Η γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού δεν είναι ένα μεμονωμένο γεγονός, αποκομμένο από τις γενικότερες γεωστρατηγικές και γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την Γενοκτονία από τους Τούρκους όλων των χριστιανών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την Θράκη έως την Μικρασιατική Ανατολία στα πλαίσια του λεγόμενου Ανατολικού Ζητήματος
“Θα σας κόψουμε τα κεφάλια, θα σας εξαφανίσουμε. Ή εμείς θα επιζήσουμε ή εσείς”
Σεφκέτ πασάς, Τούρκος Πρωθυπουργός[1]
Εισαγωγή
Από το 1994 μια νέα “εθνική επέτειος” ήρθε να προστεθεί στο πάνθεον των εθνικών επετείων.
Στις 24 Φεβρουαρίου 1994, ημέρα κήρυξης της επανάστασης του 1821 από τον Γενικό Έφορο της Αρχής της Φιλικής Εταιρείας, Πόντιο πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη, η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη της 19ης Μαϊου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο». Ημέρα που ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στην Σαμψούντα στις 19 Μαϊου 1919 και ολοκλήρωσε την προγραμματισμένη και προαποφασισμένη από τους Νεότουρκους εθνική εκκαθάριση με την τελευταία κατάληξη της σφαγής και πυρπόλησης της Σμύρνης το 1922, για την οποία γνωστή Ελληνίδα «ιστορικός» έγραψε ότι δεν ήταν σφαγή, αλλά «συνωστισμός» στο λιμάνι της.
Επίσης το 1998 η Βουλή ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη «της 14ης Σεπτεμβρίου ως ημέρα εθνικής μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.
Ι. Το ιστορικό πλαίσιο
Η γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού, για να τη γνωρίσουμε σε όλες της τις διαστάσεις, δεν είναι ένα μεμονωμένο γεγονός, αποκομμένο από τις γενικότερες γεωστρατηγικές και γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή. Ούτε εθνολογικά, ούτε γεωγραφικά ούτε χρονικά. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την Γενοκτονία από τους Τούρκους όλων των χριστιανών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την Θράκη έως την Μικρασιατική Ανατολία στα πλαίσια του λεγόμενου Ανατολικού Ζητήματος, μέσα από το οποίο αναδύεται ως ένα αναπόσπαστο κομμάτι και το πρόβλημα της Γενοκτονίας των Ποντίων.
Φάσεις της γενοκτονίας διαπιστώνουμε από την εποχή έναρξης του Ανατολικού Ζητήματος έως την τελική του κατάληξη με την επικράτηση των Νεότουρκων και την πολιτική της Γενοκτονίας και εθνοκάθαρσης που εφάρμοσαν συστηματικά και προγραμματισμένα για την οριστική του λύση κατά την διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων και κυρίως του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και ό,τι ακολούθησε μετά απ’ αυτόν, έως την συνθήκη της Λωζάνης το 1923.
Το Ανατολικό Ζήτημα προκύπτει βασικά, όταν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, μπροστά στην επιταχυνόμενη παρακμή της οθωμανικής αυτοκρατορίας, προβάλλουν αξιώσεις και επιχειρούν κάθε είδους διείσδυση, οικονομική, πολιτική στρατιωτική ή άλλη, σε αυτό τον χώρο της Aνατολικής Μεσογείου.
Γνωρίζουμε από την ιστορία ότι οι διάφορες διενέξεις των ισχυρών δυνάμεων ακόμη και από τα τέλη του 19 αιώνα είχαν να κάνουν βασικά με την ενέργεια, της οποίας η βασική πηγή ήταν και είναι οι υδρογονάνθρακες: πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Ακόμη και αυτό το λεγόμενο ανατολικό ζήτημα, στο πρόσφατο παρελθόν, είχε άμεση σχέση με τον μαύρο χρυσό της περιοχής της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου. Ο Έλεγχος των ενεργειακών πηγών πετρελαίου και φυσικού αερίου και η ασφάλεια της απρόσκοπτης ροής του προς την Δύση, αποτελούσε αντικείμενο διένεξης των τότε ιμπεριαλιστικών δυνάμενων, στις οποίες εμπλέκονταν και τα κράτη της περιοχής. Ήταν η εποχή της βιομηχανικής επανάστασης και οι υδρογονάνθρακες από τότε αποτελούσαν στρατηγική πηγή ενέργειας, όπως ακριβώς και σήμερα.
