Ή στραβός είναι ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε
23.12.2024
  • Allgemein
  • Diktatur/Δικτατορία
  • Brain Drain
  • Balkan/Βαλκάνια
  • Bücher/Βιβλια
  • Medien/Μαζικά Μέσα
  • Minderheiten, Migranten/Μειονότητες, Μετανάστες
  • Kriege, Flüchtlinge/Πόλεμοι, Φυγάδες
  • Sprache/Γλώσσα
  • Gesellschaft, Meinung/Κοινωνία, Γνώμη
  • Nationalismus/Εθνικισμοί
  • Thema/Θέμα
  • Termine/Εκδηλώσεις
  • Geopolitik/Γεωπολιτική
  • Politik/Πολιτική
  • Terrorismus/Τρομοκρατία
  • FalseFlagOps/Επιχ. με ψευδή σημαία
  • Hellas-EU/Ελλάδα-Ε.Ε.
  • Wirtschaft-Finanzen/Οικονομία-Οικονομικά
  • Religion/Θρησκεία
  • Geschichte/Ιστορία
  • Umwelt/Περιβάλλον
  • Korruption/Διαφθορά
  • Reisen/Ταξιδιωτικά
  • Musik/Μουσική
  • Kunst/Τέχνη, Λογοτεχνία
  • Küche/Κουζίνα
  • kachelmannwetter.com
    Εδω διαβαζετε τις καινουργιες  ελληνικες και γερμανικες εφημεριδες
    Hier lesen Sie  griechische  und deutsche Zeitungen 

    Ο καπιταλισμός της Ρωμιοσύνης


    Αρίστος Δοξιάδης

    Ένας πατερναλιστικός καπιταλισμός φεουδαρχικού-μονοπωλιακού τύπου. Κλεφτρόνια που διαπλέκονται με το δημόσιο και χρηματοδοτούν έμμεσα τις στρατιές του δημόσιου κηφηναριού. Ουσιαστικά, η προσφορά τους είναι αρνητική στο ισοζύγιο όχι μόνο λόγω μεγάλης κλίμακας φοροδιαφυγής αλλά και εμφανών ή αφανών κρατικών επιδοτήσεων. Μίρκα

    Είναι πολύ λίγες οι μεγάλες επιχειρήσεις στην Ελλάδα, κι αυτές που υπάρχουν έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, που δεν είναι τα πιο συνήθη στον δυτικό καπιταλισμό. Οι μεγάλες επιχειρήσεις δεν πέφτουν από τον ουρανό και δεν είναι εγγενείς στην κοινωνία (για να παραφράσουμε τον Μάο), αλλά προκύπτουν από συγκεκριμένες διαδικασίες και από συγκεκριμένες ευκαιρίες. Σχηματικά, στην ιστορία υπήρξαν τρεις τρόποι δημιουργίας τους.

    Στη βιομηχανική επανάσταση στη Δυτική Ευρώπη, η ευκαιρία ήταν, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, ο μεγάλος αριθμός ακτημόνων εργατών που πήγαιναν από ανάγκη να εργαστούν με πολύ χαμηλούς μισθούς στα εργοστάσια της εποχής. Ηταν το προλεταριάτο της εποχής του Μαρξ. Η συγκέντρωση του κεφαλαίου θεμελιώθηκε στη λεγόμενη «πρωταρχική συσσώρευση», δηλαδή σε μια ιστορική διαδικασία που προϋπήρχε της βιομηχανίας: τη συγκέντρωση της ιδιοκτησίας της γης σε λίγες οικογένειες που έλεγχαν τα φέουδα, και στο ξερίζωμα των αγροτών.

