφοβισμούς της εμποδίζει μια λογική συζήτηση. Χωρίς συζήτηση, χωρίς την διάθεση να ακουστούν όλες οι πτυχές ενός θέματος, το θέμα απλά διαιρεί τον πληθυσμό σε δύο στρατόπεδα: υπέρ ή κατά. Ποιος θα κερδίσει από μια τέτοια αντιπαράθεση;
Μια πρόσφατη μελέτη (1) δείχνει ότι η μαζική μετανάστευση χάνει σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες σε αξιοπιστία. Η πολυπλοκότητα του ζητήματος γίνεται εδώ σαφής: στην πλειοψηφία των ευρωπαϊκών χωρών, οι περισσότεροι άνθρωποι αισθάνονται υποχρεωμένοι να καλωσορίζουν τους πρόσφυγες. Αλλά ταυτόχρονα απορρίπτουν την περαιτέρω μαζική μετανάστευση. Ο επίσημος ισχυρισμός ότι η μετανάστευση είναι καλή, είναι αποδεκτό μόνο από το 40%, ενώ το 60% όλων των Ευρωπαίων πιστεύει, ότι „η μετανάστευση είναι κακή για τη χώρα μας“. Μια Αριστερά, που κύριο μέλημά της είναι τα ανοιχτά σύνορα, γίνεται έτσι όλο και λιγότερο δημοφιλής.
Παιδιάστικη βία
Η ιδέα, ότι τρόπος λύσης ενός προβλήματος είναι μια γροθιά στο πρόσωπο του άλλου για να τον κάνουμε να σιωπήσει, είναι τόσο αμερικανική, όσο και οι ταινίες του Hollywood. Είναι επίσης χαρακτηριστική για τους πολέμους μεταξύ συμμοριών σε ορισμένες περιοχές του Los Angeles. Το να συνταχθείς σε συμμορίες – που είναι „όπως εμείς“ – και να μάχεσαι εναντίον των „άλλων“ για την κυριαρχία στην γειτονιά, είναι ένα χαρακτηριστικό για νέους άνδρες που ζουν υπό συνθήκες αβέβαιης επιβίωσης. Ως πρόσχημα, η βία μπορεί να παρακινηθεί πολιτικά: ή φασίστας ή αντιφασίστας. Για μια αποπροσανατολισμένη νεολαία, αυτό αντιπροσωπεύει μια εναλλακτική λύση από την στρατιωτική θητεία στο ναυτικό των ΗΠΑ.
Η αμερικανική Antifa φαίνεται σαν ένας αστικός γάμος μεταξύ πολιτικής ταυτότητας και μάχης μεταξύ συμμοριών. Ο Mark Bray αναφέρει (σελ. 175) την πηγή της Antifa του από την Washington DC, η οποία υποθέτει, ότι το κίνητρο των επίδοξων φασιστών είναι να βρεθούν από την πλευρά των „ισχυρότερων παιδιών στη γειτονιά.“ Που αν εκφοβισθούν, θα υποχωρήσουν. Σύνθημα: Η συμμορία μας είναι ισχυρότερη από την συμμορία σας.
Αυτή είναι ακριβώς η λογική του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, ο οποίος γι’ αυτούς που επέλεξε ως εχθρούς του δηλώνει συνεχώς: „Αυτοί καταλαβαίνουν μόνο από βία“. Αν και οι ακτιβιστές της Antifa θεωρούν ότι είναι ριζοσπαστικοί επαναστάτες, η νοοτροπία τους είναι χαρακτηριστική για την ατμόσφαιρα βίας στην στρατιωτικοποιημένη Αμερική.