Σ’ αυτά τα πλαίσια αναπτύσσεται ο ανταγωνισμός και η σύγκρουση ανάμεσα στις δυτικές δυνάμεις Αγγλία, Γαλλία και Γερμανία εναντίον της Ρωσίας, η οποία προσπαθεί να προσεταιριστεί τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Αυτοκρατορίας για να πετύχει τους στόχους της, που ήταν και είναι ανέκαθεν η κάθοδός και η δημιουργία γεωστρατηγικών και γεωπολιτικών ερεισμάτων στην Μεσόγειο και στο χώρο της Μέσης Ανατολής, υψίστης γεωστρατηγικής σημασίας. Θα αναφέρω μόνο έναν όρο της συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, της 21 Ιουλίου 1774, που αφορά τους Χριστιανικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας:
Η Ρωσία επέβαλε το ασαφές δικαίωμα προστασίας των ορθόδοξων χριστιανών υπηκόων της Πύλης επί τσαρικής εποχής. Αυτήν την πολιτική κατά το μάλλον ή ήττον συνέχισε η Ρωσία μετέπειτα, για να προσεταιριστεί του χριστιανικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Αυτήν την πολιτική της Ρωσίας απεφάσισε στις αρχές του 20 αιώνα να εμποδίσει με κάθε τρόπο και μέσο κυρίως η Γερμανία, συμβουλεύοντας τους Νεότουρκους να εξαφανίσουν τους χριστιανικούς πληθυσμούς της επικράτειάς της κι’ έτσι να θέσουν φραγμό στην κάθοδο της Ρωσίας στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δίνοντας τη δυνατότητα στους δυτικούς να δημιουργήσουν ένα απροσπέραστο ανάχωμα στις στρατηγικές επιδιώξεις της Ρωσίας για την κάθοδο στην Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή. Ως ανάχωμα χρησιμοποιούσαν τότε την Οθωμανική Αυτοκρατορία και σήμερα κυρίως την Τουρκία.
Μήπως οι σημερινές διενέξεις των ισχυρών της γης στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής δε θυμίζουν τα τραγικά γεγονότα αναβίωσης του Ανατολικού Ζητήματος;
Η αλλαγή κι επαναχάραξη συνόρων, οι Γενοκτονίες, οι εθνοκαθάρσεις, όπως αυτή των Ελληνοκυπρίων το 1974 και οι αναζωπυρώσεις εθνικιστικών διεκδικήσεων και εναντίον της Ελλάδας, συνεχίζουν να τροφοδοτούν και ανατροφοδοτούν ένα νέο Ανατολικό Ζήτημα, του οποίου την κατάληξη δεν είμαστε ακόμη σε θέση να προσδιορίσουμε.
Η εισβολή και κατοχή του Βόρειου τμήματος της Κύπρου, η προσπάθεια νομιμοποίησης μονομερών τουρκικών αναθεωρητικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο και την Θράκη, οι επεκτατικές βλέψεις των Σκοπιανών στην ελληνική Μακεδονία και ο Μεγαλοϊδεατισμός την Αλβανίας, με βλέψεις προς την Ήπειρο, την αποκαλούμενη απ’ αυτούς Τσαμουριά, έχουν άμεση σχέση με το νέο Ανατολικό Ζήτημα, όπως ακριβώς και η διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας.
Οι «άσπονδοί φίλοι και σύμμαχοί μας», συνεχίζουν στα πλαίσια της διένεξής τους με την Ρωσία και στην προσπάθεια απομόνωσής της, να επιβουλεύονται παντοιοτρόπως τον Ελληνισμό, ο οποίος για τους γνωστούς λόγους τρέφει φιλικά αισθήματα προς την ομόδοξη Ρωσία. Ακόμη και η σημερινή κρίση στην Ελλάδα δεν είναι άμοιρη του Ανατολικού Ζητήματος.
ΙΙ. Σύντομη αναφορά στο Ανατολικό Ζήτημα
Για το λόγο αυτό είναι σημαντικό να κάνουμε μια σύντομη αναφορά στο Ανατολικό Ζήτημα, αν θέλουμε να κατανοήσουμε την διάσταση και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η Γενοκτονία των Χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στην οποία συγκαταλέγεται η Γενοκτονία των Αρμενίων, των Ποντίων, των Ασσυρίων και των Ελλήνων της Θράκης και της Ιωνίας. Γεγονότα που αρνούνται δυστυχώς οι «ανιστόρητοι» αναθεωρητές της ιστορίας.
Με την έννοια αυτή η ενασχόλησή μας σήμερα με την Ποντιακή Γενοκτονία αποτελεί θεωρητική αφαίρεση, για να μην επεκταθούμε σε όλο το πλέγμα της Γενοκτονίας, όπως κανονικά θα έπρεπε, αλλά μόνο στην Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού.
Μέσα στα πλαίσια αυτά των γεωστρατηγικών και γεωπολιτικών αντιπαραθέσεων των μεγάλων δυνάμεων αρχίζει βασικά να ξετυλίγεται η ιστορία που έχει άμεση σχέση με τις τύχες των προγόνων μας.
Η ιστορία αυτή, που ξεκινάει από τα πρώτα δείγματα της υποχώρησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είναι άμεσα συνδεδεμένη και με τις εναλλαγές της τουρκικής διοίκησης, της κεντρικής, αλλά και της τοπικής, που πότε ήταν ανεκτική και πότε καταπιεστική, όμως πάντοτε ανυπόφορη, γιατί ήταν απρόβλεπτη, συγκυριακή και βάρβαρη. Ορισμένες φορές η βαρβαρότητά της έπαιρνε κατά διάφορα χρονικά διαστήματα και τη μορφή της φυσικής εξόντωσης., πριν από τον οριστικό σχεδιασμό της Γενοκτονίας.
Σ’ αυτή τη συγκυρία καθοριστικό παράγοντα για όλη την περιοχή του Πόντου έπαιζαν οι ρωσοτουρκικές αντιπαλότητες, όπως τονίσαμε, διενέξεις και πόλεμοι, που είχαν άμεση επίπτωση και στους ομόθρησκους Ποντίους και στους υπόλοιπους χριστιανικούς πληθυσμούς.