    Στον σύγχρονο καπιταλισμό, με τις πολύ μεγάλες αγορές προϊόντων και την υψηλή κατανάλωση, συνήθως οι μεγάλες επιχειρήσεις δημιουργούνται από μια άλλου είδους διαδικασία. Ο ανταγωνισμός επιτρέπει σε όσους έχουν καλύτερο ή φτηνότερο προϊόν να κατακτήσουν ένα μεγάλο μερίδιο της αγοράς. Αν υπάρχει ζήτηση, η επιχείρηση με το καλό προϊόν θα βρει το κεφάλαιο κίνησης και τους εργαζόμενους που χρειάζεται για να μεγαλώσει. Μ’ αυτό τον τρόπο μεγάλωσαν η Ford στα αυτοκίνητα, η Lilly στα φάρμακα, η Microsoft στο λογισμικό, η Ikea στα έπιπλα, η Sony στα ηλεκτρονικά, η Amazon στο εμπόριο. Και μερικές ήδη μεγάλες, όπως η Unilever, έγιναν ακόμα μεγαλύτερες, εξαγοράζοντας παρεμφερείς επιχειρήσεις.

    Απαιτούνται όμως μερικές προϋποθέσεις για να μεγαλώσουν επιχειρήσεις μέσα από τον ανταγωνισμό: να μπορούν να εγκαταστήσουν μεγαλύτερα ή περισσότερα εργοστάσια, να μπορούν να μεταφέρουν τα προϊόντα σε μακρινές περιοχές χωρίς μεγάλο κόστος, να μην υπάρχουν γραφειοκρατικά εμπόδια στη μεγέθυνση, να υπάρχει κεφαλαιαγορά που θα φέρει τα χρηματικά κεφάλαια προς τις πιο παραγωγικές μονάδες. Και να υπάρχουν εργαζόμενοι που θα πάνε να εργαστούν με τους μισθούς που προσφέρει η πιο αποδοτική επιχείρηση του κλάδου. Στις ΗΠΑ, όπου μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα κυριαρχούσε η μικροϊδιοκτησία, οι συνθήκες αυτές συνυπήρξαν, κι έτσι σχηματίστηκε ο νέος βιομηχανικός καπιταλισμός.

    Στην Ελλάδα, ούτε πρωταρχική συσσώρευση είχε προϋπάρξει, ώστε να αναπτυχθούν μεγάλες επιχειρήσεις του τύπου της βιομηχανικής επανάστασης, ούτε υπάρχουν οι συνθήκες ανταγωνισμού του σύγχρονου καπιταλισμού. Υπάρχουν όμως οι συνθήκες για έναν τρίτο μηχανισμό συγκέντρωσης του κεφαλαίου, κι αυτός είναι η εξουσία του κράτους.

    Συγκριτικά με άλλες χώρες όπου οι δημοκρατικοί θεσμοί λειτουργούν προβληματικά, η κρατική εξουσία στην Ελλάδα δεν έχει δράσει κραυγαλέα υπέρ μιας μικρής κοινωνικής τάξης. Ούτε αρπαγή γης έχει συμβεί σε μεγάλη έκταση προκειμένου να ωφεληθούν λίγοι γαιοκτήμονες, όπως έγινε σε περιοχές της Νότιας Αμερικής ─ η παράδοση της μικροϊδιοκτησίας εδώ είναι πολύ ισχυρή. Ούτε εκχωρήθηκαν μεγάλοι πλουτοπαραγωγικοί πόροι σε ολιγάρχες, όπως έγινε στη Ρωσία του Γέλτσιν ─ αυτό θα είχε συμβεί, ενδεχομένως, αν είχαμε πετρέλαιο και φυσικό αέριο, αλλά δεν έχουμε κάτι αντίστοιχο.

    Αντί γι’ αυτό όμως, το κράτος έχει ευνοήσει τη συγκέντρωση του κεφαλαίου μέσα από την αγοραστική του δύναμη. Οι κρατικές δαπάνες, και οι δαπάνες των ΔΕΚΟ, στην Ελλάδα είναι για μια επιχείρηση ο πιο εύκολος τρόπος να πετύχει τζίρους εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ. Γιατί μπορεί να το κάνει με λίγες μεγάλες συμβάσεις, που προέρχονται από τις αποφάσεις λίγων προσώπων στην πολιτική ηγεσία και στη διοίκηση. Έχοντας εξασφαλίσει τέτοιες συμβάσεις, βρίσκει χρηματοδότηση και μπορεί να προσελκύσει στελέχη και εργαζόμενους με καλές αμοιβές ─ αφού εξαιτίας της φύσης του πελάτη δεν έχει σοβαρές πιέσεις να περιορίσει το κόστος. Όταν δεν λειτουργούν συνθήκες ανταγωνισμού που επιτρέπουν να μεγαλώσουν οι επιχειρήσεις προσελκύοντας πολλούς μικρούς πελάτες, τότε ο μόνος τρόπος να μεγαλώσουν είναι αν καταφέρουν να κερδίσουν τον έναν, μεγάλο πελάτη. Και αυτός είναι το κράτος. Γι’ αυτό το λόγο, οι περισσότερες από τις (λίγες) μεγάλες επιχειρήσεις του δευτερογενούς τομέα στην Ελλάδα είναι προμηθευτές του Δημοσίου.