Αλλού η Antifa ακολουθεί την τάση των πρόσφατων υπερβολών της πολιτικής ταυτότητας, η οποία καταστέλλει την ελευθερία του λόγου ακόμη και στον ακαδημαϊκό χώρο, που θα έπρεπε να είναι πραγματικά το προπύργιό της. Οι λέξεις θεωρούνται πλέον τόσο επικίνδυνες, ώστε θα πρέπει να δημιουργηθούν „ασφαλείς χώροι“ για να προστατευθούν οι άνθρωποι από αυτές (2). Και αυτή η εξαιρετική ευπάθεια στις λέξεις συνδέεται ιδιαιτέρως με την ανοχή της απέναντι στην πραγματική σωματική βία.
Ένας μεγάλος ελιγμός για την απόσπαση της προσοχής
Το χειρότερο πράγμα στην Antifa των ΗΠΑ είναι η προσπάθειά της να οδηγήσει την αποπροσανατολισμένη αμερικανική Αριστερά σε μια άκαρπη επιχείρηση – να ψάχνει για φανταστικούς φασίστες, αντί, σε συνεργασία μαζί της, να καταστρώσει ένα συνεκτικό θετικό πρόγραμμα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν περισσότερους από αρκετούς περίεργους ανθρώπους, άσκοπη βία και παράλογες ιδέες και είναι μόνο μια μεγάλη απόσπαση της προσοχής το να ψάχνεις να βρεις αυτές τις οριακές φιγούρες είτε σαν άτομα ή σαν ομάδες. Οι πραγματικά επικίνδυνοι άνθρωποι στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι σίγουρα κρυμμένοι στη Wall Street, στα Think Tanks της Washington, στα εκτελεστικά συμβούλια της χωρίς τέλος στρατιωτικής βιομηχανίας ή μάλιστα στα γραφεία συντάξεως κάποιων βασικών μέσων ενημέρωσης, για τα οποία οι αντιφασίστες είναι χρήσιμοι για τον στοχοποιημένο από αυτά περιθωριακό Trump. Για να μην στοχοποιούνται τα ίδια.
Με τον ορισμό της „αντίστασης ενάντια στον φασισμό“ της Antifa στις ΗΠΑ ως αντίστασης ενάντια σε οριακές περιπτώσεις – στην Confederacy (Συνομοσπονδία), τους λευκούς ρατσιστές αλλά και τον Donald Trump – η Antifa στην πραγματικότητα αποσπά την προσοχή από το κυβερνών νεοφιλελεύθερο κατεστημένο, το οποίο επίσης δεν δέχεται την Confederacy και το λευκό ρατσισμό και με μια αμείλικτη καμπάνια ψεύδους έχει ήδη καταφέρει να νικήσει τον Trump. Αυτό το κυβερνών κατεστημένο, με τους ακόρεστους πολέμους του σε άλλες χώρες και την εισαγωγή μεθόδων του αστυνομικού κράτους, έχει ήδη θέσει σε χρήση και με επιτυχία την δημοφιλή „αντίσταση εναντίον του Trump“, για να τον κάνει ακόμα χειρότερο από ότι ήδη ήταν.
Η επιπόλαιη χρήση του όρου „φασίστας“ εμποδίζει την προσεκτική ταυτοποίηση και τον ορισμό του πραγματικού εχθρού της σημερινής ανθρωπότητας. Στο σημερινό χάος, οι μεγαλύτερες και πιο επικίνδυνες αναταραχές έχουν όλες τους την ίδια προέλευση. Είναι δύσκολο να την ονομάσουμε, προς το παρόν μπορούμε απλά να την ονομάσουμε παγκοσμιοποιημένο ιμπεριαλισμό. Πρόκειται για ένα πολύπλοκο έργο επανασχεδιασμού ενός κόσμου, που να ανταποκρίνεται στις σημερινές απαιτήσεις του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού και του στρατιωτικό-βιομηχανικού συμπλέγματος προς ικανοποίηση της ιδεολογικής ματαιοδοξίας των Ηνωμένων Πολιτειών και της μεγαλομανίας των ηγετών μικρότερων „δυτικών“ δυνάμεων, ιδιαίτερα του Ισραήλ.