Συνήθως μετά από κάθε ρωσοτουρκικό πόλεμο, τα θύματα στην περιοχή ήταν κυρίως οι Έλληνες και οι Αρμένιοι, αλλά και οι Ασσύριοι, που υφίσταντο τις αντεκδικήσεις και αγριότητες των Τούρκων ως αντίποινα. Στην κυριολεξία ήταν έρμαιο της αυθαιρεσίας τους.
Για το λόγο αυτό δημιουργήθηκαν κατ’ επανάληψη κύματα φυγής των Ποντίων, κυρίως προς την ορθόδοξη Ρωσία.[2]
Η περιοχή του Πόντου εκών άκων μπαίνει στη δίνη του πολύπλοκου Ανατολικού Ζητήματος.
Μόνιμη επιδίωξη της Ρωσίας, είτε της τσαρικής είτε της Σοβιετικής, ήταν στα πλαίσια της πανσλαβιστικής της επέκτασης, να κατέβει στα θερμά ύδατα της Μεσογείου και να προελάσει κι επεκτείνει την κυριαρχία της στις πετρελαιοπηγές της Μοσούλης και του Περσικού Κόλπου, όταν πια το πετρέλαιο άρχισε να αποκτά την αξία που γνωρίζουμε.
Μπροστά σ’ αυτόν τον κίνδυνο οι εκάστοτε μεγάλες δυτικές δυνάμεις, Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία και Αμερική προσπαθούσαν ανέκαθεν και με κάθε μέσο να αποκλείσουν την Ρωσία από τους στρατηγικούς της στόχους, χρησιμοποιώντας την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως ανάχωμα απέναντι στην αυταρχική και δεσποτική Ρωσία, όπως την αποκαλούσαν. Ακόμη και ο Μαρξ και ο Ένγκελς ήταν γι’ αυτό το λόγο, υπέρ της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και σήμερα στην Ουκρανία.
Η Ρωσία βέβαια -και απ’ εδώ αρχίζει το δράμα-, στην αντιπαλότητά της με την Τουρκία και όσους την στήριζαν, προσπαθούσε να προσεταιριστεί τους χριστιανικούς πληθυσμούς, παίζοντας το ρόλο του προστάτη τους. Με τον τρόπο αυτό έβρισκε αφορμές και αιτίες για την εφαρμογή των δικών της γεωστρατηγικών σχεδίων.
Από την άλλη η Γερμανία, για να αναφερθούμε στο πρόσφατο παρελθόν, που έχει σχέση με την Γενοκτονία, το τελευταίο κεφάλαιο του δράματος, είχε βλέψεις και η ίδια στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, Υποκινούσε τους Τούρκους εναντίον των χριστιανικών πληθυσμών, που θεωρούσε ότι ήταν δυνατό να συνδράμουν τους Ρώσους στις επιδιώξεις τους[3].
Το θέμα της Γενοκτονίας των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έχει συνεπώς άμεση σχέση με την πολιτική του Κάιζερ της Γερμανίας, ο οποίος επεδίωκε να προσεταιριστεί την Τουρκία πάση θυσία, για να φτάσει στα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής σε ανταγωνισμό με την Αγγλία την Γαλλία και κυρίως την Ρωσία.
Περιττό να τονίσουμε ότι διαχρονικά η Γερμανία, αλλά και η Δύση στο σύνολό της, εκτός από μερικές εξαιρέσεις, τάχθηκε ενάντια στα συμφέροντά της Ελλάδας, ακόμη και πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Δεν πρέπει συνεπώς να ξεχνούμε ότι ο κύριος εμπνευστής για τη γενοκτονία του χριστιανικού πληθυσμού από μέρους των Νεότουρκων και του Μουσταφά Κεμάλ και συνεπώς και ενάντια στον Ποντιακό Ελληνισμό, υπήρξε η Γερμανία. Υπάρχουν αδιάσειστα ντοκουμέντα που το αποδεικνύουν.
Η Γερμανία στήριζε και στηρίζει ανέκαθεν την Τουρκία εναντίον της Ελλάδας.
ΙΙΙ. Οι τραγικές μαρτυρίες και το ιστορικό καθήκον των Ποντίων
Η πρόσφατη ιστορία μας με την κατοχή και την σημερινή ηγεμονική στάση της Γερμανίας αποδεικνύει για άλλη μια φορά του λόγου το αληθές. Εν παρενθέσει θα αναφέρω ότι η Ελλάδα είχε τα περισσότερα θύματα από όλες τις κατεχόμενες χώρες κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Και αυτό επίσης δεν πρέπει να το λησμονούμε.