    Πέρα από τις δημόσιες δαπάνες, υπάρχει μια συμπληρωματική μορφή συγκέντρωσης στην Ελλάδα και σε παρόμοιες χώρες, που και αυτή εξαρτάται από την πρόσβαση στην πολιτική εξουσία. Πρόκειται για την παροχή βασικών υπηρεσιών στον γενικό πληθυσμό σε δραστηριότητες που είναι από τη φύση τους ολιγοπωλιακές: τράπεζες, τηλεφωνία, διανομή ενέργειας. Επειδή έχουν συστημική σημασία, ή επειδή χρειάζονται δημόσιοι χώροι για να στηθούν τα δίκτυα, ή επειδή υπάρχουν άλλοι λόγοι δημοσίου συμφέροντος, ο αριθμός των αδειών που δίνονται είναι μικρός, ίσως και κλειστός. Από την άλλη, η φύση της υπηρεσίας την προστατεύει από τον διεθνή ανταγωνισμό ─ δεν μπορώ να πάρω καταναλωτικό δάνειο στην Αθήνα από μια τράπεζα στη Γερμανία, ούτε με συμφέρει να έχω κινητό στη Θεσσαλονίκη από πάροχο στη Γαλλία. Έτσι πρόκειται για τοπικά κλειστά ολιγοπώλια σε ζωτικές υπηρεσίες.

    Είναι, από μια άποψη, το όνειρο του καπιταλιστή: σημαντικό μέγεθος, σχετικά σταθερά έσοδα, και περιθώριο κέρδους που δεν κινδυνεύει από απρόβλεπτους ανταγωνιστές. Για τούς ίδιους λόγους όμως έχει και περιορισμένους ορίζοντες: όταν έχεις ήδη ένα σημαντικό μερίδιο της αγοράς, και όταν δεν προσδοκάς να επεκταθείς σε μια μεγάλη νέα αγορά, δεν υπάρχει σοβαρό κίνητρο για μεγάλες επενδύσεις ούτε για ριζική καινοτομία. Οι επιχειρήσεις αυτές, όταν λειτουργεί σωστά ο ολιγοπωλιακός ανταγωνισμός, παρακολουθούν τις διεθνείς εξελίξεις της τεχνολογίας στον κλάδο τους, προσθέτουν ίσως και οι ίδιες μερικές μικρές καινοτομίες και φροντίζουν να έχουν ένα καλό επίπεδο υπηρεσιών. Δεν είναι ατμομηχανές για μεγαλύτερη συσσώρευση κεφαλαίου, ούτε για να δημιουργούνται ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα για τη χώρα. Αν κάνουν σωστά τη δουλειά τους, είναι χρήσιμοι αρωγοί για την ανάπτυξη διεθνώς ανταγωνιστικών επιχειρήσεων. Μέχρι εκεί όμως.