Θα μπορούσε επίσης να ονομαστεί απλά „ιμπεριαλισμός“, εκτός από το ότι σήμερα είναι πολύ πιο εκτεταμένος και καταστροφικός από τον ιστορικό ιμπεριαλισμό των προηγούμενων αιώνων. Και είναι επίσης πολύ καλύτερα καλυμμένος, γιατί δεν φέρει μια τόσο σαφή ετικέτα όπως ο „φασισμός“ και άρα είναι δύσκολο να καταγγελθεί με απλούς όρους.
Εστιάζοντας στην παρεμπόδιση μιας μορφής τυραννίας που συνέβη πριν από 80 χρόνια σε εντελώς διαφορετικές περιστάσεις, εμποδίζει την αναγνώριση της σημερινής τερατώδους τυραννίας. Η καταπολέμηση ενός παρελθόντος πολέμου οδηγεί όμως στην ήττα.
Ο Donald Trump είναι ένας Outsider, που δεν θα τον αφήσουν να προκόψει. Πάνω απ ‚όλα, η εκλογή ενός Donald Trump είναι ένα σοβαρό σύμπτωμα της παρακμής του αμερικανικού πολιτικού συστήματος, το οποίο κυριαρχείται από το χρήμα, τα λόμπυ, το στρατιωτικό-βιομηχανικό συγκρότημα και τις εταιρίες των μέσων ενημέρωσης. Τα ψέματά τους υπονομεύουν τα θεμέλια της δημοκρατίας. Η Antifa κάνει τώρα μια επίθεση εναντίον του μόνο όπλου που εξακολουθεί να βρίσκεται στα χέρια του λαού: το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου και της συγκέντρωσης.
Υποσημειώσεις
(1) „Où va la démocratie?“, μια έρευνα του Ιδρύματος Fondation pour l´innovation politique υπο την διεύθυνση του Dominique Reynié (Plon, Paris, 2017)
(2) „Ασφαλείς χώροι“ („safe spaces“) – δημιουργήθηκαν ειδικά σε πανεπιστήμια όπου συγκεντρώνονται οι φοιτητές που έχουν κοινές ταυτότητες (εθνικές μειονότητες, λεσβίες, ομοφυλόφιλοι, transgenders ή όπως αλλιώς ονομάζονται) και από τους οποίους αποκλείονται άτομα που χρησιμοποιούν λέξεις που θα μπορούσαν να πληγώσουν άτομα της αντίστοιχης ομάδας. Εν τω μεταξύ σπουδαστές και καθηγητές σε αρκετά πανεπιστήμια των ΗΠΑ απαιτούν να αποκλείονται έννοιες, ιδέες ή άτομα που θα κάνουν τους σπουδαστές να αισθάνονται ιδεολογικά και / ή συναισθηματικά άβολα. Κηρύσσεται ένας εξτρεμισμός ευαισθησίας που χαρακτηρίζεται από αυθαιρεσία, λογοκρισία και αυτολογοκρισία και προάγει την καταγγελία και την καταδίκη.
Η Diana Johnstone, γεννηθείσα το 1934, σπούδασε ρωσική περιφερειακή επιστήμη / σλαβική φιλολογία και έγραψε την διδακτορική της διατριβή για την γαλλική λογοτεχνία. Έχει ζήσει πολλά χρόνια στο Παρίσι και εργάζεται σαν ανεξάρτητη δημοσιογράφος για διάφορα αμερικανικά και διεθνή μέσα ενημέρωσης. Είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων, όπως „The Politics of Euromissiles: Europe’s Role in America’s World“, „Fools‘ Crusade: Yugoslavia, Nato, and Western Delusions“, „Queen of Chaos: The Misadventures of Hillary Clinton“. Έγραψε πρόσφατα τον πρόλογο και σχόλια για τα απομνημονεύματα του πατέρα της Paul H. Johnstone, πρώην ανωτέρου αναλυτή της Strategic Weapons Evaluation Group (WSEG) στο Πεντάγωνο, „From Mad to Madness“.