Ο ποντιακός Ελληνισμός διεκδικεί τη δική του ιστορική μνήμη και την εγγραφή του στη συλλογική μνήμη του έθνους. Δυστυχώς όμως η επίσημη πολιτεία δεν ανταποκρίνεται σ’ αυτό το καθήκον, σε αντίθεση με την Τουρκία. Ας δούμε για παράδειγμα τι ισχυρίζεται ο πρώην μέντορας του Ερντογάν, ο πολύς Αχμέτ Νταβούτογλου λέγοντας: «Κοινωνίες με ριζικά αποδυναμωμένη και φθαρμένη εθνική συνείδηση, δεν έχουν πεδίο στρατηγικής λογικής, θέτουν σε κίνδυνο την ιστορική τους ύπαρξη, περιθωριοποιούνται στη διεθνή σκακιέρα».[4]
Καθήκον μας λοιπόν είναι να διατηρήσουμε εμείς οι Πόντιοι και οι λοιποί Συνέλληνες τη μνήμη της μακραίωνης και ένδοξης ιστορία μας και την εθνική μας συνείδηση, που αποτελεί την ταυτότητά μας και τον συνεκτικό κρίκο της ύπαρξής και της δυναμικής παρουσίας μας στα πεπρωμένα αυτού του τόπου, που λέγεται πατρίδα, προτάσσοντας πάντα ως σημείο αναφοράς και συνεκτικό κρίκο της συλλογικής μας μνήμης την Γενοκτονία, σε αντίθεση με τις θέσεις της επίσημης πολιτείας.
Φέτος συμπληρώνονται ενενήντα πέντε (98) χρόνια από τότε που ο Μουσταφά Κεμάλ πασάς μπήκε με τους τσέτες του στην Σαμψούντα και έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιο για τον ξεριζωμό των Ελλήνων του Πόντου (19 Μαΐου 1919). Το τέλος της αποτρόπαιης αυτής πράξης το 1923, είχε ως τραγικό απολογισμό 353.000 αθώα θύματα και τον ξεριζωμό από τις πατρογονικές εστίες εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων του Πόντου.
Ήδη από το 1908 οι λεγόμενοι Νεότουρκοι, οι αιμοσταγείς Εμβέρ πασάς, ο Ταλαάτ, ο δρ. Σακίρ, ο δρ. Ναζί, ο Νουρεντίν, ο σφαγέας της Σμύρνης και του εθνομάρτυρα Μητροπολίτη της Χρυσόστομου, είχαν πάρει την απόφαση να εξοντώσουν τον Ελληνισμό της Μ. Ασίας.
Η διαταγή του Τούρκου διοικητή της Σμύρνης το 1922 είναι επίσης πολύ ενδεικτική για τον μένος εναντίον των Ελλήνων: «Σφάξτε τους Έλληνες, εξολοθρεύστε τους». Όσον αφορά τις γυναίκες επεσήμανε: «μη διστάσετε, μην υπολογίσετε ούτε την τιμή, ούτε τη φιλία».[5] Αυτό όσον αφορά τον «συνωστισμό» της ανιστόρητης «ιστορικού» κ. Ρεπούση και ορισμένων άλλων ομοϊδεατών της, γνωστών και μη εξαιρετέων.
Οι Γερμανοί, που ήταν οι ηθικοί αυτουργοί των εγκλημάτων, έβλεπαν τους Έλληνες και τους Αρμενίους, καθώς και τους Ασσυροχαλδαίους, που στην πλειοψηφία τους ήταν χριστιανοί, ως εμπόδιο στα σχέδιά τους. για οικονομική διείσδυση στην Ανατολή.
Το σχέδιο που πρότειναν στους Τούρκους ήταν σατανικό. Ο καθοδηγητής των Τούρκων Γερμανός στρατηγός Λίμαν Φον Σάντερς, ο μετέπειτα αρχιστράτηγος των Τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων, μαζί με το γερμανικό επιτελείο του, υποστήριζε κυνικά τα εξής: «Η Τουρκία δεν έχει ουδεμίαν ασφάλειαν ούτε δύναται να οργανωθεί ελευθέρως εις το μέλλον, λόγω της παρουσίας των Ελλήνων. Για να μην προκληθεί αντίδραση στον “πολιτισμένο” κόσμο προτείνει, ως “τελική λύση”, τον λευκό θάνατο, τις ατέλειωτες οδοιπορίες. Σας διαβεβαιώνω ότι οι παγωνιές και το κρύο του χειμώνα, οι βροχές και η μεγάλη υγρασία, ο ήλιος και η τρομερή ζέστη του καλοκαιριού, οι αρρώστιες του εξανθηματικού τύφου και της χολέρας, οι κακουχίες και η ασιτία, θα φέρουν το ίδιο αποτέλεσμα, με τις σφαγές που λογαριάζετε να κάνετε εσείς».
Οι Νεότουρκοι από το 1914 έως το 1918 και ο Μουσταφά Κεμάλ από το 1919 έως το 1922 ακολούθησαν κατά γράμμα το συστηματικό, οργανωμένο, σατανικό σχέδιο των Γερμανών συμβούλων κατά του άμαχου πληθυσμού.
Έτσι οι Νεότουρκοι μετά από τους Βαλκανικούς Πολέμους και πριν από την έναρξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου θέτουν σε εφαρμογή το σχέδιο της «λύσης» των εθνοτικών προβλημάτων με την εξόντωση των άλλων εθνοτήτων.
Το σχέδιο συζητείται στα μυστικά συνέδρια των Νεότουρκων που διεξάγονται στη Θεσσαλονίκη το 1908, 1909, 1910 και 1911 και προβλέπει την απομάκρυνση του χριστιανικού πληθυσμού από τα εδάφη της Μικράς Ασίας ακόμα και με τη χρήση βίας, για να δημιουργηθεί εκεί το νέο τουρκικό κράτος. Τα πλήρη ντοκουμέντα του οργανωμένου σχεδίου των Νεότουρκων δεν είναι ακόμη γνωστά.