    Σχεδόν όλες λοιπόν οι μεγάλες επιχειρήσεις στην Ελλάδα είναι είτε προμηθευτές του Δημοσίου είτε πάροχοι βασικών υπηρεσιών σε κλάδους που δεν είναι διεθνώς εμπορεύσιμοι. Αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό και τη θεματολογία του δημόσιου λόγου που προωθεί η εργοδοσία στην Ελλάδα. Οι πιο ισχυροί εργοδότες αφενός ζουν από δημόσιες δαπάνες και αφετέρου δεν έχουν σοβαρό ενδιαφέρον να είναι ανταγωνιστικοί σε μια διεθνή αγορά. Έτσι, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που ελέγχονται από αυτούς, και οι συλλογικοί φορείς της εργοδοσίας που επηρεάζονται από αυτούς, δεν έβαλαν ποτέ ψηλά στην ατζέντα τη μείωση των δημοσίων δαπανών, γιατί από αυτές προέρχονται τα έσοδά τους. Δεν ζήτησαν να ιδιωτικοποιηθούν οι ΔΕΚΟ, γιατί οι νέοι ιδιοκτήτες μπορεί να αναζητούσαν άλλους προμηθευτές. Δεν επέμειναν πραγματικά για τη μείωση της γραφειοκρατίας, που αυξάνει το κόστος, διότι για τους προμηθευτές του Δημοσίου η γραφειοκρατία παρέχει μια καλή άμυνα απέναντι σε δυνητικούς ξένους ανταγωνιστές. Αποδέχθηκαν χωρίς πολλά πολλά τις ρυθμίσεις της εργατικής νομοθεσίας (όπως τα απίθανα εμπόδια στη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, ή η μονομερώς υποχρεωτική διαιτησία), που δημιουργούν πρόβλημα στους εμπορεύσιμους κλάδους αλλά όχι σε όσους έχουν έναν υπομονετικό και χουβαρδά πελάτη, που λέγεται ελληνικό Δημόσιο, ή σε όσους έχουν περιχαρακώσει την αγορά τους και δεν φοβούνται διαρροές πελατείας.

    Μια εργοδοσία που δεν γκρινιάζει για τις δημόσιες δαπάνες και δεν επιμένει σε θέματα εργατικού κόστους και υπερωριών θα ήταν υπέροχη για το κοινωνικό κράτος και για το βιοτικό επίπεδο των μισθωτών αν το οικονομικό της μοντέλο ήταν βιώσιμο. Αλλά το οικονομικό μοντέλο μιας εργοδοσίας που τα ισχυρότερα μέλη της δεν είναι εκτεθειμένα στον διεθνή ανταγωνισμό δεν είναι βιώσιμο, για δύο βασικούς λόγους:

    Ο πρώτος είναι η ανισορροπία ανάμεσα στις διεθνώς εμπορεύσιμες και τις μη εμπορεύσιμες δραστηριότητες. Αν το κεφάλαιο και η οικονομική εξουσία συγκεντρώνεται στις δεύτερες, η οικονομία δεν θα έχει ικανοποιητική παραγωγικότητα στις πρώτες. Ικανοποιητική παραγωγικότητα συνήθως σημαίνει μεγάλες επιχειρήσεις, ή τουλάχιστον επιχειρήσεις που ανταγωνίζονται με άλλες στο κόστος και στην ποιότητα. Όταν λείπει το μέγεθος και ο ανταγωνισμός, οι εμπορεύσιμοι κλάδοι θα φυτοζωούν. Οπότε, είτε η χώρα θα παραμείνει φτωχή είτε θα αναπτυχθεί σαν φούσκα που θα σκάσει.

    Ο δεύτερος λόγος είναι ότι μια επιχείρηση που μεγάλωσε εξαιτίας της προνομιακής σχέσης με έναν πελάτη έχει πολύ διαφορετικές προοπτικές από μια επιχείρηση που μεγάλωσε μέσα από τον ανταγωνισμό. Και στις δύο περιπτώσεις, μια μεγάλη και κερδοφόρα επιχείρηση μπορεί να προσελκύσει στελέχη και κεφάλαια και να χρηματοδοτήσει επενδύσεις. Εκεί που διαφέρουν είναι στην τεχνογνωσία για να τα χρησιμοποιήσουν όλα αυτά έτσι ώστε να βελτιώνουν συνέχεια τα προϊόντα τους, ή τις διαδικασίες παραγωγής, ή τους μηχανισμούς πωλήσεων. Αυτή η τεχνογνωσία δεν αγοράζεται ─ χτίζεται μέσα στην κάθε επιχείρηση κι αποτελεί το σταθερό της ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

    Ακόμα και αν συγκρίνουμε επιχειρήσεις με παρεμφερή εμπορεύσιμα προϊόντα, που έχουν παρόμοιο μέγεθος, έχει σημασία για τη μελλοντική τους πορεία το πώς έφτασαν ως εκεί. Για παράδειγμα, ας σκεφτούμε δύο επιχειρήσεις που παράγουν ηλεκτρολογικό υλικό κι έχουν πουλήσει μέχρι σήμερα προϊόντα αξίας 500 εκατ. ευρώ η κάθε μία. Η επιχείρηση Α κατάφερε να έχει έναν και μοναδικό πελάτη, π.χ. τη ΔΕΗ της χώρας της, επειδή η πολιτική ηγεσία αποφάσισε να δημιουργήσει έναν εθνικό πρωταθλητή που θα φέρει πολλαπλά οφέλη στην οικονομία. Η επιχείρηση Β πάσχισε να πάρει το κάθε συμβόλαιο με πραγματικό ανταγωνισμό, και τα κατάφερε πέντε-δέκα φορές, με τη ΔΕΗ της χώρας της και ίσως και κάποιας άλλης χώρας. Μπορεί σ’ αυτό να βοηθήθηκε με κάποια επιδότηση για τις επενδύσεις της, μπορεί και όχι.

    Είναι βέβαιο πως η επιχείρηση Α θα έχει ειδική τεχνογνωσία μόνο στο να πείθει τις πολιτικές ηγεσίες (με τρόπους καθαρούς ή μη) να της αναθέτουν συμβάσεις, ενώ η Β θα έχει (και) τεχνογνωσία για να προσφέρει καλύτερο ή φθηνότερο προϊόν ανάλογα με τις περιστάσεις. Έτσι, όταν θα έρθει η ώρα να βγουν σε ξένες αγορές, η δεύτερη επιχείρηση θα έχει περισσότερες από τις ικανότητες που απαιτούνται για να πετύχει.

    Υπάρχει ο αντίλογος ότι το να πείθεις πολιτικούς να σου αναθέσουν συμβάσεις είναι μια πολύτιμη τεχνογνωσία, και μπορεί ν’ αποτελέσει τη βάση για κερδοφόρες εξαγωγές: βλέπε Siemens. Αυτό ισχύει εν μέρει, αλλά όχι σε βαθμό που να δικαιολογεί το μοντέλο του «εθνικού προμηθευτή». Αν μεν το αντικείμενο της προμήθειας μπορεί να το κατασκευάσει οποιοσδήποτε αγοράσει ένα εργοστάσιο με το κλειδί στο χέρι, τότε σε κάθε χώρα με επηρεάσιμη κυβέρνηση αργά ή γρήγορα θα υπάρξουν εγχώριοι επιχειρηματίες που θα πάρουν τη δουλειά. Ο ντόπιος πάντα θα βρει τρόπο να έχει πιο στενές σχέσεις με την πολιτική ηγεσία και τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Αν το αντικείμενο είναι πιο σύνθετο, τότε δεν φτάνει η δωροδοκία. Για να παίρνει τις δουλειές μια πολυεθνική επιχείρηση, πρέπει να έχει καλή δική της τεχνολογία. Η Siemens μπορεί να έχει χρησιμοποιήσει βρόμικες μεθόδους, αλλά κανένας δεν αμφισβητεί πως είναι από τους πρωτοπόρους στην τεχνολογία και την τεχνογνωσία στον κλάδο της.

    Άλλο «εθνικός πρωταθλητής» που έχει αναδειχθεί μέσα από τον ανταγωνισμό στη χώρα του και αλλού, και στηρίζεται με κάποια εργαλεία από το κράτος του για να διατηρεί τα ανταγωνιστικά του πλεονεκτήματα, και άλλο «εθνικός προμηθευτής», που υπάρχει μόνο χάρη στην προνομιακή ανάθεση συμβάσεων από το κράτος του και που η επέκτασή του σε αγορές του εξωτερικού δεν είναι ζωτική γι’ αυτόν. Ο πρώτος είναι φαινόμενο του επιτυχημένου εξαγωγικού κορπορατισμού σε χώρες με ανταγωνιστική βιομηχανία όπως η Γερμανία, η Ιαπωνία και η Γαλλία. Ο δεύτερος είναι φαινόμενο ενός εσωστρεφούς κορπορατισμού, σε χώρες που δεν έχουν στο επίκεντρο της οικονομικής τους πολιτικής τις εξαγωγές.