Στο τελευταίο συνέδριό τους, αυτό του 1911, οι Νεότουρκοι λαμβάνουν την εξής απόφαση, που είναι χαρακτηριστική για τα αποτρόπαια σχέδιά τους:
«Η Τουρκία πρέπει να γίνει μωαμεθανική χώρα, όπου η μωαμεθανική θρησκεία και οι μωαμεθανικές αντιλήψεις θα κυριαρχούν και κάθε άλλη θρησκευτική προπαγάνδα θα καταπνίγεται… Αργά ή γρήγορα θα πρέπει να πραγματοποιηθεί η πλήρης οθωμανοποίηση όλων των υπηκόων της Τουρκίας. Και είναι ολοκάθαρο ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει με την πειθώ. Άρα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ένοπλη βία… Το δικαίωμα των άλλων εθνοτήτων να έχουν δικές τους οργανώσεις θα πρέπει να αποκλειστεί. Κάθε μορφή αποκέντρωσης και αυτοδιοίκησης θα θεωρείται προδοσία προς την τουρκική αυτοκρατορία».
Το σχέδιο της συστηματικής εξόντωσης ολοκληρώνεται.
Σε μυστική σύσκεψη των Νεότουρκων υπό την προεδρία του Ταλαάτ Πασά, ο δρ. Σακίρ Μπεχαεντίν αναφέρει τα εξής:
«Τα έθνη που απέμειναν από παλιά στην Αυτοκρατορία μας, μοιάζουν με ξένα και βλαβερά χόρτα που πρέπει να ξεριζωθούν. Να ξεκαθαρίσουμε τη γη μας. Αυτός άλλωστε είναι και ο σκοπός της επανάστασής μας.”
Στην ίδια σύσκεψη ο δρ. Ναζίμ λέει:
«…Θέλω να ζήσει ο Τούρκος. Και θέλω να ζήσει μόνο σ’ αυτά τα εδάφη και να είναι ανεξάρτητος. Εκτός των Τούρκων όλα τα άλλα στοιχεία να εξοντωθούν, άσχετα σε ποια θρησκεία ή πίστη ανήκουν. Αυτή η χώρα πρέπει να καθαρίσει από τα ξένα στοιχεία. Οι Τούρκοι πρέπει να κάνουν την εκκαθάριση».
Αρχίζει πλέον απροκάλυπτα η ριζική εξόντωση. Οι άνδρες δολοφονούνται στα διαβόητα «Αμελέ Ταμπουρού», στα τάγματα θανάτου, και τα γυναικόπαιδα με την διαδικασία του «λευκού θανάτου».
Συνολικά ο αριθμός των Ποντίων που δολοφονήθηκαν έως το Μάρτιο του 1924 ήταν 353.000.
Είναι ωστόσο λάθος να διακηρύττουμε πως τα θύματα τις γενοκτονίας ανέρχονται στις 353.000. Ποια στατιστική υπολόγισε τους θανάτους στις θανατηφόρες διαδρομές της προσφυγιάς, όπου τους Πόντιους θέριζε η πείνα, οι κακουχίες, οι ποικίλες ασθένειες κι επιδημίες; Κανείς. Όσοι δεν σφαγιάστηκαν προσπάθησαν να διασωθούν με τη φυγή προς τον Καύκασο, κυρίως οι Πόντιοι του Επαρχείου του Καρς. Όμως οι παράπλευρες συνέπειες της Γενοκτονίας είχαν κι εκεί τραγικά αποτελέσματα.
Θα αναφέρω μόνο δύο από τα χιλιάδες χαρακτηριστικά παραδείγματα. Την προσωπική μαρτυρία του πατέρα μου Χαράλαμπου Βασιλειάδη, που υπήρξε πέντε φορές πρόσφυγας, ο οποίος το 1918, μετά την παράδοση του Επαρχείου του Καρς από τον Λένιν στον Μουσταφά Κεμάλ, οδήγησε το χωριό του αποτελούμενο από 70 οικογένειες στην περιοχή του Κουμπάν του Βορείου Καυκάσου. Στην μακρά διαδρομή προς το Κουμπάν πέθανε το ολιγότερο ένα τρίτο των συγχωριανών του από τις κακουχίες και τις ασθένειες, διανύοντας γύρω στα 2.000 χιλιόμετρα ανάμεσα από τις ορεινές διαβάσεις του Καυκάσου. Ανάλογη και χειρότερη ήταν η τύχη των υπολοίπων 70 χιλιάδων Ελλήνων του Επαρχείου του Καρς, αλλά και των άλλων Ποντίων που ζούσαν στον Καύκασο.