    Σχετικά λοιπόν με τη συγκέντρωση του κεφαλαίου στην Ελλάδα:

    Με μαρξιστικούς όρους, δεν λειτουργεί ο βασικός μηχανισμός συσσώρευσης του καπιταλισμού, που είναι η παραγωγή όλο και περισσότερης υπεραξίας, που με τον ανταγωνισμό ή με την αρπαγή εστιάζεται σε όλο και λιγότερες επιχειρήσεις. Συσσώρευση δεν είναι η ιδιοποίηση της αξίας που παράγεται αλλού. Είναι η αυξανόμενη παραγωγή υπεραξίας. Αυτός ο μηχανισμός έχει μπλοκαριστεί στην Ελλάδα. Εδώ, ο βασικός μηχανισμός συγκέντρωσης είναι οι δημόσιες δαπάνες, και όχι η ιδιοποίηση παραγωγικών πόρων, ούτε ο ανταγωνισμός.

    Το μεγάλο κράτος δημιούργησε την ελληνική «ολιγαρχία» (αν έχει νόημα ο όρος εδώ). Στο πλαίσιο αυτό, όσοι υπερασπίζονται το μεγάλο κράτος, αλλά κραυγάζουν ενάντια στην ολιγαρχία, είτε υποκρίνονται είτε έχουν μελετήσει την οικονομία με ξένα συγγράμματα.

    Με όρους νεοκλασικών οικονομικών, η αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής προϋποθέτει πως οι καινοτόμες επιχειρήσεις θα μπορούν να οικειοποιηθούν ένα μεγάλο μέρος από το πλεόνασμα της καινοτομίας που εισάγουν (appropriability issue). Για να γίνει αυτό, πρέπει να μπορούν να μεγαλώνουν, εκτοπίζοντας τους λιγότερο παραγωγικούς ανταγωνιστές. Αν η επιχείρηση που θα καινοτομήσει δεν έχει τη δυνατότητα να μεγεθυνθεί γιατί αντιμετωπίζει άλλα, εξωγενή εμπόδια, τότε χάνεται το βασικό κίνητρο για να πάρει κάποιος το ρίσκο της καινοτομίας. Συνεπώς, η παραγωγική βάση της χώρας παραμένει καθηλωμένη.

    Ο ελληνικός καπιταλισμός χαρακτηρίζεται από τη συμβίωση των μεγάλων προμηθευτών του Δημοσίου και του μικροκαπιταλισμού.

    Και οι δύο αυτοί τρόποι παραγωγής απειλούνται από τον καπιταλισμό της συσσώρευσης παραγωγικών πόρων και της καινοτομίας. Γι’ αυτό, και παρ’ όλες τις αντιθέσεις τους, είχαν οικοδομήσει επί δεκαετίες μια συμμαχία που δεσπόζει στο πολιτικό σύστημα της χώρας, και μια σιωπηρή συναίνεση για το τι επιτρέπεται και τι διώκεται σ’ αυτή τη χώρα.
    Η συμμαχία αυτή όριζε την ελληνική εκδοχή του καπιταλισμού, αυτή που έφτασε σε αδιέξοδο το 2009.

    Σημείωση:
    Το παραπάνω κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο του Αρίστου Δοξιάδη:
    Το αόρατο ρήγμα (έκδ. «Ίκαρος», Αθήνα, 2013).
    Ο τίτλος και η εικονογράφηση
    έγιναν με μέριμνα της «Ελεύθερης Έρευνας».

    Πηγή: http://www.freeinquiry.gr/pro.php?id=4189

    Einen Kommentar schreiben / Γράψτε ένα σχόλιο

    Kommentar

    kachelmannwetter.com