Πολλοί πέθαναν στα πλοία της προσφυγιάς και στα στρατόπεδα φιλοξενίας από την πείνα, τις επιδημίες της χολέρας, του τύφου, της ελονοσίας κ.λπ. Γράφει ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης για την περίπτωση της Θεσσαλονίκης, περιγράφοντας στην βιογραφία του την κατάσταση στο στρατόπεδο των προσφύγων στην Θεσσαλονίκη: «Τότες, επί Βενιζελοκρατίας, μας στείλανε στην Θεσσαλονίκη, όπου φτάσαμε στο Καραπουρνού και μας αποβίβασαν. Ο κόσμος υπέφερε τα πάνδεινα από τον τεράστιο αριθμό των προσφύγων, τις ακαθαρσίες και την μόλυνση. Οι ασθένειες θέριζαν. Εμάστιζε τον κόσμο ο εξανθηματικός τύφος και η ελονοσία. Και από τις κακουχίες και ταλαιπωρίες σε ξένα μέρη ο κόσμος πέθνησκε κάθε μέρα».[6]
Και μια άλλη προσωπική μαρτυρία για τους Πόντιους που καμιά στατιστική δεν περιέλαβε στον επίσημο αριθμό των θυμάτων, και φυσικά δεν είναι η μοναδική. Γράφει πάλι ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης: «Και το 1921, μετά την καταστροφή της Μικράς Ασίας, οπισθοχώρησε και ο στρατός από την Ανατολική Θράκη και έτσι όλος ο Ελληνισμός έφυγε προς την Αλεξανδρούπολη, που μας είχαν τοποθετήσει σε μιαν άκρα της πόλεως προσωρινά. (Πριν φύγουμε ξάχασα να σημειώσω πως, όταν κατοικούσαμε στο Παπάεσκι, αρρώστησε πρώτα η γιαγιά μας και έπειτα ο πατέρας ο Δάμος. Και τους δυο τους θάψαμε στην Ανατολική Θράκη, πριν φύγουμε).[7]
Θα προσθέσουμε και μια άλλη μαρτυρία από το Χρονικό του Καρς του Χρήστου Σαμουηλίδη, κοντά στις τόσες άλλες μαρτυρίες συμπατριωτών μας που έχουν βιώσει τα γεγονότα. Περιγράφει ανάμεσα στα άλλα μαρτύρια των Ποντίων του Επαρχείου του Καρς και το ακόλουθο τραγικό γεγονός της τραγωδίας της προσφυγιάς. Γράφει σ’ ένα σημείο μόνο για την τύχη των προσφύγων από την Όλτη του Καρς: «ΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕς της περιοχής Όλτης, κάπου δέκα χιλιάδες κόσμος, όταν έφτασαν τελικά στο Βατούμ της Γεωργίας, σε κακά χάλια, γιατί είχαν ταλαιπωρηθεί φοβερά στη διαδρομή, κατασκήνωσαν στο ύπαιθρο και περίμεναν τρεις ολόκληρους μήνες να έρθει ελληνικό καράβι να τους πάρει. Σ’ όλο αυτό το διάστημα υπόφεραν τα πάνδεινα, ζώντας παρατημένοι σε άθλια κατάσταση, γυμνοί, νηστικοί και άστεγοι, με τις αρρώστιες και τις επιδημίες να θερίζουν τους γέρους και τα παιδιά.
ΩΣ τον Οκτώβρη, που φάνηκε το πρώτο καράβι στο λιμάνι του Βατούμ, οι πρόσφυγες της Όλτης είχαν αποδεκατιστεί και απομείνει σχεδόν οι μισοί».[8] Για τους υπόλοιπους από τις 70 χιλιάδες του Καρς δεν υπάρχουν γραπτές πηγές θανάτων. Αυτά τα νούμερα δεν τα κατέγραψε καμία στατιστική. Για μας της δεύτερης γενιάς, τα τραγικά βιώματα των γονιών μας, είναι νωπές μαρτυρίες, χαραγμένες άσβεστες στην μνήμη μας. Δεν χρειάζεται ιστορικούς για να μας τις θυμίσουν. Είναι ζωντανές μνήμες, είναι άμεσα βιώματα, που δεν μπορεί να τα αμφισβητήσει κανείς.
Υπάρχει παρ’ όλα αυτά πλήθος μαρτυριών ξένων πρεσβειών και προξενείων που αδιάψευστα επιβεβαιώνουν με ντοκουμέντα τη θηριωδία των Τούρκων. Η διεθνής βιβλιογραφία και τα κρατικά αρχεία πολλών χωρών βρίθουν μαρτυριών για το ειδεχθές έγκλημα, που διαπράχθηκε εναντίον του Ελληνικού λαού.
Απ’ αυτές τις μαρτυρίες μόνο μία θα αναφέρουμε ενδεικτικά. Στις 20 Μαρτίου 1922, ο Άγγλος διπλωμάτης Ρέντελ συνέταξε ένα μνημόνιο για τις τουρκικές ωμότητες σε βάρος των χριστιανών. Στο προοίμιο αυτού του μνημονίου διαβάζουμε: «Η επίτευξη της ανακωχής με την Τουρκία, στις 30 Οκτωβρίου 1918, φάνηκε να επέφερε μια προσωρινή παύση των διωγμών των μειονοτήτων εκ μέρους των Τούρκων, που διαπράχθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Στην επιδίωξη αυτών των διωγμών, είναι γενικώς αποδεκτό … ότι πάνω από 500.000 Έλληνες εξορίστηκαν, εκ των οποίων συγκριτικώς ελάχιστοι επέζησαν…». Ποίων άλλων έχουμε ανάγκη μαρτυρίας εκτός από την μαρτυρία των «άσπονδων φίλων μας Άγγλων»; Όταν ο Άγγλος πρέσβης τους αναβιβάζει στις περίπου 500 χιλιάδες, πώς είναι δυνατόν να αμφισβητείται από Έλληνες μάλιστα αυτό το αδιάψευστο γεγονός;
Δεν είναι όμως μόνο ο Άγγλος πρέσβης που αναφέρεται στο αποτρόπαιο έγκλημα της Γενοκτονίας. Βασισμένος σε μια σειρά επισήμων αναφορών ο ίδιος ο Βρετανός πρωθυπουργός Λόιντ Τζορτζ προβαίνει σε δημόσιες δηλώσεις στη Βουλή των Κοινοτήτων (House of Commons. The Parliamentary Debates), Fifth Series, τόμ. 157): «…(στον Πόντο) δεκάδες χιλιάδες (Έλληνες) άνδρες, γυναίκες και παιδιά απελαύνονταν και πέθαιναν. Ήταν καθαρή ηθελημένη εξολόθρευση. “Εξολόθρευση” δεν είναι δικιά μου λέξη. Είναι η λέξη που χρησιμοποιεί η Αμερικανική Αποστολή». Αυτά είναι τα λόγια του. Το ίδιο αποκαλυπτικός είναι και ο σερ Γουίνστον Τσόρτσιλ στο βιβλίο του The World Crisis, τόμ. V, Γράφει σχετικά: «… οι φοβεροί εκτοπισμοί των Ελλήνων από την Τραπεζούντα και τη Σαμψούντα, που είχαν γίνει το φθινόπωρο του 1921, έφταναν τώρα για πρώτη φορά στην Ευρώπη». Το φρικιαστικό έγκλημα συμπληρώνει ο Αμερικανός ταγματάρχης Γιόουελ, ο οποίος δίνει μια εικόνα του μικρασιατικού Πόντου το 1921: «Πτώματα, πτώματα σε όλο το μήκος της πορείας των εκτοπιζομένων… Φρίκη και πτώματα». Τέλος ο Αμερικανός δημοσιογράφος Γκίμπονς προσθέτει: «Η πεδιάδα της Μαλάτειας ήταν στρωμένη με πτώματα Ελλήνων».
Δεν θα μπούμε σε άλλες μαρτυρίες που είναι έργο των ιστορικών.
Δυστυχώς, επαναλαμβάνουμε, υπάρχουν Έλληνες συμπολίτες μας που αμφισβητούν την ποντιακή γενοκτονία, υπηρετώντας, συνειδητά ή ασυνείδητα, συμφέροντα ξένων δυνάμεων. Είναι γνωστοί και μη εξαιρετέοι.
Γιατί όμως αυτή η επιμονή στη συλλογική μνήμη των Ποντίων και στη διεκδίκηση διατήρησης αυτής της μνήμης μέσα από την απαίτηση για αναγνώριση της Γενοκτονίας; Μάλιστα μετά και την παρέλευση ενός ολόκληρου αιώνα, που οι πληγές της τραγωδίας φαίνεται να αποτελούν μακρινή ανάμνηση;
Υπάρχει ένας πολύ σημαντικός λόγος που μας υποχρεώνει ως Ποντίους να διατηρήσουμε άσβεστη τη μνήμη του κορυφαίου αυτού γεγονότος της γενοκτονίας των προγόνων μας. Είναι η δικαίωση αυτής της θυσίας και η απαίτηση να μην επαναληφθούν, καθώς επαναλήφθηκαν τέτοια ή παρόμοια τραγικά γεγονότα, όπως ο διωγμός των Ελλήνων από την Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο, την Τένεδο και η εθνοκάθαρση 200.000 Ελληνοκυπρίων από τις προγονικές τους εστίες το 1974.
Εμείς οι Πόντιοι, αλλά και οι υπόλοιποι Έλληνες δεν διακατεχόμαστε από αισθήματα εκδίκησης και μίσους. Δεν έχουμε να χωρίσουμε τίποτε με τους λαούς, που αποτελούν με τον ένα ή άλλο τρόπο πάντοτε τα θύματα.
Θέλουμε και επιδιώκουμε συμφιλίωση. Θέλουμε και επιδιώκουμε την ειρηνική επίλυση των προβλημάτων. Όμως με έναν απαράβατο κανόνα. Την αναγνώριση των εγκλημάτων από τους θύτες και την δικαίωση των θυμάτων, ώστε να αποτραπεί η επανάληψή τους.
Η γενοκτονία ήταν ομολογουμένως ένα καλά προμελετημένο και οργανωμένο έγκλημα, που η κυβέρνηση των Νεότουρκων και ο Κεμάλ Πασάς έφερε σε πέρας με συστηματικότητα. Δεν είχε σχέση με τις στρατιωτικές διαμάχες και τις λεγόμενες παράπλευρες απώλειες, αλλά με την εξόντωση του άμαχου πληθυσμού. Οι μέθοδοι που χρησιμοποίησε ήταν ο ξεριζωμός του, η εξάντληση στις κακουχίες, οι φυλακίσεις, εκτελέσεις, τα βασανιστήρια, η πείνα και η δίψα και τα στρατόπεδα θανάτου στην έρημο, τα περίφημα «αμελέ ταμπουρού» (τάγματα εργασίας). Ποτέ δεν πρέπει να ξεχνούμε. Οι μνήμες πρέπει να μένουν ζωντανές. Είναι καθήκον απέναντι στους αδικοχαμένους νεκρούς. Οφείλει η ελληνική πολιτεία να την διατηρεί άσβεστη, για να διδάσκει στις νέες γενιές ότι τέτοια εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας δεν πρέπει να εναληφθούν στο μέλλον. Η λήθη είναι προάγγελος της επανάληψης των εγκλημάτων.
Οι τουρκικές κυβερνήσεις αρνούνται πως υπήρξε γενοκτονία και τοποθετούν επισήμως το θάνατο των Ελλήνων στα πλαίσια των ευρύτερων απωλειών του πολέμου, του λιμού ή άλλων κοινωνικών αναταράξεων. Όμως η πραγματικότητα τις διαψεύδει.
Για την ιστορία πρέπει να αναφέρουμε ότι πριν από τον όρο „Γενοκτονία“ υπήρχε ο όρος „Εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας“.
Tο Δεκέμβριο 2007 η Διεθνής Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών (International Association of Genocide Scholars ή IAGS) αναγνώρισε επίσημα τη γενοκτονία των Ελλήνων, μαζί με την γενοκτονία των Ασσυρίων, και εξέδωσε το εξής ψήφισμα[6]:
«ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι η άρνηση μιας γενοκτονίας αναγνωρίζεται παγκοίνως ως το έσχατο στάδιο γενοκτονίας, που εξασφαλίζει την ατιμωρησία για τους δράστες της γενοκτονίας, και ευαπόδεικτα προετοιμάζει το έδαφος για τις μελλοντικές γενοκτονίες,
ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι η Οθωμανική γενοκτονία εναντίον των μειονοτικών πληθυσμών κατά τη διάρκεια και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, παρουσιάζεται συνήθως ως γενοκτονία εναντίον μόνο των Αρμενίων, με λίγη αναγνώριση των ποιοτικά παρόμοιων γενοκτονιών, εναντίον άλλων χριστιανικών μειονοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,
ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΤΑΙ ότι είναι πεποίθηση της Διεθνούς Ένωσης των Μελετητών Γενοκτονιών, ότι η Οθωμανική εκστρατεία εναντίον των χριστιανικών μειονοτήτων της αυτοκρατορίας, μεταξύ των ετών 1914 και 1923, συνιστούν γενοκτονία εναντίον των Αρμενίων, Ασσυρίων, Ποντίων και των Eλλήνων της Ανατολίας.
ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΤΑΙ η Ένωση να ζητήσει από την κυβέρνηση της Τουρκίας να αναγνωρίσει τις γενοκτονίες εναντίον αυτών των πληθυσμών, να ζητήσει επίσημα συγγνώμη, και να λάβει τα κατάλληλα και σημαντικά μέτρα προς την αποκατάσταση (μη επανάληψη).»
Θα είμαστε ανάξιοι των νεκρών μας, αν δεν παραμένουμε σταθεροί στην αξίωση για τη δικαίωση και την αναγνώριση της γενοκτονίας των προγόνων μας, που αποτελεί ένα από τα κορυφαία και απαράγραπτα καθήκοντα του Ποντιακού Ελληνισμού.
[1] Δήλωση του τον Ιούλιο του 1909, στον μεγάλο πατριάρχη του Γένους, Ιωακείμ τον Γ’.
[2] Για τις μετοικήσεις Ποντίων προς την Ρωσία βλ. Κωνσταντίνος, Ε. Φωτιάδης, Αλησμόνητες πατρίδες του Ευξείνου Πόντου και του Καυκάσου, εκδ. «Τζιαμπίρης –Πυραμίδα», Θεσσαλονίκη, σ. σ. 19 – 63.
[3] Οι απαρχές των διώξεων και των μετέπειτα σφαγών και γενοκτονιών από μέρους των Νεότουρκων και του Μουσταφά Κεμάλ εστιάζονται σ’ αυτή την πολιτική των Γερμανών ιθυνόντων.
[4] Βλ. Αχμέτ Νταβούτογλου, Στρατηγικό βάθος: Η διεθνής θέση της Τουρκίας, εκδ. «Ποιότητα, Αθήνα 2010, σ.57.
[5] Έγγραφη διαταγή του Διοικητή της Σμύρνης το 1922, σε οθωμανική γραφή, μεταφρασμένη από το Σύλλογο Ελλήνων Μικρασιατών. Ιστορικά Αρχεία της Άγκυρας. Το έγγραφο ανήκει στο Μουσείο Τεχνών και Επιστημών Ηπείρου. Πρόκειται για ένα έγγραφο που τσακίζει κόκαλα και δίνει απαντήσεις σε όσους υποστηρίζουν το… συνωστισμό της Σμύρνης. Βρίσκεται στο Μουσείο Τεχνών και Επιστημών Ηπείρου.
[6] Βλ. Χαράλαμπος Βασιλειάδης, Ο Λάμπον α σο Καρς, ή η Οδύσσεια ενός Ποντίου από τον Καύκασο, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 2013, σ. 118.
[7] Βλ. Χαράλαμπος Βασιλειάδης, Ο Λάμπον α σο Καρς…ό,π., σ. 122.
[8] Βλ. Χρήστος Σαμουηλίδης, Το χρονικό του Καρς, εκδ. «Γκοβόστη», Αθήνα, σ. 229.
Ο Δαμιανός Βασιλειάδης είναι εκπαιδευτικός, συγγραφέας, π. Γραμματέας της Πανελλήνιας Ένωσης Ποντίων Αξιωματικών «Αλέξανδρος Υψηλάντης», μέλος του ΙΗΑ (International Hellenic Assosiation)